Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

π. Παΐσιος: «Ἡ Παναγία στὸν Χριστὸ τὰ πηγαίνει ὅλα».)


web statistics

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΦΙΛΟΣΤΟΡΓΗ ΜΗΤΕΡΑ ΜΑΣ -2 (

– Γέροντα, ποιά εἰκόνα τῆς Παναγίας τὴν ἀποδίδει περισσότερο;
– Ἡ Παναγία ἡ Ἱεροσολυµίτισσα. Μία φορὰ τὴν εἶδα ἐκεῖ στὸ Καλύβι, στὴν Παναγούδα … Ἄν σοῦ τὸ πῶ, σὲ πόσους θὰ τὸ πῆς;
– Σὲ κανέναν, Γέροντα.
– Λοιπόν, εἶδα σὲ ὄραµα ὅτι θὰ πήγαινα µακρινὸ ταξίδι καὶ ἔπρεπε νὰ ἑτοιµάσω τὰ χαρτιά µου, διαβατήριο, συνάλλαγµα κ.λπ., ἀλλὰ οἱ ὑπάλληλοι δὲν µοῦ ἔκαναν τὰ χαρτιά. Ἐκεῖ ἦταν πολλοὶ ἄνθρωποι, ὅµως δὲν ὑπῆρχε κανεὶς νὰ µὲ βοηθήση. «Ποιός θὰ µὲ βοηθήση; λέω. Μὰ δὲν βρίσκεται κανένας, γιὰ νὰ ἐνδιαφερθῆ;». Εἶχα µιὰ ἀγωνία!… Καὶ ξαφνικὰ παρουσιάζεται µία Γυναίκα µὲ λαµπερὸ πρόσωπο, ντυµένη στὰ χρυσαφένια. Εἶχε µία ὡραιότητα! Ἄστραφτε ὁλόκληρη! «Μὴν ἀνησυχῆς, ἐγὼ θὰ σὲ βοηθήσω· ὁ Γυιός µου εἶναι Βασιλιάς», µοῦ λέει καὶ µἐ χτύπησε ἁπαλὰ στὸν ὦµο. Παίρνει τὰ χαρτιὰ καὶ µὲ µιὰ κίνηση τὰ βάζει στὸν κόρφο Της. Ὤ, τί κίνηση ἦταν ἐκείνη! Ὕστερα µοῦ εἶπε: «Θὰ περάσετε δύσκολες ἡµέρες», καὶ µοῦ ἀνέφερε κάτι ποὺ ἔπρεπε νὰ κάνω κι ἐγώ. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ εἶδα τὴν Παναγία τὴν Ἱεροσολυµίτισσασὲ ἕνα βιβλίο καὶ τὴν ἀναγνώρισα.


– Κάποιος, Γέροντα, µᾶς ρώτησε: «Ἀφοῦ ἡ σωτηρία µας εἶναι στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, γιατί, ὅταν ἐπικαλούµαστε τὴν Παναγία, λέµε: “Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡµᾶς”»;

– Ἂς ποῦµε, µιὰ γυναίκα ἔχει γειτόνισσα τὴν µάνα ἑνὸς ὑπουργοῦ καὶ τὴν παρακαλεῖ νὰ φροντίση, ὥστε νὰ βρεθῆ µιὰ δουλειὰ γιὰ τὸ παιδί της. Ἡ γειτόνισσα προθυµοποιεῖται, ὄµως δὲν θὰ βρῆ ἡ ἴδια τὴν δουλειά, ἀλλὰ θὰ παρακαλέση τὸν γυιό της, ποὺ ὡς ὑπουργὸς ἔχει αὐτὴν τὴν δυνατότητα καὶ θὰ κάνη τὸ χατίρι τῆς µάνας του. Ἔτσι κι ἐµεῖς, παρακαλοῦµε τὴν Παναγία νὰ µᾶς σώση καὶ ἡ Παναγία παρακαλεῖ τὸν Γιό Της ποὺ ἔχει αὐτὴν τὴν δύναµη. Καὶ Ἐκεῖνος τῆς κάνει τὸ χατίρι, γιατί ἀγαπάει πολὺ τὴν Μητέρα Του.



– Γέροντα, στὴν Παναγία προσεύχοµαι µἐ περισσότερη ἄνεση ἀπὸ ὅ,τι στὸν Χριστό. Μήπως αὐτὸ εἶναι ἀνευλάβεια;
– Κι ἐγὼ ἔτσι νιώθω. Ἀπὸ πολὺ σεβασµὸ στὸν Χριστό, νιώθω περισσότερη ἄνεση στὴν Παναγία, ὅπως καὶ τὰ παιδιὰ – καὶ µεγάλα ἀγόρια νὰ εἶναι – πηγαίνουν στὴν µάνα µἐ περισσότερο θάρρος ἀπὸ ὅ,τι στὸν πατέρα, ἀπὸ σεβασµὸ πρὸς τὸν πατέρα. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν πραγµατικὴ εὐλάβεια καὶ σεβασµὸ στὸν Χριστό, συστέλλονται µπροστὰ στὸν Χριστό, ἐνῶ στὴν Παναγία ἔχουν περισσότερο θάρρος καὶ τὴν πλησιάζουν ἄνετα, γιατί ἡ Παναγία ἀνήκει στὸ γένος τὸ ἀνθρώπινο.

– Καµµιὰ φορά, Γέροντα, ὅταν κάνω µετάνοιες, ψάλλω τὴν Παράκληση τῆς Παναγίας ἢ λέω τοὺς Χαιρετισµούς. Μήπως, ὅταν κάνω µετάνοιες, πρέπει νὰ λέω µόνον τὴν εὐχή;
– Ὄχι, κάνε ὅπως ἀναπαύεσαι, γιατί καὶ ἡ Παναγία στὸν Χριστὸ τὰ πηγαίνει ὅλα, ἀλλὰ καὶ µὲ τὴν στοργὴ καὶ τὴν τρυφερότητά Της γεµίζει τὴν ψυχή µας ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἔρωτα πρὸς τὸν Χριστό. Ἐγὼ παρακαλῶ τὴν Παναγία νὰ µοῦ πάρη τὴν καρδιὰ καί, ἀφοῦ πρῶτα τὴν καθαρίση, νὰ τὴν κόψη στὰ τέσσερα: Τρία κοµµάτια νὰ δώση στὴν Ἁγία Τριάδα καὶ ἕνα κοµµάτι νὰ κρατήση Ἐκείνη.

– Γέροντα, ὅταν λέω τὴν εὐχή, µπορεῖ νὰ περάση πολλὴ ὥρα καὶ νὰ µὴν κάνω κανένα κοµποσχοίνι στὴν Παναγία, γιατί δὲν µπορῶ νὰ ἀφήσω τὸ ὄνοµα τοῦ Χριστοῦ.
– Φοβᾶσαι µήπως παρεξηγηθῆ ἡ Παναγία; Εὐλογηµένη, δὲν εἴπαµε ὅτι οἱ προσευχὲς πρὸς τὴν Παναγία καὶ πρὸς ὅλους τοὺς Ἁγίους ἀπευθύνονται στὸν Χριστό; Νὰ κάνης ὅπως νιώθεις. Δὲν παρεξηγεῖται ἡ Παναγία οὔτε οἱ Ἅγιοι.

– Γέροντα, σὲ µιὰ ἀτοµικὴ ἀγρυπνία ποὺ τὴν ἀφιερώνω στὴν Παναγία τί νὰ κάνω;
– Νὰ συλλογίζεσαι προηγουµένως τὴν Παναγία. Σ᾽ αὐτὸ µποροῦν νὰ σὲ βοηθήσουν καὶ µερικὰ τροπάρια ἀπὸ τὴν Παράκληση τῆς Παναγίας ἢ ἀπὸ τὸ Θεοτοκάριο ἢ ἀπὸ τὸν Ἀκάθιστο Ὕµνο. Μετὰ νὰ συνεχίσης µὲ εὐχή καὶ ὅ,τι ἄλλο σοῦ φανεῖ κατάλληλο.
Παναγία, ἡ Φιλόστοργη Μητέρα µας

2. «Τὴν Μητέρα σου προσάγει σοι εἰς ἱκεσίαν ὁ λαός σου, Χριστέ»

Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, 
«ΛΟΓΟΙ, τόμ. Ϛ´, Περὶ Προσευχῆς» 

ἔκδ. Ἱ. Ἡσυχαστηρίου «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», 
Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2012,
σελ. 83-85

Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ 

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΑΓΙΑ ΣΚΕΠΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


web statistics


«Στον ιερό Ναό των Βλαχερνών της Κωνσταντινουπόλεως, όπου βρισκόταν και το σεπτό «μαφόριον» της Παναγίας, μία των ημερών, επί βασιλείας Λέοντος του Σοφού (886-911), ετελείτο ολονύκτια αγρυπνία. Είχε πάει εκεί κατά τη συνήθειά του και ο όσιος Ανδρέας ο σαλός. Συνέβη να παρευρίσκεται και ο Επιφάνιος έχοντας μαζί έναν υπηρέτη του. Συχνά, σε κάθε κατάλληλη ευκαιρία, αγρυπνούσε και αυτός ανάλογα με την προθυμία του, πότε μέχρι το μεσονύκτιο, πότε μέχρι το πρωί. Την τετάρτη ώρα της νυκτός, βλέπει ο μακάριος Ανδρέας μεγαλοπρεπή γυναίκα να βγαίνει από την Ωραία και βασιλική Πύλη και να προχωρεί μαζί με πολυπληθή και λαμπρότατη ακολουθία αγίων λευκοφορούντων, που έψελναν ιερούς ύμνους και πνευματικά άσματα. Τη μεγαλοπρεπή αυτή γυναίκα κρατούσαν τιμητικά συνοδεύοντας από τα χέρια ο Τίμιος Πρόδρομος και ο Υιός της Βροντής, ο Θεολόγος Ιωάννης, ενώ ακολουθούσαν οι υπόλοιποι άγιοι. Μόλις τους είδε ο όσιος Ανδρέας να προχωρούν προς τον άμβωνα της Εκκλησίας, πλησιάζει τον Επιφάνιο και του λέει: - Βλέπεις την Κυρία και Δέσποινα του κόσμου;           Αυτός του απαντά: - Ναι, πνευματικέ πατέρα μου. Ενώ παρακολουθούσαν οι όσιοι, Την βλέπουν να γονατίζει, να προσεύχεται για ώρα πολλή και να τρέχουν συνεχώς δάκρυα στο θεοειδές και άχραντο πρόσωπό Της. Μετά από αυτήν την προσευχή, έρχεται προς το θυσιαστήριο και δεήθηκε εκεί υπέρ του παρευρισκόμενου λαού. Όταν τελείωσε τη δέησή Της, έβγαλε από την πανάχραντη κεφαλή Της, με μία κίνηση γεμάτη χάρη και σεμνότητα, το μέγα και φοβερό «μαφόριόν» Της, που έλαμπε ως αστραπή, και το άπλωσε επάνω από όλον τον παρευρισκόμενο λαό. Αυτό το έβλεπαν οι θαυμάσιοι αυτοί άνδρες επί αρκετές ώρες να είναι απλωμένο επάνω από όλον τον λαό και να πηγάζει ως φως ήλεκτρου τη Δόξα του Κυρίου. Όση ώρα ήταν εκεί η Υπεραγία Θεοτόκος, ήταν θεατό και εκείνο, μόλις ανεχώρησε, έπαυσε και αυτό να είναι ορατό. Το επήρε μαζί της, αφήνοντας τη Χάρη Της στον πιστό λαό».
(1) Με το γεγονός της εμφάνισης της Υπεραγίας Θεοτόκου βρισκόμαστε μπροστά σε μία θαυμαστή ενέργεια του Θεού – ο Θεός ενεργεί διά της Θεοτόκου – που την ευεργετική της επίδραση δέχεται ο πιστός λαός, αλλά βλέπουν μόνον οι δύο όσιοι: ο Ανδρέας ο σαλός και ο Επιφάνιος. Αυτό σημαίνει ότι το μεγαλειώδες αυτό όραμα ήταν μία ιδιαίτερη ευλογία που δόθηκε ως χάρη στους δύο αγίους, και διότι προφανώς είχαν τις εσωτερικές προϋποθέσεις για να τη δεχτούν, και διότι θα κατέθεταν τη μαρτυρία τους αυτή αργότερα στον πιστό λαό προς ενίσχυση της πίστεώς του. Με άλλα λόγια ο Θεός ικανώνει ορισμένους πιστούς Του, με την έννοια ότι τους διανοίγει τους πνευματικούς οφθαλμούς, ώστε να Τον «δουν» στη θεϊκή Του δόξα, και μετέπειτα αυτοί μαρτυρούν τη θεοπτική αυτή εμπειρία τους, η οποία γίνεται αποδεκτή από τον λαό, λόγω της αξιοπιστίας των ίδιων.
Αιτία για την τακτική αυτή του Θεού, θα λέγαμε, φαίνεται ότι είναι η αγάπη Του προς τον κόσμο, η οποία ενεργεί με τέτοια διάκριση, ώστε να μη βλάψει τους πνευματικά ανώριμους ή τους ανέτοιμους για μία ιδιαίτερη όραση Εκείνου. «Ου μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπον του Θεού και ζήσεται». Την τακτική αυτή του Θεού την επισημαίνουμε σε όλες τις φάσεις της αποκάλυψής Του, από την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης μέχρι και σήμερα ακόμη. Ας θυμηθούμε το γεγονός της παράδοσης του Νόμου του Θεού στους Ισραηλίτες στο όρος Σινά: ο Μωϋσής καλείται να μετάσχει στην ξεχωριστή ενέργεια του Θεού, η οποία δι’ αυτού γίνεται έπειτα κτήμα όλων. Κι ακόμη. Ο ίδιος ο Κύριός μας στο Θαβώρ, στο όρος της Μεταμορφώσεώς Του, τους τρεις μαθητές Του, Πέτρο, Ιωάννη και Ιάκωβο, καλεί να γίνουν «επόπται της μεγαλειότητός Του», οι οποίοι στον κατάλληλο έπειτα καιρό θα καταθέσουν τη μαρτυρία της συγκεκριμένης εμπειρίας τους.
(2) Οι δύο άγιοι, Συμεών και Επιφάνιος, βλέπουν με άμεσο τρόπο την αγάπη της Υπεραγίας Θεοτόκου προς τον πιστό λαό. Εμφανίζεται, προσεύχεται με δάκρυα, απλώνει προστατευτικά πάνω στον λαό το μαφόρι Της, γιατί είναι γεμάτη αγάπη και στοργή προς τα παιδιά της και παιδιά του Υιού και Θεού της. Κι είναι αυτά τα χαρισματικά οράματα, τα οποία επιβεβαιώνουν διαρκώς την πίστη της Εκκλησίας σχετικά με την αγάπη των αγίων απέναντί μας και μάλιστα της Παναγίας Μητέρας μας. Γνωρίζουμε την αγάπη Της αυτή ήδη από τα κείμενα της Αγίας Γραφής και τη μετέπειτα παράδοση της Εκκλησίας μας. Ιδιαιτέρως το «γύναι, ιδού ο υιός σου» και το «ιδού η μήτηρ σου» του Εσταυρωμένου Λυτρωτή μας προς τη Μητέρα Του και το μαθητή Του Ιωάννη, μας συγκινεί την καρδιά και δεν μας αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης. Μα, όταν έρχονται και τέτοια θαυμαστά γεγονότα, σαν αυτό της Αγίας Σκέπης, η πίστη μας γιγαντώνεται ακόμη περισσότερο. Ξέρουμε ότι σε κάθε ώρα και σε κάθε στιγμή μπορούμε να αναφερόμαστε, μετά βεβαίως τον Κύριο και Θεό μας, και στην Παναγία Μητέρα Του, η οποία είναι έτοιμη να μεσιτεύσει μετά δακρύων υπέρ ημών προς τον Υιό και Θεό Της. Κι ο πιστός λαός πράγματι το επιβεβαιώνει. Οι χαιρετισμοί και οι παρακλητικοί κανόνες προς την Θεοτόκο δεν λείπουν ποτέ από τα χείλη του ευσεβούς λαού, ο οποίος νιώθει, έστω κι αν δεν Την βλέπει οραματικά, την παρουσία και την αγάπη Της.
Θα ήταν παρήγορο μάλιστα να μνημονεύαμε στο σημείο αυτό και μία παράδοση-θρύλο, που κυκλοφορείται ιδίως στους πιστούς της Ρωσίας. Πέθαιναν οι χριστιανοί και «σκόνταφταν» στην παρουσία του αποστόλου Πέτρου, ο οποίος έχοντας τα κλειδιά του Παραδείσου ζητούσε τις απολύτως «κανονικές» προϋποθέσεις εισόδου στον Παράδεισο. Τους περισσότερους δυστυχώς τους απέπεμπε, διότι δεν εκπληρούσαν αυτά που έπρεπε. Κι ενώ λίγοι είχαν εισέλθει στον Παράδεισο, άκουγε πολλές φωνές και πολλές υμνολογίες μέσα σ’  αυτόν. Παραξενεύτηκε και κοιτώντας πιο πέρα από τη θύρα του Παραδείσου είδε ότι η Παναγία  Μητέρα βρισκόταν πάνω από τα τείχη και με το μαφόρι της σήκωνε «παράνομα» και έβαζε μέσα στον Παράδεισο αυτούς που είχαν απορριφτεί.
(3) Η εμφάνιση της Παναγίας και η προστασία Της προς τον πιστό λαό γίνεται εκεί που ο λαός αυτός έχει συναχτεί εν Εκκλησία. Δεν είναι τυχαίο, πιστεύουμε, ότι η Παναγία γίνεται το όργανο της χάρης του Θεού, όταν ο λαός φανερώνει την πίστη του με τον ερχομό του στον ναό και μάλιστα σε ώρα έντονης και παρατεταμένης προσευχής: σε αγρυπνία. Και τούτο διότι ο Θεός προσφέρει τη χάρη Του, αλλ’  όταν και ο άνθρωπος δείχνει τη διάθεση να την αποδεχτεί. Στο θαυμαστό γεγονός της Αγίας Σκέπης πολύ άμεσα διαπιστώνουμε αυτό που ο Κύριος είχε πει: «Ου εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών». Η παρουσία Του εκδηλώθηκε μέσω της Μητέρας Του, όπως βεβαίως και για την εμφάνισή Του στον απόστολο Θωμά μετά την ανάσταση προηγήθηκε η παρουσία του Θωμά στον κύκλο των μαθητών, δηλ. στο χώρο της Εκκλησίας. Έτσι βεβαίως ο Θεός διά των αγίων Του δρα όπως και όπου θέλει, αλλά εκεί που κατεξοχήν ενεργεί και προσφέρει τη χάρη Του είναι η Εκκλησία. Από την άποψη αυτή ο αγώνας του πιστού να συμμετέχει στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, και μάλιστα στη Θεία Λειτουργία,  αποτελεί όρο για τη μετοχή του στην παροχή της χάρης του Θεού.
(4) Η ιδιαίτερη παροχή αγιασμού από την Παναγία προς τον προσευχόμενο λαό νομίζουμε ότι είχε να κάνει και με το μαφόρι Της, που φυλασσόταν ως εξαιρετική ευλογία στον συγκεκριμένο ναό των Βλαχερνών. Με άλλα λόγια, η χάρη του Θεού και των αγίων του επεκτείνεται, όταν υπάρχουν αντικείμενα που σχετίζονται με την εδώ στον κόσμο τούτο παρουσία των αγίων. Βεβαίως, για παράδειγμα, ο άγιος Διονύσιος παρέχει τη χάρη του Θεού σε όσους εν πίστει τον επικαλούνται, μα η παροχή της χάρης αυτής φαίνεται να είναι εντονότερη εκεί που υπάρχει το αγιασμένο λείψανό του, στη Ζάκυνθο. Το ίδιο συμβαίνει και με όλους τους αγίους, το ίδιο πιστεύουμε ότι συνέβη και εκεί στον ναό των Βλαχερνών. Κι είναι και τούτο μία αλήθεια, που την επιβεβαιώνει διαρκώς  ο πιστός λαός ανά τους αιώνες, αφού βλέπουμε πόσο ο λαός αυτός καθοδηγούμενος από την καρδιά του τιμά τα λείψανα των αγίων, όπως και τα ιδιαίτερα αντικείμενα, όπως είπαμε, που σχετίζονται με τη ζωή τους. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί  η χάρη του Θεού αγκαλιάζει όλη την ύπαρξη ενός αγίου, όπως και διοχετεύεται αυτή και στα υλικά αντικείμενα που τον περιβάλλουν. Δεν υπάρχει τίποτε κακό στη δημιουργία του Θεού, πέρα από τις κακές επιλογές της καρδιάς μας, ενώ τα πάντα εξαγιάζονται από την υπακοή του ανθρώπου στον Θεό.

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΦΙΛΟΣΤΟΡΓΗ ΜΗΤΕΡΑ ΜΑΣ -1 (π. Παΐσιος: «Ὅποιος ἔχει πολλὴ εὐλάβεια στὴν Παναγία, ἀκούει τὸ ὄνοµά Της καὶ ἀλλοιώνεται».)


web statistics


–Πεῖτε µας, Γέροντα, κάτι γιὰ τὴν Παναγία.

– Τί νὰ σᾶς πῶ; Μὲ φέρνετε σὲ πολὺ δύσκολη θέση. Γιὰ νὰ µιλήση κανεὶς γιὰ τὴν Παναγία, πρέπει νὰ τὴν ζήση.

– Γέροντα, καὶ τὸ ὄνοµα τῆς Παναγίας ἔχει δύναµη πνευµατική, ὅπως τὸ ὄνοµα τοῦ Χριστοῦ;

– Ναί. Ὅποιος ἔχει πολλὴ εὐλάβεια στὴν Παναγία, ἀκούει τὸ ὄνοµά Της καὶ ἀλλοιώνεται. Ἤ, ἂν τὸ βρῆ κάπου γραµµένο, τὸ ἀσπάζεται µἐ εὐλάβεια καὶ σκιρτάει ἡ καρδιά του. Μπορεῖ νὰ κάνη ὁλόκληρη Ἀκολουθία µὲ ἕναν συνεχῆ ἀσπασµὸ στὸ ὄνοµα τῆς Παναγίας. Καὶ ὅταν προσκυνᾶ τὴν εἰκόνα Της, δὲν ἔχει τὴν αἴσθηση ὅτι εἶναι εἰκόνα, ἀλλὰ ὅτι εἶναι ἡ ἴδια ἡ Παναγία, καὶ πέφτει κάτω λειωµένος, διαλυµένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη Της.

– Γέροντα, νὰ µᾶς λέγατε κάτι ἀπὸ τὸ προσκυνηµά σας στὴν Παναγία τῆς Τήνου.

– Τί νὰ πῶ; Μιὰ τόσο µικρὴ εἰκόνα κι ἔχει τόση Χάρη! Δὲν μποροῦσα νὰ ξεκολλήσω ἀπὸ κοντά της. Παραµέρισα λίγο, γιὰ νὰ µὴν ἐµποδίζω τοὺς ἄλλους ποὺ ἤθελαν νὰ προσκυνήσουν.

– Μερικοί, Γέροντα, σκανδαλίζονται ἀπὸ τὰ πολλὰ ἀφιερώµατα ποὺ ἔχουν οἱ θαυµατουργὲς εἰκόνες τῆς Παναγίας.


– Νὰ σᾶς πῶ τί ἔπαθε µιὰ φορὰ ἕνας πολὺ ἁπλὸς καὶ εὐλαβὴς προσκυνητής. Πῆγε στὴν Μονὴ Ἰβήρων καὶ προσκύνησε τὴν Παναγία τὴν Πορταΐτισσα. Ἐκεῖ ἡ εἰκόνα εἶναι γεµάτη φλουριά.Στὸν γυρισµό, πηγαίνοντας γιὰ τὴν Μονὴ Σταυρονικήτα, µπῆκε σὲ λογισµούς. «Παναγία µου, εἶπε, ἐγὼ ἤθελα νὰ Σὲ δῶ ἀλλιῶς ἁπλῆ, ὄχι µἐ φλουριά». Τί παθαίνει ἐν τῷ µεταξύ; Τὸν ἔπιασε ἕνας πόνος δυνατός, ζαλίστηκε καὶ ἔµεινε ἐκεῖ, στὴν µέση τοῦ δρόµου. Ἄρχισε λοιπὸν νὰ ζητάη βοήθεια ἀπὸ τὴν Παναγία: «Παναγία µου, ἔλεγε, κάνε µε καλὰ καὶ θὰ σοῦ φέρω δύο φλουριά!». Τότε τοῦ παρουσιάσθηκε ἡ Παναγία καὶ τοῦ εἶπε: «Ἔτσι µου τὰ ἔφεραν τὰ φλουριά. Μήπως ἐγὼ τὰ ζήτησα; Μήπως τὰ ἤθελα ἐγώ;». Καὶ ἀµέσως ὁ πόνος σταµάτησε. Βλέπετε, ἐπειδὴ εἶχε καλὴ διάθεση, πολλὴ πίστη, τὸν βοήθησε ἡ Παναγία.

Ἐγὼ µερικὲς φορὲς ἐκεῖ στὸ Καλύβι, ὅταν θέλω νὰ προσευχηθῶ στὴν Παναγία, σκέφτοµαι: «πῶςνὰ πάω µἐ ἄδεια χέρια νὰ τὴν παρακαλέσω;». Κόβω λίγα ἀγριολούλουδα, τὰ πηγαίνω στὴν εἰκόνα Της καὶ λέω: «Παναγία µου, πάρε αὐτὰ τὰ λουλούδια ἀπὸ τὸ Περιβόλι Σου». Πρὶν πάω στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἄκουγα νὰ λένε ὅτι εἶναι «τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας» καὶ περίµενα νὰ δῶ λουλούδια, δένδρα ὀπωροφόρα κ.λπ. Ὅταν πῆγα καὶ εἶδα ἄγριες καστανιές, κουµαριές, κατάλαβα ὅτι εἶναι πνευµατικὸ τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας. Ἀργότερα ἔνιωσα µέσα σὲ αὐτὸ καὶ τὴν παρουσία Της.

– Πῶς θὰ αἰσθανθῶ, Γέροντα, τὴν παρουσία τῆς Παναγίας, γιὰ νὰ µοῦ θερµάνη τὴν καρδιά;

– Μιὰ ποὺ φέρεις τὸ ὄνοµα τῆς Μεγάλης Μητέρας τοῦ Χριστοῦ καὶ κατὰ χάριν Μητέρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων, νὰ τὴν ἐπικαλῆσαι συνέχεια: «Παναγία µου, νὰ λές, Ἐσὺ ποὺ καταδέχτηκες νὰ ἔχω τὸ ὄνομά Σου, βοήθησέ µε νὰ ζήσω, ὅπως εἶναι εὐάρεστο σ᾽ Ἐσένα. Ἄλλοι µόνον τὸ ὄνοµά Σου ἀκοῦνε καὶ συγκινοῦνται, κι ἐγὼ τί κάνω;». Εὔχοµαι ἡ Παναγία νὰ µένη συνέχεια κοντά σου καὶ νὰ σὲ σκεπάζη σὰν τὸ κλωσσοπούλι κάτω ἀπὸ τὰ Ἀγγελικὰ φτερά Της.

Παναγία, ἡ Φιλόστοργη Μητέρα µας
1. Ἡ εὐλάβεια πρὸς τὴν Παναγία
Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου,
«ΛΟΓΟΙ, τόμ. Ϛ´, Περὶ Προσευχῆς»
ἔκδ. Ἱ. Ἡσυχαστηρίου «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»,
Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2012,
σελ. 83-85
Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»

http://christianvivliografia.wordpress.com/2012/09/22

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

Θαύματα Παναγίας Μυρτιδιώτισσας.




Νὰ διηγηθῇ τινὰς τὰ ἀμέτρητα θαύματα ὁποῦ καθ᾿ ἑκάστην κάνει ἡ αὐτὴ ἁγία εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τῶν Μυρτιδίων εἶναι ἀδύνατον. Ἀλλ᾿ ὅμως ὀλίγα τινὰ νὰ εἰποῦμεν εἰς δόξαν αὐτῆς, καὶ οὔτως νὰ τελειώσωμεν τὸν λόγον.
1ο Θαύμα.
Ποτὲ καιρὸν ἤλθασιν οἱ βάρβαροι νὰ κουρσεύσουν τὸ Μοναστήριον, καὶ σιμώνωντες ταχύτερον ἀντίκρυτα αὐτοῦ, εἴδασι πλῆθος ἀπὸ φωτίαις ἁρμάτων, ἤγουν φυτιλίων σιμὰ εἰς τὸ Μοναστήριον. Καὶ λογιάζοντες ὅτι νὰ τοὺς ἐκατάλαβαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ νησίου, καὶ ἐκατέβη λαὸς διὰ νὰ τοὺς πολεμήσουν, φοβηθέντες μεγάλως ἔφυγαν. Καὶ ἔτζη ἐφυλάχθη καὶ τὸ Μοναστήριον ἀβλαβές, καὶ ὅλη νῆσος διὰ προστασίας τῆς Κυρίας ἡμῶν.
2ο Θαύμα
Ἄλλοτε πάλιν περνῶντας ἕνα καράβι ἀπ᾿ ἔξωθεν τοῦ Μοναστηρίου, ὑπήντησεν εἰς τὸ πέλαγος μεγάλον κλύδονα τῆς θαλάσσης, καὶ κινδυνεύοντας νὰ καταποντισθῇ, ἐπεκαλέσθησαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ καραβιου τὴν Κυρίαν τὴν Μυρτιδιώτισσαν, καὶ τὸν μέγαν Νικόλαον νὰ τοὺς βοηθήσωσι νὰ πιάσουν λιμένα, καὶ νὰ ὑπάγουν εἰς τὸν οἶκόν της ἐλεημοσύνην ἕκαστος κατὰ τὸ δυνατόν εἰς βοήθειαν τοῦ Μοναστηρίου, καὶ νὰ κτισθῇ καὶ Ναὸς τοῦ ἁγίου Νικολάου. Καὶ οὕτως εἰς ὀλίγην ὥραν ἔφθασαν εἰς λιμένα ἐκεῖ σιμὰ τοῦ Μοναστηρίου, καὶ εὐθὺς ἐπῆγαν ὅλοι, καὶ ἔδωκαν εὐχαριστίαν, καὶ ἐλεημοσύνην πλουσίαν, καὶ ἔκαμαν εἰς τὸ Μοναστήριον οἰκοδομήν, καὶ ἐκτίσθη καὶ Ναὸς τοῦ ἁγίου Νικολάου εἰς τὸ μαυροβράχο, εἰς ἐνθύμησιν τοῦ θαύματος.
3ο Θαύμα
Πολλαῖς φοραῖς ἔτυχεν εἰς αὐτὸ τὸ νησὶ τῶν Κυθήρων πεῖνα μεγάλη ἀπὸ ἀστοχίαν καρπῶν, καὶ μὲ τὴν προμήθειαν τῆς κυρίας Θεοτόκου, ὁποῦ τὴν ἐπικαλοῦνταν εἰς βοήθειαν πάντες, οἰκονόμησε καὶ ἔφερναν καρποὺς ἀπὸ ξένους τόπους, καὶ ἐκυβερνᾶτον λαός
Ἀπὸ ταῖς εὐεργεσίαις καὶ χάριτες ὁποῦ ἐλάμβανον, καὶ λαμβάνουσιν οἱ Χριστιανοί, ὁποῦ προστρέχουσιν εἰς τὴν χάριν της μὲ ταξήματα, ἄλλοι ἔκτισαν κελλία, ἄλλοι ἀφιέρωσαν χωράφια, καὶ ἄλλα πράγματα εἰς μνημόσυνον αὐτῶν, καὶ ἐκαταστάθη τὸ Μοναστήριον οὕτως εὐπρεπὲς καθὼς φαίνεται.
Λαὸς τοῦ αὐτοῦ θεωρῶντας τὰ ἄπειρα θαύματα, ὁποῦ ἐγίνουνταν ἀπὸ τὴν αὐτὴν ἁγίαν Εἰκόνα, εἰς εὐχαριστίαν τῆς Θεοτόκου, ἐσυμφώνησαν καὶ ἔκαμαν ἐξοδίαν νὰ ἐνδύσουν τὴν αὐτὴν ἁγίαν Εἰκόνα ὅλην μὲ ἀσῆμι. Καὶ πέμπωντας εἰς τὴν Κρήτην τὸν καιρὸν ἐκεῖνον νὰ κάμουν τὸ ἀργυρὸν ἔνδυμα, ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὸν λιμένα τῆς Νήσου λεγόμενον Καψάλη, ὑπήντησε τὸ πλοῖον ὁποῦ τὸ ἔφερνε, φούσταις ἀγαρηνῶν, καὶ ἦτον σιμὰ νὰ τὸ πιάσουν. Ἔπλεαν τὰ αὐτὰ πλοῖα ἔξω ἀπὸ τὴν βρουλέα, μακρὰν ἀπὸ τὸ κάστρο, ὡς φαίνεται, ὁποῦ δὲν φθάνει δύο φοραῖς τὸ βόλι τοῦ πλέον μεγάλου κουφωτοῦ σιδήρου, ἤτοι κανονιοῦ· φωτισθεὶς δὲ ἀπὸ τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον αὐθέντης τοῦ τόπου μὲ παρακίνησιν τῶν Χριστιανῶν ὁποῦ ἔστεκαν βλέποντες, ἐπρόσταξε καὶ ἔσυραν μίαν μικρὴν λουμπάρδαν ἀπὸ τὸ κάστρο, διὰ νὰ δώσουν παρὰ μικρὸν θάρρος τοῦ πλοίου ὁποῦ ἐσήμωνε νὰ ἐμπῇ εἰς τὸν Λιμένα, μὴ ἠξεύρωντας τινὰς πῶς εἰς αὐτὸ νὰ ἦτον τὸ ἔνδυμα τῆς Θεοτόκου, καὶ διὰ νὰ δώσουν τάχα καὶ φόβον τῶν φούστων ὁποῦ τὸ ἐζύγωναν, καὶ ἦτον σιμὰ νὰ τὸ πιάσουν. Αὐτὸ τὸ βόλι τῆς μικρᾶς λουμπάρδας ἔφθασεν ἕως ἔξω εἰς τόπον λεγόμενον Κοφινίδια, μακρὰν ἀπὸ τὸν λιμένα εἰς τὸ πλάγι τῶν φούστων, καὶ φοβηθεῖσαι νὰ σιμώσουν περισσότερον, ἄφησαν τὸ πλοῖον καὶ ἔφυγον. Θεωρῶντες αὐθέντης, καὶ οἱ ἐπίλοιποι τὸ διάστημα ὁποῦ ὑπῆγε τὸ βόλι, ἐλογίασαν πῶς ἐσημείωνε πρᾶγμα παράδοξον. Φθάσας μετ᾿ ὀλίγον τὸ πλοῖον εἰς τὸν λιμένα, καὶ ἀκούσας λαὸς πῶς εἶχε μέσα τὸ ἔνδυμα τῆς ἁγίας εἰκόνος, ὅλοι ἐδόξασαν τὴν χάριν της εἰς τὸ θαῦμα ὁποῦ ἔκαμε, καὶ ἐφύλαξε τὸ προσφερόμενον δῶρον τῶν πιστῶν ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἀγαρηνῶν· καὶ οὕτως μετὰ μεγάλης εὐχαριστίας τὸ ἔβαλαν εἰς τὴν ἁγίαν Εἰκόνα.

4ο Θαύμα
Εἰς τὸν καιρὸν ὁποῦ ἐπολεμᾶτον περίφημος Κρήτη ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς, ἔφθασεν τῶν ἀγαρηνῶν ἁρμάδα εἰς τούτην τὴν Νῆσον, καὶ εὐγῆκε πολὺ πλῆθος ἀπ᾿ αὐτοὺς εἰς ἕνα χωρίον λεγόμενον τῆς κερᾶς, εἰς τὸν ποταμὸν τὴν νύκτα· κατ᾿ οἰκονομίαν Θεοῦ, καὶ τῆς Κυρίας Μυρτιδιώτισσας τοὺς ἐγνώρισαν τινές, καὶ κηρύσσοντας μὲ φωναῖς πῶς ἔφθασαν οἱ τοῦρκοι εἰς τὰ χωρία, ἔφυγαν ὅλοι γυναῖκες, καὶ παιδία, καὶ ὅσοι ἦτον ἄνδρες τῶν ἀρμάτων ἐστάθησαν, καὶ ἐπολέμησαν. Εἶχαν πρόσταγμα ἀπὸ τὸν πασιά τους, ὅτι ὡσὰν ἀκούτουν κτύπον ἀπὸ τὰ κάτεργα νὰ γυρίσουν εὐθύς. Μετ᾿ ὀλίγον λοιπὸν ἤκουσαν οἱ ἀγαρηνοὶ δύο βρονταῖς καὶ λογαριάζοντας ὅτι εἶναι λουμπαρδιαῖς, ἐγύρισαν κατὰ τὴν προσταγὴν εἰς τὰ κάτεργα, καὶ μόνον ὅτι ἐδυνήθησαν ἔκαψαν, καὶ ἔκλεψαν, μὰ τινὰς τῶν Χριστιανῶν οὔτε ἐβλάβη, οὔτε ἐθανατώθη, μάλιστα πολλοὶ τῶν ἀγαρηνῶν ἔχασαν τὴν στράταν, καὶ ἔμειναν εἰς τὸ νησί, καὶ ὕστερον τοὺς εὕρηκαν. Θεωρῶντας δὲ πασιᾶς τὸ φουσάτον του ὁποῦ ἐγύρισεν ἔτζη ἔξαφνα, χωρὶς νὰ τοὺς κάμῃ τὸ σημάδι ὁποῦ τοὺς εἶχε παραγγείλῃ, ἠρώτα τὴν αἰτίαν. Καὶ αὐτοὶ ἔλεγαν πῶς ἤκουσαν δύο λουμπαρδιαῖς, καὶ ἐγύρισαν. Αὐτὸς δὲ θαυμάζωντας διὰ τὴν ἐπιστροφήν των, ἔλεγε, πῶς βέβαια δὲν τοὺς ἔκραξε καθὼς τοὺς εἶχε σημειώσῃ, ὅμως οἱ Χριστιανοὶ ὅλοι ἐγνωρίσασι πῶς ἦτον βρονταῖς ἀπὸ προστασίαν τῆς Θεοτόκου, ὁποῦ τὴν ἐπικαλέσθησαν εἰς βοήθειαν, καὶ ταῖς ὥραις ἐκείναις ἔκαναν παρακλήσεις καὶ λιτανείαις ἔμπροσθεν εἰς τὴν ἁγίαν Εἰκόνα τῆς Μυρτιδιώτισσας.


5ο Θαύμα
Εἰς τὸν Χρόνον ᾳψκβ´, τῇ πρώτῃ τοῦ Φευρουαρίου μηνὸς εὑρισκόμενος ἕνας ἄρχοντας τὸ ὄνομά του Ἰωάννης, τὸ γένος του Καλούτζης εἰς τὸ ὀφφίκιον τῆς Καγγελλαρίας (ἦτον δὲ ἡμέρα Κυριακὴ ἡ πρώτη τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης τεσσαρακοστῆς, ἤτοι τῆς Ὀρθοδοξίας, εἰς ταῖς πέντε ὥραις τῆς αὐτῆς ἡμέρας), καὶ ἀναγινώσκωντας κάποια χαρτία ὁποῦ ἐδιελάμβανον ὑποθέσεις ἐδικάς του, ἄρχησεν ἡ γλῶσσά του νὰ τραυλίζῃ, καὶ μετ᾿ ὀλίγον σφαλίζωντας τὰ ὀμμάτιά του, καὶ μένοντας ἀκίνηταις αἱ αἰσθήσεις αὐτοῦ ἔμεινεν ἄφθογγος, καὶ ἄλαλος μὲ βρυγμὸν μεγάλο ντῶν ὀδόντων αὐτοῦ καὶ ταραγμὸν ὅλου τοῦ σώματος αὐτοῦ· ὅθεν ἐξέστησαν οἱ παρόντες διὰ τὸ συμβεβηκός, καὶ ἀσυκώνοντες τὸν ἀσθενῆ τὸν ἔθεσαν εἰς τὴν κλίνην, ὁποῦ ἦτον εἰς τὸ αὐτὸ ὀφφίκιον. Καὶ κηρυχθέντος αὐτοῦ τοῦ ἐλεεινοῦ συμβάματος, ἔφθασαν εἰς τὴν θεωρίαν αὐτοῦ ὅλοι οἱ συγγενεῖς, καὶ φίλοι τοῦ ἀσθενοῦς, καὶ μετ᾿ αὐτοὺς γυνή του, ὁποία κλαίουσα δεινῶς, καὶ τύπτωντας τὸ στῆθος ἐπικαλεῖτο μὲ εὐλάβειαν καὶ πίστιν ἔνθερμον τὸ θεόσεπτον ὄνομα τῆς Ἀειπαρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας τῆς Μυρτιδιώτισσας. Ἔκραξαν δὲ καὶ τὸν Ἀκέστορα, ὅστις ἦτον ἔμπειρος, καὶ τέλειος εἰς τὴν ἰατρικήν· καὶ ἐπιμελῶς ἐπιχειρισθεὶς πολλὰ φάρμακα ποσῶς δὲν ὠφέλησαν· καὶ βλέποντες τὴν σφοδρότητα τοῦ κακοῦ, ἐπῆραν τὸν ἀσθενῆ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ὑπὸ τεσσάρων βασταζόμενον διὰ νὰ δώσῃ τέλος, νομίζοντές τον ὅλοι ὡς νεκρόν. Ἔμεινεν οὖν εἰς τέτοιαν κατάστασιν ἕως τὸ πρωῒ τῆς τρίτης, καὶ εἰς ὅλον ἐτοῦτο τὸ διάστημα δὲν ἔπαυεν βρυγμὸς τῶν ὀδόντων αὐτοῦ, στρέβλωσις τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐπίδεσις τῆς γλῶσσης αὐτοῦ, κωφότης τῶν ὠτίων αὐτοῦ, καὶ τὸ κλεῖθρον τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ, εἰς τόσον ὁποῦ ἔδωσεν ἀφορμὴν νὰ τοῦ ἑτοιμάσουσι τὰ ἀναγκαῖα πάντα τοῦ ἐνταφιασμοῦ του. Εἰς τὸν αὐτὸν καιρὸν ἐσυνέβη ὁποῦ πανθαύμαστος ἁγία Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τῶν Μυρτιδίων ἦτον εἰς τὴν ἐπισκοπήν· ἐπειδὴ κατὰ τὴν συνήθειαν κάθε χρόνον κάνουσι λιτανείαν εἰς ὅλην τὴν νῆσον, ἤγουν εἰς τὴν χώραν, καὶ εἰς ὅλα τὰ χωρία, διὰ νὰ εὐλογήσῃ μὲ τὴν προσκυνητὴν παρρησίαν της ὅλον τὸν Κόσμον· καὶ τότε Ἀρχιερεύς, καὶ ἱερεῖς μετὰ τὴν θείαν ἱερουργίαν, προσελθοῦσα καὶ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ τὰ τέκνα ἔμπροσθεν τῆς ἁγίας Εἰκόνος, ὅλοι κλαίοντες μετ᾿ εὐλαβείας, καὶ συντετριμμένης καρδίας ἔκαμαν παράκλησιν καὶ λιτανείαν διὰ τὴν ὑγείαν καὶ βοήθειαν τοῦ ἡμιθανοῦς Ἰωάννου. Καὶ τελειωθείσης τῆς Ἀκολουθίας, ἐπιστρέψαντες ὅλοι εἰς τὸν οἶκον νὰ ἰδοῦσι τὸν ἄρρωστον, τοῦ θαύματος, τὸν ηὕρηκαν ἐλεύθερον παντὸς κακοῦ, καὶ λαλοῦντα ὡς τὸ πρότερον, δίχως τινὸς σημείου ἀνάγκης. Τοῦτο τὸ θαῦμα ἔφερε τόσην ἔκπληξιν εἰς ὅλους ὁποῦ τὸ εἶδαν καὶ ἤκουσαν, ὁποῦ μεγαλοφώνως ἔκραξαν τό, Κύριε ἐλέησον. Λαβὼν λοιπὸν τὴν προτέραν αὐτοῦ ὑγείαν, ὑπῆγε σωματικῶς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν πανοικεὶ εὐφραινόμενος, καὶ ἀγαλλόμενος, ὑμνῶντας καὶ εὐχαριστῶντας μὲ μεγάλην εὐλάβειαν καὶ κατάνυξιν τὴν κυρίαν τὴν Μυρτιδιώτισσαν, εἰς τὸ ἐξαίσιον καὶ φρικτὸν τερατούργημα, ὁποῦ ἔκαμε πρὸς αὐτόν, καὶ ἀφιέρωσεν εἰς σημεῖον εὐχαριστίας εἰς τὴν ἁγίαν Εἰκόνα ἕνα ζευγάρι βραχιόλια χρυσᾶ, εἰς ἀΐδιον μνήμην τοῦ θαυμαστοῦ ἔργου τῆς Θεομήτορος.
Τίς δὲ νὰ διηγηθῇ ταῖς καθημεριναῖς θαυματοποιΐαις ὁποῦ κάνει εἰς τοὺς ἐπικαλουμένους αὐτὴν μετὰ πίστεως! Πολλαῖς φοραῖς ὅταν τύχῃ ἀνομβρία, καὶ εὐγάλουν τὴν αὐτὴν ἁγίαν Εἰκόνα κάνωντας λιτανίαν, εὐθὺς πέμπει ὑετὸν εἰς τὴν γῆν, καὶ τὴν δροσίζει εἰς βοήθειαν, καὶ κυβέρνησιν τῆς Νήσου.
Μερικαῖς φοραῖς ἐπίασε καὶ θανατικὴ νόσος, καὶ μὲ λιτανείαις, καὶ δεήσεις, εὐγάνωντας τὴν ἁγίαν αὐτὴν Εἰκόνα, καὶ παρακαλῶντας την ὁ λαὸς ἐκατέπαυσε, καὶ δὲν ἐπλάτυνε νὰ ἀφανίσῃ τὸν τόπον, καθὼς συμβαίνει εἰς ἄλλαις χώραις.
Ὄχι μ όνον αὐτὰ τὰ θαύματα, ἀμὴ καὶ ἄλλα ἄπειρα ἔκαμε καὶ κάμει καθεκάστην ἡμέραν, ὁποῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ τὰ φανερώσωμεν ἐγγράφως. Καὶ τί λέγω; μόνον ἡ θεωρία τῆς αὐτῆς Εἰκόνος φανερώνει τὴν μεγάλην χάριν ὁποῦ ἔχει. Καὶ τόσον αὔξησεν ἡ κοινὴ εὐλάβεια εἰς τοὺς Χριστιανούς, ὁποῦ ἀπὸ τὰ ταξήματα, ἀγκαλὰ καὶ εἰς πτωχὴν νῆσον, εἶναι ὁλόχρυση, μὲ ἔμπροσθέν της ἕνα χλιδῶνα ἤτοι κολόναν μεγάλην, καὶ ἐγκόλπιον μὲ πολύτιμαις πέτραις καὶ μαργαριτάρια. Ἔξω ἀπὸ ἄλλα χρυσάφια, ἀσήμια, καὶ ἄλλα σκεύη, καὶ ὑποστατικὰ ὁποῦ ἔχει τὸ Μοναστήριόν της, ὁποῦ εἶναι τόπος ἅγιος, καὶ μόνον νὰ ὑπάγῃ τινὰς γέμει ψυχικῆς χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως.

Λοιπὸν πατέρες καὶ ἀδελφοί μου Χριστιανοί, ἐπειδὴ καὶ ἔχομεν τέτοιον θησαυρὸν πλήρη θείας χάριτος, καὶ δωρεᾶς, ὅλοι ἀσηκωθεῖτε μὲ εὐλάβειαν, καὶ μὲ μίαν συμφωνίαν στερεᾶς πίστεως, ἂς παρακαλέσωμεν, ἂς εὐχαριστήσωμεν, ἂς δοξολογήσωμεν τὴν χάριν της λέγοντες·

Μαρία, Κυρία καὶ Δέσποινα πάντων ἡμῶν, Βασίλισσα τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, Μητέρα τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, Παρθένε τῶν παρθένων, Μητέρα τῶν Μητέρων, ἡ σκέπη καὶ καταφυγὴ τῶν πιστῶν, ἡ προστασία τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων, ἡ σωτηρία τῶν ἁμαρτωλῶν, τῶν πλανωμένων ἡ ὁδηγία, τῶν ἀβοηθήτων ἡ βοήθεια, τῶν θλιβομένων ἡ παρηγορία, τῶν κινδυνευόντων ἡ λύτρωσις, τῶν ἀσθενούντων ἡ ἰατρεία, τῶν πεινώντων ἡ τροφή, τῶν ὀρφανῶν ἡ ἐπικουρία, τῶν χηράδων ἡ ἐπίσκεψις, τῶν ὀρθοδόξων βασιλέων τὸ κραταίωμα, τῶν εὐλαβῶν ἱερέων τὸ καύχημα, τῶν μοναχῶν τὸ ἀγλάϊσμα, τῶν πιστῶν τὸ στήριγμα, ἁπάντων τῶν Χριστιανῶν τὸ καταφύγιον, ὁμολογοῦμεν τὰς χάριτας, κηρύττομεν τὰ ἄπειρά σου θαύματα, εὐχαριστοῦμέν σου τὴν εὐσπλαγχνίαν, δοξάζομέν σου τὴν εὐεργεσίαν, προσκυνοῦμεν τὴν ἄκραν σου ἐλεημοσύνην καὶ βοήθειαν, ὁποῦ ἔκαμες καὶ καθεκάστην κάνεις εἰς ἡμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς.

Ἔτι δὲ παρακαλοῦμεν τὴν μεγάλην σου παρρησίαν μητρόθεε Δέσποινα, καὶ ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸ ἐρχόμενον, μὴ ἀπορρίψῃς ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ προσώπου σου, ἀλλὰ δίδε εἰς ὅλους τὴν συνηθισμένην σου βοήθειαν· διατὶ ἄλλην καταφυγὴν δὲν ἔχομεν ὅλοι οἱ κατοικοῦντες εἰς ταύτην τὴν Νῆσον, παρὰ τὴν χάριν σου. Ἐσὲνα ἔχομεν καύχημα· ἐσὲνα ἔχομεν βοηθόν· εἰς τὰ χείλη μας πάντα ἐσὺ ἡ Μυρτιδιώτισσά μας μελετᾶται· εἰς τὸ στόμα μας πάντοτε τὸ ἅγιόν σου ὄνομα εὑρίσκεται δεδοξασμένον, καὶ εἰς τὴν καρδίαν μας πάντα ἐσένα παρακαλοῦμεν νὰ μᾶς βοηθᾷς· καὶ ἀγκαλὰ νὰ σοῦ πταίωμεν μὲ χίλιαις κακαῖς πράξεις κάθε ἡμέραν, ἀλλ᾿ εἰς ἄλλον πάλιν δὲν προστρέχομεν παρὰ εἰς τὴν εὐσπλαγχνίαν σου, ὦ Μήτηρ τοῦ Ὑπερευσπλάγχνου Θεοῦ ἡμῶν νὰ μᾶς ἀξιώσῃ τῆς συγχωρήσεως. Εἰς τὰς χεῖράς σου ὅλην μας τὴν ἐλπίδα ἀποθέττομεν, καὶ ἐσένα παρακαλοῦμεν νὰ μᾶς λυτρώνῃς ἀπὸ κάθε πειρασμὸν ὁρατῶν, καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν, καὶ νὰ μᾶς φωτίζῃς νὰ κάμωμεν πάντοτε τὸ συμφέρον τῆς σωτηρίας μας, διὰ νὰ ἀξιωθῶμεν τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ἧς γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν τῇ θείᾳ χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή: Συναξάριον τῆς Ἀκολουθίας τῆς Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης, Ποίημα Σωφρονίου Παγκάλου, Ἐπισκόπου Κυθήρων, 1640.