web statistics
Τρεῖς εἶναι οἱ μέχρι σήμερα ὑπάρχουσες γραπτὲς μαρτυρίες μὲ τὶς ὁποῖες τεκμαίρεται ἡ ἄφιξη, ἀπόκρυψη καὶ εὕρεση τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου στὴ Σαντορίνη
1. Ἐξ αὐτῶν οἱ δύο προέρχονται ἀπὸ τὴν Μονὴ Βατοπαιδίου καὶ ἡ τρίτη ἀπὸ ἀνέκδοτο ἔγγραφο ἰδιωτικοῦ Θηραϊκοῦ Ἀρχείου.
Ἡ πρώτη (Α) ἁγιορειτικὴ γραπτὴ πηγὴ ἀποτελεῖται ἀπὸ δέκα ἕξι (16) χειρόγραφα φύλλα, γραμμένα ἀπὸ τὸν μοναχὸ Ἀρσένιο τῆς Μονῆς Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους. Ἂν καὶ ἡ χρονολογία τοῦ κειμένου τυγχάνει νὰ εἶναι ἐξίτηλη, ὅμως, ἀπὸ τὸν τύπο τῆς γραφῆς τοποθετεῖται πρὶν τὸ 1850. Σύμφωνα μὲ τὴν ἔνδειξη τοῦ α´ φύλλου, τὸ ὅλο κείμενο «Ἀφιαιροῦται (sic) τῇ Ἱερᾶ καὶ Σεβασμίᾳ Μεγίστη Μονῆ Βατοπαιδίου» καὶ φέρει, ἄνω δεξιά, ἐλλειψοειδὴ σφραγίδα τῆς Μονῆς «Σφραγὶς τῆς Βατοπαιδινῆς». Ὁ τίτλος τοῦ κειμένου ποὺ περιέχεται στὴ β´ σελίδα ἔχει ὡς ἑξῆς·
«Διήγησις περὶ τῆς ζητήσεως τῆς Τιμίας Ζώνης ἀπὸ τοῦ Μεγάλου Κάστρου τῆς Κρήτης καὶ τῶν φονευθέντων ἀδελφῶν ἡμῶν καὶ περὶ ὅσων μετέπειτα ἠκολούθησαν μέχρι τῆς ἐπανόδου αὐτῆς εἰς τὸν Ἱερὸν Μοναστήριον τοῦ Βατοπεδίου»
2.
Ἡ δεύτερη (Β) γραπτὴ μαρτυρία, χειρόγραφη, πηγάζει ἀπ᾿ τὸν ὑπ᾿ ἀριθμὸν 5 Κώδικα τῆς ἰδίας Μονῆς. Περιλαμβάνει δέ, μεταξὺ τῶν ἄλλων, καὶ τὴν «ἱκανὴν βοήθειαν ποὺ ἐσύναξε ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Σαντορίνης ὁ προηγούμενος τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου κύριος Διονύσιος». Ἀποτελεῖται ἀπὸ τέσσερα (4) φύλλα, ποὺ οἱ ἐπίτροποι τῆς ἐν λόγῳ Μονῆς ἀπέστειλαν τὸ 1953 στὸν Θηραῖο Ἀνδρέα Νομικὸ
3. Στὸ τέλος τοῦ ἐγγράφου γίνεται λόγος καὶ γιὰ τὴν πεντάφωτο λυχνία, ὀνομαζομένη «ΘΗΡΑ». Ἡ λυχνία αὐτὴ εὑρίσκεται μέσα στὸ καθολικὸ τῆς Μονῆς, ὅπου καίει ἀκατάπαυστα, μετὰ τὴν ἐπαναφορὰ (1831) τῆς Τιμίας Ζώνης ἀπὸ τὴν Σαντορίνη.
Ἡ τρίτη (Γ) μαρτυρία περιέχεται σὲ ἀνέκδοτο ἔγγραφο τοῦ 1830 (διαστ. 0,29Χ0,20), ἀποτελούμενο ἀπὸ ἑπτὰ (7) ἰδιόγραφες, ἐπὶ τῶν δύο ὄψεων, σελίδες. Συντάκτης τοῦ ἐγγράφου εἶναι ὁ Ἀντώνιος Ν. Σιγάλας, ἀστυνόμος τοῦ Δήμου Καλλίστης καὶ διακεκριμένος διδάσκαλος τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ιθ´ αἰῶνος
4. Τὸ ἐν λόγω «ΘΗΡΑΪΚΟ» ἔγγραφο ποὺ παρατίθεται στὴ σελ. 57 κι ἑξ., παρεχώρησε τὸ 1970 στὸν γράφοντα
5, πρὸς μελέτη, ὁ Ἀνδρέας Νομικός, ἀπὸ τὸν Πύργο, ποὺ ὡς συγγενὴς τοῦ Ἀντ. Σιγάλα ἐκληρονόμησε ὅλα τὰ ἔγγραφα καὶ βιβλία του. Μεταξὺ τῶν τριῶν προαναφερομένων γραπτῶν μαρτυριῶν, ἂν καὶ ὑπάρχουν ὡρισμένες διαφορές, ἐν τούτοις δὲν μειώνουν τὴν ἱστορικότητα καὶ τὴν ἀξία τοῦ γεγονότος τῆς εὑρέσεως. Ἀντιθέτως, ἐνισχύουν καὶ ἑρμηνεύουν τὴν τοπικὴ του προέλευση. Μάλιστα τὸ ἔγγραφο τοῦ Σιγάλα εἶναι ἀκριβέστερο, ἐπειδὴ ὁ συντάκτης του ἀποτυπώνει ἰδίοις ὄμμασι τὴν πραγματικότητα καὶ ὅπως αὐτὴ ἐμφανίζεται σ᾿ ὅλη τὴν ἔκτασή της. Τὸ ἀκόλουθο ἀπόσπασμα, ἀναφερόμενο στὴν περιγραφὴ τῶν κειμηλίων, θεωρῶ, ὅτι ἀρκεῖ ὡς μία ἁπλὴ ἔνδειξη·
«Τὸ κιβώτιον τὸ περιέχον τὴν Τιμίαν Ζώνην εἶναι ὅλον χρυσοῦν, ἔχον μέγεθος καὶ σχῆμα ὡς τὸ ἐπισυνημμένον δεῖγμα. Ἐπ᾿ αὐτοῦ διεκρίνοντο τρία ἴσα μέρη δι᾿ ὧν ἐδηλοῦτο τὸ μέγεθος τοῦ τμήματος τούτου τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου (διότι δὲν ἦτο ὁλόκληρος ἡ Τιμία Ζώνη Της, ἀλλὰ τμῆμα ἐκείνης) καὶ τὰ μὲν δύο ἄκρα τοῦ τμήματος τούτου ἦσαν κεκαλυμμένα διὰ τῆς αὐτῆς χρυσῆς πλακὸς δι᾿ ἧς καὶ τὸ κιβώτιον, τὸ δὲ μεσαῖον ἦτο ἀνοικτὸν καὶ διεκρίνετο καθαρῶς τὸ ὕφασμα ἐκ τριχὸς καστανοῦ μὲ χρυσὰς κλωστὰς συνυφασμένον, ἃς (ὡς λέγουν) προσέθεσε ἡ Βασιλὶς Πουλχερία, χάριν εὐλαβείας. Ὁ δὲ Σταυρὸς περιέχων Τίμιον Ξύλον ἦτο τετραμερής, μέγεθος ἔχων ὅσον ὁλόκληρα τὰ φύλλα τοῦ παρόντος ἀνοικτὰ (Σ.Σ. περίπου 40 ἑκατοστὰ), κεκοσμημένος μὲ διαφόρους ὑαλίνους λίθους, ἐξ ὧν ἦσαν πολλοὶ ἀφῃρημένοι (ὡς λέγουν) ἀπὸ τὴν σύζυγον τοῦ Δομηνίκου, τοὺς ὁποίους, ἄλλους μὲν ἐδώρησεν εἰς φίλας της Δυτικὰς κυρίας, ἄλλους δὲ ἐξεποίησε πρὸς χρῆσιν της. Τὸ δὲ Τίμιον Ξύλον εἶχε μέγεθος ἑπτὰ δακτύλων, ὡς ἔγγιστα, κατὰ τὸ μῆκος, κατὰ τὸ πλάτος ἑνὸς καὶ ἡμίσεος δακτύλου
6. Ἡ Τιμία κάρα Ἀνδρέα τοῦ Ἱεροσολυμίτου ἦτο ἀσκεπής, ἧς τὸ κιβώτιον μεῖναν ἐν Κρήτῃ μὲ διάφορα ἄλλα ἀφιερώματα ἐστάλη ἀδελφὸς τῆς Μονῆς ἐπὶ τούτῳ διὰ νὰ μεταφέρῃ ταῦτα ἐν Θήρᾳ».
Τὸ συμπέρασμα ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὰ ὅσα διατυπώθηκαν προηγουμένως εἶναι τοῦτο· τυγχάνει ἐξόχως συγκινητικὴ ἡ ἱεροπρεπὴς πρωτοβουλία τῶν Θηραίων νὰ διασώσουν αὐτὰ τὰ ἅγια λείψανα, τὴν ἁγιαστικὴ χάρη τῶν ὁποίων ἔχει παντοτε ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος καὶ ἰδιαιτέρως ἡ σεισμοπαθὴς Σαντορίνη
7.
Ἔχοντας ὑπόψη τὰ δεδομένα καθὼς αὐτὰ περιέχονται στὶς προηγούμενες γραπτὲς μαρτυρίες, διατυπώνομε τὰ ἀκόλουθα ποὺ ἀφοροῦν στὴν ἀποκάλυψη τῶν ἱερῶν κειμηλίων στὴν συνοικία τῶν Καθολικῶν στὰ Φηρά, τὸ ἔτος 1830.
Ἀπὸ τοὺς πρώτους μῆνες τοῦ 1820 ἡ μεγαλόνησος Κρήτη καὶ μάλιστα τὸ Ἡράκλειο ἐμαστίζετο ἀπὸ φοβερὴ πανώλη, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας πολλοὶ κάτοικοι εἶχαν βρεῖ τὸν θάνατο. Προκειμένου, λοιπόν, νὰ φύγη ἡ λοιμικὴ ἐκείνη ἀσθένεια, ἱερωμένοι προεστῶτες καὶ λαϊκοὶ Κρῆτες, ἐλθόντες στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐζήτησαν ἀπὸ τὴν Μονὴ Βατοπαιδίου νὰ τοὺς ἀποστείλει τὴν Τιμία Ζώνη τῆς Θεοτόκου. Ἡ Μονή, μὲ συνοδεία πέντε μοναχῶν, ἀπέστειλε τὸν Ἰούνιο τοῦ 1820, μὲ ἰδιαίτερο καράβι, στὸ Μεγάλο Κάστρο τῆς Κρήτης, τὸ λεγόμενο «Castello di Mare» δηλ. στὸ Ἡράκλειο
8, τὰ παρακάτω ἱερὰ λείψανα, μὲ σκοπὸ ἡ ἐπενέργειά τους νὰ ἀποδιώξη τὸ θανατικὸ ἀπὸ τὴν μεγαλόνησο·
α. Τμῆμα τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου.
β. Ἕνα Σταυρὸ μὲ τμῆμα Τιμίου Ξύλου, καὶ
γ. Τὴν Κάρα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου, ἐπισκόπου Κρήτης, τοῦ Ἱεροσολυμίτου.
Μετὰ ἀπὸ ταξίδι δεκαπέντε ἡμερῶν, τὸ καράβι ἔφτασε στὴν Κρήτη. Οἱ πατέρες ἄρχισαν νὰ τελοῦν ἁγιασμούς, ὥστε νὰ φύγη ἡ ἀσθένεια μὲ τὸ θανατικὸ ποὺ σκόρπιζε στὸ λαό. Ὅμως, συνέβαινε, τὴν ἴδια περίοδο, οἱ ἐντόπιοι Τοῦρκοι ποὺ κυριαρχοῦσαν σ᾿ ὁλόκληρη τὴν Κρήτη, νὰ προξενοῦν λεηλασίες, σφαγὲς καὶ γενικῶς νὰ ἐπιδιώκουν τὴν ἐξόντωση τῶν χριστιανῶν
9. Οἱ τρεῖς Τοῦρκοι πασάδες (Ἡρακλείου, Ῥεθύμνου καὶ Χανίων) δὲν εἶχαν τὴν ἀνάλογη στρατιωτικὴ δύναμη νὰ καταστείλουν τὰ γεγονότα, ὁπότε οἱ χριστιανοὶ ἄρχισαν ἔνοπλον ἀγώνα γιὰ τὴν ἀποτίναξη τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ.
Μὲ τὴν ἔναρξη τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 οἱ διωγμοὶ τῶν Τούρκων ἔγιναν φοβερώτεροι σ᾿ ὅλη τὴν μεγαλόνησο, μὲ ἀποτέλεσμα τρεῖς ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς Μονῆς, οἱ ἱερομόναχοι Νεόφυτος καὶ Ἀμβρόσιος καὶ ὁ μοναχὸς Μακάριος, μετὰ ἀπὸ βασανιστήρια, νὰ θανατωθοῦν. Τὴν ἴδια τύχη εἶχε ὁ μητροπολίτης Κρήτης καὶ πολλοὶ ἄλλοι χριστιανοί. Οἱ ἐναπομείναντες δύο Βατοπαιδινοὶ μοναχοὶ Διονύσιος καὶ Δωρόθεος καὶ ὁ ἱεροδιάκονος Παρθένιος, ἐν μέσῳ πολλαπλῶν κινδύνων, κρατοῦντες τὸ σεντούκι μὲ τὴν Τιμία Ζώνη καὶ τὸν Τίμιο Σταυρό, πηδήσαντες ἀπὸ τὸ τεῖχος τῆς Μητροπόλεως Κρήτης «κατέφυγον εἰς ἓν ὀσπίτιον τούρκικον, ἀπὸ τὰ λεγόμενα τῶν Κουρμούληδων», κατὰ τὸ ἔγγραφο, ποὺ ἦσαν κρυπτοχριστιανοί. Ὅταν, ὅμως, οἱ Τοῦρκοι τοὺς ἀντελήφθησαν, τοὺς κατεδίωξαν, τοὺς πῆραν τὸ κιβώτιο μὲ τὰ ἅγια κειμήλια καὶ τὰ ἔφεραν στὸν βεζύρη τοῦ Ἡρακλείου. Μετὰ τρεῖς μῆνες ἔπαυσαν οἱ διωγμοί. Οἱ ἁγιορεῖτες ἔσπευσαν καὶ τὰ ἐζήτησαν, ἀλλ᾿ «ἐκεῖνος τὰ παρέδωκεν εἰς τὸν Ἀγγλικὸν κόνσολαν κύριον Δομένικον, λαβὼν ἀπὸ αὐτὸν ἰδιόχειρον ἐνσφράγιστον μαρτυρικὸν Γράμμα τῆς περιλαβῆς των, διὰ ἰδικήν του ἀσφάλειαν»
10.
Οἱ πατέρες, τότε, παρεκάλεσαν τὸν Ἄγγλον πρόξενον Κρήτης Δομήνικον Σανταντώνιον νὰ τοὺς προσφέρει προστασίαν. Ἐπειδή, ὅμως καὶ στὸ Ἀγγλικὸ Προξενεῖο ἐκινδύνευαν ἀπὸ βίαιο θάνατο, ὁ πρόξενος, ὁ ἀδεφός του καὶ ἡ σύζυγός του Στεφανία, τοὺς ἐφυγάδευσαν μὲ σκάλες ἀπὸ τὰ παράθυρα τοῦ Προξενείου καὶ τοὺς ἐμπαρκάρησαν σὲ καράβι μὲ γαλλικὴ σημαία, ἀφοῦ πρῶτα ἐπλήρωσαν στὸν πρόξενο 10.000 γρόσια, μὲ σκοπὸ νὰ πάρει πίσω ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τὸ σεντούκι μὲ τὰ δύο ἱερὰ λείψανα, ποὺ μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους εἶχαν διασώσει ἀπὸ τὴν μανία τῶν Τούρκων.
Πράγματι, εὐθύς, ὡς ἀνεχώρησαν οἱ μοναχοί, ὁ πρόξενος ἔσπευσε καὶ παρέλαβε ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τῆς Κρήτης τὸ σεντούκι μὲ τὰ κειμήλια. Ἐν τῷ μεταξύ, ἐπειδὴ τὸ καράβι συνάντησε στὸ ταξίδι του πολλὰ ἐμπόδια, ἀναγκάστηκε νὰ ἐπιστρέψει καὶ πάλι στὸ Κάστρο τῆς Κρήτης, ὅπου, καθὼς τὸ εἶδαν οἱ ἐπαναστατημένοι Τοῦρκοι «ἐπῆραν τοὺς δύο καλογήρους καὶ τοὺς ἔδεσαν... καὶ τοὺς ἐπῆγαν δέρνοντες εἰς τὸν πασᾶν...». Ἐκεῖνος, τὸν μὲν Δωρόθεον ἐχάρισε ὡς δοῦλον σ᾿ ἕναν Τοῦρκο, τὸν δὲ Διονύσιον οἱ Τοῦρκοι ἐξεβίαζαν νὰ γίνει μωαμεθανός. Μπροστὰ στὴ γενναία ἄρνησή του, οἱ Τοῦρκοι ἐτρύπησαν μὲ πυρωμένη σούβλα τὰ μηνίγγια του. Μέχρι τέλους ὁ ὁσιομάρτυρας μοναχὸς παρέμεινε ἀνυποχώρητος... Τὸ πρωῒ τῆς Καθαρᾶς Δευτέρας τὸν ἐκρέμασαν
11.
Βλέποντας ὁ πρόξενος, ὅτι οἱ τουρκικὲς ταραχὲς καὶ οἱ διωγμοὶ συνεχίζοντο, ἀναγκάσθηκε καὶ ἐκεῖνος νὰ ἐγκαταλείψη τὴν Κρήτη, παίρνοντας μαζὶ τὸ σεντούκι μὲ τὰ ἱερὰ κειμήλια καὶ ἐπιπλέον τὴν κάρα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα, χωρὶς τὴ θήκη της, ποὺ εἶχε παραμείνει πρὸς φύλαξη στὴ Μητρόπολη μὲ τὰ ἄλλα ἀφιερώματα τῶν χριστιανῶν.
Ὅταν, λοιπόν, ὁ πρόξενος ἔφθασε στὸ λιμάνι τῆς Δίας, βορείως τοῦ Ἡρακλείου γιὰ νὰ ἀποπλεύσει, τὸ γράμμα τῆς παραλαβῆς τῶν «Ἁγίων» ὑπέγραψαν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἴδιο καὶ τέσσερις ὀρθόδοξοι καπετάνιοι ἀπὸ τὴν Σκλαβουνία, δηλ. τὴν Ἀνατολικὴ Μακεδονία, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ ἕνας, ὅταν ἐπεσκέφθη τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐγνώρισε στοὺς μοναχοὺς τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου τὰ συμβάντα. Προορισμὸς τοῦ προξένου ἦτο νὰ φθάσει στὴ Μάλτα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Σικελία. Ὅμως, στὴ διάρκεια τοῦ ταξιδίου ἔπνευσαν ἰσχυροὶ ἄνεμοι, τὸ πλοῖο ἄλλαξε πορεία καὶ λόγῳ τῆς καιρικῆς ἀνάγκης ἐλλιμενίσθηκε στὴ Σαντορίνη. Μᾶς εἶναι ἀκόμη ἄγνωστο ἂν ὁ ἐλλιμενισμὸς ἔγινε στὸν ὅρμο τῶν Φηρῶν ἢ τοῦ Ἀθηνιοῦ. Πιθανότερο εἶναι ὅτι ἔγινε στὸν Ἀθηνιό, ἐπειδὴ τὴν περίοδο ἐκείνη ἐξυπηρετοῦσε τὴν οἰνεμπορικὴ κίνηση τῆς νήσου, ὕστερα ἀπὸ τὰ βασικὰ λιμενικά του ἔργα
12. Φέρνοντας μαζί του ὁ πρόξενος καὶ τὰ τρία ἅγια λείψανα, ἀνέβηκε στὰ Φηρά, ὅπου ἐνημέρωσε τὸ Ἀγγλικὸ Θηραϊκὸ προξενεῖο περὶ τοῦ σκοποῦ τῆς ἀφίξεώς του. Ἀρχικῶς προσφέρθηκαν νὰ τὸν φιλοξενήσουν οἱ Καθολικοὶ τῶν Φηρῶν. Στὴ συνέχεια, ὅμως, γνωρίσθηκε, ὡς ἄριστος ἰατρός, μὲ ἄλλα σημαίνοντα πρόσωπα τῆς πόλεως, καθὼς καὶ μὲ Κρητικοὺς ποὺ ἦταν γνωστοὶ στὴν οἰκογένειά του κατὰ τὴν διαμονή του στὴν Κρήτη
13. Ἐν τῷ μεταξὺ τὰ πολεμικὰ γεγονότα τῆς Ἐπαναστάσεως εἶχαν ἁπλωθεῖ καὶ στὶς Κυκλάδες, ὅπου ἐδημιούργησαν κατάσταση ἀναρχίας, ἔξαψη πνευμάτων καὶ ἐμφάνιση φατριῶν. Οἱ μὲν ὑπεστήριζαν τὸν ἀγώνα, οἱ δέ, κυρίως οἱ Καθολικοί, ἀντιδροῦσαν. Ἡ κήρυξη τῆς Ἐπαναστάσεως στὴ Σαντορίνη, στὶς 5 Μαΐου 1821, ἔδωσε στὸν Σανταντώνιο τὴν εὐκαιρία νὰ κρίνει, ὅτι εἶχε συμφέρον νὰ παραμείνει ἐκεῖ, ἀφ᾿ ἑνὸς ἐπειδὴ διέθετε τὸν κατάλληλο χῶρο νὰ κρύψει, μὲ περισσὴ φροντίδα, τὰ κειμήλια ποὺ ἱεροκρυφίως εἶχε μεταφέρει ἀπὸ τὴν Κρήτη -ὥστε λησμονημένα ἀπὸ τόπο καὶ χρόνο νὰ σταθεῖ ἀδύνατο νὰ ἐπανέλθουν στὰ χέρια τῶν Ὀρθοδόξων- καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου, ἐπειδή, ὡς ἰατρὸς θὰ ἀσκοῦσε τὸ ἰατρικὸ ἐπάγγελμα, σὲ μιὰ περίοδο ποὺ σ᾿ ὁλόκληρη τὴν ἐπαρχία Σαντορίνης, μὲ πληθυσμὸ 17.000 χριστιανοὺς
14, ἡ ἐπιστημονικὴ ἰατρικὴ περίθαλψη ἦταν ἀνύπαρκτη. Μόλις μετὰ τὸ 1833 παρουσιάζονται ἐπ᾿ αὐτῆς οἱ πρῶτοι ἐπιστήμονες ἰατροί, ὁ Γεώργιος Πίντος, χειρουργός, καὶ ὁ Ἰωσὴφ Δεκιγάλας, διδάκτωρ τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Σιέννας (Ἰταλία)
15.
Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Σανταντώνιος περιέθαλψε καὶ ἐπροστάτευσε τοὺς ἐνδεεῖς τῆς νήσου σὲ μιά, ὄντως, κρίσιμη περίοδο, ἦταν γνωστὸ ὄχι μόνο στὸ εὐρύτερο κοινὸ τοῦ τόπου, ἀλλὰ καὶ στὴν τότε προσωρινὴ Διοίκηση τῆς Ἑλλάδος, στὸ Ναύπλιο, ἡ ὁποία διὰ τοῦ ὑπουργοῦ τῶν Ἐσωτερικῶν Γρηγορίου Δικαίου (Παπαφλέσσα), τοῦ ἀπέστειλε ἔγγραφο τὸ ἔτος 1824, μὲ τὸ ὁποῖο τὸν ἐπαινοῦσε διὰ «τὰ φιλελληνικὰ φρονήματα καὶ τὰ φιλάνθρωπα ἔργα του»
16.
Μὲ τὸ τελευταῖο δεδομένο δηλ. τὴν προσφορὰ ἰατρικῶν ὑπηρεσιῶν πρὸς τοὺς κατοίκους τῆς Σαντορίνης, ὁ Σανταντώνιος ἐθεωρεῖτο ὑπεράνω κάθε ὑποψίας, «τιμώμενος καὶ ἀγαπώμενος παρὰ πάντων μέχρι τὸ 1829, ὅταν παρουσιάσθηκε τὸ ζήτημα τῶν ἱερῶν κειμηλίων», ὅπως ἀναφέρει τὸ «Θηραϊκὸ» ἔγγραφο. Καθώς, ὅμως, πέρασαν τὰ πρῶτα χρόνια ἀπὸ τὴν κήρυξη τῆς Ἐπαναστάσεως καὶ ὑποχωροῦσε ἡ κοινωνικὴ ἀναταραχή, ἄρχισε νὰ μεταδίδεται ὁ πρῶτος ψίθυρος γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τῶν κειμηλίων, προερχόμενος ἀπὸ ἀκριτομύθιες τῆς συζύγου του Στεφανίας, ἀνάμεσα στὶς καθολικὲς οἰκογένειες τῶν Φηρῶν.
Γνώση τῶν πληροφοριῶν ἔλαβε καὶ ἡ Μονὴ Βατοπαιδίου, ἡ ὁποία σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ συμβάντα στὸ λιμάνι τοῦ Ἡρακλείου, ἀπέστειλε γράμματα στὸν Σανταντώνιο
17, ζητοῦσα νὰ τῆς ἐπιστρέψη τὰ ἱερὰ κειμήλια. Παραλλήλως, παρεκάλεσε τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Ἀγαθάγγελο (1826-1830), νὰ παρέμβη ἐπὶ τοῦ θέματος, καθὼς καὶ τὸν Θηραῖο Ῥῶσο πρόξενο Βασίλειο Σ. Μαρκεζίνη
18. Παρὰ ταῦτα ὁ Σανταντώνιος περιφρονοῦσε τοὺς πάντες. Αἰσθανόταν δὲ ἀσφαλής, ἐπειδή, λόγῳ τῶν ἐπαναστατικῶν γεγονότων στὴν περιοχὴ τῆς Μακεδονίας, ἦταν ἀδύνατο νὰ κατέλθουν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος μοναχοί, μὲ σκοπὸ νὰ τὸν συναντήσουν καὶ διεκδικήσουν νὰ παραλάβουν τὰ «Ἅγια». Πράγματι, ἡ Ἐπανάσταση στὸ Ἅγιον Ὄρος ἐπέφερε μεγάλην ἀναστάτωση καὶ σύγχυση μεταξὺ τῶν μοναχῶν, οἱ πλεῖστοι ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐπιζητοῦσαν τὴν ὑποταγὴ στοὺς Τούρκους. Μάλιστα, ἀπεσταλμένοι τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος ἔφθασαν στὸ τουρκικὸ στρατόπεδο τῆς Κασσάνδρας καὶ προσκύνησαν τὸν Μεχμὲτ Ἐμίν, πασᾶ τῆς Θεσ/νίκης, ὁ ὁποῖος, μόλις ὑπέταξε (Δεκέμβριος 1821) τὴ Σιθωνία καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐπέβαλε στὴν Ἱερὰ Κοινότητα πρόστιμο (τζερεμὲ) 3.300 πουγγιά, δηλ. 1.650.000 γρόσια καὶ χωριστὰ 500 γρόσια, ὡς λύτρα, στὸν καθένα ἀπὸ τοὺς 3.000, τότε, μοναχούς. Ἡ ἀποκατάσταση τῆς κανονικῆς ἠρεμίας ἐπῆλθε, τελικά, μὲ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος (1829), μετὰ ἀπὸ τὶς πάσης φύσεως καταστροφές, αὐθαιρεσίες, βεβηλώσεις ναῶν, θανάτους μοναχῶν καὶ κοσμικῶν ποὺ προξένησαν οἱ Τοῦρκοι
19.
Ἀμέσως, τότε, ἡ Μονὴ Βατοπαιδίου ἀπέστειλε στὴ Σαντορίνη τὸν ἱερομόναχο - προηγούμενο Διονύσιο καὶ τὸν μοναχὸ Στέφανο, ἐφοδιασμένους μὲ νέα Γράμματα, προκειμένου νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸν Σανταντώνιο τὰ «Ἅγια». Οἱ μοναχοὶ ἀναχωρήσαντες ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος «ἐπῆγαν εἰς τὴν Σκόπελον, τὴν Σύρον καὶ ἐκεῖθεν εἰς τὴν Σαντορίνην», στὴν ὁποία ἔφθασαν τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Παρουσιασθέντες στὸν ἐπίσκοπο Θήρας Ζαχαρία, ποὺ εἶχε τὸ κονάκι του στὸν Ἅγιο Νικόλαο τοῦ Κίσσηρα, στὸν Πύργο
20, κάτω ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Σχολὴ τῆς Μαρτινοῦς ποὺ ἀνῆκε στὸν Προφήτη Ἠλία, τοῦ ἐπέδωσαν τὰ Γράμματα καὶ τοῦ ἐξέθεσαν τὸ πῶς διαμορφώθηκε τὸ ὅλο ζήτημα τῶν Ἱερῶν Λειψάνων.
Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ ἀρχικὸς ψίθυρος περὶ τῶν κειμηλίων εἶχε πλέον ἐπεκταθεῖ στὸν λαὸ καὶ εἶχε βεβαιωθεῖ καὶ ἀπὸ τοὺς Κρητικοὺς πρόσφυγες, ποὺ κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ἐπαναστάσεως εἶχαν μετοικήσει στὴ Σαντορίνη. Ἐγνώριζαν δὲ ἀπὸ συναντήσεις των, ὅτι κάθε ἑορτὴ τῆς Παναγίας, ὁ πρόξενος Σαναντώνιος ἐπανηγύριζε καὶ ὅτι στὸ δωμάτιό του ἄναβε ἀκοίμητο καντήλι, χωρὶς νὰ γνωρίζουν τὴν ἀκριβὴ αἰτιολογία αὐτῆς τῆς συμπεριφορᾶς του.
Οἱ Βατοπαιδινοὶ μοναχοί, ὄντες βέβαιοι, ὅτι ὁ Θεὸς τοὺς ἐπιβλέπει ἐξ οὐρανοῦ, ἐζήτησαν καὶ ἀντάμωσαν τὸν ἴδιο τὸν πρόξενο στὰ Φηρά, στὸν ὁποῖο καὶ ἐπέδωσαν τὰ Γράμματα τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου. Καθὼς τὰ εἶδεν, ἄρχισε νὰ φωνάζη, νὰ καταρᾶται καὶ νὰ τοὺς διώχνη μὲ τὴν πειρακτικὴ πρόκληση· «Ἐγώ, δὲν ἔχω τίποτε· τὰ 'Ἅγια' τὰ ἐπῆρεν ὁ πασὰς τῆς Κρήτης»! Μετὰ ἀπὸ τὰ λόγια αὐτά, περίλυποι καὶ διωγμένοι «ἕνεκεν δικαιοσύνης» οἱ μοναχοί, ἀπεχώρησαν, σκεπτόμενοι τί νὰ πράξουν. Τότε ὁ ἱερομόναχος Διονύσιος «ἐπικαλούμενος τὴν Κυρίαν Θεοτόκον καὶ ἐλπίζων εἰς τὴν βοήθειὰν Της», ὅπως ἀναφέρει τὸ Α´ Ἁγιορειτικὸ ἔγγραφο, τὸ ἴδιο βράδυ, συνοδευόμενος καὶ ἀπὸ τὸν μοναχὸ Στέφανο, πῆγε καὶ ἀντάμωσε καὶ πάλι τὸν πρόξενο, στὸν ὁποῖο μὲ παλμὸ καὶ ζωντανὸ φρόνημα εἶπε· «Ἡ ὑπόθεση διὰ τὰ 'Ἅγια' πρέπει νὰ λάβῃ τέλος.
Ἂν ἡ ἐξοχότης σου τὰ ἔχει ἢ ἂν τὰ ἔδωσε, πρέπει νὰ ὑπάρχουν ἀποδείξεις, διότι τὸ θέμα εἶναι πολὺ σοβαρό...».
Ὁ πρόξενος καὶ πάλι ἔμεινεν ἀσυγκίνητος. Ἡ καρδιά του σκληρή, σὰν τὸ γρανίτη, ἔδειξε ἀλύγιστη μπροστὰ στὴν αὐθεντικότητα καὶ τὴν ὁσιότητα τῆς μορφῆς τῶν δύο ἁγιορειτῶν, ποὺ ἔφυγαν γεμάτοι ἀπὸ θλίψη γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν στὸν Πύργο, ὥστε νὰ ἐνημερώσουν μὲ τὰ νεότερα τὸν ἐπίσκοπο Ζαχαρία.
Μόλις, ὅμως, ἀπομακρύνθηκαν, ἦλθεν ἀοράτως ἡ χάρη τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου καί, ὡς ἄλλη «ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου» ἐμώρανε κάθε χαράκωμα καὶ κραταίωμα, ποὺ εἶχε στήσει μὲ δολιότητα στὴν ψυχή του ὁ πρόξενος Σαναντώνιος, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ νὰ οἰκειοποιηθῆ, προφανῶς, τὰ πάνσεπτα καὶ πρωτοχριστιανικὰ λείψανα τῆς πίστεως μας.
Ἔτσι ἐπὶ τέσσερις μῆνες, ἀπὸ τὸν Ἰούνιο ἕως τὸν Σεπτέμβριο, δὲν ἡσύχασε οὔτε ἡμέρα, οὔτε νύκτα. Τὸ πρόσωπό του ἔλαβε μυστηριώδη ἔκφραση. Ἔδειχνε ἄνθρωπο εὑρισκόμενο σὲ ψυχικὸ κλύδωνα, «πάντοθεν πολεμούμενον», ἀνυπεράσπιστο στὸ ἀδιέξοδο ποὺ τοῦ ἔστησε ὁ πονηρός.
Συνάμα ἄρχισε νὰ ὑποπτεύεται ὅλους γύρω του. Περισσότερο, ὅμως, ἐφοβεῖτο τὸν λαόν, μήπως ἔλθη καὶ τοῦ πάρη διὰ τῆς βίας τὰ κειμήλια. Προκειμένου, λοιπόν, νὰ τὰ διασφαλίση καλύτερα, τὰ μετέφερε στὴ Μονὴ τῶν Δομηνικανίδων
21, ποὺ δὲν ἀπεῖχε πολὺ ἀπὸ τὴν κατοικία του. Θέλοντας δὲ νὰ διασκεδάση τὴν ψυχική του κατάσταση καὶ συνάμα νὰ διαλύση κάθε πρὸς τὸ πρόσωπὸ του ἀμφιβολία, ἐκάλεσε σὲ γεῦμα τὸν ἐπίσκοπο Ζαχαρία. Ὁ πανιερώτατος, ἂν καὶ λόγῳ θέσεως ἐγνώριζε τὸν Σανταντώνιο, ἐθεώρησε τὴν πρόσκληση ὡς τὴν κατάλληλη εὐκαιρία νὰ συζητήση μαζί του τὸ φλέγον θέμα τῶν κειμηλίων, ποὺ κρατοῦσε σὲ μεγάλη ἀνησυχία τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Παρέλαβε, λοιπόν, μαζί του, ὡς μάρτυρες τῆς ἀληθείας, τὸν ἀρχιδιάκονό του Σεραφεὶμ Καΐρη καὶ τὸν ἀστυνόμο τοῦ Δήμου Καλλίστης Ἀντώνιο Ν. Σιγάλα, ποὺ ἦταν καὶ οἱ δύο εὐνοούμενοι τοῦ προξένου.
Στὴ διάρκεια τοῦ γεύματος ὁ ἐπίσκοπος, μὲ σθεναρότητα, ἀπεκύλισε τὸν λίθο τοῦ θέματος τῶν ἁγίων σεβασμάτων καὶ παρεκάλεσε τὸν πρόξενο νὰ τὰ παραδώση. Ἐκεῖνος, τότε, στὶς ἐκκλήσεις τοῦ ἐπισκόπου ὡμολόγησε, ὅτι ὄντως τὰ κειμήλια ὑπάρχουν, ἀλλὰ «δὲν μπορεῖ νὰ τὰ παραδώση, κωλυόμενος ὑπὸ τοῦ δαίμονος τῆς συζύγου του»(!) ἀναφέρει τὸ Θηραϊκὸ ἔγγραφο.
Μετὰ τὴν ἀποκάλυψη αὐτὴ ὁ Ἀντώνιος Σιγάλας σηκώθηκε ἀπὸ τὸ τραπέζι, ἐπέστρεψε στὸν Πύργο καὶ μὲ τὴν ἰδιότητά του, ὡς ἀστυνόμου, ἐκάλεσε τοὺς Δημογέροντες, τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς κατοίκους τῶν χωρίων τοῦ Δήμου, τὴν ἑπομένη μετὰ τὴν Θ. Λειτουργία, ἀφοῦ λάβουν τὶς σημαῖες καὶ τὰ φανάρια τῶν ἐκκλησιῶν νὰ συναχθοῦν ἔξω ἀπὸ τὸ Καστέλλι τοῦ Πύργου, διότι ἔχει νὰ τοὺς ἀνακοινώσει κάτι σημαντικό. Ὅταν, λοιπόν, ἡ μεγάλη ἐκείνη σύναξη τοῦ πιστοῦ λαοῦ, ἄκουσε μέσα στὸ περιτείχισμα τοῦ Καστελιοῦ τὴν εἴδηση, ὅτι ἡ Τιμία Ζώνη, ὁ Σταυρὸς μὲ τὸ Τίμιο Ξύλο καὶ ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα, χωρὶς τὴν θήκη της, εὑρίσκονται στὸ σπίτι τοῦ Σανταντωνίου, στὰ Φηρά, ξέσπασε ἀπὸ ἔκδηλη χαρὰ καὶ εὐφρόσυνη ἱκανοποίηση. Ἀμέσως, σχηματίσθηκε μεγάλη πομπὴ καὶ μὲ ἐπικεφαλὴς τοὺς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, τοὺς ἱερεῖς, τοὺς Δημογέροντες καὶ τὸν λαὸ ξεκίνησε πρὸς τὸν Ἅγιο Ἀνδρέα, καὶ διὰ τοῦ εὐθυγράμμου δρόμου τοῦ Λοιμοκαθαρτηρίου, δυτικὰ τῆς Μεσαριᾶς, ἐβάδισε γεμάτη ἀπὸ χριστιανικὸ ζηλωτικὸ φρόνημα πρὸς τὴν πόλη τῶν Φηρῶν, ἐνῶ οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν κτυποῦσαν χαρμόσυνα τὸ ἄγγελμα τῆς ἀποκάλυψης, τοῦ ἐπὶ δέκα χρόνια κρυμμένου μυστηρίου.
Ὅταν ἡ πομπὴ ἔφθασε στὴν ὁρισμένη θέση ὁ Σιγάλας ἀνέβηκε στὸ σπίτι τοῦ προξένου καὶ ἐνημέρωσε τὸν ἐπίσκοπο Ζαχαρία ὅτι ὁ λαὸς εὑρίσκεται συγκεντρωμένος κάτω στὴν πόλη, μὲ σκοπὸ νὰ παραλάβη τὰ ἅγια λείψανα. Ἀκούοντας ὁ πρόξενος τὴν εἴδηση αὐτή, ἦλθε σὲ ἀπόγνωση. Ἔδειχνε ἀναποφάσιστος νὰ καταπνίξη τὴν νοσηρὴ πάλη τῶν ἀντιθέτων δυνάμεων ποὺ κυριαρχοῦσαν στὴ ψυχή του· Νὰ ἀποκαλύψη τὰ κειμήλια ἢ ὄχι!
Ἐβράδυασε καὶ ἡ νύκτα τῆς 9ης Ὀκτωβρίου 1830 βρῆκε τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ ἀμετακίνητο στὴ σθεναρὴ ἀπαίτησή του. Ἡ ἀγωνία ὅλων εἶχε κορυφωθεῖ σὲ ἔντονη προσδοκία. Ἡ ὥρα εἶχε φθάσει 10 τὸ βράδυ καὶ ἡ συζήτηση τῶν συνδαιτημόνων προχωροῦσε μὲ ἀθυμία, ἀνάμεσα στοὺς συνομιλητές. Ξαφνικά, ὁ πρόξενος σηκώθηκε καὶ προχώρησε στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ σπιτιοῦ του. Σὲ λίγη ὥρα ἐπανῆλθε, ἐνῶ ἡ μυστικὴ ἔκφραση τοῦ προσώπου του ἐφανέρωνε τὴ χαρὰ τῆς ψυχῆς του. Χωρὶς νὰ χάνη χρόνο προετοίμασε κατάλληλο χῶρο στὸ μεσαῖο δωμάτιο, μεταφέροντας σ᾿ αὐτὸ καὶ ἕνα τραπέζι. Στὴ συνέχεια, μαζὶ μὲ τὴν γυναίκα του Στεφανία ἔφυγε, ἀφήνοντας τοὺς τρεῖς συνομιλητές του σὲ ἀπορία. Περὶ ὥρα 2 μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἐπέστρεψε, λέγοντας, ὅτι «ἐπῆγε εἰς τὸ μοναστήριον τῶν Φράγκων, ἐπῆρε τὸ κιβώτιο μὲ τὰ Ἅγια καὶ τὰ ἔφερε εἰς τὸ σπίτι του»! Ἀφοῦ τὸ ἄνοιξε ἔλαβε, μὲ ἀνεπιτήδευτη λιτότητα, ἕνα χρυσοκέντητο κάλυμμα, τὸ ἅπλωσε στὸ τραπέζι, καθὼς καὶ εἴκοσι κηροπήγια μὲ ἰσάριθμα κεριά. Ἐνῶ τὰ βλέμματα ὅλων ἦταν προσηλωμένα ἐπάνω του, ἐκεῖνος μὲ ἤρεμη ἀπόφαση ἄναψε τὰ κεριά, ἐθυμιάτισε ὅλο τὸ δωμάτιο, καθὼς δὲν μποροῦσε νὰ κρύψει τὰ δάκρυα ποὺ κυλοῦσαν στὸ πρόσωπό του, ἔλαβε ἀπὸ τὸ κιβώτιο τὴ θήκη μὲ τὰ «Ἅγια». Μὲ ἱεροπρεπὴ κίνηση τὴν ἀνύψωσε καὶ ἀφοῦ προχώρησε μὲ ἀσταθὲς βῆμα, «ἔδωσεν εἰς χεῖρας τοῦ Ἁγίου Δεσπότου Σαντορίνης τὴν Τιμίαν Ζώνην καὶ τὸ Τίμιον Ξύλον... κλαίων καὶ ὀδυρόμενος», ὅπως ἀναγράφει τὸ Α´ Ἁγιορειτικὸ ἔγγραφο (φύλ. 14)
22.
Βλέποντας μὲ ἔκσταση ὁ γέροντας ἐπίσκοπος τὸ πρόσωπο τοῦ προξένου καθὼς τοῦ προσέφερε τὴν θεόσδοτη χάρη, προχώρησε μὲ βηματισμὸ ὁσίου καὶ κλίνας γόνυ ψυχῆς καὶ σώματος, παρέλαβε τὴν θήκη καὶ τὴν κατεφίλησε, ἐνῶ λόγια δοξολογίας ἄφηναν τὰ χείλη του στὸν ἀέρα... Ἐν τῷ μεταξὺ μὲ τὸν ἀρχιδιάκονό του Σεραφεὶμ εἰδοποίησε τοὺς δύο Βατοπαιδινοὺς μοναχούς, ποὺ ἐνίσχυαν τὴν ψυχὴ τοῦ συγκεντρωμένου πλήθους κάτω στὴν πόλη, νὰ προσέλθουν στὸ σπίτι τοῦ προξένου. Σὲ λίγη ὥρα ἔφτασαν οἱ πατέρες, γεμάτοι ἀπὸ ἱερὴ συγκίνηση καὶ ἀνυπόκριτη χαρά. Ὁ ἐπίσκοπος Ζαχαρίας τοὺς ἐκάλεσε νὰ παραλάβουν τὰ «Ἅγια» καὶ ἐκεῖνοι «ποιήσαντες μετανοίας», καὶ ψελλίζοντες ὕμνους εὐχαριστίας πρὸς τὴν Κυρίαν Θεοτόκον, ἀφοῦ τὰ ἀσπάσθηκαν, τὰ ἐπανατοποθέτησαν στὸ ὁλόφωτο τραπέζι.
Ἱερὲς οἱ στιγμές, γεμάτες ἀπὸ εὐχαριστήρια προσευχὴ ποὺ ἐπεσφράγιζε τὸν ἀγώνα τεσσάρων μηνῶν. Ἡ Παναγία, ποὺ ἐπὶ μῆνες τὴν παρακαλοῦσαν οἱ πατέρες μὲ ὁλονύκτιες δεήσεις, ποτισμένες μὲ ῥοὲς δακρύων, ἔκανε τὸ θαῦμα Της στὴ Σαντορίνη!
Συντετριμμένος ὁ ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ «σημεῖο», ἐτέλεσε Ἁγιασμὸ βοηθούμενος ἀπὸ τὸν ἱερομόναχο Νεόφυτο Μπελλώνια -ἐφημέριο τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ τῶν Φηρῶν- καὶ ἁγίασε τὸ σπίτι τοῦ προξένου, ὅπου ἐπὶ μῆνες στὸ πρόσωπο τῆς γυναικός του κυριαρχοῦσε ἡ ἐπήρεια δαιμονικοῦ πνεύματος.
Ἤδη, ἡ ἱερὴ νύκτα τῆς 9ης Ὀκτωβρίου 1830 ἔφευγε πρὸς τὴν αἰωνιότητα καὶ ξημέρωνε ἡ Κυριακὴ 10 Ὀκτωβρίου
23, μία ἡμέρα ποὺ μὲ θαυμαστὸ τρόπο ἐφανέρωνε τὴ Χάρη τῆς Θεοτόκου στὴ Σαντορίνη, ὡς σφραγίδα ὅλων τῶν ἁγιασμάτων της.
Τὸ πρωϊνὸ τῆς 10ης Ὀκτωβρίου 1830 βρῆκε τὴν πόλη τῶν Φηρῶν μὲ ἑορταστικὸ πρόσωπο. Οἱ σημαῖες κυμάτιζαν παντοῦ. Ὅλα τὰ «κονσολάτα»
24 (προξενεῖα), ὕψωσαν τὶς σημαῖες τους. Τὰ πλοῖα στὸν Ἀθηνιὸ καὶ τὸν Ὅρμο τῶν Φηρῶν ἔριχναν βολὲς πυροβόλου, «τόπια», ἐνῶ οἱ ἐλεύθερες τουφεκιὲς ἐγέμισαν τὸν ἀέρα.
Ἐν τῷ μεταξύ, ἡ προετοιμασία στὸ σπίτι τοῦ προξένου γιὰ τὴν μεταφορὰ τῶν κειμηλίων εἶχε ὁλοκληρωθεῖ καὶ μόλις ἔφθασε ὁ ἐπαρχεύων Νικ. Χρυσοβελώνης σχηματίσθηκε ἡ λιτανευτικὴ πομπὴ μὲ ἐπικεφαλῆς τὰ λάβαρα, τοὺς ψάλτες, καὶ τὸν λαμπροφορεμένο ἱερὸ κλῆρο τῆς νήσου.
Ὁ ἐπίσκοπος Ζαχαρίας καταφιλώντας τὰ «Ἅγια» κάτω ἀπὸ τὰ δακρυσμένα μάτια τῶν παρευρισκομένων, τὰ ὕψωσε στὰ γεροντικά του χέρια καὶ ἄρχισε τὴν λιτανευτικὴ ἔξοδο ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Σανταντωνίου, ἐνῶ τὸν συνώδευαν οἱ δύο ταπεινοὶ Ἁγιορεῖτες μοναχοί, ὁ ἀρχιδιάκονός του Σεραφείμ, ὁ ἱερομόναχος Νεόφυτος Μπελλώνιας καὶ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ
25, ποὺ εἶχε διανυκτερεύσει καὶ αὐξηθεῖ, σὲ μιὰ ἐνθουσιαστικὴ ἀτμόσφαιρα, καθὼς ξημέρωνε ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Ἡ χαρμόσυνη κωδωνοκρουσία ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν τῆς πόλεως καὶ τῶν γύρω χωριῶν, μαζὶ μὲ τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἄσματα ποὺ συνόδευαν τὴν ἱεροπρεπὴ πομπή, ἐγέμισαν τὸν ἀέρα μὲ τὸ θριαμβευτικὸ μήνυμα τῆς εὑρέσεως τῆς Τιμίας Ζώνης.
Ὅταν ἡ ἱερὴ πομπὴ ἔφθασε στὸν Μητροπολιτικὸ ναὸ τῶν Φηρῶν
26 -ποὺ μόλις πρὸ τριετίας (1827) εἶχε θεμελιωθεῖ- ἐτελέσθη ἐπίσημη Δοξολογία, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἐπάρχου ἐξεφώνησε ἁρμόδιο λόγο, εὐχαριστώντας τὸν Θεό, διότι μὲ τὴν Χάρη Του εὑρέθηκαν τὰ ἱερὰ κειμήλια καὶ παραδόθηκαν σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀνῆκαν.
Μὲ τὸ τέλος τῆς Δοξολογίας ὁ λαὸς ἄρχισε νὰ ἀσπάζεται, χωρὶς ἐπίπλαστη εὐσέβεια, τὰ θεοφόρα λείψανα, εὐφραινόμενος ἀπὸ οὐράνια γαλήνη. Ἀκόμη καὶ οἱ Καθολικοί, μαζὶ μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, ἔτρεξαν νὰ ἐκζητήσουν τὴν ἁγιαστικὴ χάρη Τους. Ἀποτελοῦσε δὲ αὐτὸ μιὰ ἀπόδειξη τῶν θαυμαστῶν ἐπενεργειῶν, ποὺ κατὰ τὸ παρελθὸν εἶχεν ἀναφέρει σ᾿ αὐτοὺς ὁ Σανταντώνιος. Μάλιστα, στὴ διάρκεια τῆς προσκυνήσεως ἡ δύναμη τῆς Τιμίας Ζώνης ἐπεσκίασε τὸ λαὸ καὶ πολλοὶ ἀσθενεῖς θεραπεύθηκαν, ἐνῶ πολλοὶ δαιμονισμένοι ἐκραύγαζαν ἄναρθρες κραυγές, καθὼς τὰ δαιμόνια ἔφευγαν ἀπὸ πάνω τους, σημειώνει τὸ πρῶτο (Α´) Ἁγιορειτικὸ ἔγγραφο
27. Ἔτσι, γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἡ Παναγία ἔγινε ὄχι μόνο «τὸ τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα», ἀλλὰ καὶ «Θεοῦ πρὸς θνητοὺς εὐδοκία»
28.
Ὅταν ἐτελείωσε ἡ προσκύνηση, σχηματίσθηκε καὶ πάλι σεμνὴ λιτανευτικὴ πομπή, κατὰ τὴν ὁποία οἱ δύο Βατοπαιδινοὶ μοναχοὶ κρατοῦντες τὰ «Ἅγια» καὶ συνοδευόμενοι ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ζαχαρία, τὸ ἱερατεῖο καὶ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ τῶν κάτω χωρίων, ἔφθασαν, διὰ μέσου τοῦ δρόμου τῆς προηγουμένης ἡμέρας, στὸ Καστέλι τοῦ Πύργου. Οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες, ἀφοῦ ἐναπέθεσαν στὸ κατάλυμά τους τὰ σεπτὰ λείψανα, ἀμέσως νέα πλήθη λαοῦ ἀπὸ τὰ γύρω τοῦ Δήμου Καλλίστης χωρία ἦλθαν νὰ τὰ προσκυνήσουν μὲ τὴν πτωχεία τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τὴν φλόγα τῆς ἀληθινῆς πίστεως.
Ὅπως δὲ σημειώνει τὸ «Θηραϊκὸ» ἔγγραφο, «τοιαύτη συγκίνησις τῶν κατοίκων τῆς Θήρας καὶ σέβας πρὸς τὰ Θεῖα οὐδέποτε, ἄλλοτε, ἐφάνησαν ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας. Ὁ λαός, ὡς σμῆνος μελισσῶν συνήρχετο εἰς τὸ κατάλυμμα τῶν πατέρων εἰς προσκύνησιν τῶν Ἁγίων».
Παρὰ τὸ γεγονός, ὅτι οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες δὲν ἐπιθυμοῦσαν νὰ μεταφερθοῦν καὶ σὲ ἄλλα χωρία τῆς νήσου τὰ «Ἅγια» γιὰ εὐλογία καὶ ἁγιασμό, ἐν τούτοις, στὴν ἐπιμονὴ καὶ ἀπαίτηση τῶν χωρικῶν, ὑπεχώρησαν. Σημειώνεται ὅτι τὴν μεταφορὰ στοὺς ἐνοριακοὺς ναοὺς τῶν χωρίων οἱ κάτοικοι τὴν συνώδευον μὲ πυροβολισμούς, κωδωνοκρουσίες καὶ Ἀγρυπνία κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς παραμονῆς τῶν κειμηλίων.
Τυγχάνει δὲ χαρακτηριστικὴ ἡ μαρτυρία τοῦ Ἀντωνίου Σιγάλα, μὲ τὴν ὁποία κλείνει καὶ τὸ ἔγραφό του, γιὰ τὴν ἐντύπωση ποὺ προκαλοῦσαν στὸ λαὸ τὰ σεπτὰ λείψανα· «καὶ τὰ τρία ἱερὰ κειμήλια εὐωδίαζον ἄῤῥητον εὐωδίαν, πολλάκις ἠσθάνοντο τὴν εὐωδίαν ἄνθρωποι διαβαίνοντες ἀπὸ τὴν οἰκίαν ὅπου ἦσαν ταῦτα τεθειμένα ἢ ὁσάκις ἤθελον μεταφέρει αὐτὰ εἲς τινα χωρία, εὐωδίαζον αἱ ὁδοὶ τοῦ χωρίου ἐκείνου. Τοῦτο εἶναι ἀληθέστατον καὶ ὁμολογούμενον παρὰ πάντων».
Εἶχαν συμπληρωθεῖ ὀκτὼ μῆνες (Ἰούνιος 1830 - Ἰανουάριος 1831) παραμονῆς στὴ Σαντορίνη τῶν δύο Ἁγιορειτῶν πατέρων, ἀπὸ τότε ποὺ ἦλθαν νὰ παραλάβουν τὰ «Ἅγια». Ἐνῶ δὲ ἡ ψυχή τους εἶχε πλημμυρίσει ἀπὸ χαρά, διότι ἡ Κυρία Θεοτόκος τοὺς ἀξίωσε νὰ ἐπανεύρουν τὴν Τιμία Ζώνη Της καὶ νὰ ἁγιάσουν δι᾿ αὐτῆς τὸν λαὸ τῆς νήσου, ξαφνικά, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1831, Διοικητὴς Σαντορίνης καὶ Ἀνάφης ἀνέλαβεν ὁ Ἰ. Λάτρης, πού, καθὼς ἀναφέρει τὸ «Θηραϊκὸ» ἔγγραφο, ἦτο «πολέμιος τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν, κατατηκόμενος ὑπὸ φθόνου διὰ τὴν ἀφοσίωσιν τῶν χριστιανῶν περὶ τὰ Θεῖα».
Προκειμένου, λοιπόν, ὁ νέος Διοικητὴς νὰ διαταράξη τὴν ψυχικὴ γαλήνη τοῦ λαοῦ τῆς νήσου, ὁ ὁποῖος τὴν ἐκέρδισε ὕστερα ἀπὸ πολύμηνο ἀγώνα διενέξεώς του μὲ τὸν Ἄγγλο πρόξενο, ἐξέδωκε διαταγή, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες ὤφειλαν νὰ ἀναχωρήσουν ἀμέσως ἀπὸ τὴ Σαντορίνη. Ἔφερε δὲ ὡς δικαιολογητικὸ τὸ γεγονός, ὅτι μὲ τὴν ἐπὶ πλέον παραμονή τους, συνεχίζουν νὰ ἐξεγείρουν τὸν λαὸ σὲ συναισθηματικὲς θρησκευτικὲς καταστάσεις, στὶς ὁποῖες ἐκεῖνος δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ λαμβάνει μέρος. Μὲ θάῤῥος, ὅμως, ὁ λαὸς ἀντιστάθηκε στὴ διαταγὴ καὶ τοῦ ἀπήντησε· «Οἱ πατέρες θὰ ἀναχωρήσουν ἀφοῦ πρῶτα ἁγιασθῆ ὅλος ὁ λαὸς τῆς νήσου».
Ὁ Διοικητὴς ὑπεχώρησε μπροστὰ στὴ σθεναρὴ ἐκείνη ἀπόφαση. Δὲν ἔπαυσε, ὅμως, νὰ ζητῆ ἀφορμὴ νὰ ἐκτελέση τὸ πονηρό του σχέδιο, παρὰ τὸ γεγονός, ὅτι τόσο ὁ ἐπίσκοπος Ζαχαρίας, ὅσο καὶ οἱ Δημογέροντες τῆς Σαντορίνης τὸν παρακάλεσαν νὰ μὴν ἐπιμένη, δεδομένου, ὅτι ὑπάρχει κίνδυνος νὰ προκληθῆ ἀναταραχὴ στὸ χῶρο τῆς Διοικήσεως τῆς Ἐπαρχίας Θήρας. Παρὰ ταῦτα ἐκεῖνος ἦταν ἀμετάθετος στὴν ἀπόφασή του. Ὑπὸ τὴν ἔπαρση καὶ τὴν ἀπειλὴ τῆς διοικητικῆς ἐξουσίας ζητοῦσε νὰ κάμψη τὸ θρησκευτικὸ φρόνημα τοῦ Θηραϊκοῦ λαοῦ.
Οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες ἀπέναντι σ᾿ ἐκείνη τὴν μικροψυχία του ἄρχισαν νὰ ἑτοιμάζουν τὴν ἀναχώρησή τους. Ξαφνικά, τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς τοὺς εἰδοποίησε νὰ παρουσιασθοῦν στὸ Διοικητήριο, γιὰ νὰ ἁγιασθῆ καὶ ἐκεῖνος ἀπὸ τὰ φανερωθέντα «ἔργα» τους. Οἱ πατέρες, ὅμως, γνωρίζοντες τὶς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου ἀπὸ τὴν πολυχρόνιο μαθητεία τους στὴν ἄσκηση τῆς προσευχῆς, ἐθεώρησαν, ὅτι ἡ ἐνέργεια ἐκείνη ἔκρυβε ψεῦδος καὶ ἔπρεπε, πρὸς τοῦτο, νὰ προσέξουν.
Ἔφθασαν, λοιπόν, στὰ Φηρὰ καὶ ἀφοῦ ἄφησαν σὲ φιλικό τους σπίτι τὰ «Ἅγια», παρουσιάσθηκαν στὸ Διοικητήριο καὶ ἠρώτησαν, ἂν ὄντως ὁ Διοικητὴς «εὐηρεστεῖτο νὰ εἰσέλθουν εἰς τὸ Διοικητήριον πρὸς ἁγιασμόν». Μὲ κατάπληξη πληροφορήθηκαν, ὅτι ὁ Διοικητὴς ἀπουσίαζε, ὁπότε ἀποφάσισαν ἀγογγύστως νὰ τὸν περιμένουν. Ἐπειδή, ὅμως, ἡ νύκτα ἐπλησίαζε, ἠρώτησαν τὸν γραμματέα, ἂν ὄντως θὰ ἐπιστρέψη. Ἐκεῖνος μὲ ἀποδοκιμασία ἀπάντησε· «Ὁ Διοικητὴς θὰ καθυστερήση...».
Τότε οἱ πατέρες ἐπέστρεψαν στὸ φιλικό τους σπίτι καὶ παρὰ τὴν κόπωση ὅλης τῆς ἡμέρας, ἔκριναν καλὸ νὰ τὸν περιμένουν καὶ πάλι. Μετὰ τὴν δύση τοῦ ἡλίου ὁ Διοικητὴς ἐπέστρεψε. Χωρὶς χρονοτριβὴ ἀπέστειλε τὸν πολιτάρχη καὶ ἐκάλεσε τοὺς μοναχοὺς νὰ προσέλθουν ἀμέσως στὸ Διοικητήριο.
Ὅταν ἔφθασαν οἱ πατέρες ἐνώπιόν του, ἐζήτησε, μὲ πολύτροπη ἐπιμονή, νὰ τοῦ ἀφήσουν τὰ «Ἅγια» καὶ νὰ φύγουν. Ἐκεῖνοι τότε μὲ παῤῥησία τοῦ ἀπάντησαν· «Τὰ Ἅγια αὐτά, οὔτε τὰ ἔχομε κλέψει, οὔτε διὰ τῆς βίας τὰ κατέχομε. Ὑπάρχουν γράμματα ποὺ ἀναφέρουν, ὅτι ἀνήκουν ἀσφαλῶς στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου, τῆς ὁποίας εἴμεθα ἀπεσταλμένοι νὰ τὰ παραλάβωμε καὶ νὰ τὰ ἐπαναφέρωμε σ᾿ αὐτή».
Παρὰ ταῦτα, ὁ Διοικητὴς ἐπέμεινε στὴν ἀπόφασή του καὶ διέταξε τὸν πολιτάρχη, τὸν ἀστυνόμο καὶ τὸν γραμματέα, ὅταν οἱ μοναχοὶ φέρουν τὰ «Ἅγια» νὰ τὰ κλείσουν σὲ κιβώτιο καὶ ἀφοῦ τὸ σφραγίσουν νὰ τὸ φυλάξουν στὸ Πολιταρχεῖο. Μόλις ὁ ἐπίσκοπος Σαντορίνης Ζαχαρίας πληροφορήθηκε τὴν αὐθαίρετη ἐνέργεια τοῦ νέου Διοικητοῦ, ἀπέστειλε νύκτα τὸν ἀρχιδιάκονό του Σεραφεὶμ στὸ Διοικητήριο, διαμηνύοντας ὅτι τὰ ἀντικείμενα αὐτά, ὡς θεῖα καὶ ἱερά, ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν ἀρχιερέα της καὶ ὡς ἐκ τούτου πρέπει νὰ διαφυλαχθοῦν στὸν Μητροπολιτικὸ ναὸ καὶ ὄχι στὸ Πολιταρχεῖο. Παρὰ τὴν διαμαρτυρία τοῦ ἐπισκόπου, ὁ Διοικητὴς τὴν ἑπομένη ἀντέδρασε, ἀποστέλλοντας πρὸς αὐτὸν ἐπίσημο Γράμμα μὲ τὸ ὁποῖο ζητοῦσε οἱ Ἁγιορεῖτες νὰ ἀναχωρήσουν ἀνυπερθέτως, ἀφοῦ πρῶτα τοὺς ἐπιπλήξη, γιὰ ὅσα ἀνάρμοστα λόγια ἐκφώνησαν κατὰ τῆς Διοικήσεως! Ὁ ἐπίσκοπος Ζαχαρίας, βλέποντας, ὅτι ὁ Διοικητὴς ἐπιμένει στὴ παράτολμη ἀπόφασὴ του, ὅτι δηλαδὴ «φάσκει καὶ ἀντιφάσκει», κατὰ τὸ «Θηραϊκὸ» ἔγγραφο καὶ θέλοντας νὰ προλάβη τὴν δίκαιη ἀγανάκτηση τοῦ λαοῦ, ὄχι μόνο ἐνάντια στὸ πρόσωπο τοῦ Διοικητοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς Βασιλικῆς Κυβερνήσεως, ἀφοῦ συμβουλεύθηκε ἀρκετοὺς ἀπὸ τοὺς προκρίτους τῶν χωριῶν, μετέβη στὸ Διοικητήριο καὶ ἐζήτησε νὰ συναντήσει τὸν ἴδιο. Ἀντ᾿ αὐτοῦ, ὅμως, παρουσιάσθηκε ὁ ἀστυνόμος ποὺ μὲ εὐτέλεια ἠρώτησε τὸν σεβασμιώτατο γέροντα· «Τί ζητεῖς Δέσποτα; ἔρχομαι ἐκ μέρους τοῦ Διοικητοῦ νὰ σοῦ πῶ, ὅτι ἂν θέλης νὰ τὸν δῆς διὰ τὴν ὑπόθεση τῶν Ἁγιορειτῶν, πήγαινε πίσω, διότι αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο. Δὲν ἔχει καθόλου εὐκαιρία. Ἄν, ὅμως, ἔχης ἀνάγκη κάτι ἄλλο νὰ τὸ ἀναφέρης γραπτῶς ἀπὸ τὸ σπίτι σου!».
Στὰ ἐρεθιστικὰ ἐκεῖνα λόγια ὁ ἐπίσκοπος δὲν ἀπήντησε. Ἐπέστρεψε στὸν Πύργο γεμάτος περίσκεψη καὶ ἐνημέρωσε τοὺς Δημογέροντες καὶ τοὺς προκρίτους τῶν χωριῶν περὶ ὅσων συνέβησαν. Τότε ἡ ἀγανάκτηση καὶ ἡ ὀργὴ ὅλων κορυφώθηκε. Ἀπεφάσισαν, λοιπόν, νὰ παρέμβουν δυναμικὰ μαζὶ μὲ τὸ λαὸ μὲ πρώτη ἐνέργεια νὰ πυρπολήσουν τὸ Διοικητήριο, εὐθύς, ὡς δοθῆ νέα ἀφορμή. Οἱ συμβουλές, ὅμως, τῶν προκρίτων καὶ τῶν ἄλλων μεγαλυτέρων, μαζὶ μὲ τὴν ἐπιείκεια τοῦ ἐπισκόπου Ζαχαρία συγκράτησαν, πρὸς καιρόν, τὴν ἀπόφασὴ τους.
Τότε οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες, κρίνοντες ὅτι ἡ νέα κατάσταση, καθὼς ἐξελίσσεται, μπορεῖ νὰ ἔχει δυσάρεστες ἐπιπτώσεις στὴ Θηραϊκὴ κοινωνία, μετέβησαν στὸ Διοικητήριο καὶ ἐζήτησαν τὴν ἄδεια νὰ ἀποχωρήσουν. Ὁ Διοικητὴς ἀπαξίωσε καὶ πάλι νὰ τοὺς συναντήση. Τοὺς ἀνήγγειλε μὲ τὸν ἀστυνόμο, ὅτι εἶναι ἐλεύθεροι, χωρὶς διαβατήριο νὰ φύγουν ἀπὸ τὴ Σαντορίνη καὶ ὅτι τὸ πλοῖο ποὺ θὰ τοὺς μεταφέρη στὴ Σύρο θὰ τὸ φροντίση ἡ Διοίκηση.
Πράγματι, μετὰ ἀπὸ δέκα περίπου μῆνες παραμονῆς (Ἰούνιος 1830) οἱ πατέρες ἀνεχώρησαν ἀρχὲς Μαρτίου 1831, ὕστερα ἀπὸ προφορικὴ ἄδεια τοῦ Θηραίου Ῥώσου προξένου Βασιλείου Σ. Μαρκεζίνη, γιὰ Σύρο, Σκόπελο, Ἅγιον Ὄρος, ἐπαναφέροντες, «ἐν ἀγαλλιάσει», ὕστερα ἀπὸ δέκα χρόνια φυγῆς καὶ ὀδυνηρῆς ἐμπειρίας, τὰ ἱερὰ κειμήλια στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου Ἁγίου Ὄρους. Εἰσερχόμενοι στὴ Μονὴ «ἐνεπλήσθημεν ἅπαντες (οἱ μοναχοὶ) πνευματικῆς χαρᾶς, ὑπαντήσαντες τοὺς ἁγίους θησαυροὺς τοῦ ἱεροῦ Μοναστηρίου... τοὺς ὁποίους διέσωσεν ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων εἰς δόξαν τῆς Πανάγνου αὐτοῦ Μητρός», ἀναφέρει τὸ Α´ Ἁγιορειτικὸ Βατοπαιδινὸ ἔγγραφο. Μετὰ ἀπὸ ὁλονύκτιο Ἀγρυπνία, ἡ ἀδελφότητα τῆς Μονῆς ἔκρινε εὔλογο ἡ ἑορτὴ τῆς Εὑρέσεως καὶ φανερώσεως τῆς Τιμίας Ζώνης νὰ «ἐπιτελῆται» κατὰ τὴν 10ην Ὀκτωβρίου, πρὸς τιμὴ καὶ μνήμη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ὄντως ἡ ἑορτὴ αὐτὴ συνεχίζεται μέχρι σήμερα μὲ ἰδιαίτερη ἀσματικὴ Ἀκολουθία, τὸ χειρόγραφο τῆς ὁποίας ἀνήκει στὴ δεκαετία τοῦ 1840, εὑρίσκεται στὴ Δημοτικὴ Βιβλιοθήκη Σάμου καὶ φέρει τὸν τίτλο·
«Μηνὶ Ὀκτωβρίου δεκάτη· Μνήμην ἐπιτελοῦμεν τῆς εὑρέσεως τῆς Παναγίας Ζώνης τῆς Μητρὸς τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, γενομένης ἐν τῇ νήσῳ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης (= Σαντορίνης) καὶ τῆς ἐπανόδου αὐτῆς ἐν τῇ σεβασμίᾳ καὶ αὐτοκρατορικῇ ἡμῶν Μονῇ τοῦ Βατοπαιδίου ἐν ἔτει σωτηρίῳ ᾳψλω´» 29.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ προσθέσωμε, ὅτι ὅπως ἀναφέρει καὶ πάλι τὸ «Θηραϊκὸ» ἔγγραφο, πρὶν ὁ πρόξενος Σαναντώνιος παραδώση τὴν Τιμία Ζώνη, ἡ γυναίκα του Στεφανία εἶχεν ἀποκόψει, μὲ κρυφὸ τρόπο, τεμάχιο ποὺ τὸ ἐφύλαττε ἐπὶ πολλὰ χρόνια μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατό του. Ὅταν, ὅμως, ἡ μητέρα καὶ ἀδελφή της ἀσθένησαν βαριὰ περὶ τὸ 1839, τότε ἀπέστειλε ἐπιστολὴ πρὸς τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου, μὲ τὴν ὁποία τὸν παρακαλοῦσε νὰ στείλη ἀντιπροσώπους νὰ τὸ παραλάβουν. Ὄντως, ἀδελφὸς τῆς Μονῆς ἔφθασε στὴ Σαντορίνη καὶ παρέλαβε, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἱερὸ τεμάχιο τῆς Ἁγίας Ζώνης καὶ μίαν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ῥωσικῆς προελεύσεως, ἀνήκουσα στὴν ἴδια Μονὴ
30.
Α. Μιὰ ἀψευδὴς μαρτυρία στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου Ἁγίου Ὄρους. Σύμφωνα μὲ τὰ δεδομένα ποὺ περιέχονται στὶς γραπτὲς μαρτυρίες, περὶ τῶν ὁποίων ἔγινε λόγος, κατὰ τὸ χρονικὸ διάστημα τῆς παραμονῆς τῶν δύο Βατοπαιδινῶν μοναχῶν στὴ Σαντορίνη, συγκεντρώθηκε ἀπὸ τοὺς κατοίκους ἱκανὴ οἰκονομικὴ βοήθεια, ὄχι μόνο γιὰ νὰ ἐπανακτήσουν τὰ «Ἅγια», ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ βοηθήσουν στὶς ἄλλες ἀνάγκες τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου.
Τὰ διάφορα οἰκονομικὰ στοιχεῖα ποὺ περιέχονται στὰ προαναφερόμενα τρία ἔγγραφα ἔχουν ὡς ἑξῆς·
Τὸ Α´ ἔγγραφο ἀναφέρει· «ἐκάθησαν οἱ ἀδελφοὶ ἡμῶν ἕως τὸ Πάσχα, τοὺς ἐπροσκάλεσαν εἰς ὅλα τὰ χωρία καὶ ἔκαμαν ἁγιασμοὺς εἰς τὰ ὀσπίτια τῶν χριστιανῶν καὶ τοὺς ὑπεδέχοντο μετὰ μεγάλης εὐλαβείας καὶ τοὺς ἐφιλοδωροῦσαν πλουσιοπαρόχως καὶ ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνην τῶν χριστιανῶν ὁποὺ ἐσύναξαν, ἔδωκαν δεκαπέντε χιλιάδες γρόσια εἰς τὸν Δομήνικον· ἔφερον καὶ εἰς τὸ Ἱερὸν Μοναστήριον πολλὰ ἱερὰ σκεύη καὶ ἱερὰ ἄμφια καὶ παράδες ἀρκετοὺς εἰς μνημόσυνον τῶν εὐσεβῶν χριστιανῶν».
Τὸ Β´ ἔγραφον καταχωρίζει ἀναλυτικότερα στοιχεῖα. Κατ᾿ αὐτό, τὸ σύνολο τῶν χρημάτων ποὺ συγκεντρώθηκαν ἀπὸ τοὺς Θηραίους ἦταν 35.000 γρόσια ποὺ δαπανήθηκαν σὲ διαφόρους σκοπούς, ὅπως ῥητῶς ἀναγράφονται στὸ ἀκόλουθο ἀπόσπασμα· «καὶ περιελθὼν ὁ προηγούμενος Κύριος Διονύσιος πᾶσαν τὴν νῆσον τῆς Σαντορίνης ἐσύναξεν ἱκανὴν βοήθειαν ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς... ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἄλλα μετρητὰ ἔδωκεν εἰς τὸν Δομήνικον Σανταντώνιον διὰ τὴν ἐπαναφορὰ τῆς Ἁγίας Ζώνης καὶ τοῦ Τιμίου Ξύλου, τὰ δὲ λοιπὰ ἔφερε εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν τοῦ Βατοπαιδίου, ὡς φαίνονται ὀνομαστί·
- 15000 γρόσια εἰς τὸν Δομήνικον Σανταντώνιον
- 2000 γρόσια ἔδωκεν εἰς τὴν Κάσαν τῆς Διοικήσεως.
- 1745 γρόσια εἰς ἔξοδα ὅσα ἐγένοντο ἀφοῦ ἔφυγεν ἀπὸ τὸ Μοναστήριον, ἕως οὗ εὗρε τὰ ἅγια.
- 6255 γρόσια ἔφερεν ἐδῶ μετρητά.
- 7000 γρόσια εἰς μαλαγματικὰ δράμια 300 διὰ νὰ γένη κανδήλιον τῆς Παναγίας.
- 400 γρόσια δι᾿ ἓν κανδήλιον ἀσημένιον μεγάλον.
- 800 γρόσια διὰ ἕνα Σταυρὸν ὅπου ἔφτιασε καὶ ἔβαλε τὸ Τίμιον Ξύλον διὰ ἐκεῖνον ὁποὺ ἐχάθη.
- 2000 γρόσια διὰ ἕνα πολυκάνδηλον ἀσημένιον μεγάλον δράμια 900 μὲ 6 κηρία...».
Τὸ Γ´ ἔγγραφο («Θηραϊκὸ») μᾶς πληροφορεῖ, ὅτι ἐπὶ πλέον τῶν χρημάτων οἱ συνεισφορὲς τῶν Χριστιανῶν περιελάμβανον «κοσμήματα, χρυσοΰφαντα ἐνδύματα καὶ κηρία».
Ἄξια ἰδιαιτέρας προσοχῆς τυγχάνει καὶ ἡ ἀκόλουθη πληροφορία ποὺ ἀναφέρει τὸ ἴδιο ἔγγραφο·
Ὁ ἀρχιδιάκονος Σεραφεὶμ Καΐρης καὶ ὁ Ἀντώνιος Σιγάλας, ὑπὸ τὴν ἰδιότητα τοῦ ἀστυνόμου τοῦ Δήμου Καλλίστης, ἐπραγματοποίησαν ἔρευνα στὸ σπίτι τοῦ Σανταντωνίου στὰ Φηρὰ -μετὰ τὸ θάνατό του- καὶ βρῆκαν μίαν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ῥωσικῆς προελεύσεως, ποὺ ἀνῆκε στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου καὶ μέρος τῆς Τιμίας Ζώνης, τὸ ὁποῖο, μὲ μυστικὸ τρόπο, εἶχεν ἀφαιρέσει ἡ γυναίκα του Στεφανία, «πληρώσαντες δι᾿ αὐτὰ γρόσια πέντε χιλιάδες καταβληθέντα ὑπὸ τῶν Θηραίων».
Β´ Τὰ ἀφιερώματα τῶν Θηραίων. 1. Ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν ἐφέστιο εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βηματαρίσσης
31 ποὺ εὑρίσκεται στὸ καθολικὸ τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου, ὁ προσκυνητὴς θὰ παρατηρήση μία πεντάφωτο κανδήλα γενομένη ἀπὸ καθαρὸ χρυσό. Ἡ κανδήλα αὐτὴ φέρει τὸ ὄνομα «ΘΗΡΑ», διότι κατὰ τὸ Θηραϊκὸ ἔγγραφο κατασκευάσθηκε ἀπὸ χρήματα τῶν Θηραίων καὶ ἀποτελεῖ τὴν ἀψευδῆ μαρτυρία εὑρέσεως τῆς Τιμίας Ζώνης στὴ Σαντορίνη, ἐνώπιον τῆς σοροῦ τῆς ὁποίας καίει μέχρι σήμερα. Φέρει δὲ τὴν ἐπιγραφή·
«1835 Δ.Χ.Ι.Ω. - ΛΚ». Ἀπὸ αὐτὴν κρέμεται ἕνα φλουρί, στὴ α´ πλευρὰ τοῦ ὁποίου ὑπάρχει χαραγμένη ἡ ἑξῆς ἀφιερωτικὴ ἐπιγραφή·
«Μνήσθητι Δέσποινα Βηματάρισσα Διονυσίου Προηγουμένου Βατοπαιδινοῦ καὶ Στεφάνου μοναχοῦ τῆς συνοδείας αὐτοῦ.
Παράσχου δὲ αὐτοῖς καὶ πᾶσι τοῖς ἐν Σαντορίνῃ ὀρθοδόξοις χριστιανοῖς πάντα τὰ πρὸς σωτηρίαν αἰτήματα καὶ τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν τὴν ἀπόλαυσιν».
Ἐπὶ τῆς β´ πλευρᾶς, ἡ ἱστορικὴ ἔνδειξη·
«Ἐγένετο ἡ κανδήλα αὕτη ἀπὸ χρυσίον τῶν τῆς Σαντορίνης ὀρθοδόξων γυναικῶν, συναχθέντος ἐν τῇ ἀναζητήσει καὶ εὑρέσει τῆς Ἁγίας Ζώνης ἐπὶ τῆς κυβερνήσεως τοῦ ἀειμνήστου Ἰωάννου Α. Καποδίστρια ἐν ἔτει σωτηρίῳ 1831».
2. Στὶς δύο κόγχες - ἁψίδες τοῦ καθολικοῦ τῆς Μονῆς καὶ πάνω ἀπὸ τὰ ἀναλόγια τῶν ψαλτῶν, ποὺ λέγονται «χοροί», τόσο στὴ Μοναστηριακὴ ἀρχιτεκτονικὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅσο καὶ στὴ Λειτουργική, ὑπάρχουν δύο πολυέλαιοι ἀφιερωμένοι ἀπὸ δύο Θηραϊκὲς οἰκογένειες, ποὺ κατασκευάσθηκαν στὴ Μόσχα τὸ 1832 καὶ διατηροῦνται μέχρι σήμερα. Ἡ τοῦ καθενὸς ἀφιερωτικὴ ἐπιγραφὴ εἶναι σὲ μεγαλογράμματη βυζαντινὴ καὶ ῥωσικὴ γραφή. Τῆς τελευταίας ἔγινε ἡ σχετικὴ μετάφραση διὰ τὴν πληρότητα τοῦ κειμένου
32.
Ὁ μὲν δεξιὸς πολυέλαιος φέρει κυκλοτερῶς τὴν ἀκόλουθη ταινιοειδῆ ἐπιγραφή·
«ΑΦΙΕΡΩΘΗ ΑΠΟ ΣΑΝΤΟΡΗΝΗΣ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥ ΖΥΓΟΥ ΤΟΥ ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΕΚΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΘΕΙΣΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΑΥΤΟΥ ΚΑΛΗΣ ΟΥΣ ΠΑΝΤΑΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΣΟΥ ΑΞΙΩΣΟΝ ΚΥΡΙΕ! ΕΤΟΣ 1832 ΗΜΕΡΑ 15 ΜΑΪΟΥ ΜΟΣΧΑ ΜΑΪΣΤΩΡ ΜΟΣΧΟΒΙΤΗΣ ΣΥΝΕΧΙΣΤΗΣ ΧΑΛΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑ ΖΜΙΝ - ΥΙΟΣ ΖΤΣΩΒ».
Ὁ δὲ ἀριστερός, τὴν ἑξῆς, ὁμοιότροπη μὲ τὴν προηγουμένη·
«ΑΦΙΕΡΩΘΗ ΑΠΟ ΣΑΝΤΟΡΗΝΗΣ ΠΑΡΑ ΤΩΝ ΔΟΥΛΩΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΕΚΝΩΝ ΑΥΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΕΚ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΑΥΤΩΝ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΩΝ ΑΠΑΝΤΩΝ ΜΝΗΣΘΗΤΙ ΚΥΡΙΕ ΕΝ ΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΣΟΥ. ΕΤΟΣ 1832 ΗΜΕΡΑ 15 ΜΑΪΟΥ ΜΑΪΣΤΩΡ ΧΑΛΑΛΑΜΠΟΣ ΖΤΣΩΒ».
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Γ´ ΜΕΡΟΥΣ
1. Σύντομη ἀναφορὰ στὸ γεγονὸς τῆς εὑρέσεως τῆς Τιμίας Ζώνης στὴ Σαντορίνη βλέπε· α) Γ. Σμυρνάκη, Τὸ Ἅγιον Ὄρος. β) Γ. Παπαδοπούλου, Συμβολαὶ εἰς τὴν Ἱστο ῥίαν τῆς παρ᾿ ἡμῖν Ἐκκλ. Μουσικῆς, ἐν Ἀθήναις 1890, σελ. 437. Γ. Παπαδοπούλου, Ἱστορικὴ Ἐπισκόπησις τῆς Ἐκκλησ. Βυζαντινῆς Μουσικῆς, Ἀθῆναι 1909, σελ. 225. γ) Δαν. Δεναξᾶ, Ἐκκλησιαστικὸς Ὁδηγὸς κ.λπ., ἐν Ἀθήναις 1927, σελ. 90-94. δ) Ἰ. Παναγιώτου, Ἡ πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν, Ἀθῆναι 1971, σελ. 82. ε) Προσκυνητάριο Ἱ. Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 1993, σελ. 54.
2. Φωτοστατικὸ ἀντίγραφο αὐτοῦ κατέχει καὶ ὁ γράφων.
3. Τὸ ἐν λόγῳ κείμενον ἡ Μονὴ ἀπέστειλε διὰ τοῦ ἀριθ. 256/24.9.1953 ἐγγράφου της, ὑπογραφομένου ὑπὸ τριῶν ἐπιτρόπων «Γερόντων».
4. Ματθ. Ε. Μηνδρινοῦ, Ὁ Θηραῖος μουσικὸς τοῦ ΙΘ´ αἰῶνος Ἀντώνιος Ν. Σιγάλας. Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Κυκλαδικῶν Μελετῶν, τόμ. ΙΕ´ (1996), σελ. 211.
5. Ματθ. Ε. Μηνδρινοῦ, Θηραϊκὰ Ἀρχεῖα, Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Κυκλαδικῶν Με λετῶν, τόμ. ΙΒ´ (1995), σελ. 236.
6. Ἡ περιγραφὴ τῶν διαστάσεων τοῦ Τιμίου Ξύλου ὑπὸ τοῦ Σιγάλα, ταυτίζεται μὲ τὴν ἀναφερομένη ὑπὸ τοῦ καθηγητοῦ Γεωργίου Μαντζαρίδη (πρβλ. ἀνωτ. σελ 27, ὑποσημ. 2 ἀριθ. 3), καθὼς καὶ ὑπὸ τοῦ Σκαρλ. Βυζαντίου (πρβλ. ἀνωτ. σελ. 12 ὑποσημ. 5).
7. Ματθ. Ε. Μηνδρινοῦ, Ἐκρήξεις καὶ σεισμοὶ τοῦ ἡφαιστείου Θήρας ἀπὸ ἀρχαιο τάτων χρόνων μέχρι σήμερον (1975), Ἐφημ. «Κυκλαδικὸν Φῶς», Φεβρουάριος - Μάϊος 1975, σελ. 7.
8. Πρόκειται γιὰ τὸ μεγαλύτερο τεχνικὸ ἔργο τῆς Βενετοκρατίας στὴν Κρήτη, περὶ τοῦ ὁποίου ἀναλυτικώτερα βλέπε· «Τὸ Μεγάλο Κάστρο» (Ἡράκλειο), ἀφιέρωμα «Ἑπταήμερο» Ἐφημ. «Καθημερινῆς» 22.9.1996 σελ. 12, ὅπου καὶ σχετικὴ βιβλιο γραφία.
9. Ἀποστ. Βακαλοπούλου, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως 1821, Ἀθῆναι 1971, σελ. 122.
10. Ζαχαρία Πρακτικίδη, Συνοπτικὴ ἱστορία τοῦ κατὰ τὴν νῆσον Κρήτης... συμβὰν τος πολέμου κατὰ τὸ 1821, Περιοδ. Χρυσαλλίς, τόμ. Δ´ (1866) σελ. 158.
11. Γ. Μαρτζέλου, Οἱ ἅγιοι τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 112.
12. Ματθ. Ε. Μηνδρινοῦ, Ὁ ταρσανᾶς τοῦ Ἀθηνιοῦ, ἐφημ. «Θηραϊκὰ Νέα», Ὀκτώβριος 1994, σελ. 1.
13. Βασ. Σφυρόερα, Κρητικὰ ἐπώνυμα στὶς Κυκλάδες. Ἀνάτυπο ἀπὸ τὰ πρακτικὰ Β´ Κρητολογικοῦ Συνεδρίου (1969), σελ. 465.
Οἱ σχέσεις Κρήτης καὶ Θήρας χρονολογοῦνται ἀπὸ τὴν π.Χ. ἐποχή, καθὼς ἔχει ἀποδείξει ἡ πληθώρα τῶν ἀρχαιολογικῶν ἀνασκαφικῶν εὑρημάτων καὶ λοιπῶν μαρτυ ῥιῶν. Πρβλ. καὶ Χρήστ. Ντούμα, Προϊστορικοὶ Κυκλαδίτες στὴν Κρήτη - Ἀρχαιολογι κὰ Ἀνάλεκτα 12 (1979), σελ. 104-109. Ἐπίσης κατὰ τὸν 16ο καὶ 17ο αἰῶνα εὑρίσκομε στὴ Σαντορίνη, σὲ πολλοὺς ναούς, ἔργα Κρητῶν ἁγιογράφων, ὅπως τοῦ «ἱερέως» Ἐμμ. Σκορδίλλη, τοῦ Βίκτωρος τοῦ Κρητός, ἐνῶ στὸν Ἀπογραφικὸ Κατάλογο τοῦ 1844 τοῦ Μεγαλοχωρίου εὑρίσκομε κρητικὰ ἐπώνυμα, π.χ. Βαλσαμάκης, Παρισάκης, Φωτάκης κ.ἄ. Στὸ δὲ Ἀρχεῖο τοῦ τ. Ἐπαρχείου Θήρας ὑπάρχουν αἰτήσεις Κρητῶν ποὺ ζητοῦν μετεγγραφὴ στὸ Δῆμο Καλλίστης. Πρβλ. Κιμωλιακά, τόμ. Γ´ (1977), σελ. 342. Μιχ. Δανέζη, Σαντορίνη, Ἀθῆναι 1971, σελ. 170.
14. Μιχ. Χουλιαράκη, Γεωγραφική, διοικητικὴ καὶ πληθυσμιακὴ ἐξέλιξη τῆς Ἑλλὰ δος (1821-1971), τόμ. Α´ (Μέρος Α´), Ἀθῆναι 1977, σελ. 27, 32.
15. Βασ. Σφυρόερα, Ἰωσὴφ Δεκιγάλας, Ἀθῆναι 1960, σελ. 5. Ματθαίου Ε. Μηνδρινοῦ, Οἱ ἰατροὶ τῆς Θήρας, ἐφημ. «Κυκλαδικὸν Φῶς», φύλ. 383-384/1986 σελ. 3. Πρ βλ. καὶ ἔγγραφο Δήμου Καλλίστης ἀριθ. 532/10 Νοεμβρίου 1836. Σημειώνεται, ἀκόμη, ὅτι λίγα χρόνια ἀργότερα ὁ υἱός του Ἰωάννης Σανταντώνιος ἐλειτούργησε τὸ πρῶτο φαρμακεῖο στὰ Φηρά. Πρβλ. ἔγγραφο Ἐπαρχείου Θήρας (23 Φεβρουαρίου 1843), ὅπου ὑπογράφει γιὰ ποσὸν 600 δρχ. ὡς ἀντιμισθία του, ἔνεκα χορηγήσεως «φαρμάκων πρὸς τοὺς ἐνδεεῖς» (Φάκελ. Λεπροκομείου).
16. Ἰ. Δελένδα, Οἱ Καθολικοὶ τῆς Σαντορίνης, Ἀθῆναι 1949, σελ. 221.
17. Τὰ Γράμματα αὐτὰ δὲν ἔχουν ἀνευρεθεῖ ἀκόμη.
18. Πρβλ. Ματθ. Ε. Μηνδρινοῦ, Θηραϊκὰ Ἀνάλεκτα, ἔκδοση Ἱδρύματος Μπελλὼ νια, Ἀθήνα 1995, σελ. 52.
19. Ἀποστ. Βακαλοπούλου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 118. Ἀπὸ τὸ 1822 εἶχαν ἀποσταλεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος 3.000 Τοῦρκοι στρατιῶτες τρεφόμενοι ἀπὸ τὰ Μοναστήρια, οἱ ὁποῖοι προέβησαν σὲ ἀνήκουστες βαρβαρότητες παντὸς εἴδους· ἐφόνευσαν μοναχούς, ἐσύλη σαν ὅσους βρῆκαν θησαυροὺς καὶ ἐχρησιμοποίησαν γιὰ φυσίγγια καὶ φωτιὰ πολύτιμα χειρόγραφα. Πρβλ. καὶ Π. Χρήστου, Ὁδοιπορικὸ στὸ Ἅγιον Ὄρος, σελ. 200.
20. Δαν. Δεναξᾶ, Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Θήρας, Πειραιεὺς 1933, σελ. 15. Τὰ Φηρὰ ἔγιναν ἕδρα τοῦ Καθολικοῦ Ἐπισκόπου ἀπὸ τὸ 1804, ἐνῶ τοῦ Ὀρθοδόξου ἀπὸ τὸ 1860. Περὶ τοῦ ἐπισκόπου Ζαχαρία (Κυριακοῦ) ἐξ Ἄνδρου, βλέπ. Ματθ. Ε. Μηνδρινοῦ, Ὁ Μητροπολίτης Θήρας Ζαχαρίας Κυριακός, ἐφημ. «Κυκλαδικὸν Φῶς», Ἰούνιος 1972, σελ. 10 καὶ L. Ross, Reisen des Kunigs, τόμ. Α´, σελ. 59.
21. Νικ. Κοκολάκη, Ἡ ἐν Θήρᾳ Ἱερὰ Μονὴ τῶν Δομηνικανίδων, ἐν Μιχ. Δανέζη, Σαντορίνη 1971, σελ. 167-168.
22. Διευκρινίζεται ἐδῶ, ὅτι κατὰ τὸ «Θηραϊκὸ» ἔγγραφο ὁ Σανταντώνιος παρεκὰ λεσε τὸν ἐπίσκοπο Ζαχαρία νὰ παραλάβη ὁ ἴδιος τὰ «Ἅγια» ἀπὸ τὸ τραπέζι, ἐνῶ κατὰ τὸ Α´ ἁγιορειτικὸ ἔγγραφο, τὴν ὥρα τῆς παραλαβῆς μετρήθηκαν στὸν πρόξενο 15.000 γρόσια, ἐπειδὴ ὑπεστήριζε, ὅτι καὶ ἐκεῖνος τὰ ἀγόρασε ἀπὸ τὸν πασὰ τῆς Κρήτης, μὲ 2.000 βενετικὰ φλουριά.
23. Τὸ «Θηραϊκὸ» ἔγγραφο ἀναγράφει ὡς ἡμέρα τῆς εὑρέσεως τὴν 26η Ὀκτωβρίου 1830 -ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου- ποὺ καθὼς προκύπτει ἀπὸ τὴν μαθηματικὴ ἀνάλυση ἦταν ἡμέρα Τρίτη. Ἀπεναντίας, τὸ Α´ ἁγιορειτικὸ ἔγγραφο τὴν 10η Ὀκτω βρίου, ποὺ ἦταν ἡμέρα Κυριακή. Πρβλ. Ὁδηγίες, «Διαρκὲς ἡμερολόγιο ἀπὸ τὸ 1801 ἕως τὸ 2000» στὸ Ἡμερολόγιο, Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος 1996, σελ. με´.
24. Ἡ Σαντορίνη εἶχε τότε 4 προξενεῖα (Γαλλικό, Ἀγγλικό, Ῥωσικὸ καὶ Ὁλλανδικὸ). Πρβλ. Ματθ. Ε. Μηνδρινοῦ, Θηραϊκὰ Ἀνάλεκτα, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 43.
25. Κατὰ τὴν ἀπογραφὴ τοῦ 1832 ὁ πληθυσμὸς τῆς Σαντορίνης ἀνήρχετο σὲ 15.428 κατοίκους ἢ 3.375 οἰκογένειες, ἐνῶ ἡ Ἄνδρος εἶχε μόλις 10.000. Πρβλ. Μιχ. Χουλιαρὰ κη, ἔνθ᾿ ἀνωτ.,
26. Τὸ ναὸν ἔκτισεν ὁ ἱερομόναχος Νεόφυτος Μάρκου Μπελλώνιας, ἐνῶ τὰ πρῶτα δωμάτια τοῦ Μητροπολιτικοῦ μεγάρου (Κονάκι) ὁ ἐπίσκοπος Μαθᾶς (1860), ἐξ Ἂν δρου. Πρβλ. Δαν. Δεναξᾶ, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 23-26, 57. Ματθ. Ε. Μηνδρινοῦ, Ὁ Μητροπολιτικὸς Ναὸς τῆς Σαντορίνης, ἐφημ. «Κυκλαδικὸν Φῶς», Αὔγουστος 1985, Ἰανουὰ ῥιος 1986, σελ. 17.
27. Πρέπει νὰ σημειώσωμε ἐδῶ ὅτι καὶ στὴν περίπτωση τῆς Σαντορίνης παρατηροῦμε τὴν συνέχεια τῆς θαυματουργικῆς παρουσίας τῆς Θείας Χάριτος, ὅπως συνέβαινε ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῶν Ἀποστόλων· «διὰ δὲ τῶν χειρῶν τῶν Ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά... ὥστε... ἐκφέρειν τοὺς ἀσθενεῖς ἐπὶ κλινῶν καὶ κραβάττων... καὶ ὀχλουμένους ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, οἵτινες ἐθεραπεύοντο ἅπαντες» (Πράξ. Ε, 12-16).
28. Βλέπε Α´ Στάση Ἀκαθίστου Ὕμνου.
29. Ἡ ἐν λόγῳ Ἀσματικὴ Ἀκολουθία ὑπάρχει στὸ ἀριθ. 1 χφ. τῆς Δημοτικῆς Βιβλιοθήκης Σάμου. Πρβλ. Δελτίο Ἱστορικοῦ Παλαιογραφικοῦ Ἀρχείου (1980), τεῦχ. Α´, σελ. 149. Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης.
30. Πρβλ. Προσκυνητάριο Ἱ. Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 1993, σελ. 55.
31. Ἡ ἐν λόγῳ εἰκόνα εἶναι μία ἀπὸ τὶς 7 θαυματουργὲς εἰκόνες τῆς Μονῆς, ὀφείλουσα τὴν ἐπωνυμία της στὸ γεγονός, ὅτι, καθὼς ἀναφέρει ἡ Παράδοση, ὅταν οἱ Ἄραβες ἐπέδραμαν κατὰ τῆς Μονῆς τὸν 10ον αἰώνα, ἕνας μοναχὸς τὴν ἔκρυψε μαζὶ μὲ τὸν Σταυρὸ τοῦ Μ. Κων/νου στὸ πηγάδι τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ὅπου καὶ παρέμεινε ἐπὶ 70 χρόνια... Πρβλ. Γ. Μαντζαρίδη, Θαυματουργὲς εἰκόνες καὶ Ἅγια Λείψανα, Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 1996, σελ. 118.
32. Ἡ μετάφραση ἀπὸ τὰ ῥωσικὰ ἔγινε ἀπὸ τὸν πρεσβύτερο π. Γεώργιο Σκουτέλη, ἐφημέριο τοῦ ναοῦ Ἁγίας Τριάδος Ῥωσικῆς παροικίας Ἀθηνῶν (ὁδοῦ Φιλελλήνων), τὸν ὁποῖο εὐχαριστῶ καὶ ἀπὸ τῆς θέσεως αὐτῆς.