Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου .... Άγιος Λουκάς Αρχιεπίσκοπος Κριμαίας


web statistics




Λόγος εις τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου

Τρία σημαντικότατα γεγονότα στην ιστορία του κόσμου εορτάζει σήμερα η Εκκλησία μας.

To πρώτο είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, τον οποίο εορτάζουμε σήμερα με χαρά και αγάπη, αλλά και με δέος ενώπιον του μεγαλείου του γεγο­νότος αυτού, το οποίο ονομάζεται «κεφάλαιον» (δη­λαδή αρχή) της σωτηρίας μας.

Εννέα μήνες μετά τον Ευαγγελισμό πραγματο­ποιήθηκε και το δεύτερο από τα σημαντικότερα γε­γονότα, η κατά σάρκα Γέννηση του Κυρίου μας Ιη­σού Χρίστου. Κορυφή και ολοκλήρωση της σωτηρί­ας μας θα είναι η ανάσταση του Κυρίου Ιησού Χρί­στου μετά από ένα φρικτό θάνατο πάνω στο Σταυρό.

Όχι μόνο μια φορά αλλά πολλές φορές φανερώ­θηκαν στους αγίους άγγελοι. Έξι μήνες πριν τον Ευ­αγγελισμό της Παναγίας Παρθένου Μαρίας στάλθη­κε ο αρχάγγελος Γαβριήλ στον ιερέα Ζαχαρία, ο οποίος υπηρετούσε στο ναό, για να του αναγγείλει, ότι απ' αυτόν θα γεννηθεί ο μεγαλύτερος μεταξύ των αν­θρώπων, ο Πρόδρομος του Κυρίου ο Ιωάννης. Και σήμερα ο ίδιος φέρνει το χαρμόσυνο άγγελμα στην Υπεραγία και άχραντο Παρθένο Μαρία, η οποία ζού­σε στο ταπεινό φτωχόσπιτο του ξυλουργού Ιωσήφ.

Ο διάλογος του με την Παναγία είναι τόσο άγι­ος και μεγαλειώδης που δεν τολμώ να τον περιγράψω με δικά μου λόγια αλλά πρέπει να τον επαναλά­βω με Ευαγγελικά λόγια.

Όταν μπήκε ο αρχάγγελος στο υπερώο, είπε:

«Χαίρε, κεχαριτωμένη ο Κύριος μετά σου· ευλο­γημένη συ εν γυναιξίν.

Η δε ιδούσα διεταράχθη επί τω λόγω αυτού, και διελογίζετο ποταπός είη ο ασπασμός ούτος, και είπεν ο άγγελος αύτη· μη φοβού, Μαριάμ- εύρες γαρ χάριν παρά τω Θεώ. και ιδού σύλληψη εν γαστρί και τέξη υιόν, και καλέσεις το άνομα αυτού Ιησούν. ούτος έσται μέγας και υιός υψίστου κληθήσεται, και δώσει αυτώ Κύριος ο Θεός τον θρόνον αυτού του πατρός αυτού, και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος.

Είπε δε Μαριάμ προς τον άγγελον πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω; και αποκριθείς ο άγ­γελος είπεν αύτη· Πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι· διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού...

Είπε δε Μαριάμ· ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου. και απήλθεν απ' αυτής ο άγ­γελος» (Λκ. 1, 28-38).

Σας έχω πει πολλά τα προηγούμενα χρόνια γι' αυτόν το μοναδικό στην Ιστορία του κόσμου διάλογο. Αλλά τώρα θα σταθώ στα λόγια του Αρχαγγέλου:

«Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι διό και το γεννώμενον άγι­ον κληθήσεται υιός Θεού».

Κανείς ποτέ, από τη δημιουργία του κόσμου και μέχρι τη συντέλεια του, δεν γεννήθηκε και δεν θα γεννηθεί κατά τον τρόπο, κατά τον οποίο γεννήθη­κε ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Κανείς ποτέ δε γεννήθηκε χωρίς άνδρα. Κανείς δε γεννήθηκε και δε θα γεννηθεί με την επέλευση του Αγίου Πνεύματος. Σε κανέναν ποτέ δεν κατοίκησε το Άγιο Πνεύ­μα με τέτοια ολοκληρωμένη πληρότητα, με την ο­ποία εγκατοίκησε στην Παναγία Παρθένο Μαρία. Κανέναν δεν επισκίασε η δύναμη του Υψίστου και τα μητρικά σπλάγχνα καμμίας γυναίκας δεν αγίασε, με τέτοια πληρότητα και δύναμη, όπως τα σπλάγχνα της Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας.

Κρατήστε βαθειά στην καρδιά σας, αυτό που σας λέω για την πλήρη ενότητα του Πνεύματος του Θε­ού και της ανθρώπινης ουσίας της Μαρίας.

Η ψυχή και το πνεύμα του άνθρωπου έχουν την αρχή τους στο Πνεύμα του Θεού. To δεύτερο κεφά­λαιο της Παλαιάς Διαθήκης λέει, ότι έπλασε ο Θε­ός τον πρώτο άνθρωπο, τον Αδάμ, «χουν από της γης και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής» (Γέν. 2, 7).

Με το Πνεύμα του Θεού μόνο το πνεύμα του άν­θρωπου είναι δυνατόν να κοινωνεί, εφόσον από Ε­κείνον προέρχεται, όπως συμβαίνει και στην φύση, συγγενή δηλαδή μεταξύ τους πράγματα να έχουν πραγματική επικοινωνία.

Την δυνατότητα της αληθινής κοινωνίας με τον Θεό την διδαχθήκαμε από τον ίδιο τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, ο οποίος λέει:

«Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ' αύτω ποιήσομεν» (Ιω. 14, 23).

Αλλά και ο απόστολος Παύλος με κάποια έκ­πληξη ρωτάει τους χριστιανούς της Κορίνθου: «Ουκ οίδατε ότι ναός Θεού έστε και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν;» (Α' Κορ. 3, 16).

Από τους βίους των αγίων γνωρίζουμε για μιά πραγματική κοινωνία με τον Θεό, που είχαν στη ζωή τους οι άγιοι του Θεού. Γνωρίζουμε ότι αυτοί υπήρξαν κατοικοιτήρια του Πνεύματος του Θεού. Αλλά ακόμα και αυτή η βαθειά κοινωνία τους με το Θεό δεν μπο­ρεί να συγκριθεί μ' εκείνη την ευλογημένη κατά­σταση, η οποία υπερβαίνει ακόμα και την κατάσταση των αγγέλων και των αρχαγγέλων, στην όποια βρέθη­κε η Υπεραγία Παρθένος Μαρία μετά την επέλευση του Αγίου Πνεύματος.

Αυτό δεν μπόρεσε, η καλύτερα, δεν ήθελε να α­ντιληφθεί ο κακότυχος εκείνος αιρετικός Νεστόριος, ο οποίος ισχυριζόταν ότι η Υπεραγία Θεοτόκος γέννησε έναν κοινό άνθρωπο Ιησού Χριστό, με τον οποίο αργότερα ενώθηκε ο Θεός, γι' αυτό και την Υπεραγία Παρθένο Μαρία την ονόμαζε Χριστοτόκο και όχι Θεοτόκο.

Αν, έστω και ελάχιστο, δίκαιο είχε ο Νεστόριος, τότε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός θα ήταν όχι ο Υιός του Θεού και Θεάνθρωπος αλλά ένας από τους πολλούς μεγάλους αγίους, οι οποίοι ονομάζο­νται αληθινοί ναοί και μονές του Πατρός και του Υιού για την απέραντη αγάπη τους στον Θεό και την τέλεια εφαρμογή στη ζωή τους των εντολών του Χριστού. Όπως βλέπετε ο Νεστόριος δικαίως ανα­θεματίστηκε από την Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο.

Σ' αυτό το σημείο θα μπορούσα να τελειώσω τον εγκωμιαστικό μου λόγο προς τιμήν της μεγάλης αυτής εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Όμως δεν θέ­λω να προσπεράσω τα λόγια εκείνα του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, τα όποια μπαίνουν σε κάθε καθαρή καρδιά:

«Χαίρε, κεχαριτωμένη· ο Κύριος μετά σου».

Όλοι εσείς, που είστε ομόψυχοι με μένα, πέστε μου, μπορεί να υπάρχει ανώτερη και καθαρότερη χαρά από αυτή, που δίνει η αίσθηση ότι μαζί μας εί­ναι ο Κύριος! Ότι μας αγαπά, επειδή φυλάσσουμε τις εντολές Του και ότι θα έλθει μαζί με τον Άναρ­χο Πατέρα Του και θα κατοικήσει μαζί μας!

Της ανώτατης αυτής ευτυχίας και χαράς να μας αξιώσει ο Κύριος και Θεός μας Ιησούς Χριστός διά πρεσβειών της Υπεραγίας και Αχράντου Παρθένου Μαρίας! Αμήν.

http://www.impantokratoros.gr/

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

Λόγος εις τον Ευαγγελισμόν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου Του εν Αγίοις Πατρός ημών Ανδρέου Επισκόπου Κρήτης


web statistics


Έφθασε σήμερα η χαρά όλων των ανθρώπων και καταργεί την πρώτη κατάρα. Έφθασε Αυτός που ευρίσκεται παντού, για να τα γεμίση όλα με χαρά. Πώς ήλθε όμως; Χωρίς να περιβάλλεται από δορυφόρους, χωρίς να σύρη πίσω του τις στρατιές των Αγγέλων, δίχως μεγαλοπρεπή προσέλευσι, αλλά ήσυχα και ήρεμα. Και το έκανε αυτό, για να διαφύγη την προσοχή του Άρχοντος του σκότους, για να παγιδεύση με το σοφό αυτό τέχνασμα τον όφι, να εξαπατήση τον δράκοντα, τον Ασσύριο που έθεσε υπό την εξουσία του όλη την ανθρώπινη ευγένεια και έτσι τελικά να αρπάξη το λάφυρο. Διότι δεν ανέχθηκε η άπειρη ευσπλαγχνία Του να υποστή καταστροφή αυτό το τόσο σπουδαίο έργο, ο άνθρωπος, για χάρι του οποίου Εκείνος έστησε τους ουρανούς σαν καμάρα, στερέωσε την γη, σκόρπισε τον αέρα, άπλωσε την θάλασσα και κατεσκεύασε ολόκληρη την ορατή κτίσι. Γι’ αυτό ο Θεός κατέβηκε στην γη, βγήκε έξω από τον ουρανό, ήλθε ανάμεσα στους ανθρώπους, κυοφορήθηκε από Παρθένο, αυτός που δεν τον χωρεί ολόκληρο το σύμπαν.
Λοιπόν ας αγάλλωνται τα σύμπαντα σήμερα, και η φύσις ας σκιρτά. Διότι ανοίγεται ο ουρανός και η γη υποδέχεται κρυφά τον Βασιλέα του παντός. Η Ναζαρέτ μιμείται την Εδέμ και δέχεται στους κόλπους της τον φυτουργό της Εδέμ. Ο Πατήρ των οικτιρμών μόνος Του μνηστεύεται την ανθρώπινη ευτέλεια διά μέσου του μόνου γεννηθέντος από αυτόν. Και ο Γαβριήλ υπηρετεί το μυστήριο και προσφωνεί ήσυχα την Παρθένο με το Χαίρε, για να διασώση η θυγάτηρ του Αδάμ, που ανέτειλε από τον Δαβίδ, την χαρά που έχασε η Προμήτωρ. Σήμερα ο Πατήρ της δόξης ευσπλαχνίσθηκε το ανθρώπινο γένος και κοίταξε με συμπάθεια την φύσι που εφθάρη από τον Αδάμ. Σήμερα ο χορηγός της ευσπλαγχνίας φανερώνει την άβυσσο των παναγάθων σπλάγχνων Του και διοχετεύει στην κτίσι το έλεός Του, που είναι άφθονο σαν το νερό που καλύπτει τις θάλασσες.
Αυτό είναι το γεγονός που πανηγυρίζουμε τώρα. Και αυτήν την παραγγελία δέχεται ο Γαβριήλ και μεσιτεύει ανάμεσα στην θεότητα και την ανθρωπότητα, και πρώτος ευαγγελίζεται στην Παρθένο τις εγγυήσεις της ολοκληρωτικής συνδιαλλαγής. Διότι ο Πατήρ των οικτιρμών συμπόνεσε το γένος μας που είχε ήδη καταφθαρή από το ολίσθημα της αμαρτίας και ενθυμήθηκε το έργο των χειρών Του. Και επειδή δεν υπέφερε να μας βλέπη να χανώμαστε έως τέλους, κατά πρώτον έδωσε στα χέρια του Μωυσέως τον νόμο, που ήταν γραμμένος σε λίθινες πλάκες. Καθώς όμως ο νόμος δεν είχε κανένα αποτέλεσμα (1), απέστειλε πνευματοφόρους άνδρες, εννοώ τους διορατικούς Προφήτες, οι οποίοι έδειχναν όλες τις ευθείες οδούς του Θεού. Παρ’ όλο δε που έκλεισαν τις αισθήσεις τους αυτοί προς τους οποίους απεστάλησαν και δεν βελτιώθηκαν καθόλου, ωστόσο ούτε τότε παρέβλεψε ο Πλάστης το πλάσμα μας, αλλά εξαπέστειλε σε μας τους αναξίους, εις ους τα τέλη των αιώνων κατήντησε (2), τον Ομόθρονο και Ισοσθενή και Ισάγαθο Υιό Του, ο οποίος προήλθε από τους υπεράγαθους και πανάμωμους κόλπους Του. Διότι έκρινε πως πρέπει μάλλον να εργασθή για την σωτηρία αυτών που έχουν ναυαγήσει, παρά να παραβλέψη αυτό το τόσο σπουδαίο πλάσμα που έφτιαξε.
Αφού λοιπόν ώρισε σε κάποιον από τους πρώτους του Αγγέλους να διακονήση στο Μυστήριο, νομίζω ότι αυτά του παρήγγειλε με το νεύμα της οικείας του μεγαλειότητος: «Εμπρός λοιπόν, Γαβριήλ, πήγαινε στη Ναζαρέτ, την πόλι της Γαλιλαίας, στην οποία κατοικεί κόρη Παρθένος μνηστευμένη με άνδρα που ονομάζεται Ιωσήφ. Το όνομα της Παρθένου είναι Μαρία». Λέγει, στη Ναζαρέτ. Για ποιο λόγο; Για να συλλέξη ο Παντοκράτωρ το θεοχαρίτωτο κάλλος της παρθενίας, όπως ακριβώς το τριαντάφυλλο, από ακανθωτή χώρα. Και για την προφητεία, ότι Ναζωραίος κληθήσεται (3). Ποιος; Αυτός που ανακηρύσσεται κατόπιν από τον Ναθαναήλ Υιός Θεού και Βασιλεύς του Ισραήλ (4). Είναι βέβαια συνήθεια ο Γαβριήλ να διακονή στα Μυστήρια του Θεού, όπως το είδαμε στην περίπτωσι του Δανιήλ (5). Πήγαινε λοιπόν στην πόλι της Γαλιλαίας Ναζαρέτ. Και σαν φθάσης σ’ αυτήν, σπεύσε πρώτα να ανακοινώσης στην Παρθένο αυτό το χαρμόσυνο μήνυμα της χαράς, το οποίο είχε χάσει προηγουμένως η Εύα. Και πρόσεξε μην της ταράξης την ψυχή. Διότι το μήνυμα είναι χαράς, όχι καταστροφής. Ο ασπασμός είναι ευφροσύνης και όχι αθυμίας. Γιατί ποια χαρά ήταν ή θα είναι μεγαλύτερη για το ανθρώπινο γένος, από το να γίνη συμμέτοχος της θείας φύσεως, και, με την προς Αυτόν άμεση επαφή, να ενωθή και να γίνη ένα με Αυτόν καθ’ υπόστασιν; Ποιο πράγμα είναι πιο θαυμαστό, από το να βλέπης την συγκατάβασι του Θεού, που φθάνει μέχρι και την κυοφορία μέσα στην μήτρα μιας γυναίκας; Ω, τί παράδοξα πράγματα! Ο Θεός μέσα στα μόρια μιας γυναίκας, ο τον ουρανόν θρόνον έχων, και υποπόδιον την γην (6). Ο Θεός να ευρίσκεται μέσα στην κοιλιά μιας γυναίκας, αυτός που είναι υπερουράνιος και σύνθρονος της πατρικής αϊδιότητος. Και ποιο πράγμα είναι πιο παράδοξο από αυτό, από το να παρουσιάζεται δηλ. ο Θεός ανθρωπόμορφος, χωρίς να εξέρχεται από την θεότητά Του; Και από το να βλέπουμε την ανθρώπινη φύσι να είναι ολόκληρη συνενωμένη με τον Πλάστη της, για να θεωθή ολόκληρος ο άνθρωπος που έπεσε πρώτος στην αμαρτία;
Τί έκανε λοιπόν ο Γαβριήλ; Όταν τα άκουσε αυτά και κατάλαβε πως η διαταγή είναι βέβαια επικυρωμένη με θεϊκή απόφασι, αλλά ξεπερνά την δύναμί του, έμεινε μετέωρος ανάμεσα στον φόβο και την χαρά και του ήταν φανερό πως δεν πρέπει να ξεθαρρεύη. Αλλά επίσης δεν έκρινε και ασφαλές το να αντιλέγη. Ακολουθώντας λοιπόν το θεϊκό πρόσταγμα, πέταξε κάτω προς την Παρθένο και φθάνοντας στη Ναζαρέτ, στάθηκε στο δωμάτιο. Έπειτα έμεινε σκεπτικός και βασανιζόταν από διαφόρους λογισμούς, σαν να βρισκόταν σε αμηχανία. Και νομίζω πως αυτά αναλογιζόταν: «Από πού ν’ αρχίσω να εκτελώ την απόφασι του Θεού; Να εισέλθω βιαστικά στον θάλαμο; Αλλά τότε θα ταράξω την ψυχή της Παρθένου. Να προχωρήσω πιο αργά; Αλλά η κόρη θα νομίση πως μπήκα αυθαίρετα. Να χτυπήσω την πόρτα; Αλλά πώς; Δεν είναι χαρακτηριστικό των Αγγέλων αυτό, ούτε κάτι από τα αισθητά μπορεί να εμποδίση το ασώματο. Να ανοίξω πρώτα την πύλη; Αλλά και αν ακόμη αυτή είναι κλειστή, εγώ μπορώ να εισέλθω. Να την καλέσω με το όνομά της; Αλλά θα τρομάξω την κόρη. Αυτό λοιπόν θα κάνω. Θα ενεργήσω ανάλογα με την επιθυμία Αυτού που μ’ έστειλε. Διότι έχει σκοπό να σώση το ανθρώπινο γένος. Και η επιθυμία Του βέβαια αν και είναι κάπως παράδοξη, είναι όμως γεμάτη ευσπλαγχνία και σύμβολο καταλλαγής. Πώς άραγε να πλησιάσω την Παρθένο; Για ποιο πράγμα να της μιλήσω πρώτα; Για το χαρμόσυνο μήνυμα ή για την ενοίκησι του Κυρίου μου; Για την επέλευσι του Πνεύματος ή για την επισκίασι του Υψίστου; Θα χαιρετήσω λοιπόν την Παρθένο, θα της ανακοινώσω το θαύμα, θα την πλησιάσω, θα της απευθύνω τον χαιρετισμό και θα της προσφωνήσω ήρεμα το "Χαίρε" . Αυτό θα με βοηθήση να της μιλήσω με παρρησία. Ας προπορευθή, ως εγγύησις για την συνομιλία μου με αυτήν, το "Χαίρε". Διότι αυτό και μόνο το άκουσμα του "Χαίρε", επειδή δεν θα προξενήση κανένα φόβο στην κόρη, θα εξομαλύνη από πριν την κατάστασι της ψυχής της. Από την χαρά λοιπόν θ’ αρχίσω να της αναγγέλλω τα μηνύματα της χαράς. Διότι έτσι αρμόζει στην Βασίλισσα, με χαρμόσυνα μηνύματα να την χαιρετούμε. Διότι ο τρόπος είναι χαροποιός, ο καιρός ευφρόσυνος, το παράγγελμα χαρμόσυνο, το βούλευμα σωτήριο και προοίμιο ακατάληπτης χαράς".
Αυτά λοιπόν αφού αποφάσισε ο Αρχάγγελος, πορεύθηκε στην παστάδα και πλησίασε τον θάλαμο μέσα στον οποίο κατοικούσε η Παρθένος. Προσήγγισε ήσυχα στην θύρα και, αφού εισήλθε, προσεφώνησε την Παρθένο με ήρεμη φωνή: "Χαίρε, κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου" (7). Αυτός που υπάρχει πριν από σένα, σήμερα γίνεται μαζί με σένα, και μετά από λίγο θα προέλθη από σένα. τότε αϊδίως, τώρα χρονικώς. Πω, πω, τί αμέτρητη φιλανθρωπία! Πόσο μεγάλη αγαθοσύνη! Δεν αρκέσθηκε στο μήνυμα της χαράς, αλλά ωνόμασε και τον αυτουργό της χαράς με την κύησι της Παρθένου. Διότι το "ο Κύριος μετά σου", δείχνει ολοφάνερα πως παρευρίσκεται ο ίδιος ο Βασιλεύς και ολόκληρος σωματώνεται μέσα της, χωρίς όμως να απομακρύνεται από την οικεία Του δόξα.
Χαίρε, Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου. Χαίρε, συ που είσαι το όργανο της χαράς με το οποίο ελύθη η καταδίκη της κατάρας και την θέσι της κατέλαβε δίκαια η χαρά. Χαίρε, συ που είσαι αληθινά ευλογημένη. Χαίρε, η λελαμπρυσμένη. Χαίρε, το καλλωπισμένο ανάκτορο της θείας δόξης. Χαίρε, το ιερό παλάτι του Βασιλέως. Χαίρε, νυμφών, εις τον οποίο ο Χριστός ενυμφεύθη την ανθρωπότητα. Χαίρε, συ που εξελέγης από τον Θεό πριν να γεννηθής. Χαίρε, το μέσο συνδιαλλαγής του Θεού προς τους ανθρώπους. Χαίρε, θησαυρέ της ακηράτου ζωής. Χαίρε, ουρανέ, υπερουράνιο οίκημα του Ηλίου της δόξης. Χαίρε, ευρύχωρο χωρίο του Θεού που δεν είναι χωρητός πουθενά εκτός μόνον από σένα. Χαίρε, γη αγία παρθενική, από την οποία δημιουργήθηκε με άρρητο θεοπλαστία ο νέος Αδάμ για να διασώση τον παλαιό. Χαίρε, ζύμη αγία θεόπλαστη, από την οποία ζυμώθηκε όλο το φύραμα του ανθρωπίνου γένους, και, αφού μετεβλήθη σε άρτο από το σώμα του Χριστού, αποτέλεσε ένα παράδοξο κράμα.
Ευλογημένη συ εν γυναιξίν, και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου (8). Και πολύ σωστά ευλογημένη. Διότι σε ευλόγησε ο Θεός, εσένα το σκήνωμά Του, που εκυοφόρησες απεριλήπτως τον υπερπλήρη της Πατρικής δόξης άνθρωπο Ιησού Χριστό, που είναι και Θεός, τέλειος κατά τις φύσεις από τις οποίες και στις οποίες συνέστη. Ευλογημένη συ εν γυναιξίν, η οποία εχώρησες αστενοχωρήτως μέσα εις το ασύλητο ταμείο της παρθενίας σου τον ουράνιο θησαυρό, εν ω πάντες εισίν οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως απόκρυφοι (9). Συ είσαι αληθινά ευλογημένη, ης η κοιλία θημωνία άλωνος (10). Διότι καρποφόρησες ασπερμάτως και αγεωργήτως καρπό ευλογίας, τον στάχυ της αφθαρσίας Χριστό, καθώς προσέφερες στον γεωργό της σωτηρίας μας πλούσιο θερισμό, χιλιάδες μακαρίων ψυχών. Εσύ είσαι αληθινά ευλογημένη, η οποία μόνη απ’ όλες τις μητέρες προετοιμάσθηκες να γίνης μητέρα του Κτίστου σου, και όμως απέφυγες όσα παθαίνουν οι μητέρες. Διότι δεν διεφθάρη από μητρικές ωδίνες η εξαίρετή σου παρθενία, καθώς ο παρθενικός σου βλαστός διεφύλαξε σώα τα σήμαντρα της αγνείας σου. Συ είσαι πραγματικά ευλογημένη, η μόνη που κυοφόρησες δίχως άνδρα αυτόν που άπλωσε τους ουρανούς και ουράνωσε ξενοπρεπώς την γη της παρθενίας σου. Ευλογημένη συ εν γυναιξίν, η μόνη που αξιώθηκε την ευλογία την οποία υποσχέθηκε ο Θεός με τον Αβραάμ στα έθνη (11). Εσύ είσαι αληθινά ευλογημένη, γιατί μόνο εσύ εχρημάτισες μητέρα του ευλογημένου παιδιού Ιησού Χριστού του Σωτήρα μας, διά μέσου της οποίας κράζουν τα έθνη: "Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου" (12). και, Ευλογητόν το όνομα της δόξης αυτού εις τον αιώνα. Και πληρωθήσεται της δόξης αυτού πάσα η γη. Γένοιτο, γένοιτο. (13).
Ευλογημένη συ εν γυναιξίν, και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου. Καρπός, από τον οποίο έφαγε ο πρωτόπλαστος Αδάμ και εξήμεσε την αρχαία κατάποσι, με την οποία δέχθηκε μέσα του το δέλεαρ της απάτης. Καρπός, από τον οποίο πηγάζει ο γλυκασμός της πικρής γεύσεως του ξύλου και ο οποίος αποκαθαίρει την ανθρωπότητα. Ο οποίος ανέβλυσε πηγές ποταμηφόρες για χάρι του Ισραήλ που περιπλανιόταν στην έρημο, και γλύκανε την Μερράν και έβρεξε ψωμί, παράξενη τροφή και αγεώργητη. Ευλογημένος ο καρπός, ο οποίος μετέβαλε τα ύδατα που ήσαν πικρά και προκαλούσαν ατεκνία, σε πόσιμα και γόνιμα με την βοήθεια του Ελισσαίου που έχυσε σ’ αυτά αλάτι. Ευλογημένος ο καρπός ο οποίος προήλθε από τον ακήρατο βλαστό της παρθενικής μήτρας, ως βότρυς ωριμασμένος κατά υπερφυή τρόπο. Ευλογημένος ο καρπός από τον οποίο αναβλύζουν πηγές ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνων (14). Καρπός, από τον οποίο προέρχεται ο ζωηφόρος άρτος, το σώμα του Κυρίου, και ποτήρι αθανασίας που παρέχει σωτήριο ποτό. Ευλογημένος ο καρπός, τον οποίο ευλογεί κάθε γλώσσα επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων (15), με τον τριπλασιασμό της αγιαστικής Τριαδικής Θεότητος, και τον κατατάσσει βέβαια στην ίδια ουσία, αλλά τον διαχωρίζει ως προς την ιδιαίτερη υπόστασι. Ευλογημένη συ εν γυναιξίν, και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου.
Η δε, λέγει, επί τω λόγω αυτού διεταράχθη, και διελογίζετο ποταπός είη ο ασπασμός ούτος (16). Λέγει ότι ταράχθηκε, όχι γιατί έπεσε σε απιστία. Αποκλείεται. Αντίθετα μάλλον από ευλάβεια προς την παράξενη προσφώνησι, διότι της φάνηκε σαν μαντεία αυτό που έβλεπε. Ούτε έπαθε αυτό που συνέβη στον Ζαχαρία μέσα στα άδυτα από την απιστία του, εξ αιτίας της οποίας δέχθηκε την τιμωρία από τα γεννητικά στα φωνητικά όργανα και αντάλλαξε την ατεκνία με την αφωνία (17). Αλλά καθώς ήταν καθαρή από κάθε ψόγο και από οποιαδήποτε επιμειξία προς άνδρα και από κάθε ελευθεριάζουσα συνήθεια, και είχε συνηθίσει να προσηλώνη το νου της στην ακλινή θεωρία των ουρανίων, δέχθηκε μέσα στην ψυχή της ταραχή από τον ασπασμό, επειδή ήταν φυσικό, μια και ήταν απαρρησίαστη, να διστάση εκείνη την στιγμή και να ανακρίνη με το λογικό αυτό που της είχε λεχθή και όχι ν’ ανοίξη τ’ αυτιά της ως έτυχε και απερίσκεπτα σ’ αυτόν που της μιλούσε. Γι’ αυτό, πολύ σοφά ο Ευαγγελιστής το επισήμανε και είπε, "η δε διελογίζετο". Σαν να εξέταζε τους διαλογισμούς της με το κριτήριο της καθαράς διανοίας, ώστε να μην παραδεχθή χωρίς κρίσι τους λόγους. Έλεγε: "ποταπός είη ο ασπασμός ούτος;" Διότι ήταν φυσικό, αυτή που ήταν ευγενής και θυγατέρα του Δαβίδ, να μην είναι ανίδεος των διηγήσεων που αναφέρονται στις Θείες Γραφές. Έτσι έστρεψε το νου της αμέσως προς την πτώσι της Προμήτορος, αναλογιζόμενη το ολίσθημα εξ αιτίας της απάτης, και όσα άλλα παρόμοια εξιστορήθηκαν από τους παλαιούς. Επομένως δεν έκανε άσχημα ο Ευαγγελιστής που γράφει πως διαλογιζόταν. Επίσης, το έκανε αυτό και για να δείξη πόση σύνεσι είχε, καθώς και την σταθερή και πάγια και αρρέμβαστη γνώσι της. Διότι δεν πρέπει να γίνη αποδοχή της προσφωνήσεως χωρίς προηγουμένως να γίνη βέβαιο πως είναι καλή, ύστερα από προσεκτική εξέτασι. Πλην όμως, επειδή προσπαθούσε να καταστείλη την ταραχή της ψυχής, δεν πρόφερε καμμία λέξι. Μόνο, αφού πήρε κάποιο φοβισμένο σχήμα, άφηνε να φανή η κατάστασι της ψυχής της και στήλωσε την σταθερότητα του ήθους της αντί για την φωνή της. Έλεγε μέσα της. "Ποταπός είη ο ασπασμός ούτος"; Μήπως μόνη εγώ απ’ όλες τις γυναίκες θα καινοτομήσω την φύσι; Μήπως μόνο εγώ μπορώ να κυοφορήσω καρπό χωρίς να συνέλθω με άνδρα; Ποταπός είη ο ασπασμός ούτος; Ποιος έφερε αυτή την αγγελία και από πού μπήκε; Να είναι άνθρωπος αυτός που ομιλεί; Αλλά φαίνεται ως ασώματος. Να είναι άγγελος; Αλλά μιλάει σαν άνθρωπος. Αγνοώ τί είναι αυτό που βλέπω και απορώ μ’ αυτά που ακούω.
Τί έκανε λοιπόν ο Γαβριήλ; Αμέσως μόλις κατάλαβε πως η κόρη ταράχθηκε, δεν σκέφθηκε τίποτε άλλο, αλλά αμέσως της είπε. "Μη φοβού, Μαριάμ, εύρες γαρ χάριν παρά τω Θεώ" (18). Αφού πρώτα της κατασίγασε το φόβο, ύστερα της έδωσε θάρρος λέγοντας «μη φοβάσαι, γιατί βρήκες χάρι από τον Θεό», αυτήν που έχασε η Εύα. Με το να πη χάριν, διέλυσε την αμφιβολία της γνώμης της και το ότι της φάνηκε πως πρέπει να σκεφθή καλά το πράγμα. Και προσθέτοντας το "εύρες γαρ χάριν παρά τω Θεώ", πιθανώς να αντέκρουσε τον φόβο της Παρθένου. Μη φοβού Μαριάμ. Δεν είναι απατηλός ο τρόπος, δεν έχω έλθη για να σε αποπλανήσω, δεν λαλεί πάλι ο όφις που συρίζει, δεν σου μιλάω από την γη. Από τα ύψη ήλθα για να σου φέρω το χαρμόσυνο μήνυμα και όχι απλώς ένα καλό μήνυμα, αλλά ένα μήνυμα μεγάλης χαράς. "Μη φοβού, Μαριάμ". ο ασπασμός δεν αποτελεί χλευασμό, ούτε το μήνυμα φέρει λύπη.
"Ο Κύριος μετά σου", ο χορηγός κάθε χαράς και Σωτήρας όλου του κόσμου. Μαζί σου, αυτός που δεν χωρίσθηκε από τους πατρικούς κόλπους, αλλά και έχει συλληφθή μέσα στην μήτρα σου. Σε απεκάλεσα Κεχαριτωμένη για να σου φανερώσω την χαρά του μυστηρίου σου. Σε ωνόμασα Κεχαριτωμένη, διότι δέχθηκες στην μήτρα σου όλη την χαρά και χαριτώθηκες με στολή που λάμπει από τα θεία χαρίσματα. Προσφώνησα "ο Κύριος μετά σου", για να δείξω ολοφάνερα την εξουσία Αυτού που εισήλθε προηγουμένως μέσα σου. Διότι αυτός είναι Κύριος και Θεός εξουσιαστής, άρχων ειρήνης και πατήρ του μέλλοντος αιώνος (19), υιός δικός σου, της Παρθένου, αλλά και Σωτήρας όλων. Ο Κύριος μετά σου, η χάρις και η αλήθεια μαζί σου. Κύριος του νόμου, Πατέρας της χάριτος και πηγή της αληθείας. Μη φοβού, Μαριάμ, ο Κύριος μετά σου. Αυτός που εξουσιάζει κάθε κυριαρχία. Ο Υιός του Πατρός των φώτων, ο οποίος γεννήθηκε ανάρχως από Αυτόν και σαρκώθηκε χρονικώς από εσένα. Ο οποίος ευρίσκεται στον ουρανό ολόκληρος μέσα στον κόλπο Του και κάτω στην γη ολόκληρος μέσα στην κοιλιά σου. Αυτός είναι μαζί σου και μέσα σου. Διότι πρόφθασε και εισήλθε και ενδύθηκε την μήτρα σου και έτσι ο κατά φύσιν αχώρητος έγινε μέσα σου χωρητός. Μη φοβού, Μαριάμ, εύρες γαρ χάριν παρά τω Θεώ. Χάριν, την οποία δεν είχε δεχθή η Σάρρα, δεν την γνώρισε η Ρεββέκα και δεν την βρήκε η Ραχήλ. Εύρες χάριν, την οποία δεν αξιώθηκε η ξακουστή Άννα, ούτε η Φενάννα, η αντίπαλός της. Καθ’ όσον εκείνες έγιναν μητέρες, ενώ πριν ήταν άτεκνες, αλλά έχασαν μαζί με την στείρωσι και την παρθενία. Εσύ όμως και μητέρα θα είσαι και θα έχης αναφαίρετη την παρθενία. Μη φοβάσαι λοιπόν, γιατί βρήκες χάρι από τον Θεό. Χάρι, την οποία δε βρήκε κανείς άνθρωπος σ’ όλους τους αιώνες σαν και σένα. Και ποια άλλη χάρις θα μπορούσε να εξομοιωθή με αυτήν, που έχει το εξαίρετο προνόμιο πως προέρχεται άμεσα από τον Θεό;
Λοιπόν, εύρες χάριν παρά τω Θεώ. Και ιδού συλλήψη εν γαστρί και τέξη υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν (20). Πω, πω, τί θαύμα! Πρώτα της λύνει την απορία που δημιουργήθηκε μέσα της και έπειτα προσθέτει τα λόγια της ερμηνείας. Και πρόσεξε πόσα πετυχαίνει με λίγα λόγια. Καταστέλλει τον φόβο, προμηνύει την χάρι, ερμηνεύει την κύησι, προφητεύει την γέννησι, ορίζει το όνομα αυτού που θα γεννηθή. Και δεν σταματά σ’ αυτά ο λόγος του. Αλλά και για να φανερωθή καλά το μέγεθος της εξουσίας αυτού που θα γεννηθή, αμέσως πρόσθεσε. "Ούτος έσται μέγας και υιός υψίστου κληθήσεται, και δώσει Κύριος ο Θεός τον θρόνον Δαβίδ του πατρός αυτού, και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος" (21). Είδες πώς αφαίρεσε σιγά-σιγά τον φόβο από την Παρθένο; Είδες πόσο θάρρος έδωσε στην ψυχή της; Διότι, όταν τον είπε Υιό του Υψίστου, αλλά και ότι ο Δαβίδ θα είναι ο πατέρας του, έδωσε φτερά αμέσως σ’ όλο το νου της, όπως το δείχνουν τα επόμενα.
Και πρόσεξε την σύνεσι της Παρθένου. Διότι, όταν τα πληροφορήθηκε αυτά, και κατάλαβε το άτρεπτο της υπεροχικής εξουσίας του Θείου θελήματος, είπε προς τον Άγγελον. "Πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω"; (22) Παράξενα μου υπόσχεσαι, λέγει, μου αναγγέλλεις πράγματα που ξεπερνούν την φύσι. Δεν έχω πείρα γάμου, διότι έχω μνηστευθή βέβαια, αλλά δεν έχω υπανδρευθή. Τον Ιωσήφ τον γνωρίζω ως μνηστήρα και όχι ως άνδρα. Ο μνηστήρας είναι σύνοικος και όχι σύνευνος. Άσπορη η γαστέρα, αλλά όχι αρόσιμη. Πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω; Διότι μήπως μόνον εμένα, λέγει, η φύσις θα με αναδείξη μητέρα δίχως γάμο; Μήπως μόνη εγώ αντίθετα από τους νόμους της φύσεως θα εισαγάγω στην φύσι παράξενη γέννησι; Δεν προηγήθηκε γάμος, δεν έχω πείρα από άνδρα. Διότι δεν γνώρισα τον Ιωσήφ.,για μένα υπήρξε φύλακας και όχι άνδρας. Και πώς έσται μοι τούτο;
Αποκρίνεται αμέσως ο Γαβριήλ, και απολεπτύνει την παχύτητα της ερωτήσεως με το ύψος της αποκρίσεως και λέγει. Τί λόγια είναι αυτά που λες, Τρισμακαρία; Γιατί προβάλλεις τέτοιους λόγους; Εγώ ήλθα από τον ουρανό να σου αναγγείλω την καινοπρεπή σύλληψι. Δεν σου μιλώ από την γη, όταν σου λέγω ο Κύριος μετά σου. Και συ αναρωτιέσαι πώς έσται μοι τούτο; Εγώ σου ευαγγελίζομαι Αυτόν που πρόφθασε να κατοίκηση μέσα στην κοιλία σου πριν από την παρουσία μου, και συ μου μιλάς για άνδρα και για την γήινη γέννησι και λέγεις πώς θα μου συμβή; Κατανόησε, πώς εξήνθησε η ράβδος, πώς η πέτρα γέννησε το νερό, από πού το κυοφόρησε, πώς η φωτιά της βάτου προχώρησε μέσα στον θάμνο και δεν την κατέφλεξε. Εάν σε αυτά δεν δείχνης απιστία, ούτε σε μένα να δείχνης. Διότι αυτός που ενεργεί και αυτά και εκείνα, είναι ένας. Αυτός που τον φέρεις μέσα σου. Κατά ένα παράξενο θεσμό αντίθετο με τους νόμους της φύσεως θα γίνης τροφός αυτού που θα κυοφορήσης. Όχι όπως η Ελισάβετ, όχι όπως η Άννα που σε γέννησε. Διότι εκείνες έγιναν μητέρες, αφού δέχθηκαν σπέρμα, ενώ εσύ θα γεννήσης χωρίς άνδρα αυτόν που κατοίκησε μέσα σου άσπορος. Και αν θα ήθελες να μάθης τον τρόπο, θα σου τον πω και αυτόν με σαφήνεια.
"Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι" (23). Διότι αυτός που γεννάται δεν θα προέλθη από θέλημα σαρκός, ούτε θα μεσιτεύση στον τοκετό της μητέρας του Θεού η ηδονή της σάρκας. Διότι στάθηκε πάνω από τους όρους της φύσεως και όμως δεν είναι τελείως έξω από την φυσική τάξι, αφού ο υπερφυσικός λόγος υπερίσχυσε του φυσικού. Κανένα πάθημα δεν θα συμβή στην επίγεια κύησι, απ’ αυτά που συνήθως την ακολουθούν, όπως κανένα δεν συνέβη στην ουράνια γέννησι. Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι. Πρόσεξε σε ποιο σημείο φανερώνεται το μυστήριο της Αγίας Τριάδος. Διότι, όταν είπε Πνεύμα Άγιον, δεν εννόησε κανένα άλλον παρά τον Παράκλητο. Δύναμι του Υψίστου, προφανώς υπονοεί τον Υιόν. Διότι με την λέξι Ύψιστος, εισάγεται ταυτόχρονα το πρόσωπο του Πατρός. Το, «θα σε επισκίαση» νομίζω ότι αναφέρεται σε αυτό που προείδε ο Αββακούμ με τα διορατικά του μάτια ως όρος κατάσκιο (24) και εννοούσε την Παρθένο. Δι’ ο και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού (25). Διότι το προαιώνιο βρέφος που διαπλάσθηκε απερινόητα από το Άγιον Πνεύμα διά του Αγίου Πατρός, δίκαια θα είναι άγιο και θα ονομασθή Υιός του Υψίστου, διότι υπάρχει συναΐδιος Λόγος του Υψίστου. Έχει φανερωθή λοιπόν με σαφήνεια στην Παρθένο, τί και από πού και τί λογής είναι αυτό που κυοφορήθηκε μέσα της και ότι αυτό που θα γεννηθή θα είναι Υιός του Θεού. Για να διασαφηνίση πιο ανάγλυφα και καλύτερα την δύναμι του λόγου προσθέτει την κυοφορία της Ελισάβετ. Σαν να της λέγει ότι αυτός που ήταν ικανός να δείξη ανέλπιστα γόνιμη την μήτρα στα γεράματα, είναι ολοφάνερο πως θα δείξη και παρθένον κυοφόρο υπέρ λόγον. Γι’ αυτό προσθέτει. ότι ουκ αδυνατήσει παρά τω Θεώ παν ρήμα (26). Μάλλον εύκολα και με πολλή σαφήνεια ο Γαβριήλ έπεισε την Παρθένο να αποδεχθή το θαύμα, προσθέτοντας το "ουκ αδυνατήσει παρά τω Θεώ παν ρήμα".
Τί λέγει λοιπόν το Ευαγγέλιο; "Είπε δε Μαριάμ, ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου" (27). Είδες σύνεσι; Είδες υπερβολή ευγενικής συστολής; Αφού κατάλαβε καλά την σύλληψι του τοκετού, την γέννησι του τέκνου, ποιος και τίνος θα είναι υιός και ποιος θα ονομασθή, και ποιου θρόνου είναι διάδοχος και σε ποιους θα βασιλεύση, και τέλος ότι αυτός που θα γεννηθή δεν θα εκπέση από την βασιλεία, άφησε και αυτή να βγη απ’ το στόμα της αντίστοιχη χαρούμενη φωνή. "Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου". Και εννοεί αυτό: Να, είμαι έτοιμη και τίποτε δεν υπάρχει που θα με εμποδίση. Η ψυχή πρόθυμη, η κοιλία εύκαιρη, διότι είναι ανέπαφη και φυλάσσεται μόνο για τον Πλάστη. «Ιδού η δούλη του Κυρίου», υπάκουη, πρόθυμη να υπηρετήση, έτοιμη να υποδεχθή. «Ας γίνη σύμφωνα με τον λόγο σου». Επειδή, λέγει, όλα, όσο ήταν δυνατόν τα ανήγγειλες ευθέως, όλο αυτό που τελεσιουργείται έχει γεμίσει από χαρά και υπέρτατη δόξα. Ιδού η δούλη Κυρίου. γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου. Εύγε στην άφραστη οικονομία! Εύγε στην χάρι! Υπερεύγε στην άναρχη βουλή και πρόγνωσι! Πραγματικά Πνεύμα Άγιο κατοίκησε μέσα στην Παρθένο, και δύναμις του Υψίστου την επεσκίασε, σύμφωνα με την προωρισμένη βουλή και πρόγνωσι του Θεού.
Και λέγει: "και απήλθεν απ’ αυτής ο Άγγελος" (28), αφού εκπλήρωσε το λειτούργημα που του είχε ανατεθή. Έφυγε απ’ αυτήν ο Άγγελος, αλλά δεν απομακρύνθηκε ο Κύριος. Διότι ο ένας είναι περιγραπτός, κι αν ακόμη είναι ασώματος, ενώ ο άλλος είναι απερίγραπτος, κι αν ακόμη είναι χωρητός μέσα στο σώμα και την κοιλία της Παρθένου. Και ο ένας προκατήγγειλε ότι ο ερχόμενος κυοφορείται από την Παρθένο για την σωτηρία των ανθρώπων. Ενώ ο άλλος, ανέλαβε την ουσία μας και την ανεμόρφωσε στον εαυτό Του, αποδίδοντας στην φύσι το κατ’ εικόνα και το πρώτο αξίωμα, το οποίο το έχασε από την απροσεξία των Πρωτοπλάστων. Και αφού το ανύψωσε το έβαλε να καθίση εν τοις επουρανίοις υπεράνω πάσης αρχής και εξουσίας και δυνάμεως και κυριότητος και παντός ονόματος ονομαζομένου ου μόνον εν τω αιώνι τούτω, αλλά και εν τω μέλλοντι (29). Σ’ αυτόν ανήκει η δόξα και το κράτος και η τιμή και η προσκύνησις, μαζί με τον άναρχό του Πατέρα και το πανάγιο και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν*.

1. ουδέν γαρ ετελείωσεν ο νόμος. Εβρ. ζ’ 19

2. Α’ Κορ. ι’ 11

3. Ματθ. β’ 23

4. βλ. Ιωάν. α’ 50

5. βλ. Δαν. η’ 16. θ’ 21

6. πρβλ. Ησ. ξς’ 1

7. Λουκ. α’ 28

8. Λουκ. α’ 42

9. Κολ. β’ 3

10. Ασμ. Ασμ. ζ’ 3

11. Γεν. κβ’ 18

12. Ιωάν. ιβ’ 13

13. βλ. Ψαλμ. οα’ 19

14. Ιωάν. δ’ 14

15. Φιλιπ. β’10

16. Λουκ. α’ 29

17. Λουκ. α’ 20

18. Λουκ. α’ 30

19. Ησ. θ’ 6

20. Λουκ. α’ 31

21. Λουκ. α’ 32-33

22. Λουκ. α’ 34

23. Λουκ. α’ 35

24. Αβ. Γ’ 3

25. Λουκ. α’ 35

26. Λουκ. α’ 37

27. Λουκ. α’ 38

28. Λουκ. α’ 38

29. Εφεσ. α’ 21

Μετάφρασις κατ’ επιλογήν, εκ της Ιεράς Μονής Καρακάλλου. Περιοδικό  “ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ”, τριμηνιαία  έκδοσις  Ιεράς Μονής  Ξηροποτάμου, έτος γ΄, Μάρτιος -  Μάϊος 1991, φ. 11.  

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

Απαιτώ! - Ένα θαύμα κατ' απαίτηση...


web statistics




Το θαύμα, που θα εξιστορηθεί τώρα, δυστυχώς, όπως έδειξαν τα πράγματα, δεν έγινε κατ᾿ ευδοκίαν Θεού αλλά κατ᾿ απαίτησιν κάποιας μητέρας, που θεώρησε η δυστυχής τη δική της γνώμη και επιθυμία πιο σωστή από τη Θεία απόφαση που είχε ληφθεί για το καλό του παιδιού της. Γι᾿ αυτό και μπαίνοντας στην εκκλησία της Παναγίας μαζί με άλλους συμπροσκυνητάς, διότι είχε έρθει με πούλμαν από ένα μεγάλο χωριό του νομού Αχαΐας, φώναζε•

―Απαιτώ, Παναγία μου, το παιδί μου να γίνει καλά.

Όταν της υπεδείχθει ότι δεν πρέπει να λέη στην Παναγία «απαιτώ», εκείνη είπε·

―Το απαιτώ, γιατί το παιδί μου είνε 28 χρονών και έχει μικρό παιδάκι και οι γιατροί είπαν ότι σε 15 μέρες θα πεθάνη, γιατί έχει ολικό καρκίνο.

Όσοι την άκουσαν να προσεύχεται κατ᾿ αυτό τον τρόπο, προσπάθησαν να την συμβουλεύσουν· της είπαν, πως στην προσευχή πρέπει να παρακαλούμε και όχι να απαιτούμε, γιατί ο Θεός, ο πραγματικός πατέρας των ανθρώπων, αγαπά το πλάσμα Του απείρως περισσότερο ακόμη κι από μία μάνα. Επί πλέον της είπαν ν᾽ αφήσει το παιδί της στα χέρια της Παναγίας να το σώσει, γιατί Εκείνη δίνει τη βοήθειά της κατά το συμφέρον του κάθε ανθρώπου. Αυτή όμως, δυστυχώς, πιο εξαγριωμένη φώναζε·

―Απαιτώ, απαιτώ, Παναγία μου, το παιδί μου να γίνει καλά!!

Δεν ήθελε να καταλάβει πως κανείς δεν πρέπει να απαιτεί, γιατί η Παναγία, σαν στοργική Μάνα, ξέρει καλύτερα απ᾽ όλους μας τι είνε καλύτερο πρώτα για την σωτηρία της ψυχής μας. Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός μάς έδωσε το υπόδειγμα της σωστής προσευχής· «Πάτερ μου, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο, πλην ουχ ως εγὼ θέλω, αλλ’ ως συ» (Ματθ. 26,39) Την τελευταία απόφαση την αφήνουμε στην αλάνθαστη και σωτήρια κρίση του Θεού.
 

 
Μετά από ένα περίπου χρόνο, κάποιος από τους προσκυνητάς που είχαν έρθει με την εν λόγω μητέρα, ξαναήλθε να προσκυνήσει την Χάρη Της και έλεγε μεγαλοφώνως μπροστά στην εικόνα της Παναγίας·

―Παναγία μου, το θέλημά Σου να γίνεται, μα το κακό που είδα στο χωριό μου!…

Όταν ρωτήθηκε τι έγινε στο χωριό του, απάντησε και διευκρίνισε πότε είχε έρθει και για ποιο περιστατικό μιλούσε. Αναφερόταν στην περίπτωση της κυρίας που φώναζε το «απαιτώ». Τότε η ηγουμένη τον ρώτησε·

―Τι έγινε ο γιος της κυρίας;

―Έγινε καλά, αλλά τώρα δεν υπάρχει ούτε αυτός ούτε οι γονείς του.

Στην απορία «γιατί;» ο προσκυνητής απήντησε με θλίψη·

―Όταν ο γιος της έγινε καλά, πήγε σ᾽ ένα νυχτερινό κέντρο και συνδέθηκε με την εκεί τραγουδίστρια. Έφυγε από το σπίτι του και έμενε στην τραγουδίστρια.

Οι γονείς του, που στενοχωρούντο για την παράνομη αυτή συμπεριφορά του, όταν τον συναντούσαν τον συμβούλευαν να αλλάξη τακτική.

―Δεν κάνει, παιδί μου, του έλεγαν· έχεις νέα γυναίκα και μικρό παιδί, γύρισε σπίτι σου.

Επειδή όμως ο γιος ενωχλείτο από τις συμβουλές των γονέων του, μια μέρα που θύμωσε πολύ εναντίον τους, πήρε το κυνηγετικό του όπλο (γιατί ήταν και κυνηγός) σκότωσε τη μάνα του και τον πατέρα του και εν συνεχεία αυτοκτόνησε!
Όσοι άκουσαν το περιστατικό έφριξαν. Μητροκτόνος, πατροκτόνος και αυτόχειρας!

Δεν ήταν απείρως καλύτερα να φύγη με έναν φυσιολογικό θάνατο, και μάλιστα εξιλεωτικό, όπως γίνεται όταν υπομένει ο ασθενής την αρρώστια του; Η Παναγία δεν ήξερε καλύτερα; Η σαρκική του μάνα απαιτούσε την υγεία του σώματος και αγνοούσε τον κίνδυνο του χαμού της ψυχής του παιδιού της, που τώρα είνε αιώνιος. Ενώ η στοργική Παναγία, γνωρίζοντας τον κίνδυνο, προσπάθησε να το εξιλεώση με την αρρώστια, για να σωθή η ψυχή του. Η παράλογη απαίτηση της μάνας το κατεδίκασε αιωνίως.

Είθε με απόλυτη εμπιστοσύνη να αναθέτουμε κάθε πρόβλημά μας, χωρίς υποδείξεις λύσεως, στην Παναγία· και Εκείνη, να πιστεύουμε απόλυτα, ό,τι επιτρέψει θα είνε και η καλύτερη λύση των προβλημάτων μας κατά το «γενηθήτω το θέλημά Σου».
 

[το κείμενο αυτό μας έστειλε αναγνώστης μας διά του διαδικτύου]
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2012
ΑΡ. ΦΥΛ. 703

Σάββατο 3 Μαρτίου 2012

Το αίμα της Θεοτόκου – Μια αληθινή ιστορία


web statistics




(μια αληθινή ιστορία)
Δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες Νόβογιε Βρέμια (=Νέοι Καιροί), φύλλο 1/12 Σεπτεμβρίου 1943, και Ρούσκαγια Ζίζνι (=Ρωσική Ζωή), φύλλο 7969/14 Μαΐου 1974.
Μετέφρασε και διασκεύασε από τη Ρωσική γλώσσα ο αρχιμ. Τιμόθεος, Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού.
Οι υποσημειώσεις ανήκουν στον μεταφραστή
Η ξηρασία εκείνη τη χρονιά ήταν φοβερή. Η γη άνοιξε από τη ζέστη. Οι πηγές στέρεψαν. Τα ποταμάκια στέγνωσαν. Τα πηγάδια άδειασαν. Τα φύλλα των δένδρων κιτρίνισαν, σαν να πέρασε δίπλα τους φωτιά. Το χορτάρι και τα σπαρτά στα χωράφια ξεραίνονταν από τη ρίζα. Ποτέ πριν η περιοχή Ζαμπαϊκάλ[1] δεν είχε αντιμετωπίσει τέτοια ανομβρία.
Ο εμφύλιος πόλεμος είχε πια τελειώσει με τον θρίαμβο της κόκκινης εξουσίας και την αποχώρησι του λευκού στρατού[2]. Στο Τοργίνσκ, χωριό των Κοζάκων[3] κοντά στην πόλη Νερτσίνσκ[4], η πρώτη δουλειά των μπολσεβίκων μετά την επικράτησί τους ήταν να σφραγίσουν τον κεντρικό ναό, όπου φυλασσόταν η περίφημη θαυματουργή ει­κόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Στις 8 Ιουλίου κάθε χρόνο, ανήμερα της μνήμης του Αγίου Προκοπίου, πλήθη πι­στών, έπειτα από πανηγυρική θεία λειτουρ­γία και παράκλησι, έπαιρναν την θαυμα­τουργή εικόνα και την λιτάνευαν σε κοντι­νά και μακρινά χωριά.
Ήταν 7 Ιουλίου του 1922. Στην λαϊκή συνέλευσι του Τοργίνσκ οι ασπρογένηδες γέροι Κοζάκοι άκουγαν σκυθρωποί τον Στέφανο Καμένστσικωφ, πρώην κόκκινο παρτιζάνο και τώρα γραμματέα του χω­ριού.
—Εσείς λοιπόν, σύντροφοι, λέτε ότι μας χτύπησε η ξηρασία επειδή η εργατική εξουσία απαγόρευσε την λιτάνευσι της εικόνας στα χωράφια και εμποδίζει τους παπάδες ν’ αποκοιμίζουν πια τον λαό;
—Σωστά το μάντεψες, Στέφανε Βαχραμέγιεβιτς, αποκρίθηκε άφοβα ο Κύριλλος Μπούτιν, ένας ψηλός, γεροδεμένος Κοζά­κος με μαύρο παχύ μουστάκι, πρώην μαχη­τής στην πρώτη γραμμή του γερμανικού με­τώπου[5].
—Φαίνεται πως δεν σου πολυαρέσει η ε­ξουσία των εργατών και αγροτών, γρύλλισε ο Καμένστσικωφ. Το καλό που σου θέλω, μάζεψε το μπογαλάκια σου και τράβα να βρης τους λευκούς πέρα από την θάλασσα…
—Άστα αυτά. Στέφανε, απάντησε ήρεμα ο Μπούτιν. Φαίνεται πως έχασες το μυαλό σου. Ξέχασες κιόλας ότι στο έκτο σύνταγμα του Γιακίμωφ διοικούσα εκατοντάδες επαναστατών εναντίον των λευκών;
—Μπορεί τότε να πολέμησες τους τσαρι­κούς. Τώρα όμως δείχνεις πως δεν μπορείς να στερηθής τις μουχλιασμένες συνήθειες που σε δίδαξαν οι παπάδες. Σε τραβάνε πολύ…
Ο Καμένστσικωφ κοίταζε ειρωνικά τον Μπούτιν. Στο βλέμμα του όμως υπήρχε και κάτι το απειλητικό. Ήταν κοντός, με ζωηρό πρόσωπο, γεμάτο αυτοπεποίθησι. Είχε μό­λις τελειώσει το πρακτικό λύκειο της Νερτσίνσκ, όταν εντάχθηκε στα σώματα των κόκκινων παρτιζάνων. Πρόσφατα είχε τοποθετηθή στη θέσι του γραμματέως του χω­ριού. Η αυταρχικότητα του όμως δεν άργη­σε να  προκαλέση την δυσαρέσκεια όχι μό­νον των Κοζάκων, μα και των συντρόφων του, των παλιών κόκκινων παρτιζάνων.
—Σύντροφοι, συνέχισε μαχητικά. Πρέ­πει να λυτρωθούμε από την θρησκοληψία. Αφού στην ρωσσική γη δεν έχει πια θέσι ο τσάρος, δεν έχει θέσι ούτε ο Θεός. Ο άν­θρωπος ο ίδιος είναι για τον εαυτό του και Θεός και τσάρος…
Τα τελευταία λόγια του Καμένστσικωφ προκάλεσαν αναταραχή και σούσουρο στην συνάθροισι των χωρικών. Ακούστηκαν τολμηρές διαμαρτυρίες.
—Νάτα μας! Τι τόλμησε να πη το κουτά­βι!…
—Πέτρα στο λαιμό του και κατευθείαν για πνίξιμο!…
Ασπρομάλληδες γέροντες με ξαναμμένα πρόσωπα πετάχθηκαν απ’ όλες τις μεριές και άρχισαν να τον πλησιάζουν απειλητικά. Ο Καμένστσικωφ χλώμιασε και τους κοί­ταξε σαν χαμένος.
—Τι σημαίνει αυτό, σύντροφοι; είπε μέ­σα από τα δόντια του. Κάνετε λοιπόν σαμ­ποτάζ; Αντιστέκεσθε στην σοβιετική εξου­σία;
—Δεν κάνουμε σαμποτάζ, αποκρίθηκε ο Μπούτιν, ενώ τα μαύρα μάτια του πετού­σαν σπίθες. Εκδηλώνουμε την δίκαιη αγανάκτησι του λαού για τις βλασφημίες σου. Καλύτερα βούλωσε το στόμα σου!
—Σύντροφε Στέφανε, πήρε το λόγο ένας ηλικιωμένος Κοζάκος με έξυπνο και καλωσυνάτο πρόσωπο, πρώην εκκλησιαστικός σύμβουλος. Στείλε ένα δικό σου άνθρωπο στην Νερτσίνσκ. Εξήγησε στους προϊστα­μένους σου τι σου ζητούμε και γιατί. Εμείς ειρηνικά παρακαλούμε να λιτανεύσουμε την εικόνα της Παναγίας στα κατάξερα χω­ράφια μας. Κρίνε μόνος σου: Ποιος έχει να ζημιωθή απ’ αυτό;
—Όλοι εμείς πιστεύουμε στον Χριστό!, πετάχθηκε ένας ζωηρός νεαρός Κοζάκος. Μόνο εσύ, σκύλε, ζης χωρίς Χριστό!
Ο Καμένστσικωφ αντέδρασε.
—Τι ειν’ αυτά που λέτε σύντροφοι; Μα τότε για ποιο πράγμα πολεμήσαμε; Γιατί χύσαμε το αίμα μας; Γιατί πήραμε με τόσες θυσίες την εξουσία;
Κοίταξε με κάποιαν ελπίδα συμπαραστά­σεως προς το μέρος που καθόταν οι πιο έμ­πιστοι του παλιοί κόκκινοι παρτιζάνοι. Ε­κείνοι όμως άρχισαν να ξεροβήχουν με α­μηχανία. Κανείς δεν τόλμησε να πάρη το μέρος του.
—Μας ξεγελάσατε και πολεμήσαμε!, φώ­ναξε ένας χωρικός. Τώρα που το καταλά­βαμε είναι αργά. Τους νεκρούς δεν μπορείς να τους φέρης πίσω!
Στην συγκέντρωσι απλώθηκε βαριά σιω­πή…
—Εσείς, σύντροφοι, τι λέτε; ρώτησε ξαφνικά ο Καμένστσικωφ σε ηπιώτερο τό­νο, γυρίζοντας στους φίλους του και προ­σπαθώντας να χαμογελάση.
—Σε παρακαλούμε, Στέφανε, είπε πάλι ο εκκλησιαστικός σύμβουλος, να σεβασθής την επιθυμία τόσων συντρόφων. Ειρηνικά σου το ζητούμε. Έκτος κι αν θέλης να με­ταχειρισθούμε άλλα μέσα… Δείξε σύνεσι για να σωθή η ειρήνη στο χωριό μας.
—Καλά… Σύμφωνοι… Θα σας κάνω το χατήρι!… Θα στείλω τώρα κιόλας άνθρω­πο στην Νερτσίνσκ. Βλέπω ότι δεν θέλετε ν’ απελευθερωθήτε από την παπαδική απάτη, θα σας δείξω λοιπόν κι εγώ στην πράξι πόσο λάθος κάνετε.
Οι Κοζάκοι έφυγαν από την σύναξι σιω­πηλοί. Κάπου-κάπου μόνο σχολίαζαν με­ταξύ τους τα βλάσφημα λόγια του Καμέν­στσικωφ.
Η αναφορά που έστειλε ο Στέφανος στην Νερτσίνσκ έγραφε μεταξύ των άλλων:
«Αν και αρνούμαι κάθε συγκατάβασι α­πέναντι στις ξεπερασμένες θρησκευτικές αντιλήψεις, ειδικά γι’ αυτή την φορά ειση­γούμαι την ικανοποίησι του αιτήματος των χωρικών του Τοργίνσκ, που ζητούν να κά­νουν μια λιτανεία. Ασφαλώς δεν πρόκειται να σταματήση η ξηρασία, που μαστίζει τον τόπο, με την περιφορά μιας ζωγραφιάς στα χωράφια. Εμείς όμως θ’ αποκτήσουμε έτσι ένα ακόμη όπλο για την αθεϊστική μας προ­παγάνδα. Θα αποδειχθή δηλαδή στην πράξι ότι “φιλάνθρωπος και προνοητής Θεός” και “ευσπλαγχνικοί άγιοι” δεν υπάρχουν παρά μόνο στα παραμύθια του αμόρφωτου λαού και στις απάτες των παπάδων. Παρα­καλώ πάντως, για κάθε ενδεχόμενο, να στείλετε και μερικά επίλεκτα στελέχη της G.P.U.[6] για να παρακολουθήσουν την εξέλιξι των γεγονότων».
* * *
Ανήμερα του Αγίου Προκοπίου, μόλις ο καυτερός ήλιος ανέτειλε στον ορίζοντα, πλήθη χωρικών συγκεντρώθηκαν μπροστά στον κεντρικό ναό του Τοργίνσκ, ντυμένοι όλοι στα γιορτινά. Η χαρμόσυνη είδησις ότι σήμερα, όπως και τον παλιό καιρό, θα γίνη λιτανεία για βροχή, διαδόθηκε αστρα­πιαία σ’ όλα τα γύρω χωριά.
Πολύ νωρίτερα είχαν ξεκαρφωθή από τις πόρτες και τα παράθυρα του ναού oι σανί­δες, με τις οποίες είχε σφραγισθή. Η Κυρία Θεοτόκος άνοιξε διάπλατα τις πύλες του οίκου Της στους πιστούς. Οι γλυκόλαλες καμπάνες σκορπούσαν και πάλι μακριά τον ήχο τους, όπως τα περασμένα χρόνια… Τις ώρες τούτες νόμιζες πως ο παλιός ειρηνικός ρυθμός της ζωής δεν είχε ποτέ διαταραχθή. Λες και δεν είχε προηγηθή το φοβερό αιματοκύλισμα του εμφυλίου πολέμου…
Η μόνη παραφωνία μέσα στην αρμονία των εκδηλώσεων της κοζάκικης ευσέβειας ήταν η παρουσία των πρακτόρων της G.P.U., με τα χαρακτηριστικά καπέλλα τους. Είχαν περικυκλώσει τον ναό και κοί­ταζαν πότε βλοσυρά και πότε χλευαστικά τις οικογένειες των Κοζάκων που, χαρού­μενες κι ευλαβικές, συνωστίζονταν στο προαύλιο.
Όταν σε λίγο εμφανίσθηκε το βαρύ πλαί­σιο με την εικόνα της Παναγίας· όταν πρό­βαλαν οι γέροντες Κοζάκοι με τα λαμπερά πρόσωπα, που την σήκωναν με φόβο Θεού· όταν πίσω τους φάνηκαν οι χρυσοντυμένοι ιερείς, ψάλλοντας δυνατά θεομητορικούς ύμνους, όλοι οι πιστοί έπεσαν στα γόνατα. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια τους. Ευ­λαβικοί στεναγμοί και ικετήριες κραυγές έσχιζαν τον αέρα.
—Δέσποινα τ’ ουρανού! Προστασία των Χριστιανών! Ελέησον ημάς!
Από την μεγάλη εικόνα, που άστραφτε γεμάτη πολύτιμα πετράδια, τα μεγάλα μά­τια της Θεομήτορος κοίταζαν με κάποια θλίψι τον γονατισμένο λαό.
Ο Καμένστσικωφ που στεκόταν μπροστά-μπροστά με μιαν ώργισμένη έκφρασι στο πρόσωπο, συγκλονίσθηκε σύγκορμα, ό­ταν το βλέμμα του συναντήθηκε μ’ εκείνα τα ουράνια μάτια, που ερευνούσαν θαρρείς τα μύχια της σκληρής καρδιάς του. Τράβηξε τα μάτια του από την εικόνα, αλλά μια μυ­στική και ανεξήγητη δύναμις τον ωθούσε να την κοιτάξη πάλι, και πάλι… Για ν’ αν­τιδράση βγήκε με γοργά βήματα έξω από το προαύλιο.
Η όψις όμως των ακτινοβόλων και μελαγχολικών θεομητορικών ματιών έ­μενε βαθιά χαραγμένη μέσα του. Διόρθωσε αμήχανα τον γούνινο σκούφο του και άνα­ψε τσιγάρο.
Από τον περίβολο του ναού, όπου γινό­ταν παράκλησις, έφθαναν στ’ αυτιά του οι εκφωνήσεις του γέροντος Ιερέως π. Ιωάν­νου:
—…Υπέρ ευκρασίας αέρων, ευφορίας των καρπών της γης και καιρών ειρηνικών του Κυρίου δεηθώμεν…
Παρά την θέλησί του ο Καμένστσικωφ ψηλαφούσε σ’ αυτά τα λόγια όλη την μυ­στική ομορφιά, το βάθος και την σοφία τους. Ανάπαυσι και γαλήνη, ιδιαίτερη πνοή χάριτος ανακάλυπτε στις απλές και κατα­νοητές αυτές λέξεις. Κινήθηκε μέσα του κά­τι παράξενο που τον έσπρωχνε να χωθή μέ­σα στο πλήθος του πιστού λαού, να γονατίση κι αυτός, να βρη ψυχική ειρήνη και ανά­παυσι…
Ήταν κάτι στιγμιαίο. Ξαφνικά η νευρι­κότητα η εμπάθεια τον ξανακυρίσευσαν. Πέταξε μακριά το τσιγάρο και μουρμούρισε βλάσφημα:
—Θα σας δείξω εγώ σήμερα τι αξίζει ο Χριστός σας και η Παναγία σας!
Η λιτανεία είχε κιόλας ξεκινήσει. Πλή­θος λαού, με φανταχτερά πουκάμισα και πολύχρωμα φουστάνια, ξεκίνησε για τους μαχαλάδες και τους αγρούς.
Η ζέστη ήταν αφόρητη. Ο ουρανός κα­ταγάλανος. Ο ήλιος καυτερός, κατάκαιγε τα πάντα. Τα δένδρα με τα κιτρινισμένα φύλλα έγερναν θλιμμένα στην γη. Το ξερό χορτάρι θρυμματιζόταν κάτω από τα πόδια του πλήθους. Τα σπαρτά είχαν σχεδόν καταστραφή.
—Μας εγκατέλειψε ο Θεός για τις αμαρ­τίες μας, είπε ο Κύριλλος Μπούτιν στον συνοδοιπόρο του, έναν κυρτωμένο γέρο-Κοζάκο.
—Μόνη ελπίδα μας είναι η Παναγία, α­πάντησε εκείνος και σταυροκοπήθηκε. Δεν συνέβη ποτέ να μην ακούση τις προσευχές μας. Πάντοτε, μετά από την λιτανεία στα χωράφια, στέλνει την ποθητή βροχούλα.
—Μακάρι να μας λυπηθή κι εφέτος, ανα­στέναξε ο Μπούτιν.
Όταν η εικόνα έφθασε στο δικό του χωράφι, γονάτισε πάνω στην σκληρή γη και προσευχήθηκε θερμά. Οι ιερείς ράντιζαν με αγιασμό το μαραμένο σιτάρι. Οι σταγόνες έπεφταν πάνω στα γερμένα στάχυα και λα­μπύριζαν κάτω από τον ανελέητο ήλιο…
Μέχρι το βράδυ μετέφεραν την εικόνα από χωράφι σε χωράφι και έκαναν παντού δεήσεις. Το πλήθος διέσχιζε αγρούς, λό­φους, δάση, σκονισμένους δρόμους, στεγνά ρυάκια. Στις μυριόστομες ικεσίες, «δώσε, Κύριε, βροχή στην διψασμένη γη», φαινό­ταν σαν ν’ αναστέναζε και αυτή η γη, σαν να επαναλάμβανε τα πονεμένα τούτα λόγια, σαν να περίμενε κι αυτή το θαύμα. Το θαύμα της ζωής και της ανακαινήσεως.
Ο Καμένστσικωφ, ανεβασμένος πάνω στο μαύρο του άλογο, ακολουθούσε βήμα προς βήμα τον λαό και χαμογελούσε ειρω­νικά. Μιλούσε στους ανθρώπους της G.P.U. περιφρονητικά για την καθυστέρησι, την αμάθεια, τις προλήψεις και τις δεισιδαιμο­νίες των Κοζάκων.
—Για μας ωστόσο, πρόσθεσε στο τέλος, κέρδος θα πρόκυψη. Η σημερινή κωμωδία είναι μια ευκαιρία, για να ξεσκεπάσουμε τις απάτες των παπάδων και να εξευτελί­σουμε την λαϊκή θρησκοληψία. Θαύματα στην εποχή μας δεν γίνονται. Σάμπως γί­νονταν ποτέ τάχα; Κανένα Θεό δεν έχουμε ανάγκη για την βροχή. Το σοβιετικό κράτος θα κατασκευάση ένα καλό αρδευτικό σύ­στημα και θα οικοδομήση μια νέα κατάστασι χωρίς Θεό, χωρίς παπάδες, χωρίς τσι­φλικάδες …
Εκείνη την στιγμή θυμήθηκε άθελα του εκείνα τα θαυμαστά μάτια, που από την ει­κόνα της Θεομήτορος κοίταζαν μέσα στην ψυχή του, και απότομα σώπασε…
Αργά το απόγευμα, όταν ο λαός έμπαινε πάλι στο χωριό, εμφανίσθηκε ξαφνικά στα δυτικά του ξάστερου ορίζοντα ένα μικρό λευκό συννεφάκι, που μεγάλωνε γρήγορα. Ένα ελαφρό αεράκι δρόσισε τα βασανισμέ­να πρόσωπα των χωρικών. Μετέφεραν τώ­ρα την εικόνα μέσα στους κήπους των σπι­τιών. Ράντιζαν με αγιασμό τις αυλές κι έ­καναν δεήσεις.
Στην αυλόπορτα του σπιτιού του Καμέν­στσικωφ η γριούλα μητέρα του, με πρόσχα­ρο πρόσωπο κι εγκάρδια προσευχή, περίμε­νε την ιερή εικόνα. Ο γιός της την είδε. Κάλπασε γρήγορα μπροστά από την λιτα­νεία και της φώναξε:
—Μην τολμήσης, γριά, να βάλης μέσα στην αυλή μας αυτή τη γύφτισσα της οικου­μένης, γιατί κι εγώ δεν ξέρω τι θα γίνη!…
—Τι έπαθες, Στέφανε; Σου σάλεψε το μυαλό; Τι λόγια είν’ αυτά που ξεστομίζεις;
—Θα δης σε λίγο, της αποκρίθηκε με ύφος απειλητικό και ειρωνικό συνάμα.
Κοίταξε τον ουρανό και κατσούφιασε. Το ένα μετά το άλλο άρχισαν να εμφανίζωνται πολλά μικρά συννεφάκια, άσπρα στην αρ­χή, που σιγά-σιγά μεγάλωναν, σκούραιναν και γέμιζαν όλο τον ορίζοντα.
Έφεραν την εικόνα στην αυλή του σπι­τιού του. Ο ιερεύς άρχισε να λέη την συνη­θισμένη εκφώνησι. Ο Καμένστσικωφ δεν κρατήθηκε πια. Κατακόκκινος, ξαναμμέ­νος, με τα χαρακτηριστικά του προσώπου τραβηγμένα από την έντασι, πήδησε μπρο­στά του και του φώναξε με οργή:
—Φτάνει πια η κωμωδία! Σύντροφοι, ε­λάτε!
Στην εντολή του οι άνδρες της G.P.U. κύ­κλωσαν την εικόνα και απομάκρυναν τον κόσμο.
—Τώρα θα σας δείξω εγώ αν υπάρχη ο Θεός σας και η Παναγία σας! Εδώ μπρο­στά στα μάτια σας θα κάνω κομμάτια αυτό το παλιόξυλο, που σαν σκλάβοι προσκυνά­τε… Κι εσύ, τραγόπαπα, φύγε από δω!
Άρπαξε τον π. Ιωάννη από την λευκή γε­νειάδα του, τον τράβηξε κοντά του και μετά τον έσπρωξε με ορμή.
Ο κόσμος τα έχασε. Οι γυναίκες άρχισαν να κλαίνε.
Ο π. Ιωάννης κυλίσθηκε στην γη. Ο χρυσός σταυρός, που κρατούσε στο δεξί του χέρι, έπεσε χάμω. Ο Καμένστσικωφ τον κλώτσησε με την μπότα του. Και α­στραπιαία, πριν προλάβουν να συνέλθουν οι Κοζάκοι, σήκωσε το αστραφτερό καυκασιανό σπαθί του και χτύπησε με όλη του την δύναμι την εικόνα της Θεοτόκου!
Το πλήθος πάγωσε από φρίκη για την πρωτοφανή ασέβεια… Αμέσως όμως ακού­σθηκαν ανακατεμένες φωνές, γεμάτες δέος:
—Αίμα, αίμα!…
—Κοιτάτε, κοιτάτε!…
—Θαύμα, θαύμα…
Ο Καμένστσικωφ κοίταξε άγρια γύρω του. Δεν άργησε να καταλάβη τι φώναζαν και γιατί. Η μητέρα του έπεσε στα γόνατα και τον άρπαξε από τα πόδια.
—Στέφανε, κοίτα την Δέσποινα… Αμαρτία ανήκουστη…, μπόρεσε μόνο να ψελλίση ανάμεσα στ’ αναφυλλητά της.
Ο βέβηλος έριξε μια ματιά στην εικόνα. Το χέρι που την χτύπησε κρεμάστηκε στον αέρα. Το αίμα του πάγωσε… Στεκόταν σαν κεραυνόπληκτος, με τα μάτια του καρφω­μένα στην εικόνα.
Στην δεξιά πλευρά της, στο σημείο που δέχθηκε το κτύπημα του σπαθιού, το βαρύ πλαίσιο είχε σπάσει και έτρεχε σταγόνα-σταγόνα αίμα! Από την «πληγή» το αίμα κυλούσε όλο και χαμηλότερα, βάφοντας κόκκινο το ασημένιο φόρεμα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Αλλά δεν ήταν μόνο το αίμα.
—Δάκρυα, δάκρυα!…, φώναξε ο Καμένστσικωφ με παράξενη, βραχνή φωνή.
Το σπαθί έπεσε τώρα από το χέρι του. Σκέπασε το πρόσωπο με τα δυο του χέρια. Σαν τρελλός ώρμησε να φύγη, ανοίγοντας δρόμο μέσα από το πυκνό πλήθος.
Από τα μάτια της Παναγίας έτρεχαν μεγάλα, καθαρά δάκρυα, σαν διαμάντια.
Ο λαός έπεσε στα γόνατα.
Ο ουρανός άρχισε να βρέχη…
Η ευλογημένη βροχή κράτησε τρία μερόνυχτα. Τρεις ήμερες και τρεις νύκτες το ζω­ογόνο νερό πότιζε ασταμάτητα την κατάξερη γη. Την τετάρτη ήμερα ξέσπασε μια φοβε­ρή καταιγίδα, τέτοια που κανείς δεν θυμό­ταν να είχε ξαναγίνει. Την επομένη ο ήλιος έλαμψε πάλι χαρούμενα στον ολοκάθαρο ουρανό. Γύρω όλα άρχισαν να πρασινίζουν, να ευφραίνωνται, ν’ απολαμβάνουν το θαύ­μα της ζωής, το θαύμα της αναγεννήσεως.
Η εικόνα της Παναγίας του Τοργίνσκ μεταφέρθηκε εσπευσμένα στην Νερτσίνσκ: εν­τολή των αρχών. Ο ναός σφραγίσθηκε ερμητικά και οι καμπάνες του αχρηστεύθη­καν. Ο π. Ιωάννης ωδηγήθηκε στην φυλα­κή. Και ο Στέφανος Καμένστσικωφ έγινε άφαντος. Κανείς δεν είδε πια τον παλιό κόκκινο παρτιζάνο.
Πέρασαν αρκετά χρόνια.
Ήταν μια φθινοπωρινή νύκτα του 1930.
Γύρω στα μεσάνυχτα μπήκε καλπάζοντας στο Τοργίνσκ ένα μικρό απόσπασμα λευ­κών παρτιζάνων.
Οι καβαλάρηδες σταμάτησαν στην μέση του χωριού, έβγαλαν τους σκούφους τους και σταυροκοπήθηκαν ευλαβικά. Πριν από οκτώ χρόνια υψωνόταν εδώ ο περίφημος ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου με την θαυ­ματουργή εικόνα της. Σκιερά δένδρα κι έ­νας ασπρισμένος μανδρότοιχος την περιέβαλλαν. Τώρα στην θέσι αυτή ήταν ένας απλός, ωργωμένος αγρός.
—Εδώ βρισκόταν το μεγάλο και ιερό κειμήλιο της πίστεως και της φυλής μας, είπε χαμηλόφωνα στους άνδρες του ο αρ­χηγός του αποσπάσματος. Εδώ διέπραξα το φοβερότερο ανοσιούργημα στην Ιστορία των Ορθοδόξων Κοζάκων… Από την ώρα εκείνη δεν έβρισκα ησυχία πουθενά, ήμερα και νύκτα… Τα μεγάλα, θλιμμένα, ακτινοβόλα μάτια της Παναγίας μας, η αιματο­βαμμένη μορφή της, με ακολουθούσαν πα­ντού… Δεν μπορούσα να σταθώ πουθενά. Στα πέντε χρόνια που ακολούθησαν γύρισα ολόκληρη σχεδόν την Ρωσία, κι ένοιωσα την καταπίεσι και τον πόνο του Ορθοδό­ξου λαού μας… Ξαναβρήκα την πίστι μου. Στην σκιά του σταυρού αναπαύθηκε η ψυχή μου. Καθαρίσθηκα από τις αμαρτίες του παρελθόντος. Είχα βάψει τόσες φορές τα χέρια μου στο αίμα αθώων Κοζάκων… Νοιώθω εξαγνισμένος και ήσυχος τώρα. Τι κι αν η σοβιετική εξουσία έχει επικηρύξει το κεφάλι μου; Τι κι αν θεωρούμαι σαν τσαρικός κακούργος, επικίνδυνος αντεπαναστάτης και «εχθρός του λαού»;… Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν!
Ο Στέφανος Καμένστσικωφ σιώπησε, αναστέναξε βαθιά και σπηρούνισε το άλο­γο του. Κατευθύνθηκε προς το πατρικό του σπίτι. Η καρδιά του κτυπούσε δυνατά. Οκτώ χρόνια είχε να δη την γερόντισσα μάνα του.
—Λάβαμε όλα τα μέτρα ασφαλείας; ρώ­τησε τον υπασπιστή του και, χωρίς να περιμένη απάντησι, προχώρησε με αδημονία στον περίβολο του σπιτιού.
Στο κατώφλι τα σανίδια τρίζανε κάτω από τα πόδια του. Κτύπησε με το μεγάλο σιδερένιο κρίκο της εξώπορτας. Από μέσα ακούσθηκαν αργά βήματα και μια τρεμάμε­νη γέρικη φωνή:
—Ποιος είναι;
—Μητέρα, εγώ, ο Στέφανος, απάντησε ψιθυριστά μα καθαρά ο Καμένστσικωφ.
—Στέφανε, γιέ μου!…
Άνοιξε την πόρτα. Ο Στέφανος έπεσε με λαχτάρα και συγκίνησι στην αγκαλιά της. Παράξενο, όμως! Εκείνη, αντί να τον σφί­ξη, τον έσπρωξε μακριά, κάνοντας του κά­ποιο νόημα. Ο Στέφανος δεν κατάλαβε. Στάθηκε σαστισμένος στην σκοτεινή είσοδο.
—Ενέδρα!, ούρλιαξε η γριούλα. Φύγε αμέσως! Οι άθλιοι, σε περιμένουν εδώ από το απόγευμα! Προδοσία!
—Την παλιόγρια! Μας πρόδωσε! ακούσθηκε μια βαρειά φωνή από μέσα.
Την ίδια στιγμή άστραψε μια φλόγα κι ακούσθηκαν τρεις πυροβολισμοί, ο ένας πί­σω από τον άλλο. Ο Καμένστσικωφ τινά­χθηκε πίσω σαν αστραπή. Μόλις πρόλαβε να δη την μητέρα του να σωριάζεται νεκρή, κτυπημένη στο κεφάλι. Οι σύντροφοι του ώρμησαν μέσα στην αυλή και άρχισαν να πυροβολούν προς το σπίτι.
—Χειροβομβίδες!, διέταξε ο Καμένστσικωφ.
Δεκάδες χειροβομβίδες ρίχθηκαν αμέσως στην ανοικτή εξώπορτα του σπιτιού και στα παράθυρα. Ο τόπος σείσθηκε από τις εκρή­ξεις. Στο αλώνι και τους αγρούς τα άχυρα πήραν φωτιά. Άνδρες της G.P.U. έτρεξαν να εμποδίσουν την υποχώρησι των ανταρ­τών. Εκείνοι όμως πρόλαβαν ν’ ανεβούν στ’ άλογα τους και να φύγουν καλπάζοντας, ε­νώ πίσω τους σφύριζαν οι σφαίρες.
Από το σπίτι του Καμένστσικωφ έβγα­ζαν τραυματίες και νεκρούς… Στην είσοδο, μέσα σε μια λίμνη από αίμα, βρισκόταν σω­ριασμένο το σώμα της μητέρας του…
Στον νυκτερινό ουρανό έλαμπε το φεγγά­ρι και στο βάθος ήσυχα ακουγόταν ο φλοί­σβος των ρυακιών του μικρού ποταμού Τόργα…
Μια ζεστή, καλοκαιρινή ήμερα του 1932 ένας άνθρωπος μετρίου αναστήματος, με γκρίζο κασκέτο και μια μικρή βαλίτσα στο χέρι, κατέβηκε από την αμαξοστοιχία της Μαντζουρίας στον σιδηροδρομικό σταθμό του Χαρμπίν. Με περιέργεια κοίταξε το α­μέριμνο πλήθος των Κινέζων και των Ρώ­σων που περνοδιάβαιναν. Σταμάτησε, έβγα­λε το κασκέτο του και σκούπισε τον ιδρώτα, που έτρεχε ποτάμι στο πρόσωπο του.
Ήταν ο Στέφανος Καμένστσικωφ, που εγκατέλειπε πια τα σύνορα της πατρίδος του. Έφευγε, αλλά με ακμαίο το φρόνημα και ισχυρή την θέλησι να συνεχίση τον αγώνα. Πίστευε πως κάποια μέρα, αργά ή γρήγορα, η Κυρία Θεοτόκος θα έκανε το πιο μεγάλο θαύμα της και θ’ ανάσταινε την πατρίδα του…
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 8,9
ΙΟΥΝΙΟΣ – ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1990
[1] Παλαιά διοικητική υποδιαίρεσις της Σιβηρίας. Σήμερα με το όνομα αυτό νοείται η περιοχή μετα­ξύ λίμνης Βαϊκάλης και μέσου Αμούρ
[2] Λευκός στρατός: έτσι ωνομάζονταν (σε αντίθεσι προς τον κόκκινο στρατό) οι αντεπαναστατικές-αντιμπολσεβιτικές δυνάμεις, που συγκροτήθηκαν μετά την επικράτησι του μπολσεβικισμού στην Ρω­σία, και αγωνίσθηκαν ανεπιτυχώς (1918 – 1920) για την ανατροπή του σοβιετικού καθεστώτος. Μέχρι το τέλος του 1919 οι λευκοί, υπό τον στρατηγό Ντενίκιν. πέτυχαν επανειλημμένες νίκες επί των μπολσεβίκων. Από το 1920 όμως ο κόκκινος στρατός ανασυντάχθηκε και έτρεψε σε υποχώρησι τους λευκούς, που διαλύθηκαν. Τα υπολείμματα του λευκού στρατού συγκεντρώθηκαν στην Κριμαία υπό τον στρατηγό Βράγγελ. Την 31 Οκτωβρίου 1920 οι 145.000 λευκοί μαχητές επιβιβάσθηκαν από τον όρμο Μοδά σε 127 πλοία και πέρασαν στην Καλλίπολι, απ’ όπου διασκορπίσθηκαν στην Τουρκία, την Σερβία, την Ρουμανία, την Βουλγαρία, την Ελλάδα και την Δυτική Ευρώπη.
Μετά την άδοξη διάλυσι του λευκού στρατού δημιουργήθηκαν άτακτα ανταρτικά σώματα, οι λευκοί παρτιζάνοι (σε αντίθεσι προς τους κόκκινους παρτιζάνους-μπολσεβίκους) που συνέχισαν να αγωνίζωνται κατά του σοβιετικού καθεστώτος για αρκετά ακόμη χρόνια, χωρίς όμως σοβαρά αποτελέσματα.
[3] Οι Κοζάκοι εμφανίσθηκαν στις περιοχές της ΝΑ. Ρωσίας στα τέλη του 14ου αιώνος. Δεν αποτελούσαν ιδιαίτερη εθνότητα. Ήσαν Ρώσοι νομάδες ή ημιμόνιμοι κάτοικοι των στεππών, εξαίρετοι ιπ­πείς και ατίθασοι πολεμιστές, που προστάτευαν τους σλαβικούς πληθυσμούς των συνόρων από τις συ­νεχείς επιδρομές των νομαδικών ορδών. Ζούσαν υπό ημιστρατιωτικό και ημιαυτόνομο καθεστώς με ιδιαίτερα προνόμια. Βαθμιαία επεκτάθηκαν στη Σιβηρία, πέρα από τα Ουράλια και τη Βαϊκάλη. Το ό­νομά τους προέρχεται από την τουρκοταταρική λέξι καζάκ (=ελεύθερος πολεμιστής, θαρραλέος άν­δρας). Οι Κοζάκοι ήσαν ανέκαθεν Ορθόδοξοι, και μάλιστα ισχυρά και αμετακίνητα προσηλωμένοι στην Ορθοδοξία. Δεν εδίστασαν να υπερασπισθούν και με τα ξίφη ακόμη την πίστι τους, όταν εκινδύνευε, ιδιαίτερα κατά τις αλλεπάλληλες πνευματικές επιθέσεις της ουνίας κατά της Ρωσίας.
Οι Κοζάκοι σιγά-σιγά έχασαν την συνοχή, την μαχητική ανεξαρτησία και τον πολεμικό νομαδισμό τους και υπετάγησαν στον τσάρο. Κατά την επανάστασι του 1917 τήρησαν αρχικά ουδετερότητα. Κα­τά τον εμφύλιο πόλεμο όμως (1918-1920) μέρος των Κοζάκων ενώθηκε με τον κόκκινο στρατό, ενώ ο κύριος όγκος των δυνάμεών τους διετέθη εχθρικά προς το σοβιετικό καθεστώς και συνέπραξε με τους τσαρικούς αντεπαναστάτες (λευκούς). Μετά την αποτυχία της αντεπαναστάσεως (βλ. ανωτ. σημ. 2) οι περισσότεροι Κοζάκοι αναγκάσθηκαν να εκπατρισθούν και να διασκορπισθούν σε όλο τον κόσμο, ενώ όσοι παρέμειναν στη Σοβιετική πια Ρωσία υπετάγησαν στο νέο καθεστώς και, σε πολλές περιοχές, συνέπηξαν ιδιαίτερα στρατιωτικά σώματα. Οι προς Α.. της Κασπίας Κοζάκοι, μαζί με άλλες εθνότητες της περιοχής, απετέλεσαν την σοβιετική δημοκρατία του Καζακστάν.
[4] Μικρή πόλις της ανατολικής Σιβηρίας, της επαρχίας Ζαμπαϊκάλ, στις όχθες του ποταμού Νέρτσα και επάνω στην σιδηροδρομική γραμμή του υπερσιβηρικού σιδηροδρόμου. Εκείνα τα χρόνια είχε γύρω στους 7.000 κατοίκους, που ζούσαν από την καλλιέργεια της γης.
[5] Αναφέρεται στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
[6] G.P.U. (προφ.: Γκεπεού) ωνομαζόταν η Κρατική Πολιτική Αστυνομία των Σοβιέτ μετά την κατάργησι της Τσεκά (Φεβρ. 1922). Είχε αστυνομικές και συγχρόνως δικαστικές αρμοδιότητες. Δίκαζε πάντοτε με μυστική διαδικασία. Η δραστηριότητά της υπήρξε φοβερή, ιδιαίτερα στις αρχές της περιόδου της κολλεκτιβοποιήσεως, και έγινε πολύ μισητή στον λαό. Την διεύθυνσί της ασκούσε ένα παντοδύναμο δεκαπενταμελές συμβούλιο, που αποτελούσε επίφοβη δύναμι ακόμη και για τους σοβιετικούς ηγέτες. Γι’ αυτό καταργήθηκε το 1934, ενώ ο κυριώτερος από τους αρχηγούς της, ο Γιάκοντα, εκτελέσθηκε το 1938.

Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

Χαίρε, δι' ής η χαρά εκλάμψει


web statistics


Στέργιος Σάκκος,
Μεγάλο καί σπουδαῖο θέμα τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ χαρά. Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε γιά νά ἀπολαμβάνει τήν χαρά τοῦ παραδείσου καί τήν βίωνε πράγματι μέσα σ᾿ ἐκείνη τήν πρώτη κοινωνία του μέ τόν Θεό. Ἀπό τότε πού ἡ παρακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἁμαρτία, τόν ἔβγαλε ἀπό τόν παράδεισο ἔνιωσε τήν μεγάλη φτώχεια πού τοῦ προξενεῖ ἡ ἔλλειψη τῆς χαρᾶς καί δέν παύει νά τήν ἀναζητᾶ ὁπουδήποτε ὑποπτεύεται ὅτι μπορεῖ νά βρεῖ ἔστω ἕνα ἴχνος, μία σταγόνα χαρᾶς. Θά μποροῦσε νά χαρακτηρισθεῖ «ζητιάνος τῆς χαρᾶς καί κυνηγός τῆς ἀλήθειας» ἤ ἀλλιῶς «ζητιάνος καί κυνηγός τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς». 
 Βέβαια, στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία του ὁ Κύριος μακαρίζει ἐκείνους πού πενθοῦν (Μθ 5,4) καί ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος προτρέπει· «ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μεταστραφήτω καὶ ἡ χαρὰ εἰς κατήφειαν» (Ἰα 4,9). Ἐπίσης, ἡ Ἐκκλησία μας πάντοτε καί ἰδιαίτερα κατά τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τονίζει ἔντονα τό πένθος, τήν μετάνοια, τήν κατάνυξη, τήν συντριβή. Ἴσως αὐτό συντέλεσε ὥστε νά δημιουργηθεῖ μία παρεξήγηση: ὅτι οἱ χριστιανοί δέν ἔχουν σχέση μέ τήν χαρά ἀλλά μόνο μέ τό πένθος. Κάποιοι μάλιστα ταυτίζουν τήν χριστιανική ἰδιότητα μέ τήν σκυθρωπότητα. Ἰσχυρίζονται ὅτι τό Εὐαγγέλιο εἶναι ἀντίθετο πρός τήν χαρά, ὅτι δέν ἐπιτρέπει δῆθεν στούς χριστιανούς νά γελοῦν καί νά χαίρονται. 
 Ὅλα αὐτά λέγονται ἀπό ἐκείνους πού δέν γνωρίζουν τήν πίστη μας, δέν κατέχουν τίς πηγές της, ἀγνοοῦν τήν ἁγία μας Γραφή. Ἄν διάβαζαν -ἔστω καί μία μόνο φορά- τό Ψαλτήρι, θά διαπίστωναν πόσο συχνά ἀναφέρεται στήν χαρά, καί μάλιστα στήν ὁλοκληρωμένη, στήν τέλεια χαρά. Ἡ τέλεια χαρά εἶναι καί ἐσωτερική καί ἐξωτερική κατάσταση. Πηγάζει ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς καί ἐκφράζεται μέ ποικίλες ἐκδηλώσεις· «καρδίας εὐφραινομένης πρόσωπον θάλλει», διαβάζουμε στίς θεόπνευστες Παροιμίες (15,13). Ἀντίστοιχα τό Ψαλτήρι κάνει λόγο γιά εὐφροσύνη καί ἀγαλλίαση. Ἀπό τίς πάμπολλες μαρτυρίες ἀναφέρω ἐνδεικτικά μερικές· «ηὐφράνθη ἡ καρδία μου, καὶ ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσά μου» (Ψα 15,9), «ἀγαλλιάσομαι καὶ εὐφρανθήσομαι ἐπὶ τῷ ἐλέει σου» (Ψα 30,8), «εὐφρανθήτωσαν καὶ ἀγαλλιάσθωσαν ἔθνη» (Ψα 66,5)! 
 Δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει ὅτι ὑπάρχουν δύο «χαρές»: ἡ ἀληθινή καί ἡ ψεύτικη· ἡ χαρά τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ χαρά τοῦ κόσμου· ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ καί ἡ χαρά τοῦ σατανᾶ· ἡ χαρά τῆς ἁγνότητος καί τῆς ἁγιότητος καί ἡ χαρά τῆς κραιπάλης καί τῆς ἀσωτίας. Ὁ Κύριός μας ξεκαθάρισε τά πράγματα. Μᾶς ἔδωσε τά γνωρίσματα τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς, τῆς δικῆς του χαρᾶς. 
 Καί ποιά εἶναι, Χριστέ, ἡ δική σου χαρά; Πῶς ξεχωρίζει ἀπό τήν χαρά τοῦ κόσμου; ῾Η χαρά τοῦ Χριστοῦ ἔχει δύο βασικά γνωρίσματα· τήν μονιμότητα, «τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾽ ὑμῶν» (Ἰω 16,22), καί τήν πληρότητα, «ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς» (Ἰω 17,13· πρβλ. 15,11). Γι᾽ αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος παραγγέλλει στούς πιστούς· «χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε» (Φι 4,4· πρβλ. Α´ Θε 5,16). 
 Εἶναι πολύ ἐνδιαφέρον ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός στήν περίφημη ἀποχαιρετιστήρια ὁμιλία πρός τούς μαθητές του, μετά τόν Μυστικό Δεῖπνο, ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ Θεός εἶναι τριαδικός. Σ᾽ ἐκείνη τήν ἴδια ὁμιλία (βλ. Ἰω 13-16) ὁ Κύριος προβάλλει καί μιά ἄλλη τριάδα ἁγία καί ἱερή, πού ἔχει σχέση μέ τήν πνευματικότητά μας, μέ τόν ἁγιασμό μας. Μιλᾶ γιά τήν ἀγάπη, τήν εἰρήνη, τήν χαρά, τά ὁποῖα μάλιστα διακρίνει ἀπό τά ἀντίστοιχα τοῦ κόσμου· ἀναφέρεται στήν δική του ἀγάπη, στήν δική του εἰρήνη, στήν δική του χαρά· «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι κλαύσετε καὶ θρηνήσετε ὑμεῖς, ὁ δὲ κόσμος χαρήσεται· ὑμεῖς δὲ λυπηθήσεσθε, ἀλλ᾽ ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται» (Ἰω 16,20). 
 Αὐτά τά τρία μεγάλα καί σπουδαῖα ἀγαθά πού ὁ Χριστός χαρίζει στούς μαθητές του -τήν ἀγάπη, τήν χαρά, τήν εἰρήνη- καί τά ὁποῖα συνδέονται μέ τήν παράδοση τοῦ Μυστικοῦ του Δείπνου, αὐτά καταγράφει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὡς τούς τρεῖς πρώτους καρπούς τοῦ ἁγίου Πνεύματος· «ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη» (Γα 5,22). Τί καταπληκτικός συνδυασμός! Πόσα μᾶς ἀποκαλύπτει καί μᾶς διδάσκει! ῞Ωστε, λοιπόν, γιά νά ἔχουμε τήν ἀγάπη ὅπως τήν θέλει ὁ Χριστός, γιά νά ἀπολαμβάνουμε τήν εἰρήνη τήν ἀληθινή καί τήν χαρά τήν μόνιμη καί ὁλοκληρωμένη, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιο. Μόνο μέ τό Πνεῦμα τό ἅγιο ἀποκτοῦμε αὐτά τά μεγάλα πράγματα, διότι εἶναι καρποί δικοί του. 
 Νά γιατί ἡ Παναγία μας ἀκτινοβολεῖ ἀπό χαρά! Εἶναι αὐτή πού δέχθηκε στήν ζωή της τήν ἐπίσκεψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος μ᾽ ἕναν τρόπο μοναδικό, ὅπως τῆς τό προανήγγειλε ὁ ἄγγελος· «Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ῾Υψίστου ἐπισκιάσει σοι» (Λκ 1,35). Μέ τό Πνεῦμα τό ἅγιο ἡ ταπεινή κόρη τῆς Ναζαρέτ συνέλαβε καί κυοφόρησε τόν καρπό τῆς ζωῆς, τόν Κύριό μας ᾿Ιησοῦ Χριστό, τόν Θεάνθρωπο λυτρωτή, τόν χορηγό τῆς ἀληθινῆς, τῆς ὁλοκληρωμένης καί ἀναφαίρετης χαρᾶς. Πῶς, λοιπόν, νά μήν λάμπει σάν τόν ἥλιο; Ἀκτινοβολεῖ τήν λάμψη τοῦ Υἱοῦ της. Ἔτσι τήν ἀντίκρυσε καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ὅπως γράφει στήν Ἀποκάλυψη· «γυνὴ περιβεβλημένη τὸν ἥλιον» (Ἀπ 12,1). Ἔτσι τήν νιώθει ἡ Ἐκκλησία, πού στόν πρῶτο Οἶκο (Α) τοῦ Ἀκαθίστου, στόν πρῶτο Χαιρετισμό, τήν χαιρετίζει μέ τό δίστιχο· χαῖρε δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει· χαῖρε δι᾿ ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει! 
 Θέλετε, λοιπόν, νά δεῖτε τήν χαρά ὄχι ζωγραφισμένη σέ μιά ζωγραφιά, οὔτε ἀποτυπωμένη σ᾿ ἕνα ποίημα, ἀλλά ἐνσαρκωμένη σ᾽ ἕνα πρόσωπο; Ἀτενίστε μέ εὐλάβεια τήν Παναγία μας. Εἶναι ἡ ἀνεξάντλητη πηγή τῆς χαρᾶς καί τό πρότυπο τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς. Στόν Μικρό Παρακλητικό Κανόνα ψάλλουμε: «Χαρᾶς μου τὴν καρδίαν πλήρωσον, Παρθένε, ἡ τῆς χαρᾶς δεξαμένη τὸ πλήρωμα». ῞Οσοι θέλουν νά μελετήσουν τήν χαρά, ὅσοι θέλουν νά ἀποκτήσουν τήν χαρά, ὅσοι θέλουν νά φυλάξουν τήν χαρά, ὅσοι θέλουν νά χαροῦν τήν χαρά, ὅσοι θέλουν νά ψάλουν καί νά ὑμνήσουν τήν ἐνσαρκωμένη χαρά δέν ἔχουν παρά νά γονατίσουν μπροστά στό πρόσωπο τῆς ὑπερευλογημένης καί χαριτωμένης Μαρίας. Στήν παναγία μορφή της θά συναντήσουν τήν χαρά στόν ὑψηλότερο, στόν τέλειο βαθμό. 
 «Ἡ γέννησίς σου, Θεοτόκε, χαρὰν ἐμήνυσε πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ· ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν», ψάλλουμε στήν γιορτή τῶν γενεθλίων τῆς Θεοτόκου. Εἶναι αὐτή πού γέννησε τήν πηγή τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς, τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Ἡ ἐντελῶς ξεχωριστή καί μοναδική σχέση της μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό τήν κατέστησε ἥλιο πνευματικό, πού ἀκτινοβολεῖ τήν χαρά σέ ὅλους, μικρούς καί μεγάλους· στούς χαρούμενους, γιά νά φιλτράρουν τήν χαρά τους καί στούς θλιμμένους, γιά νά διασκεδάσουν τήν θλίψη τους. Δέν ἔπαυσε νά ἀκτινοβολεῖ τήν χαρά ἀκόμη καί κατά τίς σκληρές ὧρες τοῦ πόνου. Τότε πού εἶδε τόν Υἱό της γυμνό, ἐξευτελισμένο, πληγωμένο, κρεμασμένο ἐπάνω στόν σταυρό· τότε πού διῆλθε ἀπό τήν καρδιά της ἡ ρομφαία, ὅπως ἀκριβῶς τό εἶχε προφητεύσει ὁ Συμεών (βλ. Λκ 2,35). Ἐκεῖνες τίς στιγμές πού τρυποῦσε τά σωθικά της ἡ ὀδύνη -καί μεγαλύτερη ἀπ᾽ αὐτήν τήν ὀδύνη δέν ἔζησε ποτέ καμία ἄλλη μάνα- ἡ Παναγία μας καρτερικά ὑπέμενε. Τό Πνεῦμα τό ἅγιο μέσα της τήν παρηγοροῦσε καί τήν χειραγωγοῦσε, ὥστε νά ἑρμηνεύει τό Πάθος τοῦ Κυρίου, νά βλέπει μέσα σ᾿ αὐτό τήν λύτρωση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Τό διατυπώνουν θαυμάσια πολλά Θεοτοκία καί μάλιστα Σταυροθεοτοκία, πού ψάλλονται στίς Ἀκολουθίες τῆς Τετάρτης καί τῆς Παρασκευῆς. Ἐκεῖ ἡ Παρθένος φαίνεται νά ἔχει σαφῆ βεβαιότητα γιά τήν Ἀνάσταση πού θά ἀκολουθήσει τό Πάθος. Μέ αὐτήν τήν βεβαιότητα διατήρησε τήν χαρά της μέσα στόν πόνο· στάθηκε ὄρθια καί ἱεροπρεπής (βλ. Ἰω 19,25) καί παραμένει στούς αἰῶνες ἡ καταφυγή ὅλων τῶν πονε-μένων, ἡ βοήθεια καί ὁ στηριγμός τους. Ὅπως ψάλλουμε στήν Παράκληση, αὐτή εἶναι «πάντων θλιβομένων ἡ χαρά». 
 Ἡ ἀξία τοῦ καλοῦ καί ὥριμου καρποῦ γίνεται ὁλοφάνερη, ὅταν τόν τοποθετήσουμε κοντά σέ ἕναν σάπιο καί ἄγουρο· καί τό γνήσιο νόμισμα ἐκτιμᾶται καλύτερα, ὅταν ἀντιπαρατεθεῖ στό κίβδηλο καί νόθο. Παρόμοια, ἡ χαρά τῆς Παναγίας μας, τῆς Κεχαριτωμένης καί ὑπάκουης δούλης τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε συνεργός στό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας, λάμπει πιό ἐκθαμβωτικά, ὅταν τήν συγκρίνουμε μέ τήν κατάσταση στήν ὁποία ὁδήγησε τό γένος μας ἡ παρακοή τῆς Εὔας. Αὐτό ἐπισημαίνει ὁ δεύτερος στίχος· χαῖρε δι᾿ ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει! 
 Ἡ Παναγία μας ἐνσαρκώνει, ἐκφράζει καί χαρίζει σέ ὅλους μας τήν πιό μεγάλη, τήν πιό δυνατή χαρά, διότι διαδραμάτισε ἕναν μοναδικό ρόλο στήν παγκόσμια ἱστορία. Ἔγινε ἡ συνεργάτρια τοῦ Θεοῦ γιά νά πραγματοποιηθεῖ τό Πρωτευαγγέλιο (βλ. Γέ 3,15), νά συντριβεῖ ὁ πονηρός, ὥστε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τήν «ἀρά», τήν κατάρα τῆς ἁμαρτίας, ὅπου μᾶς ἔφερε ἡ παρακοή τῆς Εὔας καί νά ὁδηγηθοῦμε στήν σωτηρία. Καί ἐνῶ ἡ προμήτωρ τοῦ γένους μας, ἡ Εὔα, μέ τήν παρακοή της στό θέλημα τοῦ Θεοῦ μᾶς κερνᾶ τήν κατάρα, ἡ Παρθένος Μαρία μέ τήν ἐλεύθερη ὑποταγή της στήν κλήση τοῦ Θεοῦ ἔφερε στόν κόσμο τό ἀντίδοτο ἐκείνης τῆς πρώτης κατάρας, τήν λύτρωση, καί μᾶς κερνᾶ τήν χαρά. 
 Βέβαια, ὁ λυτρωτής τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ὁ μοναδικός καί ἀναντικατάστατος, εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Τό γράφει ἁπλά καί ξεκάθαρα ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Γαλάτας Ἐπιστολή· «Χριστὸς ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα» (Γα 3,13) καί τό ψάλλει εὐγνώμονα ἡ Ἐκκλησία μας στό Ἐξαποστειλάριο τῆς Μεγάλης Πέμπτης· «Ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου τῷ τιμίῳ σου αἵματι· τῷ σταυρῷ προσηλωθεὶς καὶ τῇ λόγχῃ κεντηθεὶς τὴν ἀθανασίαν ἐπήγασας ἀνθρώποις, Σωτὴρ ἡμῶν δόξα σοι». Ἡ ὑπεραγία Μητέρα του μεγαλύνεται καί τιμᾶται γιά τήν ξεχωριστή καί μοναδική σχέση της μέ τόν Λυτρωτή. Τό δικό της αἷμα πῆρε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ γιά νά γίνει ἄνθρωπος καί αὐτό τό αἷμα ἔχυσε πάνω στόν σταυρό γιά τήν λύτρωσή μας! 
 «Κοιλάδα κλαυθμῶνος» χαρακτηρίσθηκε ἡ ζωή μας. Εἶναι τόσο συνυφασμένη μέ τίς θλίψεις καί τά δάκρυα! Κι ὅμως οἱ χριστιανοί, μέ τήν πίστη στόν Σωτήρα Κύριο καί μέ τήν πρεσβεία τῆς παναγίας Μητέρας του, μποροῦν νά ἐκπληρώνουν τήν προτροπή τοῦ ἀποστόλου Ἰακώβου· «πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις» (Ἰα 1,2). Νά χαίρουν μαζί μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος μέσα στίς περιπέτειες καί στά βάσανα δέν ἔχασε ποτέ τήν χαρά· «χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου», γράφει στήν πρός Κολασσαεῖς Ἐπιστολή του (1,24) μέσα ἀπό τήν φυλακή τῆς Ρώμης, ὅπου ἔγραψε καί τήν πρός Φιλιππησίους, τήν περίφημη Ἐπιστολή τῆς χαρᾶς. 
 Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι οἱ χριστιανοί παραμένουν ἀναίσθητοι στίς θλίψεις καί στίς διάφορες μορφές πόνου. Κάθε ἄλλο! Ζοῦν ὅμως ἕνα μυστήριο· καί μέσα στόν πόνο διατηροῦν τήν χαρά τοῦ Χριστοῦ. Ἡ χαρά τοῦ κόσμου ἀποδεικνύεται πολλές φορές θλιβερή, ἡ ἡδονή του ὀδυνηρή. Ἀντίθετα, μέσα στήν πίστη ἡ θλίψη γίνεται χαρούμενη, ἡ ὀδύνη μεταβάλλεται σέ γλυκειά ἡδονή! Ἀκόμη καί ἡ μεγαλύτερη ὀδύνη, αὐτή τήν ὁποία προξενεῖ ἡ ἁμαρτία πού εἶναι ἡ ρίζα καί αἰτία ὅλων τῶν πόνων τῆς ζωῆς μας, ἐξουδετερώνεται μέσα στήν πίστη, διότι τό λυτρωτικό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ «καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α´ Ἰω 1,7). Μέ τήν εἰλικρινῆ μετάνοια καί ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν μας, μέ τήν συνειδητή μυστηριακή ζωή, ἀπαλλασσόμαστε ἀπό τό βάρος τους καί ζοῦμε ἐκεῖνο τό ἰδιότυπο εἶδος χαρᾶς, πού οἱ ἅγιοι πατέρες ὀνομάζουν «χαρμολύπη». 
 Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζῆ τήν καταλλαγή, τήν συμφιλίωση μέ τόν Θεό, τότε ὅλα τά ἄλλα βάρη, ὅλα τά βάσανα καί τά προβλήματα, ὅσο σοβαρά κι ἄν εἶναι, δέν μποροῦν νά τοῦ ἀφαιρέσουν τήν χαρά τοῦ Χριστοῦ. Ἀποτελοῦν τόν σταυρό του, διά τοῦ ὁποίου θά ὁδηγηθεῖ στήν ἀνάσταση. Τό διακηρύττει ἡ Ἐκκλησία μας «ἰδοὺ γὰρ ἦλθε διὰ τοῦ σταυροῦ χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ». Κι ἔπειτα, δέν εἶπε ὁ Χριστός μας ὅτι ἡ χαρά τῶν δικῶν του θά εἶναι ὁλοκληρωμένη καί κανείς δέν θά μπορεῖ νά τήν ἀφαιρέσει; Μά οὔτε ἡ ἀρρώστια; Οὔτε! Οὔτε οἱ συκοφαντίες, οἱ κατατρεγμοί καί τά χτυπήματα, οὔτε ὅταν ὁ κόσμος μᾶς διασύρει καί ὅταν ἀκόμη οἱ φίλτατοι μᾶς προδίδουν καί μᾶς ἐγκαταλείπουν καί μεταβάλλονται σέ θανάσιμους ἐχθρούς;
῎Οχι! Οὔτε καί ὁ θάνατος; Οὔτε! (βλ. Ρω 8,35-39). Κανείς καί τίποτε δέν μπορεῖ νά μᾶς κλέψει τήν χαρά τοῦ Χριστοῦ, τήν χαρά τῆς Παναγίας μας, τήν ἀληθινή χαρά πού μᾶς ἁγιάζει, μᾶς φωτίζει καί μᾶς κατευθύνει στήν αἰώνια χώρα τῆς χαρᾶς, στόν παράδεισο τοῦ Κυρίου μας. Ἐκεῖ βρίσκεται ἡ Παναγία μας μαζί μέ ὅλους τούς ἁγίους, ἐκεῖ ὅπου ὅλοι λαχταροῦμε νά φθάσουμε. Μακάρι μέ τίς πρεσβεῖες της νά ἀξιωθοῦμε νά ἀκούσουμε ἀπό τόν Κύριο νά λέγει καί γιά μᾶς· «εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ... εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου» (Μθ 25,21.23)!
Ἀπό τό βιβλίο τοῦ κ. Στέργιου  Σάκκου "Ὦ πανύμνητε Μῆτερ!", σσ. 35-45. Εκδόσεις «Χριστιανική Ελπίς»