Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018

Ή «Κυρά» κι' ή «Δέσποινα» τούτου έδώ τοϋ τόπου είναι ή Παναγιά!


web statistics






Απ' άνατολές καί δύσες κι’ άπό κάθε ξέμακρη τής γης γωνιά καί ξακουσμένη, στή γαλάζια γή μας έφτασαν οί ξένοι! Κι’ είπαν καί ρωτήσανε:



-Ποιά τοϋ τόπου τούτου είναι ή Κυρά;



Καί τούς άποκρίθηκαν χίλια μύρια στόματα μέ μιά: -Ξένοι,



Ή «Κυρά» κι' ή «Δέσποινα» τούτου έδώ τοϋ τόπου είναι ή Παναγιά!



Καί ξαναρωτήσανε:



-Ποιά ’ναι ή Ρηγοπούλα



ή παινεμένη,



πού ποτέ της-λένε-



δέν πεθαίνει...



κι’ όπου τή φυλάνε έδώ



χρυσαετοί άκοίμητοι



μέ χαλκά φτερά;...



Καί τούς άπαντήσανε άργυρά τραγούδια, χώματα άγιασμένα, πέλαγα άλμυρά κι' αύρες καί αιθέρια γαλανά:



-Τής γαλάζιας χώρας μας, ξένοι, ή Ρηγοπούλα είναι ή Λευτεριά!



Καί ρωτούν τό τρίτο:



-Ποιο είναι τό ψωμί όπου τρέφει-λένε-τούτη τή Φυλή;...



Τρέφει τούς τιτάνες καί τούς άθανάτους, καί στή γής αύτή ώριο κάστρο έκτίσθη-κάστρο λεβεντιάς, κάστρο άρετής, όπου δέν έσείστη χρόνους καί καιρούς;...



-Ποιος δέν τό έλογίστη;



Τό ψωμί, πού τρέφει



τούτη τή Φυλή,



τού Χριστού είναι ή Πίστη!.





πηγη: www.agiameteora.net

Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΣΕ ΝΑΟΥΣ ΚΑΙ ΜΟΝΕΣ ΠΙΣΤΩΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΩΝ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ


web statistics



Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΣΕ ΝΑΟΥΣ ΚΑΙ ΜΟΝΕΣ ΠΙΣΤΩΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΩΝ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΩΝ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑΤΩΝ, ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ, ΣΥΝΑΔΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΣΕΒΕΙΑ;

Του θεολόγου κ. Δημητρίου Κ. Αναγνώστου
=====

Ἐκτός τῶν ἄλλων (τῶν περισσοτέρων ἀναφερομένων στό συγκεκριμένο ἄρθρο "Ὅταν τά ἀντίγραφα ἱστορικῶν εἰκόνων πολλαπλασιάζονται μέ ταχύτητα… φωτοτυπίας", Ἀ. Λουδάρου, ΑΚΤΙΝΕΣ, 12/9/2017 ) ἐκτιμοῦμε ὅτι ὁ τρόπος καί τό "πλαίσιο"κατασκευῆς καί ἀποδοχῆς αὐτῶν τῶν πιστῶν ἀντιγράφων, κατά πάντα, τῶν πρωτοτύπων, δημιουργεῖ ἤ ἐμφανίζει καί ἕνα καθαρῶς θεολογικό πρόβλημα. Θά τό ἐκθέσουμε ἐνταῦθα ἁπλουστευμένο γιά κατανόηση ὑπό πάντων (καί μή θεολόγων) ἐπιφυλασσόμενοι νά ἀσχοληθοῦμε, σύν Θεῶ, διεξοδικότερα μέ αὐτό τό ζήτημα. 

Λοιπόν, ὅπως ὅλοι γνωρίζομε ἡ μία Παναγία μας, ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος, ἔχει πολλές προσωνυμίες (οἱ ἑπωνυμίες της ὑπολογίζονται σέ δεκάδες χιλιάδες, ἀνά τόν ὀρθόδοξο κόσμο). Ἡ κάθε εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ἐφέστια σέ Μονή ἤ σέ προσκύνημα, ἡ ὁποία ἔχει κάποιο προσωνύμιο ἔχει ἐπ' αὐτῆς, συνήθως, διάφορα τάματα καί ἀφιερώματα καί κυρίως ἕναν διάκοσμο ὁ ὁποῖος σχετίζεται μέ τό συγκεκριμένο πρωτότυπο εἰκόνισμα, τό ὁποῖο ἐπίσης συνήθως θεωρεῖται καί εἶναι θαυματουργό. Θαυματουργός, βεβαίως, εἶναι ἡ Κυρία Θεοτόκος, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ τά θαύματα διαπορθμεύουσα τήν χάρη καί εὐλογία της μέσω τῶν συγκεκριμένων ἱερῶν εἰκονισμάτων, ἀλλά καί κάθε εἰκόνος της πρός τό συμφέρον τῆς αἰτήσεως τῶν προσφευγόντων στή βοήθειά Της πιστῶν ἀνθρώπων καί κυρίως πρός σωτηρίαν αὐτῶν. 

Μία φωτογραφία μιᾶς θαυματουργοῦ, κατά τά ἀνωτέρω, εἰκόνος τῆς Θεοτόκου μπορεῖ νά δίδεται καί νά ζητεῖται ὡς εὐλογία καί ἀνάμνηση τοῦ προσκυνήματός μας στό ἀντίστοιχο πρωτότυπο εἰκόνισμα. Μέ τά μέσα δέ τῆς ἐποχῆς μας, αὐτό τό ἐνθύμιο μπορεῖ νά εἶναι ἀκόμη καί μία μικρογραφία-μίμηση τοῦ πρωτοτύπου. Ὅμως ἡ κατασκευή πανομοιότυπων σέ μέγεθος καί διάκοσμο εἰκόνων "τῶν πρωτοτύπων εἰκόνων" (!), δημιουργεῖ τήν αἴσθηση τῆς οἱονεί "κλωνοποιήσεως" τοῦ θαυματουργοῦ εἰκονίσματος καί τήν "ψευδαίσθηση" ὅτι ἔτσι κατέχεται σέ κάθε περίπτωση ἕνα εἰδικῆς χάριτος καί εὐλογίας πιστό, κατά πάντα, ἀντίγραφο τοῦ πρωτοτύπου. 

Παλαιότερα, συνέβαινε κάτι πολύ παραδοσιακότερο καί ὀρθότερο τούτου τοῦ φαινομένου, συμβατοῦ (ἐκείνου) μέ τήν εὐσέβεια καί τήν ὀφειλόμενη τιμή στό Πρόσωπο τῆς Θεοτόκου καί τά πολλά της θαυμάσια, ἐκ τῶν ὁποίων ἄλλωστε προέρχονται καί τά πλεῖστα ἐκ τῶν διαφόρων προσωνυμίων της. 

Ἁγιογραφοῦνταν εἰκόνες ἐπιγραφόμενες μέ τήν ἰδιαίτερη ἐπονομασία ἤ καί τόν τύπον τῆς πρωτοτύπου Εἰκόνος (Παναγία βρεφοκρατοῦσα, δεξιοκρατοῦσα, γλυκοφιλοῦσα, παραμυθία κ.ο.κ.) Στήν τελευταίως, ὅμως, παρατηρουμένη πρακτική, ἡ εὐλάβεια τῶν πιστῶν φαίνεται νά διευθύνεται σέ κάποιο θαυματουργό ἀντικείμενο (εἰκόνα), τό ὁποῖο καί ὡς ἀντίγραφο διατηρεῖ τρόπον τινά τίς ἰδιότητες τοῦ πρωτοτύπου εἰκονίσματος (τήν θαυματουργική χάρη). Ἔτσι, ὅμως, εἶναι σά νά ἀπονέμεται διά τῆς προσκυνήσεως τῆς εἰκόνος - ἀντίγραφο τιμή ὄχι πρός τό ἐν οὐρανοῖς πρωτότυπο αὐτῆς, τουτέστιν τό Πρόσωπο πού εἰκονίζεται, δηλαδή π. χ. τήν Θεοτόκο (συμφώνως πρός τήν Πατερική θεολογία περί ἱερῶν Εἰκόνων, κατά τήν ὁποίαν "ἡ τιμή τῆς εἰκόνος ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει"), ἀλλά πρός τό αὐθεντικό πρωτότυπο (τό εἰκόνισμα πλέον καί ὄχι τό Πρόσωπον) ἐκ τοῦ ὁποίου ὡς προσομοίωση παρήχθη τό ἀντίγραφο! Γίνεται δηλαδή τό ἀντίγραφο περισσότερο εἰκών τῆς εἰκόνος καί ὄχι τόσο εἰκών τῆς Θεοτόκου, τήν ὁποίαν εἰκονίζει! Αὐτό ἴσως ἐνέχει τόν κίνδυνο τῆς εἰδωλοποιήσεως τῶν θαυματουργῶν εἰκονισμάτων, κάτι βεβαίως πού πρέπει νά τό προσέχουμε οὕτως ἤ ἄλλως καί ὅσον ἀφορᾶ στά αὐθεντικά πρωτότυπα θαυματουργά εἰκονίσματα. Ἡ πνευματική ἀναγωγή μας καί ἡ διαβίβαση τῆς τιμῆς πού ἀπονέμουμε διά τῆς προσκυνήσεως πρός τό εἰκονιζόμενο πρόσωπο, δέν πρέπει ποτέ καί ἐπ' οὐδενί νά ὑποκαθίσταται ἤ ἀντικαθίσταται ἀπό μία τιμή πρός ἕνα θαυματουργό"ἀντικείμενο", διότι κάτι τέτοιο δέν ἐκφράζει τήν Πίστη μας καί δέν ἀπηχεῖ τή σχετική περί εἰκόνων καί τῆς προσκυνήσεως αὐτῶν ὀρθόδοξη Διδασκαλία. 

Ἀκόμη, καταλήγει νά εἶναι παράταιρο καί καινοτόμο ὄχι μόνο πρός τήν Πίστη, ἀλλά καί αὐτή τήν λαϊκή εὐσέβεια, τό γεγονός ὅτι μία νέο-κατασκευασμένη καί ἁγιογραφημένη εἰκόνα νά ἐμφανίζεται ἐξ ἀρχῆς ἐπενδεδυμένη μέ τό λεγόμενο "πουκάμισο", χρυσό ἤ ἀργυρό, μέ τό ὁποῖο κάποτε ἔντυσαν τήν πρωτότυπη Εἰκόνα ἡ εὐλάβεια καί ἡ εὐχαριστία συγκεκριμένων πιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐξέφρασαν ἔτσι τήν πίστη καί εὐγνωμοσύνη των γιά τήν ἱκανοποίηση κάποιων εὐλαβῶν αἰτημάτων τους πρός τήν Παναγία. Μέ ποιό δέος καί θάμπος θά προσκυνήσουν οἱ πιστοί, οἱ ὁποῖοι θά φθάσουν νά βλέπουν πλέον πρῶτα τά ἀντίγραφα, τίς ἴδιες τίς αὐθεντικές εἰκόνες ἤ θά προστρέξουν σ' αὐτές ἀπό εὐλάβεια καί σεβασμό στό θαυματουργικό ἱστορικό τους, ὅταν πλέον στά προκυνητάρια πολλῶν Ναῶν καί Μονῶν βρίσκονται ἀντίγραφα μέ παράδοξο πλουμιστό διάκοσμο καί συγκεκριμένη "ἱστορική" ταυτότητα, ἡ ὁποία ὅμως μόνο στό θαυματουργό εἰκόνισμα ἀνήκει καί ἁρμόζει; 

Μήπως, χωρίς νά συνειδητοποιεῖται, αὐτή ἡ νέα πρακτική, ὑποδηλώνει ἐκκοσμικευμένο ἤ καί εὐθέως καταναλωτικό πνεῦμα, τό ὁποῖο θέλει ἄμεσα καί γρήγορα νά προσεγγίζει τό σπάνιο καί πολυτίμητο; Μήπως τελικῶς ἀντί νά καλλιεργεῖται ἡ εὐσέβεια, μέ αὐτή τήν πρακτική εὐτελίζεται ἤ χάνει τό μυστικό βάθος της; Μήπως τελικῶς καλλιεργεῖται καί προβάλλεται ἤ ὑποστηρίζεται μέ αὐτή τήν πρακτική μία ἔστω καί ἔμμεση"εἰδωλοποίηση" τῶν θαυματουργῶν εἰκονισμάτων, προκαλώντας μᾶλλον δικαιολογημένα τόν προβληματισμό κάποιων εὐσυνειδήτων πιστῶν καί τόν σκανδαλισμό κάποιων"συνειδητῶν" ἀπίστων; Τέλος, μήπως ὄπισθεν αὐτῆς τῆς πρακτικῆς ἀποκαλυφθοῦν κάποτε ἄλλου εἴδους συναλλαγές (οἰκονομικές καί ὄχι μόνον) οἱ ὁποῖες θά ἐκθέσουν τούς ἐπινοήσαντας ἤ τέλος πάντων τούς ἀκρίτως γενικεύσαντας καί καθιερώσαντας αὐτή τήν πρακτική; Ἡ ἐξαίρεση συνήθως δημιουργεῖ παρενέργειες ὅταν γίνεται κανόνας! Τουλάχιστον ἄς ἀντιμετωπισθοῦν τά ἀνωτέρω ὡς ἕνας ἔντονος καί ἔμπονος θεολογικός προβληματισμός.

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018

Λόγος Πίστεως, ἐπί τῇ ἑορτῇ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου


web statistics

ὑπό Ἀρχιμ. Βαρθολομαίου Σαμαρᾶ,

Ὑπογραμματεύοντος τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου

«Ὁ δὴ Θεὸς ἡμῖν πάντων χρημάτων μέτρον ἂν εἴη μάλιστα,
καὶ πολὺ μᾶλλον ἤ πού τις, φασιν, ἄνθρωπος·»

(Πλάτωνος, Νόμοι Δ΄ 716C)


Ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἑορτή, κατά τήν ὁποία φανερώνεται τό ἀπ’ αἰῶνος μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας, τῆς σωτηρίας τό κεφάλαιο, ὁ δέ Ἱερός Ἄμβων, αἰσθανόμενος δέος ἀλλά καί ἀδυναμία νά ἐξυμνήσῃ τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, δανείζεται πρός τοῦτο τούς χρυσορρήμονας λόγους τούς Ἱεροῦ Χρυσοστόμου:

«Πάλιν χαρᾶς εὐαγγέλια, πάλιν ἐλευθερίας μηνύματα.[...]
Ἀπεστάλη Γαβριήλ τήν παγκόσμιον μηνῦσαι σωτηρίαν.[...]
Ἀπεστάλη Γαβριήλ δεικνύς τόν ἐν θρόνῳ καί ἐν σπηλαίῳ.
Ἀπεστάλη στρατιώτης δηλῶν τό τοῦ Βασιλέως μυστήριον.
Μυστήριον γνωριζόμενον πίστει, οὐχ ἑρμηνευόμενον πολυπραγμοσύνῃ.
Μυστήριον προσκυνούμενον, οὐ ζυγοστατούμενον.
Μυστήριον θεολογούμενον, οὐκ ἐρευνώμενον.
Μυστήριον ὁμολογούμενον, οὐ μετρούμενον.»

Παναγιώτατε Πάτερ καί Δέσποτα,
Σεβασμία τῶν Ἀρχιερέων χορεία,
ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, προσκυνηταί τῆς θαυματουργοῦ ἐφεστίου εἰκόνος τῆς Παναγίας Εὐαγγελιστρίας τοῦ ἱστορικοῦ Βαφεοχωρίου,

Ὡς μυστήριο περιγράφεται πολύ συχνά στά Ἱερά Κείμενα, στήν Ἁγία Γραφή καί στά ἔργα τῶν Πατέρων, τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, τό ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας, τῆς μερίμνης δηλαδή τοῦ Θεοῦ καί Πατρός διά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου, διά τήν ἐπιστροφή κοντά Του τῶν πεπτωκότων καί ἀπομακρυσμένων ἀπό Αὐτόν δημιουργημάτων Του, τῶν ἀνθρώπων. Καί χαρακτηρίζεται ὡς μυστήριο, διότι ὁ ἁπλός ἀνθρώπινος νοῦς ἀδυνατεῖ νά τό συλλάβῃ, ἀδυνατεῖ νά τό κατανοήσῃ. Ἡ Παρθένος Κόρη τῆς Ναζαρέτ συλλαμβάνει ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, Αὐτός πού εἶναι ἀκατάληπτος ἀκόμη καί διά τάς ἐπουρανίους δυνάμεις, τίκτεται ἐκ Παρθένου, Αὐτός πού ἔχει θρόνο τόν οὐρανό καί ὑποπόδιο τήν γῆ, χωρεῖ στά σπλάγχνα μιᾶς γυναικός. Προσλαμβάνει ὁ Θεός τήν ἀνθρωπίνη φύσι, τήν δεσμία τῆς ἁμαρτίας, τῆς φθορᾶς, τῆς ἀσθενείας καί τοῦ θανάτου, καί τήν ἐξαγιάζει. Ταπεινώνεται ὁ Θεός, γιά νά ἐξυψώσῃ τό πλάσμα Του, λαμβάνει δούλου μορφήν ὁ Δεσπότης καί Δημιουργός γιά νά θεώσῃ τό δημιούργημά Του, παθαίνει ὁ ἀπαθής, «θανατοῦται» ὁ ἀθάνατος γιά νά ἀναστηθῇ καί νά ἀναστήσῃ τήν θνητή ἀνθρωπεία φύσι, γιά νά δώσῃ καί στόν τρωτό, παθητό καί θνητό ἄνθρωπο τήν δυνατότητα νά ἀγωνισθῇ, νά βελτιωθῇ, ἠθικά καί ὀντολογικά, νά σωθῇ, νά ἀναστηθῇ. Ὁ θαυματουργικός αὐτός τρόπος τῆς οὐσιαστικῆς «εἰσβολῆς», ἄς ἐπιτραπῇ ὁ ὅρος, τοῦ θεϊκοῦ παράγοντος στήν ἀνθρωπίνη ἱστορία εἶναι γεγονός ἀνεξήγητο, ἀνεξήγητο γιά τήν κτιστή ἀνθρωπίνη διανόηση, ἀλλά πραγματικό, καθώς ἀποτελεῖ διαχρονική, ἔκτοτε, καί παγκοσμίως ἀποδεκτή σταθερά, ὅτι ὁ χριστιανισμός συνέβαλε, καί αὐτός, ἐμπράκτως καί συνεχίζει νά συμβάλλῃ στήν προαγωγή τοῦ ἀνθρωπίνου πολιτισμοῦ καί στόν ἐξευγενισμό καί στή καλλιέργεια τῶν ἀνθρωπίνων ἠθῶν.
Παρά ταῦτα, τό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ «κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ καί εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λουκ. β΄, 34), δύο χιλιάδες καί πλέον χρόνια τώρα. Καί τοῦτο, διότι ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ, μέ τίς ἰδικές του γνωστικές ἱκανότητες, νά προσεγγίσῃ τόν Θεό, νά ἑρμηνεύσῃ τό ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας, κινούμενος, δυστυχῶς, ἔκτοτε μεταξύ Γνωστικισμοῦ καί Ἀγνωστικισμοῦ-Ἀθεϊσμοῦ. Ἀλλά ἡ ἀνθρωπίνη διανόησις εἶναι κτιστή καί ὡς ἐκ τούτου περιωρισμένη στά ὅρια τοῦ κόσμου τούτου, εἶναι πεπερασμένη καί ἀδυνατεῖ νά ὑπερβῇ τά τοῦ κόσμου, καί νά φθάσῃ στόν ἄκτιστο Θεό. Μερικές φορές δέν ἠμπορεῖ νά ἑρμηνεύσῃ οὔτε τόν ἴδιο τόν κόσμο, μέσα στόν ὁποῖον ζεῖ, οὔτε ἀκόμη καί αὐτό τόν ἑαυτό του. Ἐχρειάσθησαν νά παρέλθουν χιλιάδες χρόνια, γιά νά καταφέρῃ ὁ ἄνθρωπος, μόλις τούς τελευταίους αἰῶνας, νά ἀρχίσῃ νά ἑρμηνεύῃ τό φυσικό περιβάλλον καί τίς φυσικές δυνάμεις καί σταθερές, νά κατανοῇ τήν λειτουργία τοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ καί νά θεραπεύῃ κάποιες ἀπό τίς ἀσθένειες αὐτοῦ. Καί αὐτά ὑπό τήν γενική διαπίστωσι ὅτι μένουν πάρα πολλά ἀκόμη νά γίνουν στό ἐπιστημονικό πεδίο τῆς κοσμολογίας καί τῆς ἀνθρωπολογίας, ἐνῷ βασικά ἐρωτήματα παραμένουν ἀκόμη ἀναπάντητα.
Ἡ διανοητική, λοιπόν, γνώση, ὡς κτιστή λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τά ὅριά της-ἐντός τοῦ κόσμου- ὅταν ὅμως χρησιμοποιηθῇ γιά τήν γνώση τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ, τῶν θείων καί ἀρρήτων μυστηρίων Του, τότε καθίσταται ἐντελῶς ἀνωφελής καί ἄχρηστη διότι ὄχι μόνον δέν ἠμπορεῖ νά προσεγγίσῃ τό Θεῖον καί ὑπερφυές, ἀλλά καί ἄν ἀκόμη τό ἐπιτύχῃ, τότε ἀποδεικνύεται ἀνεπαρκής νά τό περιγράψῃ, κατά τήν μαρτυρίαν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὁ ὁποῖος «... ἡρπάγη εἰς τόν Παράδεισον καί ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β΄ Κορ. ιβ΄ 4), τά ὁποῖα «ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὗς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α΄ Κορ. β΄ 9). Καί αὐτό διότι ἡ ἀνθρώπινη σκέψις δέν ἔχει τό ὀντολογικό ὑπόβαθρο διά νά ἀντιληφθῇ κάτι τέτοιο. Παρά ταῦτα, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ὁ ἐπηρμένος ἀπό τήν πρόοδο τῶν ἐπιστημῶν καί τήν δυνατότητα πού ἔχει νά ἐπεμβαίνῃ στό περιβάλλον, νά ἐπηρεάζῃ μέ τεχνητούς τρόπους τήν λειτουργία τοῦ οἰκοσυστήματος, νά καθυποτάσσῃ καί δυστυχῶς νά καταστρέφῃ τήν λίαν καλήν δημιουργίαν, ἐμπιστεύεται μόνον τήν διανοητική γνῶσι, τήν λογική του, ἐγκλωβίζεται στό ἴδιον θέλημα, στήν προσωπική του σκέψη, στόν ἐγωϊσμό του, αὐτονομεῖται, ψυχραίνει τήν καρδία του, δέν μπορεῖ ἔτσι νά εὕρῃ τόν Θεό καί ὑπερβαίνει μέ ἁπλότητα τόν σκόπελο αὐτό: ἀπορρίπτει τόν Θεό καί τότε ὁδηγεῖται σέ ὑπαρξιακό ἀδιέξοδο –εἴτε τό ὁμολογεῖ, εἴτε ὄχι-. Μένει στό σκοτάδι. Δυόμισυ χιλιάδες χρόνια μετά, πεισμόνως ἐπαναλαμβάνει τήν ρῆσιν τοῦ Ἕλληνος σοφιστοῦ Πρωταγόρου «πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος», μή μπορώντας νά κατανοήσῃ ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἰδία αὐτοῦ κρίσις καί σκέψις δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποτελέσουν τό μέτρον παντός πράγματος. Καί τοῦτο διότι μόνον ἡ ἀρετή πού ταυτίζεται μέ τήν ἁρμονία καί τήν συμμετρία, ἀποτελοῦν τό μέτρον παντός πράγματος, κυρία δέ πηγή καί ἐκφραστής τῆς ἀρετῆς, τῆς ἁρμονίας καί τῆς συμμετρίας εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος καί ἀποτελεῖ τό μέτρον παντός πράγματος, ὅπως ἤδη προχριστιανικῶς καί ὁ Πλάτων ὑπεστήριξε σαφῶς. 


Ποιός ὅμως εἶναι ὁ τρόπος προσεγγίσεως τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ ἤ καί αὐτῆς ταύτης τῆς ὑπάρξεώς Του; Ποιός εἶναι ὁ τρόπος κατανοήσεως τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας, τῆς σχέσεως ἀνθρώπου καί Θεοῦ; Ἀσφαλῶς δέν εἶναι ὁ διανοητικός. Διότι ἄν ἦτο αὐτός, ὁ χριστιανισμός θά ἐκινδύνευε νά καταντήσῃ τό γνωστικό ἀντικείμενο κάποιας ἀκαδημαϊκῆς καθέδρας στό ἐπιστημονικό πεδίο τῶν κοινωνικῶν ἐπιστημῶν καί τοῦ ἐπιστητοῦ τοῦ «θρησκεύειν». Θά ἐκινδύνευε νά ἀποτελέσῃ, στήν καλλιτέρα τῶν περιπτώσεων, ἕνα ἀκόμη φιλοσοφικό ἤ κοινωνικό σύστημα, ἀπό τά πολλά. Ὁ δέ Χριστός, ἕνας ἀκόμη εὐφυής διδάσκαλος, φιλόσοφος, θεμελιώτης ἑνός ἀκόμη τέτοιου συστήματος, φιλοσοφικοῦ-μυστικιστικοῦ-κοινωνικοῦ. Ὅμως δέν εἶναι ἔτσι. Καί διά τί δέν εἶναι; Διότι ὁ χριστιανισμός εἶναι πίστις. Καί τί εἶναι ἡ πίστις; «Πίστις σημαίνει σιγουριά γι’ αὐτά πού ἐλπίζουμε καί βεβαιότητα γι’ αὐτά πού δέ βλέπουμε. ... Μέ τήν πίστι καταλαβαίνουμε ὅτι μέ τόν λόγο Του ὁ Θεός ἐδημιούργησε τό σύμπαν καί ὅτι, συνεπῶς, κάθε τι πού βλέπουμε ἐδημιουργήθη ἀπό κάτι πού δέν φαίνεται», γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στούς Ἑβραίους (Ἑβρ. ια΄ 1­, 3). Πίστις σημαίνει βεβαιότητα, πίστις σημαίνει ἐμπιστοσύνη, πίστις σημαίνει ἑκούσια ὑπακοή, θεληματική ἀποδοχή τῆς θεϊκῆς βουλήσεως, πίστις σημαίνει ἐλπίδα στόν Θεό. Μέ πίστι οἱ προπάτορες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐμεγαλούργησαν, μέ πίστι ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ ὑπέμεινε τήν δουλεία τοῦ Φαραώ καί εὗρε τήν γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, μέ πίστι ἡ Μαριάμ δέχεται τόν εὐαγγελισμό ὑπό τοῦ Γαβριήλ, μέ πίστι οἱ μάρτυρες ἐθυσίασαν τήν ζωή τους γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, μέ πίστι καί ἐλπίδα στόν Θεό, μέ βεβαιότητα γιά τήν πρεσβεία τῆς Εὐαγγελίστρας Θεοτόκου ἡμεῖς οἱ ἐπιγενόμενοι ἀνάπτομεν τάς λαμπάδας τῆς πίστεως στούς Ναούς μας. Ὁ χριστιανισμός εἶναι πίστις, πίστις ζωντανή, ἡ ὁποία ὅταν διώκεται μεγαλουργεῖ, ὅταν καταπονεῖται ἀνθεῖ, ἀντέχει στίς ἐναλλαγές τῶν ἱστορικῶν συγχρονιῶν τοῦ κόσμου καί καθίσταται διαχρονικός, διότι δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Τό ἀποδεικνύει ἡ πορεία του ἐντός τοῦ ἀνθρωπίνου ἱστορικοῦ γίγνεσθαι. Τό ἀποδεικνύει ἡ ἐπικαιρότης του σέ κάθε ἐποχή.
Στό σημεῖο ὅμως αὐτό πρέπει νά λεχθῇ ὅτι ἡ ὑγιής πίστις δέν ἀπετέλεσε καί δέν ἀποτελεῖ ἐμπόδιο καί γιά τήν ἀνάπτυξι τῆς διανοητικῆς γνώσεως. Ἀντιθέτως εὐνοεῖ αὐτήν. Ἡ κατ’ Ἀνατολάς Ἐκκλησία, ἀπό ἐνωρίς προέβη στή διαπίστωσι αὐτή, γι’ αὐτό καί ἀφῆκεν ἐλευθέρα τήν ἐπιστήμη νά ἐρευνήσῃ τόν ὑλικό κόσμο, κάνοντας μία βασική διάκρισι, ὅτι ἡ ἐπιστήμη ἀσχολεῖται μέ τήν ἔρευνα τῆς κτίσεως, ἡ γνῶσις ὅμως τοῦ ἀκτίστου εὑρίσκεται πέραν τῶν ὁρίων αὐτῆς, κεῖται ἐντός τοῦ ἀποφατισμοῦ καί προσεγγίζεται διά τῆς βιωματικῆς πίστεως. Γι’ αὐτό ἄλλωστε τό λόγο ἡ κατ’ Ἀνατολάς Ἐκκλησία δέν ἔχει νά ἐπιδείξη φαινόμενα ὡς ἡ Ἱερά Ἐξέτασις, καθώς δέν ἐνεπλάκη στήν ἑρμηνεία τῶν λεπτομερειῶν τοῦ κόσμου, οἱ δέ μεγάλοι Πατέρες τῆς ἑνιαίας Ἐκκλησίας ἔχουν νά ἐπιδείξουν πολλές θύραθεν ἐνασχολήσεις, ὁ Μ. Βασίλειος τήν φιλοσοφία, ὁ Ἅγ. Γρηγόριος τήν κοσμολογία καί τήν ἀστρονομία.
Ἄς σημειωθῇ ὅμως ὅτι ἡ διανόησις πολλάκις ἐγένετο κώλυμα διά τήν πίστι, καθώς ἐκ πεπαιδευμένων ἀνεφύησαν οἱ περισσότερες τῶν αἱρέσεων...
Ἡ πραγματική πίστις ἐκ καρδίας καθαρᾶς, ἠμπορεῖ μάλιστα νά ἀναστείλῃ καί τούς φυσικούς νόμους, καθώς ἡ ἁπλότης τῆς πίστεως εἶναι ἰσχυροτέρα τῆς φυσικῆς γνώσεως καί τῶν λογικῶν ἀποδείξεων. Ἡ διαπίστωσις αὐτή ἔχει ἰδιαιτέρα σημασία νά λεχθῇ σήμερα, Ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ἐδῶ στήν Θεομητορική Πόλη μας, κυρίως ἐδῶ στό σέβασμα τοῦτο τῆς Πίστεως καί τοῦ Γένους μας, στό περίπυστο αὐτό Ναό τῆς Εὐαγγελίστρας Βαφεοχωρίου ὅπου θησαυρίζεται ἡ θαυματουργός εἰκών τῆς Εὐαγγελιστρίας πού ἐπί σειράν δεκαετιῶν γίνεται δέκτης τῶν δεήσεων, τῶν αἰτημάτων, τῶν πόνων καί τῶν στεναγμῶν τῶν Ρωμηῶν τῆς Πόλης. Πόσες φόρες οἱ πατέρες μας δέν ἐγονάτισαν ἔμπροσθεν αὐτῆς, πόσες φορές καί ἐμεῖς δέν κάμπτομε τό γόνυ μας διά νά ζητήσωμε τήν πρεσβεία Της, νά ἐκζητήσωμε τήν σωστική εὐλογία Της; Πλεῖσται ὅσαι εἶναι οἱ ἀναμνήσεις θαυματουργικῶν ἐπεμβάσεων τῆς Εὐαγγελιστρίας ὑπέρ τῶν προστρεχόντων στήν χάρι της. Μακραίνει πολύ ὁ κατάλογος, ἐάν προβῶμεν στήν ἀπαρίθμησι τῶν περιπτώσεων αὐτῶν.

Ἀδελφοί μου,

Ἄς ἐγκαταλείψωμε, ἔστω γιά ὀλίγον, τό κοσμικό μας φρόνημα, ἄς γονατίσωμε ἐμπρόσθεν τῆς θαυματουργοῦ ἐφεστίου εἰκόνος τῆς Παναγίας Εὐαγγελιστρίας, ἄς προσευχηθῶμεν ἐκ μέσης καρδίας, καί τότε θά αἰσθανθῶμεν μίαν γλυκεῖαν αἴσθησι νά καταλαμβάνῃ τά σωθικά μας, μίαν γαλήνη νά εἰσέρχηται στήν ψυχή μας, μίαν βεβαιότητα διά τό μέλλον, διά τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας, διά τήν συμπαράστασι τῆς Θεοτόκου στίς δυσκολίες μας. Ἄς τό πράξωμε καί ἄς κράξωμεν μαζί μέ τόν ὑμνωδό: «Ρήτορας πολυφθόγγους ὡς ἰχθύας ἀφώνους ὁρῶμεν ἐπί σοί Θεοτόκε, ἀποροῦσι γάρ λέγειν τό πῶς καί Παρθένος μένεις καί τεκεῖν ἴσχυσας, ἡμεῖς δέ τό μυστήριον θαυμάζοντες πιστῶς βοῶμεν, Ἀλληλουΐα.»


Ἐξεφωνήθη ἐν τῷ Ἱ. Ναῷ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Βαφεοχωρίου, τῇ 25ῃ Μαρτίου 2009, κατά τήν τελεσθεῖσαν ἐν αὐτῷ Θείᾳ Λειτουργίᾳ, χοροστατούσης τῆς Α.Θ.Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου.
Oι φωτό του Αρχιμ. κ. Βαρθολομαίου, από την σημερινή Θ. Λειτουργία, είναι του Νίκου Μαγγίνα


Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου (Σεβ. Μητροπ. Ναυπάκτου & Αγ. Βλασίου Ιερόθεος)


web statistics

α) Τι σημαίνει ευαγγελισμός β) Η θέωση της Παναγίας γ) Θεοτόκος και προπατορικό αμάρτημα δ) Υπακοή και ελευθερία της Θεοτόκου ε) Η σύλληψη του Λόγου έγινε δημιουργικώς στ) Η θέωση της ανθρωπίνης φύσεως «άμα τη προσλήψει» ζ) Η υπέρ φύσιν και κατά φύσιν κυοφορία η) Η σύλληψη ανήδονος, η κυοφορία άκοπος και η γέννηση ανώδυνος θ) Η Θεοτόκος τύπος του μέλλοντος αιώνος ι) Προσωπική μέθεξη του Ευαγγελισμού Η εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου είναι Δεσποτικοθεομητορική εορτή. Αυτό σημαίνει ότι είναι Δεσποτική επειδή αναφέρεται στον Δεσπότη Χριστό, ο οποίος συνελήφθη στην γαστέρα της Θεοτόκου, και θεομητορική εορτή επειδή αναφέρεται στο πρόσωπο εκείνο που συνετέλεσε στην σύλληψη και την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, δηλαδή την Παναγία. Η Θεοτόκος Μαρία έχει μεγάλη αξία και σπουδαία θέση στην Εκκλησία, ακριβώς γιατί ήταν το πρόσωπο εκείνο που περίμεναν όλες οι γενεές, και αυτή έδωσε στον Λόγο του Θεού την ανθρώπινη φύση. Έτσι, το πρόσωπο της Θεοτόκου συνδέεται στενά με το Πρόσωπο του Χριστού. Και η αξία της Παναγίας δεν οφείλεται μόνον στις αρετές της, αλλά κυρίως στον καρπό της κοιλίας της. Γι’ αυτό, η Θεοτοκολογία συνδέεται στενώτατα με την Χριστολογία. Όταν κάνουμε λόγο για τον Χριστό δεν μπορούμε να αγνοήσουμε αυτήν που του έδωσε σάρκα, και όταν κάνουμε λόγο για την Παναγία, αναφερόμαστε ταυτόχρονα και στον Χριστό, γιατί από Αυτόν αντλεί Χάρη και αξία. Αυτό φαίνεται καθαρά στην ακολουθία των Χαιρετισμών, στην οποία υμνείται η Θεοτόκος, αλλά πάντοτε εν συνδυασμώ με το ότι είναι μητέρα του Χριστού: «Χαίρε ότι υπάρχεις βασιλέως καθέδρα, χαίρε ότι βαστάζεις τον βαστάζοντα πάντα». Αυτός ο σύνδεσμος Χριστολογίας και Θεοτοκολογίας φαίνεται και στην ζωή των αγίων. Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των αγίων, που είναι τα πραγματικά μέλη του Σώματος του Χριστού, είναι ότι αγαπούν την Παναγία. Είναι αδύνατον να υπάρχη άγιος ο οποίος δεν την αγαπά.
α’
Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου είναι η αρχή όλων των Δεσποτικών εορτών. Στο απολυτίκιο της εορτής ψάλλουμε: «σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον και του απ’ αιώνος μυστηρίου η φανέρωσις…». Το περιεχόμενο της εορτής αναφέρεται στο γεγονός κατά το οποίο ο αρχάγγελος Γαβριήλ – ο άγγελος εκείνος με τον οποίο συνδέονται όλα τα γεγονότα που έχουν σχέση με την ενανθρώπηση του Χριστού – επισκέφθηκε με εντολή του Θεού την Παναγία και την πληροφόρησε ότι έφθασε ο καιρός της σαρκώσεως του Λόγου του Θεού, και ότι αυτή θα γίνη η μητέρα Του. (βλ. Λουκά α’, 26-56). Η λέξη «ευαγγελισμός» αποτελείται από δύο επί μέρους λέξεις, ήτοι εύ και αγγελία, και δηλώνει την καλή είδηση, την καλή αγγελία. Πρόκειται για την πληροφορία που δόθηκε δια του αρχαγγέλου ότι ο Λόγος του Θεού θα ενανθρωπήση για την σωτηρία του ανθρώπου. Ουσιαστικά πρόκειται για την εκπλήρωση της υποσχέσεως του Θεού, που δόθηκε μετά την πτώση του Αδάμ και της Εύας (βλ. Γεν. γ’, 15), η οποία λέγεται πρωτευαγγέλιο. Γι’ αυτό, η πληροφορία της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού είναι η μεγαλύτερη είδηση μέσα στην ιστορία. Κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, το ευαγγέλιο του Θεού είναι πρεσβεία του Θεού και παράκληση στους ανθρώπους δια του σαρκωθέντος Υιού Του. Παράλληλα είναι και η καταλλαγή των ανθρώπων με τον Πατέρα, ο Οποίος δίνει ως μισθό την αγέννητη θέωση σε αυτούς που υπακούουν στον Χριστό. Η θέωση λέγεται αγέννητη γιατί δεν γεννάται, αλλά φανερώνεται στους αξίους. Επομένως, η θέωση που προσφέρεται δια του ενανθρωπήσαντος Χριστού δεν είναι γέννηση, αλλά φανέρωση δια της ενυποστάτου ελλάμψεως σε αυτούς που είναι άξιοι αυτής της αποκαλύψεως. Η καλή αγγελία, το ευαγγέλιο, ο ευαγγελισμός είναι διόρθωση των γεγονότων που έγιναν στην αρχή της δημιουργίας του ανθρώπου, στον αισθητό Παράδεισο της Εδέμ. Εκεί από γυναίκα άρχισε η πτώση και τα αποτελέσματά της, εδώ από γυναίκα άρχισαν όλα τα αγαθά. Έτσι, η Παναγία είναι η νέα Εύα. Εκεί υπήρχε ο αισθητός Παράδεισος, εδώ η Εκκλησία. Εκεί ο Αδάμ, εδώ ο Χριστός. Εκεί η Εύα, εδώ η Μαρία. Εκεί ο όφις, εδώ ο Γαβριήλ. Εκεί ο ψιθυρισμός του δράκοντος-όφεως στην Εύα, εδώ ο χαιρετισμός του αγγέλου στην Μαρία (Ιωσήφ Βρυένιος). Με αυτόν τον τρόπο διορθώθηκε το σφάλμα του Αδάμ και της Εύας.
β’
Ο αρχάγγελος Γαβριήλ απεκάλεσε την Παναγία «κεχαριτωμένη«. Της είπε: «Χαίρε, κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σού, ευλογημένη συ εν γυναιξίν» (Λουκ. α’, 28-29). Η Παναγία αποκαλείται «κεχαριτωμένη» και χαρακτηρίζεται «ευλογημένη», αφού ο Θεός είναι μαζί της. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, και άλλους αγίους Πατέρας, η Παναγία είχε ήδη χαριτωθή, και δεν χαριτώθηκε την ημέρα του Ευαγγελισμού. Παραμένοντας μέσα στα άγια των αγίων του Ναού έφθασε στα άγια των αγίων της πνευματικής ζωής, που είναι η θέωση. Εάν το προαύλιο του Ναού προοριζόταν για τους προσηλύτους και εάν ο κυρίως Ναός για τους ιερείς, τα άγια των αγίων προορίζονταν για τον αρχιερέα. Εκεί εισήλθε η Παναγία, δείγμα ότι έφθασε στην θέωση. Είναι γνωστόν ότι στην χριστιανική εποχή ο νάρθηκας προοριζόταν για τους κατηχουμένους και τους ακαθάρτους, ο κυρίως ναός για τους φωτισθέντας, τα μέλη της Εκκλησίας, και τα άγια των αγίων γι’ αυτούς που έφθασαν στην θέωση. Έτσι, η Παναγία είχε φθάσει στην θέωση και πριν ακόμη δεχθή την επίσκεψη του αρχαγγέλου. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποίησε μια ειδική μέθοδο Θεογνωσίας και Θεοκοινωνίας, όπως ερμηνεύει θαυμάσια και θεόπνευστα ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Πρόκειται για την ησυχία, την ησυχαστική οδό. Κατάλαβε η Παναγία ότι δεν μπορεί κανείς να φθάση στον Θεό με την λογική, την αίσθηση, την φαντασία και την ανθρώπινη δόξα, αλλά δια του νού. Έτσι νέκρωσε όλες τις δυνάμεις της ψυχής που προέρχονται από την αίσθηση, και δια της νοεράς προσευχής ενεργοποίησε τον νού. Με αυτόν τον τρόπο έφθασε στην έλλαμψη και την θέωση. Και γι’ αυτό αξιώθηκε να γίνη Μητέρα του Χριστού, να δώση την σάρκα της στον Χριστό. Δεν είχε απλώς αρετές, αλλά την θεοποιό Χάρη του Θεού. Η Παναγία είχε το πλήρωμα της Χάριτος του Θεού, συγκριτικά με τους ανθρώπους. Βέβαια, ο Χριστός, ως Λόγος του Θεού, έχει όλο το πλήρωμα των Χαρίτων, αλλά και η Παναγία έλαβε το πλήρωμα της Χάριτος από το πλήρωμα των Χαρίτων του Υιού της. Γι’ αυτόν τον λόγο σε σχέση με τον Χριστό είναι κατώτερη, αφού ο Χριστός είχε την Χάρη κατά φύσιν, ενώ η Παναγία κατά μετοχήν, σε σχέση όμως με τους ανθρώπους είναι ανώτερη. Η Παναγία είχε το πλήρωμα της Χάριτος, εκ του πληρώματος των Χαρίτων του Υιού της, προ της συλλήψεως, κατά την σύλληψη και μετά την σύλληψη. Πρό της συλλήψεως το πλήρωμα της Χάριτος ήταν τέλειο, κατά την σύλληψη ήταν τελειότερο, και μετά την σύλληψη ήταν τελειότατο (άγ. Νικόδημος αγιορείτης). Με αυτόν τον τρόπο η Παναγία ήταν παρθένος κατά το σώμα και παρθένος κατά την ψυχή. Και αυτή η σωματική της παρθενία είναι ανώτερη και τελειότερη από την ψυχική παρθενία των αγίων, που επιτυγχάνεται με την ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος.
γ’
Κανείς άνθρωπος δεν γεννάται απηλλαγμένος από το προπατορικό αμάρτημα. Η πτώση του Αδάμ και της Εύας και οι συνέπειες αυτής της πτώσεως κληρονομήθηκαν σε όλο το ανθρώπινο γένος. Φυσικό ήταν και η Παναγία να μην είναι απηλλαγμένη από το προπατορικό αμάρτημα. Ο λόγος του Αποστόλου Παύλου είναι σαφής: «πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού» (Ρωμ. γ’, 23). Στο αποστολικό αυτό χωρίο φαίνεται ότι το αμάρτημα νοείται ως στέρηση της δόξης του Θεού, και ακόμη ότι κανείς δεν είναι απηλλαγμένος από αυτό. Έτσι, λοιπόν, και η Παναγία γεννήθηκε με το προπατορικό αμάρτημα. Πότε όμως απαλλάχτηκε από αυτό; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να ελευθερωθή από σχολαστικές αντιλήψεις. Κατ’ αρχάς πρέπει να πούμε ότι το προπατορικό αμάρτημα ήταν η στέρηση της δόξης του Θεού, η αλλοτρίωση από τον Θεό, η απώλεια της Θεοκοινωνίας. Αυτό όμως είχε και σωματικές συνέπειες, γιατί στο σώμα του Αδάμ και της Εύας εισήλθε η φθορά και ο θάνατος. Όταν στην Ορθόδοξη Παράδοση γίνεται λόγος για κληρονόμηση του προπατορικού αμαρτήματος, δεν εννοείται η κληρονόμηση της ενοχής της προπατορικής αμαρτίας, αλλά κυρίως οι συνέπειές της, που είναι η φθορά και ο θάνατος. Όπως όταν αρρωσταίνη η ρίζα του φυτού, αρρωσταίνουν και τα κλαδιά και τα φύλλα, το ίδιο έγινε με την πτώση του Αδάμ. Ασθένησε όλο το ανθρώπινο γένος. Η φθορά και ο θάνατος που κληρονομεί ο άνθρωπος είναι το εύκρατο κλίμα της καλλιέργειας των παθών, και με αυτόν τον τρόπο σκοτίζεται ο νούς του ανθρώπου. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο η πρόσληψη από τον Χριστό, με την ενανθρώπησή Του, αυτού του θνητού και παθητού σώματος, χωρίς την αμαρτία, συνετέλεσε στο να διορθωθούν οι συνέπειες του αμαρτήματος του Αδάμ. Θέωση υπήρχε και στην Παλαιά Διαθήκη, όπως και φωτισμός του νού, αλλά δεν είχε καταργηθή ο θάνατος, γι’ αυτό και οι θεόπτες Προφήτες πήγαιναν στον Άδη. Με την ενανθρώπηση του Χριστού και την Ανάστασή Του, θεώθηκε η ανθρώπινη φύση και έτσι δόθηκε η δυνατότητα σε κάθε άνθρωπο να θεωθή. Επειδή με το άγιο Βάπτισμα γινόμαστε μέλη του θεωθέντος και αναστημένου Σώματος του Χριστού, γι’ αυτό και λέμε ότι δια του αγίου Βαπτίσματος απαλλάσσεται ο άνθρωπος από το προπατορικό αμάρτημα. Όταν προσαρμόσουμε αυτά στην περίπτωση της Παναγίας, μπορούμε να καταλάβουμε την σχέση της με το προπατορικό αμάρτημα και την ελευθέρωσή της από αυτό. Η Παναγία γεννήθηκε με το προπατορικό αμάρτημα, είχε όλες τις συνέπειες της φθοράς και του θανάτου στο σώμα της. Με την είσοδό της στα άγια των αγίων έφθασε στην θέωση. Αυτή όμως η θέωση δεν ήταν αρκετή για την απαλλαγή από τις συνέπειές του, που είναι η φθορά και ο θάνατος, ακριβώς γιατί δεν είχε ενωθή η θεία με την ανθρώπινη φύση στην υπόσταση του Λόγου. Έτσι, την στιγμή που με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος η θεία φύση ενώθηκε με την ανθρώπινη φύση, στην γαστέρα της Παναγίας, η Παναγία πρώτη γεύεται την ελευθέρωσή της από το λεγόμενο προπατορικό αμάρτημα και τις συνέπειές του. Άλλωστε, την στιγμή εκείνη έγινε αυτό που απέτυχε να κάνη ο Αδάμ και η Εύα με τον ελεύθερο προσωπικό τους αγώνα. Γι’ αυτό, η Παναγία την στιγμή του Ευαγγελισμού έφθασε σε μεγαλύτερη κατάσταση από εκείνην στην οποία βρισκόταν ο Αδάμ και η Εύα πριν την πτώση. Αξιώθηκε να γευθή το τέλος του σκοπού της δημιουργίας, όπως θα δούμε σ’ άλλες αναλύσεις. Γι’ αυτό, για την Παναγία δεν χρειάστηκε να γίνη Πεντηκοστή, δεν χρειάστηκε να βαπτισθή. Αυτό που βίωσαν οι Απόστολοι την ημέρα της Πεντηκοστής, που έγιναν μέλη του Σώματος του Χριστού δια του Αγίου Πνεύματος, και αυτό που έγινε σε όλους εμάς κατά το μυστήριο του Βαπτίσματος, έγινε για την Παναγία την ημέρα του Ευαγγελισμού. Τότε απαλλάχθηκε από το προπατορικό αμάρτημα, όχι με την έννοια ότι απαλλάχθηκε από την ενοχή, αλλά ότι απέκτησε την θέωση στην ψυχή και το σώμα, λόγω της ενώσεώς της με τον Χριστό. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να ερμηνευθή και ο λόγος του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, ότι την ημέρα του Ευαγγελισμού η Παναγία έλαβε το Άγιον Πνεύμα, το Οποίο την καθάρισε και της έδωσε δύναμη δεκτική της θεότητος του Λόγου, συγχρόνως δε και γεννητική. Δηλαδή, η Παναγία έλαβε από το Άγιο Πνεύμα καθαρτική χάρη, αλλά και δεκτική και γεννητική του Λόγου του Θεού, ως ανθρώπου.
δ’
Η απάντηση της Παναγίας στην πληροφορία του αρχαγγέλου ότι θα αξιωθή να γεννήση τον Χριστό ήταν εκφραστική: «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου» (Λουκ. α’, 38). Φαίνεται εδώ η υπακοή της Παναγίας στον λόγο του αρχαγγέλου, αλλά και η υπακοή της στον Θεό, για ένα γεγονός που ήταν παράδοξο και παράξενο για την ανθρώπινη λογική. Έτσι υποτάσσει την λογική της στο θέλημα του Θεού. Μερικοί ισχυρίζονται ότι κατά την στιγμή εκείνη όλοι οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και όλη η ανθρωπότητα περίμεναν με αγωνία να ακούσουν την απάντηση της Παναγίας, έχοντας φόβο μήπως αρνηθή και δεν υπακούση στο θέλημα του Θεού. Ισχυρίζονται ότι επειδή κάθε φορά που ο άνθρωπος βρίσκεται σε τέτοιο δίλημμα, ακριβώς επειδή έχει ελευθερία, μπορεί να πη το ναι ή το όχι, όπως άλλωστε έγινε στην περίπτωση του Αδάμ και της Εύας, το ίδιο μπορούσε να συμβή και στην Παναγία. Αλλά όμως η Παναγία δεν ήταν δυνατόν να αρνηθή, όχι γιατί δεν είχε ελευθερία, αλλά γιατί είχε την πραγματική ελευθερία. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός κάνει διάκριση μεταξύ φυσικού και γνωμικού θελήματος. Γνωμικό θέλημα έχει κανείς όταν διακρίνεται για την άγνοια ενός πράγματος, για την αμφιβολία και τελικά για την αδυναμία επιλογής. Πρόκειται για μια αμφιταλάντευση περί του πρακτέου. Φυσικό θέλημα έχει κανείς όταν οδηγήται κατά τρόπο φυσικό, χωρίς αμφιταλαντεύσεις, χωρίς άγνοια, στην πραγματοποίηση της αλήθειας. Φαίνεται, λοιπόν, ότι το φυσικό θέλημα συνδέεται με το «θέλειν», ενώ το γνωμικό θέλημα με το «πώς θέλειν», και μάλιστα όταν γίνεται με αμφιβολίες και αμφιταλαντεύσεις. Επόμενο είναι ότι το φυσικό θέλημα συνιστά την τελειότητα της φύσεως, ενώ το γνωμικό θέλημα συνιστά την ατέλεια της φύσεως, αφού προϋποθέτει άνθρωπο που δεν έχει γνώση της αλήθειας, δεν είναι βέβαιος γι’ αυτό που πρέπει να αποφασίση. Ο Χριστός καίτοι είχε δύο θελήματα, λόγω των δύο φύσεων, ανθρωπίνης και θείας, εν τούτοις είχε φυσικό θέλημα, από την άποψη που μελετάμε εδώ καί, βέβαια, δεν είχε γνωμικό θέλημα. Ως Θεός ήξερε πάντοτε το θέλημα του Θεού Πατρός και δεν υπήρχε ποτέ αμφιβολία μέσα Του ούτε αμφιταλάντευση. Αυτό κατά χάριν βιώνεται και από τους αγίους, ιδιαιτέρως από την Παναγία. Επειδή η Παναγία είχε φθάσει στην θέωση, γι’ αυτό ήταν αδύνατο να αρνηθή το θέλημα του Θεού και να μη συγκατατεθή για την ενανθρώπηση. Είχε την τέλεια ελευθερία, και γι’ αυτό η ελευθερία της ενεργούσε πάντοτε κατά φύσιν και όχι παρά φύσιν. Εμείς επειδή δεν έχουμε φθάσει στην θέωση έχουμε ατελή ελευθερία, το λεγόμενο γνωμικό θέλημα, γι’ αυτό και αμφιταλαντευόμαστε για το πρακτέο. Η ερώτησή της «πώς εσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω» (Λουκ. α’, 34), δείχνει ταπείνωση, αδυναμία της ανθρωπίνης φύσεως, αλλά και το παράδοξο του πράγματος, επειδή υπήρχαν θαυματουργικές συλλήψεις στην Παλαιά Διαθήκη, όχι όμως ασπόρως.
ε’
Κατά την ημέρα του Ευαγγελισμού έχουμε άμεση σύλληψη του Χριστού με την δύναμη και ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος. Σ’ ένα θεοτοκίο ψάλλουμε: «Του Γαβριήλ φθεγξαμένου σοι παρθένε το χαίρε σύν τη φωνή εσαρκούτο ο των όλων Δεσπότης«. Αυτό σημαίνει ότι δεν παρενεβλήθησαν μερικές ώρες και ημέρες για να γίνη η σύλληψη, αλλά έγινε ακριβώς εκείνη την στιγμή. Ο αρχάγγελος Γαβριήλ είπε στον Ιωσήφ, τον μνήστορα της Υπεραγίας Θεοτόκου. «Μη φοβηθής παραλαβείν Μαριάμ την γυναίκα σου, το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ Πνεύματος εστίν Αγίου» (Ματθ. α’, 20). Η Παναγία γέννησε κατά άνθρωπο τον Χριστό, αλλά η σύλληψη έγινε εκ Πνεύματος Αγίου. Ο Μ. Βασίλειος, ερμηνεύοντας αυτήν την φράση, και κυρίως το «γεννηθέν εκ Πνεύματος αγίου», λέγει ότι κάθε πράγμα που προέρχεται από κάτι άλλο, δηλώνεται με τρεις λέξεις. Η μία είναι το «δημιουργικώς», όπως ολόκληρη η κτίση δημιουργήθηκε από τον Θεό με την ενέργειά Του. Η άλλη είναι το «γεννητώς», όπως ο Υιός γεννήθηκε προ πάντων των αιώνων από τον Πατέρα. Η τρίτη είναι το «φυσικώς», όπως η ενέργεια βγαίνει από κάθε φύση, ήτοι η λαμπρότητα από τον ήλιο, και γενικότερα η ενέργεια από τον ενεργούντα. Για την σύλληψη του Χριστού εν Αγίω Πνεύματι η αληθινή έκφραση είναι ότι ο Χριστός συνελήφθη με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος «δημιουργικώς», και όχι γεννητώς και φυσικώς. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διδάσκει ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού συνέπηξε για τον Εαυτό του, με τα αγνά και καθαρώτατα αίματα της Θεοτόκου, σάρκα που είναι εμψυχωμένη από λογική και νοερά ψυχή, όχι σπερματικώς, αλλά δημιουργικώς δια του Αγίου Πνεύματος. Βέβαια, όταν κάνουμε λόγο για σύλληψη του Χριστού στην γαστέρα της Θεοτόκου με την δύναμη και δημιουργική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, δεν πρέπει να απομονώνουμε το Άγιον Πνεύμα από την Αγία Τριάδα. Είναι γνωστόν από την πατερική διδασκαλία ότι κοινή είναι η ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Η δημιουργία του κόσμου και η αναδημιουργία του ανθρώπου και του κόσμου έγινε και γίνεται με την κοινή ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Επομένως, όχι μόνον το Άγιον Πνεύμα εδημιούργησε το δεσποτικό σώμα του Χριστού, αλλά και αυτός ο ίδιος ο Πατήρ και ο Υιός, δηλαδή ολόκληρη η Αγία Τριάδα. Η διατύπωση αυτής της αλήθειας είναι ότι ο Πατήρ ευδόκησε την σάρκωση του Υιού Του, ο Υιός και Λόγος του Θεού αυτούργησε την σάρκωσή Του και το Άγιον Πνεύμα την ετελεσιούργησε. Η σύλληψη του Χριστού στην κοιλία της Θεοτόκου έγινε με ησυχία και κρυφιότητα και όχι με κρότο και ταραχή. Κανείς, ούτε από τους αγγέλους ούτε από τους ανθρώπους, μπόρεσε να καταλάβη εκείνη την στιγμή αυτά τα μεγάλα που επετελέσθησαν. Ο Προφητάναξ Δαυίδ προφήτευσε αυτό το γεγονός λέγοντας: «Καταβήσεται ως υετός επί πόκον, ωσεί σταγών η στάζουσα επί την γήν» (Ψαλμ. οα’, 6). Όπως η βροχή που πέφτει επάνω σ’ ένα ποκάρι από μαλλί δεν προκαλεί θόρυβο, ούτε και καμμιά φθορά, το ίδιο έγινε και κατά τον ευαγγελισμό και την σύλληψη. Ο Χριστός με την σύλληψή Του δεν προκάλεσε θόρυβο ούτε και καμμιά φθορά στην παρθενία της Παναγίας. Γι’ αυτό και η Παναγία ήταν και έμεινε Παρθένος προ του τόκου, κατά τον τόκο και μετά τον τόκο. Είναι τα τρία αστέρια τα οποία ο αγιογράφος σχηματίζει πάντοτε στο μέτωπο και στους δύο ώμους της Παναγίας.
στ’
Η ένωση της θείας με την ανθρώπινη φύση στην υπόσταση του Λόγου, μέσα στην κοιλία της Θεοτόκου, συνιστά την άμεση θέωση της ανθρωπίνης φύσεως. Δηλαδή, από την πρώτη στιγμή που ενώθηκε η θεία με την ανθρώπινη φύση υπάρχει θέωση της ανθρωπίνης φύσεως. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού: «άμα σάρξ, άμα Θεού Λόγου σάρξ». Αυτό σημαίνει ότι δεν παρενεβλήθη ένα διάστημα μετά από την σύλληψη για να θεωθή το ανθρώπινο πρόσλημμα, αλλά αυτό έγινε αμέσως κατά την ώρα της συλλήψεως. Συνέπεια και συνέχεια αυτού του γεγονότος είναι ότι η Παναγία πρέπει να λέγεται Θεοτόκος, αφού αυτή γέννησε πραγματικά τον Θεό, τον Οποίο κυοφόρησε εννέα μήνες στην κοιλία της, και όχι έναν άνθρωπο που είχε την Χάρη του Θεού. Γι’ αυτό η Παναγία λέγεται Θεοτόκος και όχι Χριστοτόκος. Το χριστολογικό δόγμα έχει συνέπεια και στο θεοτοκολογικό. Η Παναγία είναι Θεοτόκος, ακριβώς γιατί συνέλαβε εν Αγίω Πνεύματι τον Χριστό. Αυτό πρέπει να τονισθή, γιατί παλαιά έγινε μεγάλη θεολογική συζήτηση για το αν η Παναγία πρέπει να λέγεται Θεοτόκος, λόγω υπάρξεως αιρετικών διδασκαλιών, η δε τελική κατοχύρωση της διδασκαλίας ότι η Παναγία εγέννησε Θεό, και ότι αμέσως με την πρόσληψη της ανθρωπίνης φύσεως υπάρχει θέωσή της, έγινε στην Γ’ Οικουμενική Σύνοδο. Ο αιρετικός Νεστόριος, χρησιμοποιώντας φιλοσοφικούς όρους και ανθρώπινο στοχασμό, υποστήριζε ότι η Παναγία ήταν άνθρωπος και γι’ αυτόν τον λόγο ήταν αδύνατο να γεννήση τον Θεό. Το βρέφος που υπήρχε μέσα της δεν ήταν Θεός, αλλά άνθρωπος. Απλώς ο Θεός «παρήλθεν» ή «συμπαρήλθεν» δια της Θεοτόκου. Βέβαια, υπήρχε πρόβλημα στην θεολογία του για τις σχέσεις μεταξύ των δύο φύσεων στον Χριστό. Ο Νεστόριος πίστευε ότι η σάρκα του Χριστού ήταν απλώς συνημμένη με την φύση της θεότητος. Ο Λόγος ήταν Θεός, αλλά ήταν συνημμένος με τον άνθρωπο και κατοικούσε μέσα του. Με τέτοιες προϋποθέσεις ονόμαζε την Παναγία Χριστοτόκο και όχι Θεοτόκο. Όμως, ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, και η κάθε φύση ενεργούσε «μετά της θατέρου κοινωνίας» στην υπόσταση του Λόγου. Το θέμα αυτό θα το δούμε όταν θα κάνουμε λόγο για την γέννηση του Χριστού. Εδώ όμως πρέπει να υπογραμμισθή ότι η ανθρώπινη φύση θεώθηκε αμέσως με την ένωσή της με την θεία φύση στην υπόσταση του Λόγου, μέσα στην κοιλία της Θεοτόκου. Γι’ αυτό η Παναγία είναι και λέγεται Θεοτόκος, αφού γέννησε κατά άνθρωπον τον Θεό.
ζ’
Η άμεση θέωση της ανθρωπίνης φύσεως από την θεία φύση του Λόγου δεν σημαίνει ότι καταργούνται τα ιδιώματα της ανθρωπίνης φύσεως. Αυτό δείχνει ότι η σύλληψη και κυοφορία, αλλά και η γέννηση του Χριστού έγινε κατά φύσιν και υπέρ φύσιν. Υπέρ φύσιν, γιατί έγινε δημιουργικώς από το Πανάγιο Πνεύμα και όχι σπερματικώς. Κατά φύσιν, γιατί η κυοφορία έγινε κατά τον τρόπο που κυοφορείται το βρέφος. Υπάρχει όμως ένα σημείο που πρέπει να υπογραμμισθή. Σε κάθε βρέφος υπάρχουν μερικά στάδια, έως ότου έλθη η ώρα να γεννηθή. Κατ’ αρχάς γίνεται η σύλληψη, στην συνέχεια μετά από ένα χρονικό διάστημα ο εξεικονισμός των μελών του σώματός του, έπειτα αναπτύσσεται ολίγον κατ’ ολίγον, και κατά τον βαθμό της αναπτύξεώς του ακολουθεί η κίνηση, και τέλος, όταν ολοκληρωθή, εξέρχεται από την κοιλία της μητέρας του. Ενώ στο θείο βρέφος έχουμε ολίγον κατ’ ολίγον αύξηση, εν τούτοις δεν παρενεβλήθη διάστημα μεταξύ συλλήψεως και εξεικονισμού των μελών. Ο Μ. Βασίλειος λέγει ρητώς: «ευθύς γαρ τέλειον ήν τη σαρκί το κυοφορούμενον, ου ταις κατά μικρόν διαπλάσεσι μορφωθέν». Αυτό πρέπει να το δούμε από την άποψη ότι εξεικονίσθησαν τα μέλη του σώματός Του αμέσως, δημιουργήθηκε τέλειος άνθρωπος, αλλά όμως δεν βρέθηκε αμέσως στην διάπλαση των εννέα μηνών. Αναπτυσσόταν ολίγον κατ’ ολίγον, ενώ είχε απαρτισθή το σώμα Του από την αρχή.
η’
Η σύλληψη του Χριστού στην κοιλία της Θεοτόκου έγινε από το Πανάγιο Πνεύμα δημιουργικώς και όχι σπερματικώς, γιατί έπρεπε να αναλάβη ο Χριστός την καθαρά φύση που είχε ο Αδάμ προ της παραβάσεως. Βέβαια, ο Χριστός προσέλαβε σάρκα παθητή και θνητή, όπως αυτή έγινε μετά την παράβαση του Αδάμ, για να νικήση την φθορά και τον θάνατο, αλλ’ όμως ήταν άκρως καθαρά και αμίαντος, όπως ήταν προ της παραβάσεως. Έτσι, η σάρκα του Χριστού από απόψεως καθαρότητος ήταν όπως το προ της παραβάσεως σώμα του Αδάμ, από απόψεως δε θνητότητος και φθαρτότητος ήταν το μετά την παράβαση σώμα του Αδάμ. Επομένως, η σύλληψη έγινε δια του Αγίου Πνεύματος, γιατί ο τρόπος με τον οποίο γεννάται σήμερα ο άνθρωπος (διά του σπέρματος) είναι μετά την παράβαση. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, η κίνηση της σαρκός προς γέννηση δεν είναι απηλλαγμένη τελείως της αμαρτίας, γιατί, ενώ ο νούς έχει ταχθή από τον Θεό να ηγεμονεύη τον άνθρωπο, συμπεριφέρεται «ανυποτάκτως» κατά την διάρκεια της κινήσεως της σαρκός. Έτσι, η καθαρά φύση του Χριστού έχει σχέση με την δημιουργική και όχι σπερματική σύλληψη. Ακριβώς αυτό το γεγονός συνδέεται στενώτατα με το ότι η σύλληψη, κυοφορία και γέννηση του Χριστού από την Παναγία ήταν ανήδονος, άκοπος και ανώδινος. Ο Χριστός, λοιπόν, συνελήφθη, κυοφορήθηκε ως βρέφος και γεννήθηκε ανηδόνως, ακόπως, ανωδίνως. Συνελήφθη ασπόρως για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, για να αναλάβη την καθαρά ανθρώπινη φύση, και δεύτερον, για να γεννηθή αφθόρως και ανωδίνως. Η Παναγία όπως συνέλαβε τον Χριστό ανηδόνως, χωρίς ηδονή, το ίδιο και τον κράτησε εννέα μήνες στην κοιλία της ακόπως και αβάρως. Δεν αισθανόταν βάρος, παρά το ότι το θείο βρέφος αναπτυσσόταν φυσιολογικά και είχε το βάρος ενός αναπτυσσομένου εμβρύου. Εφαρμόσθηκε έτσι η προφητεία του Προφήτου Ησαΐου: «Ιδού Κύριος κάθηται επί νεφέλης κούφης» (Ησ. ιθ’, 1). Με τον όρο «νεφέλη κούφη» εννοείται η ανθρώπινη σάρκα, που ήταν τόσο πολύ ελαφρά, ώστε δεν προξένησε κανένα βάρος και κόπο στην Παναγία, κατά το διάστημα της εννεαμήνου κυοφορίας. Η άσπορη και ανήδονη σύλληψη της Παναγίας και η άκοπη κυοφορία συνδέεται στενά με την άφθορη και ανώδινη γέννηση του Χριστού. Κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης υπάρχει στενή σχέση μεταξύ ηδονής και οδύνης, αφού κάθε ηδονή έχει συνημμένο και τον πόνο. Ο Αδάμ αισθάνθηκε ηδονή και ακολούθησε ο πόνος σε όλο το ανθρώπινο γένος. Έτσι και τώρα δια της ελευθερώσεως από την ηδονή προέρχεται χαρά στο ανθρώπινο γένος. Η γέννηση του Χριστού δεν έφθειρε την παρθενία της Θεοτόκου, όπως ακριβώς η σύλληψη δεν έγινε με ηδονή, και η κυοφορία με βάρος και κόπο. Εκεί που ενεργεί το Πανάγιο Πνεύμα «νικάται φύσεως τάξις».
θ’
Η διάρκεια της κυοφορίας της Παναγίας είναι προτύπωση της αδιαλείπτου κοινωνίας που θα έχουν οι άγιοι στην Βασιλεία του Θεού. Είναι γνωστό και δεδομένο ότι η μητέρα που έχει κυοφορούμενο βρέφος έχει στενή και οργανική σχέση μαζί του. Σύγχρονοι επιστήμονες έχουν αποδείξει ότι το βρέφος επηρεάζεται πάρα πολύ όχι μόνο από την σωματική κατάσταση της μητέρας του, αλλά και από την ψυχολογική της συγκρότηση. Και επειδή το θείο βρέφος συνελήφθη εκ Πνεύματος Αγίου, αλλά μεγάλωσε κατά τον φυσικό τρόπο, δηλαδή είχε κοινωνία με το σώμα της Παναγίας, γι’ αυτό και υπάρχει στενή σχέση μεταξύ του Χριστού και της Θεοτόκου. Φυσικά, αυτό πρέπει να το δούμε από την άποψη ότι η Παναγία δίνει το αίμα της στον Χριστό, αλλά και ο Χριστός την Χάρη και ευλογία Του σε αυτήν. Κυοφορούμενος ο Χριστός δεν έπαυσε να βρίσκεται ταυτόχρονα στον θρόνο του Θεού ενωμένος με τον Πατέρα Του και το Άγιον Πνεύμα. Η ανθρώπινη φύση ενώθηκε με την θεία φύση ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως, αμέσως από την στιγμή της συλλήψεως. Αυτό σημαίνει ότι πρώτη η Παναγία γεύθηκε τα αγαθά της θείας ενανθρωπήσεως, την θέωση. Αυτό που οι Μαθηταί του Χριστού γεύθηκαν κατά την Πεντηκοστή, και εμείς μετά το Βάπτισμα, κατά την διάρκεια του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, όταν κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, και αυτό που θα ζουν οι άγιοι στην Βασιλεία των Ουρανών, το ζούσε η Παναγία από την πρώτη στιγμή της συλλήψεως και κυοφορίας. Επομένως, ο Χριστός εννέα ολόκληρους μήνες, μέρα και νύχτα, έτρεφε με το αγιασμένο αίμα Του την Παναγία. Αυτό είναι προτύπωση της αδιαλείπτου θείας Κοινωνίας και της αδιαλείπτου σχέσεως και κοινωνίας των αγίων με τον Χριστό που θα γίνη κυρίως στην άλλη ζωή. Γι’ αυτό και η Παναγία είναι προτύπωση του μέλλοντος αιώνος. Από αυτό το πρίσμα είναι Παράδεισος.
ι’
Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, μιλώντας για τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, προχωρεί και σε μια προσωπική και υπαρξιακή προσέγγιση του γεγονότος αυτού. Γιατί, δεν αρκεί μόνο να εορτάζουμε εξωτερικά τα γεγονότα της θείας ενανθρωπήσεως, αλλά να τα πλησιάζουμε υπαρξιακά και πνευματικά. Γι’ αυτόν τον λόγο συνέλεξε πολλά χωρία αγίων στα οποία γίνεται λόγος γι’ αυτήν την υπαρξιακή προσέγγιση. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του Προφήτου Ησαΐου: «Δια τον φόβον σου, Κύριε, εν γαστρί ελάβομεν και ωδινήσαμεν και ετέκομεν, πνεύμα σωτηρίας σου εποιήσαμεν επί της γής» (Ησ. κστ’, 18). Κατά την ερμηνεία των αγίων Πατέρων σπόρος είναι ο λόγος του Θεού και μήτρα είναι ο νούς και η καρδία του ανθρώπου. Δια της πίστεως ο λόγος του Θεού σπείρεται στην καρδιά του ανθρώπου και την καθιστά έγκυο από τον φόβο του Θεού. Πρόκειται για τον φόβο να μη μείνη ο άνθρωπος μακρυά από τον Θεό. Δια του φόβου αυτού αρχίζει ο αγώνας για την κάθαρση της καρδιάς και την απόκτηση των αρετών, που ομοιάζει με πόνο, ωδίνες τοκετού. Με αυτόν τον τρόπο γεννιέται το πνεύμα της σωτηρίας, που είναι η θέωση και ο αγιασμός. Η μόρφωση του Χριστού μέσα μας γίνεται με πνευματικές ωδίνες. Ο Απόστολος Παύλος λέγει: «τεκνία μου, ούς πάλιν ωδίνω, άχρις ου μορφωθή Χριστός εν υμίν» (Γαλ. δ’, 19). Ωδίνες είναι ο ασκητικός αγώνας, και μόρφωση είναι η θέωση και ο αγιασμός. Κατά τους αγίους Πατέρας (άγιο Γρηγόριο Νύσσης, άγιο Μάξιμο Ομολογητή, άγιο Συμεών τον νέο Θεολόγο, όσιο Νικήτα τον Στηθάτο κλπ.), αυτό που συνέβη σωματικά στην Παναγία, αυτό γίνεται πνευματικά σε κάθε έναν του οποίου η ψυχή παρθενεύει, δηλαδή καθαρίζεται από τα πάθη. Ο Χριστός, που μια φορά γεννήθηκε κατά σάρκα, θέλει να γεννάται πάντα κατά πνεύμα, από αυτούς που θέλουν, και έτσι γίνεται βρέφος, διαπλάττοντας τον εαυτό του μέσα σ’ εκείνους δια των αρετών. Η πνευματική σύλληψη και γέννηση γίνεται αντιληπτή από το ότι σταματά η ρύση του αίματος, δηλαδή παύουν να υπάρχουν επιθυμίες για την διάπραξη της αμαρτίας, δεν ενεργούν τα πάθη στον άνθρωπο, μισεί ο άνθρωπος την αμαρτία και θέλει διαρκώς να πράττη το θέλημα του Θεού. Αυτή δε η σύλληψη και γέννηση αποκτάται με την εφαρμογή των θείων εντολών, κυρίως με την επιστροφή του νοός στην καρδιά και με την αδιάλειπτη μονολόγιστη προσευχή. Τότε ο άνθρωπος γίνεται ναός του Παναγίου Πνεύματος. Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου είναι ευαγγελισμός του ανθρωπίνου γένους, πληροφορία ότι ενηνθρώπησε ο Υιός και Λόγος του Θεού. Αυτή η παγκόσμια εορτή πρέπει να συντελέση στην προσωπική εορτή, στον προσωπικό ευαγγελισμό. Πρέπει να δεχθούμε τα προοίμια της σωτηρίας μας, που είναι η μεγαλύτερη είδηση στην ζωή μας.
Σεπτέμβριος 1994
(Από το βιβλίο «Οι Δεσποτικές Εορτές», Ι. Μ. ΓΕΝΕΘΛΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ, 1995)


(Πηγή ηλ. κειμένου: http://www.pelagia.org/htm/b26.e.i_despotikes_eortes.01.htm)

Στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)


web statistics


(Λουκ. α’ 24-38)
Ὅπως ὁ ἥλιος καθρεφτίζεται στά καθαρά καί διαυγή νερά, ἔτσι κι ὁ οὐρανός στήν καθαρή κι ἁγνή καρδιά. Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι πανταχοῦ παρόν κι ἀναπαύεται σέ πολλά σημεῖα τοῦ ἀχανοῦς σύμπαντος. Τό μέρος ἐκεῖνο ὅμως ὅπου ἀγαπάει κι ἐπιθυμεῖ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα νά κατοικεῖ, εἶναι ἡ ἁγνή καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖ εἶναι τό πραγματικό Του ἐνδιαίτημα, ἡ κατοικία του. Ὅλοι οἱ ἄλλοι τόποι εἶναι ἁπλά τό ἐργαστήριό Του. Ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου δέ μένει ποτέ ἄδεια. Πάντα ὑπάρχει κάτι νά τήν καλύψει: ἡ καθαρότητά της. Κάποτε, γιά κάποιο διάστημα, τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου τή γέμιζε μόνο ὁ Θεός. Τότε ἡ καρδιά ἦταν καθρέφτης τοῦ κάλλους τοῦ Θεοῦ, ἕνας ὕμνος καί μιά δοξολογία γιά τό Θεό. Ὑπῆρχε ἕνας καιρός πού ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου βρισκόταν πραγματικά στά χέρια τοῦ Θεοῦ, ἀπαλλαγμένη ἀπό κίνδυνο. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος μέ τήν παραφροσύνη του πῆρε τά πράγματα στά δικά του χέρια, τήν καρδιά του τήν κυνήγησαν πολλά ἄγρια θηρία. Κι ἀπό τότε ξεκίνησε ἐσωτερικά μέν ἡ δουλεία τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ἐξωτερικά δέ αὐτό πού λέμε ἱστορία τοῦ κόσμου. Ἀδύναμος πιά νά κουμαντάρει τήν καρδιά του ὁ ἄνθρωπος ἀναζήτησε στήριξη στά ἔμψυχα ὄντα ἤ καί στά ἄψυχα πράγματα πού τόν περιέβαλαν. Ὅ,τι κι ἄν βρῆκε ὁ ἄνθρωπος ὅμως γιά νά στηρίξει καί νά ἐνισχύσει τήν καρδιά του, ἀποδείχτηκε πώς αὐτό τήν τραυμάτιζε καί τήν πλήγωνε μόνο. Καϋμένη καρδιά τοῦ ἀνθρώπου! Αἰχμαλωτίστηκες ἀπό πολλά πράγματα πού δέν εἶχαν καμιά δικαιοδοσία σέ σένα, καμιά ἐξουσία πάνω σου. Βρέθηκες σάν τό μαργαριτάρι ἀνάμεσα σέ χοίρους. Πόσο σέ σκλήρυνε ἡ μακροχρόνια δουλεία, πόσο σέ σκότισε τό μαῦρο σκοτάδι ὅπου κινεῖσαι! Ὁ Θεός ὁ ἴδιος κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό γιά νά σ᾿ ἐλευθερώσει ἀπό τή δουλεία, νά σέ γλιτώσει ἀπό τό σκοτάδι, νά σέ θεραπεύσει ἀπό τή λέπρα τῆς ἁμαρτίας σου, νά σέ ἀναλάβει ξανά στά δικά Του χέρια! Ἡ ἔλευση τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο κι ἡ πορεία Του ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους εἶναι ἡ πιό θαυμαστή κι ἀνυπέρβλητη ἔνδειξη τῆς ἀγάπης Του γιά τόν ἄνθρωπο. Εἶναι ὁ εὐαγγελισμός, ἡ εὐχάριστη εἴδηση τῆς ὕψιστης χαρᾶς γιά τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς καί τό πιό ὀλέθριο γεγονός γιά τήν ἀκαθαρσία της. Τήν ἔλευση τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο θά τήν παρομοιάζαμε μέ τήν ἐμφάνιση πύρινου στύλου στά σκοτάδια τῆς ἀβύσσου. Ἡ εἴδηση γιά τήν ἔλευσή Του ξεκίνησε μέ ἕναν ἄγγελο καί μιά κόρη παρθένο, μιά συνομιλία πού ἔγινε ἀνάμεσα στήν οὐράνια καί τήν ἐπίγεια ἁγνότητα. Ὅταν ἡ ἀκάθαρτη καρδιά συναντιέται μέ μιάν ἄλλη, ἐπίσης ἀκάθαρτη, θά προκύψει σύγκρουση. Ὅταν ἡ ἀκάθαρτη καρδιά συναντιέται μέ μιάν ἄλλη, καθαρή καρδιά, πάλι θά ᾿χουμε σύγκρουση. Μόνο ὅταν ἡ καθαρή καρδιά συναντηθεῖ μέ μιάν ἄλλη καθαρή ἔχουμε χαρά, εἰρήνη καί εὐφροσύνη. Ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ εἶναι ὁ πρῶτος ἀγγελιοφόρος τῆς εὐχάριστης εἴδησης γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Τό θαυμαστό γεγονός τοῦ Θεοῦ γιά τή λύτρωση καί τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δέ θά μποροῦσε νά συμβεί χωρίς νά φανεῖ ἡ θαυματουργή ἐνέργεια καί δύναμή Του. Ἡ πρώτη ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους πού ἄκουσε τή σωτήρια αὐτή εἴδηση ἦταν ἡ πάναγνη Παρθένος. Καί τήν ἄκουσε μέ φόβο, μέ δέος. Ὁ οὐρανός καθρεφτιζόταν στήν ἁγνή καρδιά της ὅπως ὁ ἥλιος στά καθαρά καί διαυγή νερά. Στήν καρδιά της ὁ Κύριος καί Δημιουργός τοῦ νέου κόσμου καί ἀνακαινιστής τοῦ παλαιοῦ, ἐπρόκειτο νά γείρει τό κεφάλι Του καί νά δανειστεῖ σάρκα ἀπό τή σάρκα της.Τό εὐαγγέλιο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ λέει: «Μετά δέ τάς ἡμέρας ταύτας συνέλαβεν Ἐλισάβετ ἡ γυνή αὐτοῦ καί περιέκρυβεν ἑαυτήν μῆνας πέντε, λέγουσα ὅτι οὕτω μοι πεποίηκεν ὁ Κύριος ἐν ἡμέραις αἷς ἐπεῖδεν ἀφελεῖν τό ὄνειδός μου ἐν ἀνθρώποις» (Λουκ. Α΄ 24-25).
Ποιές μέρες ἐννοεῖ ὁ εὐαγγελιστής; Τίς μέρες πού θά προηγοῦνταν τῆς μεγάλης μέρας πού θά γεννιοῦνταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Ἡ μέρα πού θά ἐκπληροῦνταν ὅλες οἱ προφητεῖες, ὅταν θά φτάναμε στό πλήρωμα τοῦ χρόνου πού προφήτευσε ὁ Δανιήλ, τότε πού ἡ ἄρρωστη ἀνθρώπινη φύση στέναζε μαζί μέ τήν ἐπίσης ἄρρωστη δημιουργία, γιατί ἀνέμεναν τή σωτηρία ὄχι πιά ἀπό ἄνθρωπο ἤ ἀπό κάτι φυσικό, ἀλλά ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό. Τότε λοιπόν, «μετά τάς ἡμέρας ταύτας», συλλαμβάνει ἡ Ἐλισάβετ, ἡ σύζυγος τοῦ Ζαχαρία.
Τί σχέση ἔχει ἡ στείρα Ἐλισάβετ μέ τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου; Ἡ Ἐλισάβετ σχετίζεται μέ τό σχέδιο τῆς σωτηρίας, ἐπειδή θά γεννοῦσε τόν Πρόδρομο τοῦ Σωτήρα μας, ἐκεῖνον πού θά προπορευτεῖ γιά νά ἀναγγείλει τήν ἔλευσή Του. Ἡ ἠλικιωμένη καί στείρα γυναίκα θά γεννοῦσε τόν κήρυκα τῆς σωτηρίας, ὄχι τό Σωτήρα. Εἶναι μιά πιστή εἰκόνα τοῦ παλιοῦ κόσμου πού ἦταν γερασμένος. Φαντάζει σάν τό ἀφυδατωμένο, γέρικο καί μαραμένο δέντρο, πού στάθηκε ὅμως ἱκανό θαυματουργικά γιά νά βγάλει φύλλα πού προοιωνίζουν τόν ἐρχομό τῆς ἄνοιξης, ἔστω κι ἄν τό ἴδιο δέν μπορεῖ νά καρποφορήσει.
«Τάς ἡμέρας ταύτας», ὅπως κι ὅλες τίς μέρες, ἡ στείρα γυναίκα ἔνιωθε ντροπή γιά τή στειρότητά της, ντροπιασμένη ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Τί νόημα εἶχε ὁ γάμος ἐφόσον τό ζευγάρι παρέμενε ἄτεκνο; Ἄν ὁ ἴδιος ὁ παράδεισος μπορεῖ νά γίνει τόπος πειρασμοῦ καί θλίψεων γιά τόν ἄτεκνο, τί νά ποῦμε γιά τή γῆ; Τό κάθε μέλος τοῦ ἄτεκνου ζευγαριοῦ ἀποδίδει τήν ντροπή στό ἄλλο. Τό καθένα τους φαίνεται στό ἄλλο σάν μιά καταπράσινη συκιά ἀλλά χωρίς σύκα. Στά βάθη τῆς ψυχῆς τους νιώθουν ἀπόβλητοι. Καί τό χειρότερο καί πιό πικρό γι᾿ αὐτούς –κάτι πού γίνεται καί σήμερα– εἶναι ὅτι κάποια στιγμή ὑποψιάζονται ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί τόν κατηγορεῖ ἐνδόμυχα γιά λαγνεία καί ἀκαθαρσία. Ἀρχίζουν νά βλέπουν τό γάμο σάν νομιμοποίηση τῆς λαγνείας καί κυρίως μάλιστα ὅταν δέ γνωρίζουν τό Θεό καί δέ νιώθουν πάνω τους τό εὐεργετικό Του χέρι.
***
Ἔτσι τ᾿ ἄτεκνα ζευγάρια συνήθως δέν εἶναι μακρόβια κι ἡ χαρά τους εἶναι περιορισμένη. Τίποτα δέν εἶναι τόσο ἀπογοητευτικό στόν κόσμο ὅσο οἱ ἀνεκπλήρωτες ἐπιθυμίες, ἀκόμα κι ἄν ὅλα τ᾿ ἄλλα τά ᾿χουν πλούσια. Ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ «αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε» (Γεν. α’ 28) εἶναι σάν ἕνα βουνό πού στέκεται μπροστά στό ἄτεκνο ζευγάρι, ἔστω κι ἄν δέν τό συνειδητοποιοῦν. Ἴσως νά μήν τό κατανοοῦν ἐπειδή εἶναι ἀμαθεῖς, τό νιώθουν μέ τήν καρδιά τους ὅμως, τό αἰσθάνονται, γιατί εἶναι σάν μιά ἀνεξίτηλη σφραγίδα πού σφραγίζει κάθε ἀνθρώπινη ψυχή, ὅπως κι ὅλες οἱ βασικές ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Τή θλίψη πού νιώθουν τά ἄτεκνα ζευγάρια τή συναντᾶμε πολλές φορές στήν Ἁγία Γραφή ἀλλά καί στή σύγχρονη πραγματικότητα, σέ ζευγάρια κάθε ἡλικίας.
«Τάς ἡμέρας ταύτας», ὅμως ἔγινε ἕνα θαῦμα. Ἡ Ἐλισάβετ, ἄν καί προχωρημένη στήν ἡλικία, συνέλαβε. Πῶς γίνεται αὐτό; θά ρωτήσουν ὅλοι ἐκεῖνοι πού βλέπουν ἐπιφανειακά καί λογικά τά πράγματα, ἐκεῖνοι πού γλιστρούν ἐπιπόλαια πάνω στά φαινόμενα, ὅπως ἐκεῖνος πού γλιστράει πάνω στόν πάγο. Ἀλλά κι ὅσοι πιστεύουν πώς ὁ κόσμος δέ σώζεται μέ κανέναν ἄλλον τρόπο παρά μόνο μέ θεία ἐπέμβαση, ἀκόμα κι ἐκεῖνοι γυρίζουν ἀλλοῦ τό κεφάλι τους κι ἀρνοῦνται τό θαῦμα, ἀναρωτιοῦνται κι αὐτοί πῶς μπορεῖ νά γίνει αὐτό. Ἄν ὁ Θεός δέν ἦταν ζωντανός καί παντοδύναμος, τότε καμιά ἄλλη ὕπαρξη δέ θά ὑπῆρχε, τίποτα δέ θά γινόταν. Γιά νά γεννηθεῖ ἕνα παιδί δέν ἔχει σχέση ἄν μιά γυναίκα εἶναι καρπερή ἤ ὄχι. Ἀπό τή στιγμή πού πιστεύουμε πώς ὑπάρχει Θεός κι εἶναι παντοδύναμος, ὅλα εἶναι πιθανά. Ὁ Θεός δέν ὑπόκειται στούς φυσικούς νόμους πού ὁ ἴδιος ἔφτιαξε γιά νά δεσμεύονται οἱ ἄλλοι, ὄχι ὁ ἴδιος. Δέν ἔφτιαξε τούς φυσικούς νόμους γιά νά περιορίσει τή δύναμή Του, μά γιά νά τούς χρησιμοποιήσει καί νά ἐργαστεῖ τό ἀναγκαῖο ἔλεός Του. Τά μηχανήματα πού φτιάχνει ὁ ἄνθρωπος δέν περιορίζουν τήν ἐλευθερία πού ἔχει νά τά χρησιμοποιήσει μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλον τρόπο. Ἔτσι κι ὁ κόσμος πού δημιούργησε ὁ Θεός, μέ τούς φυσικούς νόμους πού ἔθεσε, δέν περιορίζει τήν ἐλευθερία Του νά ἐνεργεῖ μέ τόν ἔνα ἤ τόν ἄλλον τρόπο, σύμφωνα μέ τήν ἀγάπη Του καί τίς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐκεῖνοι πού ἀποκτοῦν παιδιά δέν τό κάνουν μέ τή δική τους δύναμη, ἀλλά μέ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός εἶναι πολύ προσεχτικός, σέβεται τή ζωή καί τή δίνει ὅπως Ἐκεῖνος νομίζει. Ἐπιτρέπει τή σύλληψη ὅπου Ἐκεῖνος νομίζει καί δέν τήν ἐπιτρέπει ὅπου νομίζει πώς δέν πρέπει. Γι᾿ αὐτό συμβαίνει καμιά φορά νά βλέπουμε νέα ζευγάρια, πού ἐνῶ ἔχουν ὅλες τίς φυσικές προϋποθέσεις, δέν ἀποκτοῦν παιδιά. Ἀντίθετα ἄλλες φορές βλέπουμε ἡλικιωμένα ζευγάρια πού, παρά τούς φυσικούς νόμους, τεκνοποιοῦν.
Ὁ Θεός εἶναι ὁ μόνος Κύριος τῆς ζωῆς. Κι ὅπου ὁ ἴδιος θέλει ν᾿ ἀσκήσει τήν κυριότητά Του, ἡ φύση κι ὁ νόμοι της δέν ἔχουν καμιά δύναμη, ἀτονοῦν. Ὅπως τό ἴδιο ἀδύναμοι κι ἀνίσχυροι εἶναι οἱ μάγοι, στούς ὁποίους πολλές φορές καταφεύγουν στεῖρες γυναῖκες γιά βοήθεια ἀπό ἄγνοια, ἐπειδή δέ γνωρίζουν ὅτι ἐκεῖνοι δέν εἶναι ὑπηρέτες καί ὄργανα τῆς θείας δύναμης, ἀλλά τῆς πονηρῆς καί σκοτεινῆς δύναμης τῶν δαιμόνων. Ὁ ἄνθρωπος περιμένει κάποιο θαῦμα ἀπό τό Θεό. Κι ὅταν ὅμως τό θαῦμα αὐτό γίνει, δέν τό πιστεύει. Ἡ φύση γιά τόν ἄνθρωπο ἔγινε τό δέντρο τῆς γνώσης. Κρυμμένος κάτω ἀπό τή σκιά τῆς φύσης, ἐπειδή εἶναι γυμνός, λαχταρᾶ νά τόν ἐπισκεφτεῖ ὁ Θεός. Κι ἀπό τήν ἄλλη τρέμει καί φοβᾶται τήν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Θεός δέν τόν ἐπισκέπτεται, παραπονιέται. Ὅταν τόν ἐπισκεφτεῖ, τόν ἀπορρίπτει. Παλιά στόν παράδεισο ὁ Ἀδάμ βρισκόταν ἀνάμεσα σέ δύο δέντρα, τό δέντρο τῆς ζωῆς καί τό δέντρο τῆς γνώσης. Οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀδάμ βρίσκονται ἐπίσης ἀνάμεσα σέ δυό δέντρα: τό Θεό, πού εἶναι τό δέντρο τῆς ζωῆς καί τή φύση, πού εἶναι τό δέντρο τῆς γνώσης. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος. Ἡ ὑπακοή κι ἡ ταπείνωσή του δοκιμάζονται καί σήμερα ὅπως καί τότε. Ἡ σύνεση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ καρδιά κι ἡ θέλησή του πρέπει νά δοκιμαστοῦν. Χωρίς πειρασμό δέν ὑπάρχει ἐλευθερία, χωρίς ἐλευθερία δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος, παρά δυό εἴδη πέτρας – ἡ κινητή καί ἡ ἀκίνητη.
Οἱ ἀλήθειες αὐτές εἶναι ἁπλές καί ξεκάθαρες. Ἡ ψυχή δέν μπορεῖ νά κατανοεῖ μέ γήινη ἀντίληψη. Δέν μπορεῖ ν᾿ ἀποκτήσει ἀληθινή γνώση, γιατί τήν πνευματική της ὅραση τήν καλύπτει σάν μέ σύννεφο ἡ ἁμαρτία. Ὅλ᾿ αὐτά τά γνώριζε ἡ Ἐλισάβετ, ἡ ἁπλή κι ἀφοσιωμένη ἡλικιωμένη γυναίκα. Ἔτσι δέν ἔνιωσε καμιά ἔκπληξη σάν βρέθηκε μέ παίδι σέ μεγάλη ἡλικία. Γι᾿ αὐτό κι ἀμέσως ἀναφώνησε μέ εὐεξήγητη ἑτοιμότητα γιά τήν ἄκαιρη τεκνοποίησή της: «Ὅτι οὕτω ἐποίησέ μοι Κύριος ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις» (Λουκ. α’ 25). Γιατί; Ἡ ἴδια δέν τό ξέρει ἀκόμα κι ἀπό ταπείνωση οὔτε πού τολμᾶ νά τό φανταστεῖ πόσο σπάνιος καί μεγάλος θά εἶναι ὁ καρπός τῆς κοιλιᾶς της. Τίποτα δέν ξέρει γιά τό σπουδαιότατο ρόλο πού θά παίξει στήν ἱστορία τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Δέ γνωρίζει πώς ὁ γιός της θά εἶναι ὁ Προφήτης, ὁ Πρόδρομος καί Βαπτιστής. Ἀγνοεῖ τό βαθύ σχέδιο πού ἔχει ὁ Θεός ὅταν ἔρθει τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, δέν ἀντιλαμβάνεται πόσο μυστικά ἐνεργεῖ ὁ Θεός μέ τούς δούλους καί τίς δοῦλες του. Μυστικά καί ἤρεμα. Τό μόνο πού γνωρίζει εἶναι ἕνας ἁπλός καί συγκινητικός λόγος γιά τή δωρεά πού τῆς ἔκανε ὁ Θεός: «Ὅτι οὕτω μοι πεποίηκεν ὁ Κύριος ἐν ταῖς ἡμέρες αἷς ἐπεῖδεν ἀφελεῖν τό ὄνειδός μου ἐν ἀνθρώποις» (Λουκ. α’ 25). Τό θαῦμα τοῦ Θεοῦ τό ἑρμηνεύει σάν σημεῖο τοῦ ἐλέους Του πρός αὐτήν. Κι ἔτσι εἶναι, ἀλλά ὄχι μόνο. Ἄν τό θαῦμα αὐτό τό εἶχε ἑρμηνεύσει ὡς σημεῖο τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ πρός ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος, πού ἦταν στεῖρο καί ἄγονο, θά ἔλεγε αὐτά περίπου: Ἰδοῦ, μέ τό θαῦμα αὐτό ὁ Θεός προετοιμάζει ἕνα μέγιστο θαῦμα, μέ τό ὁποῖο θέλησε ν᾿ ἀποβάλει τήν κατάρα τῆς ἀνθρωπότητας ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων.
***
«Ἔν δέ τῷ μηνί τῷ ἕκτῳ ἀπεστάλη ὁ ἄγγελος Γαβριήλ ὑπό τοῦ Θεοῦ εἰς πόλιν τῆς Γαλιλαίας, ᾗ ὄνομα Ναζαρέτ, πρός παρθένον μεμνηστευμένην ἀνδρί, ᾦ ὄνομα Ἰωσήφ, ἐξ οἴκου Δαβίδ, καί τό ὄνομα τῆς Παρθένου Μαριάμ» (Λουκ. α’ 26-27). Ὁ ἕκτος μήνας ἀναφέρεται στήν ἐγκυμοσύνη τῆς Ἐλισάβετ, ἀπό τήν ἡμερομηνία πού συνέλαβε τόν Ἰωάννη τόν Πρόδρομο. Γιατί τόν ἕκτο μήνα;Γιατί ὄχι τόν τρίτο, τόν πέμπτο ἤ τόν ἕβδομο; Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε τήν ἕκτη μέρα, μετά τή δημιουργία τοῦ κόσμου ὁλόκληρου. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀνακαινιστής τῆς δημιουργίας. Ἔρχεται ὡς ὁ νέος Δημιουργός καί νέος Ἄνθρωπος. Ὅλα ἔγιναν καινούργια μέ Αὐτόν. Στή νέα αὐτή κτίση, ὁ Ἰωάννης εἶναι ὁ πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἡ πρώτη κτίση, ἡ δημιουργία, ἦταν πρόδρομος τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ. Ὁ Ἰωάννης παρουσιάζει στό Χριστό ὁλόκληρη τήν ἐπίγεια φύση μαζί μέ τόν παλαιό ἄνθρωπο, πού μαζί του μετανοεῖ. Θά παρουσιαστεῖ μπροστά στόν Κύριο ἐκπροσωπώντας ὁλόκληρο τό γένος τῶν ἀνθρώπων, ὡς ἄνθρωπος πού μετανοεῖ καί κήρυκας τῆς μετάνοιας. Ὁ ἕκτος μήνας, τότε πού ὁ ἀγέννητος Ἰωάννης «ἐσκίρτησε» στήν κοιλιά τῆς μητέρας του, ἀπεικονίζει καί τήν ἕκτη ἐποχή πού γεννήθηκε ὁ Χριστός, ἀλλά καί τήν ἔκτη σφραγίδα τῆς Ἀποκάλυψης τοῦ Ἰωάννου (στ’ 12).
Ἔν δέ τῷ μηνί τῷ ἕκτῳ ἀπεστάλη ὁ ἄγγελος ΓαβριήλΣτό μεγάλο γεγονός τῆς πρώτης δημιουργίας οἱ ἄγγελοι κατέχουν τήν πρώτη θέση. «Ἔν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν» (Γεν. α’ 1). Μέ τή λέξη «οὐρανόν» ἐδῶ ὑπονοοῦμε τούς ἀγγέλους, ὅλες τίς τάξεις τῆς οὐράνιας ἱεραρχίας. Ἐδῶ τώρα, πού ἀρχίζει τό μέγιστο γεγονός τῆς νέας δημιουργίας, πάλι οἱ ἄγγελοι ἐμφανίζονται πρῶτοι. Ἄγγελος, ὅπως εἶπε ὁ προφήτης Δανιήλ, ὅρισε τό χρόνο πού θά γεννηθεῖ ὁ βασιλιάς τῶν βασιλέων. Ἄγγελος, μέ τό στόμα τοῦ προφήτου Ἡσαΐα καί ἄλλων προφητῶν, μίλησε γιά τόν Ζαχαρία τόν ἀρχιερέα τή γέννηση τοῦ Προδρόμου. Ἄγγελος τώρα ἀναγγέλει τή σάρκωση καί γέννηση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Ὅταν γεννήθηκε ὁ σαρκωμένος Θεός, χορός ἀγγέλων ἔψαλλε πάνω ἀπό τό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Κάθε πράξη τῆς δημιουργίας εἶναι χαρά γιά τό Θεό. Καί τή χαρά αὐτή θέλει νά τή μοιραστεῖ μέ ἄλλους. Ἡ χαρά πού πηγάζει ἀπό πραγματική ἀγάπη, εἶναι τό μόνο ἐπίγειο καί οὐράνιο πράγμα πού δέ λιγοστεύει ὅταν μοιράζεται, ἄν τολμᾶ κανείς νά μιλήσει γιά αὔξηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πού εἶναι πηγή τῆς χαρᾶς καί τῆς ἀγάπης.
Ὅταν ὁ Θεός δημιούργησε τούς ἀγγέλους στήν πρώτη δημιουργία, τούς ἔκανε ἀμέσως συμμετόχους καί συνεργάτες Του στίς ἑπόμενες ἐνέργειές Του. Ὅταν ἔπλασε τόν Ἀδάμ, τόν ἔκανε ἀμέσως συνεργάτη Του στήν εὐθύνη καί τή διαχείριση τοῦ παραδείσου καί ὅλων τῶν δημιουργημάτων Του. Τό ἴδιο γίνεται καί μέ τή Νέα Κτίση. Οἱ ἄγγελοι εἶναι κήρυκες τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Νέου Ἀνθρώπου. Ὁρίζοντας τή βασιλεία Του ὁ Χριστός ἔκανε ἀμέσως συνεργάτες Του τούς Ἀποστόλους, ἔπειτα κι ἄλλους ἀνθρώπους, γιά νά ἐργαστοῦν μαζί Του ὄχι μόνο ὅσο ζοῦνε στή γῆ, ἀλλά καί μετά τό φυσικό τους θάνατο. Στή συνεργασία αὐτή ὁ Κύριος καλεῖ ὥς σήμερα τούς Ἁγίους, τούς Μάρτυρες κι ὅσους ἄλλους κρίνει ἄξιους γιά τό ἔργο αὐτό. Σέ ποιόν θά πήγαινε ὁ μέγας ἀρχάγγελος Γαβριήλ; Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στήν ὁμιλία του στόν Εὐαγγελισμό:
Ἕνας στρατιώτης στάλθηκε γιά ν᾿ ἀναγγείλει τό μυστικό τοῦ βασιλιᾶ. Τό μυστικό αὐτό γνωρίζεται μόνο μέ τήν πίστη, δέν τό ἀγγίζει καί δέν τό ἑρμηνεύει ἡ περιέργεια. Εἶναι ἕνα μυστικό μπροστά στό ὁποῖο πρέπει νά ὑποκλιθεῖ κανείς μέ σεβασμό. Τό βάρος κι ἡ ἀξία του δέν μετριέται μέ ἀνθρώπινα μέτρα. Εἶναι τό μυστικό πού ἑρμηνεύεται μόνο μέ θεία, ὄχι μέ ἀνθρώπινη ἀντίληψη καί κατανόηση.
Σέ ποιόν στάλθηκε ὁ ἀρχάγγελος; Πρός παρθένον μεμνηστευμένην ἀνδρί, ᾧ ὄνομα Ἰωσήφ, ἐξ οἰκου Δαβίδ. Ὁ μέγας ἀρχάγγελος τοῦ Θεοῦ ἐμφανίστηκε σέ Παρθένο. Γιατί ὁ πάναγνος Θεός, Ἐκεῖνος πού θά ἐγκαινίαζε τό νέο κόσμο, τή νέα κτίση, ἔπρεπε νά ᾿ρθει ἀπό ἁγνή Παρθένο. Ὁ νέος κόσμος θά διακρίνεται ἀπό ἁγνότητα καί τιμιότητα, σέ ἀντίθεση μέ τόν παλαιό κόσμο πού εἶχε γίνει ἀκάθαρτος λόγω τῆς πεισματικῆς ἀνυπακοῆς στό Δημιουργό του. Ἡ Παρθένος λειτουργεῖ ὡς εἴσοδος, ἀπό τήν ὁποία ὁ Λυτρωτής θά εἰσέλθει στόν κόσμο πού θά γίνει τό ἐνδιαίτημα κι ὁ χῶρος τοῦ σωστικοῦ ἔργου Του. Παρθένος, ὄχι γυναίκα. Ἡ γυναίκα, σέ ὅποιο πνευματικό ἐπίπεδο κι ἄν ἔχει φτάσει, ἀνήκει στόν παλαιό κόσμο, στήν παλαιά κτίση, ἀνήκει στόν ἄντρα της. Δέν εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπό ἐγκόσμιες ἐπιθυμίες καί προοπτικές. Γι᾿ αὐτό κι ἔπρεπε νά βρεθεῖ ὄχι γυναίκα μά παρθένος, ἡ πάναγνη Παρθένος, πού εἶχε δοθεῖ ἀπόλυτα μόνο στό Θεό κι εἶχε ἀποξενωθεῖ ἀπό τόν κόσμο. Τέτοια παρθένος φύτρωσε κι ἀναπτύχτηκε στόν παρακμασμένο κόσμο μας σάν κρίνο πού ἀνθίζει σέ κοπρόλοφο, ἀκέραιη κι ἀνέπαφη ἀπό τήν παρακμή τοῦ κόσμου.
Ἡ ἐκλεκτή Παρθένος παραδόθηκε ὡς μνηστή στόν Ἰωσήφ, πού ἦταν συγγενής της. Γιά ποιό λόγο μνηστεύτηκε; Γιατί ἔτσι οἰκονόμησε ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, γιά νά προστατευτεῖ ἀπό τόν ἐμπαιγμό ἀνθρώπων καί δαιμόνων. Ἄν δέν εἶχε μνηστευτεῖ προτοῦ γεννήσει, ποιός ἄνθρωπος θά πίστευε πώς ὁ Υἱός της εἶχε γεννηθεῖ ὑπερφυσικά, χωρίς νά ἰσχύσουν οἱ φυσικοί νόμοι; Ποιός ἐπίγειος δικαστής θά τήν προστάτευε σ᾿ αὐτήν τήν περίπτωση ἀπό τήν ἀκαμψία καί τή σκληρότητα τοῦ νόμου; Ἡ θεία πρόνοια δέν ἤθελε νά θέσει σέ κίνδυνο καί μπελάδες τήν ἐκλεκτή Του, δέν ἤθελε νά βάλει σέ μεγάλους πειρασμούς τούς ἀνθρώπους. Ἔτσι οἰκονόμησε νά προστατέψει τήν Παρθένο καί τή γέννηση μέ τή «μνηστεία» της. Γράφει ὁ ἄγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στήν ὁμιλία του στό κατά Ματθαῖον:
Ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἔκρυψε στήν ἀρχή πολλά πράγματα, κάλεσε τόν ἑαυτό Του Υἱό τοῦ ἀνθρώπου καί δέν ἀποκάλυψε παντοῦ ἀνοιχτά πώς εἶναι ἕνας μέ τόν Πατέρα, γιατί τότε νά ξαφνιαζόμαστε μ᾿ αὐτήν τή μυστικότητα, κατά τήν προετοιμασία τοῦ θαυμαστοῦ αὐτοῦ καί μέγιστου μυστηρίου;
Γιατί τό ὄνομα τοῦ μνήστορος ἦταν Ἰωσήφ; Γιά νά μᾶς θυμίζει τόν ἁγνό καί πάγκαλο Ἰωσήφ πού ἄν καί ζοῦσε μέσα στή φιλήδονη Αἴγυπτο, διαφύλαξε τή σωματική καί πνευματική του Ἁγνότητα. Καί μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο διευκολύνει τούς πιστούς στό νά πιστέψουν εὐκολότερα πώς ὁ καρπός τῆς παρθένου Μητέρας τοῦ Θεοῦ ἦταν πραγματικά ἐκ Πνεύματος Ἁγίου κι ὄχι «ἐκ θελήματος σαρκός».
«Καί εἰσελθών ὁ ἄγγελος πρός αὐτήν εἶπε· χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετά σοῦ· εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξίν». Ἡ νέα κτίση εἶναι χαρά γιά τό Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτό κι ἀρχίζει μέ καλές κι εὐχάριστες εἰδήσεις, μέ τόν εὐαγγελισμό. «Χαῖρε!». Μέ τή λέξη αὐτή ἀρχίζει τό ἔργο τῆς νέας κτίσης. Εἶναι ἡ πρώτη λέξη, ἡ ἐναρκτήρια, πού ἀκούγεται ἐνῶ ἡ αὐλαία τοῦ μεγάλου ἔργου μόλις ἀρχίζει ν᾿ ἀνοίγεται. Ὁ Γαβριήλ ὀνόμασε τήν Παρθένο «εὐλογημένη». Γιατί; Ἐπειδή ἡ ψυχή της ἦταν καθαρή σάν τό ἱερό τοῦ ναοῦ, γεμάτη μέ τά ζωοποιά χαρίσματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, γεμάτη οὐράνια εὐωδία κι ἀγνότητα. Δέν εἶναι εὐλογημένοι ἐκεῖνοι πού ἡ ψυχή τους εἶναι κλειστή γιά τό Θεό καί ἀνοιχτή μόνο γιά τή γῆ, αὐτοί πού ἀποπνέουν μόνο χῶμα, γῆ, ἁμαρτία καί θάνατο. Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξίν. Ἐκεῖνος πού στέκεται μπροστά στό Θεό εἶναι εὐλογημένος. Ἀπουσία Κυρίου σημαίνει ἀπουσία εὐλογίαςἩ ἀπομάκρυνση τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο εἶναι κατάρα. Ἡ παρουσία Του εἶναι εὐλογία. Ἀπό τήν ἀγάπη πού δείχνει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο εἶναι φανερό, πώς ὁ Θεός δέν ἀπομακρύνεται ποτέ ἀπό τόν ἄνθρωπο, ὅταν ἐκεῖνος δέν ἀπομακρύνεται πρῶτος ἀπό κοντά Του.
Ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο φανερώνει τή ἀπεριόριστη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο. Μ᾿ ὅλο πού ὁ ἄνθρωπος ξεμάκρυνε ἀπό τό Θεό, ὁ Θεός εἶναι Ἐκεῖνος πού κάνει τό πρῶτο βῆμα γιά νά προσεγγίσει τόν ἄνθρωπο, νά γεφυρώσει τό χάσμα πού τούς χωρίζει. Τήν ἄβυσσο αὐτήν ἀνάμεσά τους τήν ξεκίνησε μιά γυναίκα. Καί τώρα μιά ἄλλη γυναίκα γίνεται ἡ γέφυρα πάνω ἀπό τήν ἄβυσσο. Ἡ Εὔα ἁμάρτησε πρώτη. Καί μάλιστα αὐτό ἔγινε μέσα στόν παράδεισο, ὅπου ὅλα τήν προστάτευαν ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἡ Μαρία ἦταν ἡ πρώτη πού ἀντιστάθηκε στούς πειρασμούς. Κι αὐτό ἔγινε μέσα στό σκοτάδι τοῦ κόσμου, ὅπου ὅλα σέ τραβοῦν στήν ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτό κι ἡ Εὔα τόν πρῶτο καρπό πού ἔδωσε στή γῆ ἦταν ὁ Κάιν, ὁ ἀδελφοκτόνος. Ἡ Μαρία ὅμως γέννησε τόν Ἥρωα τῶν ἡρώων πού ὁδήγησε τή γεννιά τῶν ἀδελφοκτόνων, τούς καρπούς τῆς ἀνυπάκουης Εὔας, μακριά ἀπό τή σκιά τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου.
«Ἡ δέ ἰδοῦσα (τόν Γαβριήλ) διεταράχθη ἐπί τῷ λόγῳ αὐτοῦ, καί διελογίζετο ποταπός εἴη ὁ ἀσπασμός οὗτος» (Λουκ. α’ 29). Τί παιδικότητα! Ἡ Μαρία εἶναι πραγματικά ἕνα παιδί. Ὁ Κύριος εἶπε: «Ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ιη’ 3). Ὁ κόσμος αὐτός, μέ τούς πειρασμούς καί τίς ἐπιθυμίες του, γερνᾶ γρήγορα τόν ἄνθρωπο. Ἡ παιδική μας ἡλικία εἶναι πολύ μικρή, σύντομη καί στήν ἐποχή μας συντομεύεται ἀκόμα περισσότερο. Ποιός μπορεῖ νά γυρίσει καί νά ξαναγίνει παιδί; Ἡ Μαρία ἦταν παιδί κι ἔμεινε παιδί σ᾿ ὅλη της τή ζωή ἐπειδή ἦταν ἁγνή καί ἀθώα, ἐπειδή εἶχε φόβο Θεοῦ καί ὑπακοή σ᾿ Αὐτόν. Γι᾿ αὐτό κι εἶχε μπεῖ στή βασιλεία τοῦ Υἱοῦ Της προτοῦ ἀκόμα Αὐτός κηρύξει τή βασιλεία Του. Γιατί ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρισκόταν μέσα Της (πρβλ. Λουκ. ιζ’ 21).
Ἡ παιδικότητά της τήν ἔκανε νά τρομάξει μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ ἀγγέλου. Ἡ παιδική της ἁπλότητα τήν ἔκανε ν᾿ ἀπορήσει, νά διερωτηθεῖ τί νά σήμαινε ὁ ἀσπασμός του. Στή συμπεριφορά της αὐτή δέν ὑπῆρχε τίποτα τό ψεύτικο, τό θεατρικό. Ὅλα ἦταν παιδικά, ἁπλά, ἁγνά, καθαρά κι ἀθώα.
Ὁ μέγας ἀρχάγγελος, ὁ Γαβριήλ, πού παρίστατο στή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ χρόνου, πού εἶχε τή δύναμη νά διαβάζει τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, κατάλαβε ἀμέσως τήν ταραχή καί τίς ἀνήσυχες σκέψεις τῆς Παρθένου πιό καθαρά ἀπ᾿ ὅ,τι ἐμεῖς βλέπουμε τό σῶμα μας. Εἶδε τήν ταραχή τῆς ψυχῆς της καί τήν καθησύχασε γρήγορα μέ τά ἀγγελικά λόγια του:
«Μή φοβοῦ, Μαριάμ· εὗρες γάρ χάριν παρά τῷ Θεῶ» (Λουκ. α’ 30). Μή φοβᾶσαι, παιδί μου! Μή φοβᾶσαι κεχαριτωμένη κόρη τοῦ Θεοῦ! Μή φοβᾶσαι ὑπερευλογημένη πάνω ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους, γιατί ἀπό σένα θά ᾿ρθει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ σ᾿ ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος! Μή βοβοῦ, εὗρες γάρ χάριν παρά τῷ Θεῶ! Τά τελευταῖα αὐτά λόγια του ἀναιροῦν τούς ἰσχυρισμούς κάποιων δυτικῶν θεολόγων σχετικά μέ τήν «ἄσπιλη σύλληψή» Της, ὅτι δηλαδή ἡ Παρθένος Μαρία γεννήθηκε ἀπό τούς γονεῖς της χωρίς τή σκιά τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ. Ἄν ἦταν ἔτσι τά πράγματα, γιατί νά τῆς πεῖ ὁ ἄγγελος ὅτι βρῆκε χάρη στό Θεό; Ἡ χάρη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, πού ὑποδηλώνουν καί τή συγχώρηση, δίδονται σ᾿ εκεῖνον πού ἔχει ἀνάγκη τό ἔλεος, πού τό ἀναζητᾶ. Ἡ πάναγνος Παρθένος ἔκανε ἡρωικές προσπάθειες γιά νά ὁδηγήσει τήν ψυχή της στό Θεό. Καί στήν ἀνοδική αὐτή προσπάθειά της συνάντησε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, ἐμπνευσμένος ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἀποστολή τοῦ ἀρχάγγελου Γαβριήλ, ἔγραψε τό ἀκόλουθο σχόλιο γιά τήν Ἁγία Παρθένο:
«Μή φοβοῦ, Μαριάμ, εὗρες γάρ χάριν παρά τῷ Θεῶ», μιά χάρη πού δέν τήν ἔλαβε οὔτε ἡ Σάρα οὔτε ἡ Ρεββέκα. Βρῆκες τή χάρη πού οὔτε ἡ Μεγάλη Ἄννα δέν ἀξιώθηκε νά βρεῖ. Ἔγιναν κι αὐτές μητέρες, ἀλλά ἔχασαν τήν παρθενικότητά τους. Ἐσύ ὅμως ἔγινες μητέρα, ἀλλά διατήρησες καί τήν παρθενία σου ἀνέπαφη. Γι᾿ αὐτό μή φοβᾶσαι, γιατί βρῆκες χάρη στό Θεό, μιά χάρη πού κανένας ἄλλος ἐκτός ἀπό Σένα δέν ἔλαβε ἀπό τότε πού δημιουργήθηκε ὁ χρόνος.
Ἡ Ἁγνή ψυχή τῆς Παρθένου ἠρέμησε. Καί τότε ὁ φτερωτός ἀρχάγγελος τοῦ Θεοῦ τῆς ἔδωσε τό μεγαλύτερο ἀπό τά οὐράνια μηνύματα: «Ἰδού συλλήψῃ ἐν γαστρί καί τέξῃ υἱόν, καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν. οὗτος ἔσται μέγας καί υἱός ὑψίστου κληθήσεται, καί δώσει αὐτῷ Κύριος ὁ Θεός τόν θρόνον Δαυΐδ τοῦ πατρός αὐτοῦ, καί βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. α’). Ὁ ἀγγελιοφόρος τοῦ Θεοῦ μιλάει καθαρά, μέ λεπτομέρειες. Θά συλλάβεις «ἐν γαστρί», λέει, δηλαδή σωματικῶς. Τήν ἴδια περίπου ἔκφραση χρησιμοποιεῖ ὁ Ψαλμωδός ὅταν λέει στόν 50ό ψαλμό του (στιχ. 12) «καί πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου». Δίνοντας ἔμφαση στό λόγο ἐν γαστρί ὁ ἀρχάγγελος, εἶναι σά νά θάλει προκαταβολικά νά μᾶς προφυλάξει ἀπό τίς πλανεμένες διδασκαλίες τῶν αἱρετικῶν Δοκητῶν ὅτι ὁ Χριστός τάχα δέν εἶχε πραγματικό σῶμα κι ὅτι δέ γεννήθηκε πραγματικά. Πώς δέν ἦταν δηλαδή πραγματικά καί σωματικά ἄνθρωπος, ἀλλά ἕνα ὁμοίωμά του.
Ἀλλά καί τό ὄνομα Ἰησοῦς εἶναι γεμάτο νοήματα. Αὐτό τό ὄνομα ἔφερε κι ὁ γιός τοῦ Ναυῆ, πού ὁδήγησε τούς Ἰσραηλίτες στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, προεικονίζοντας ἔτσι τό ρόλο τοῦ Σωτήρα Ἰησοῦ πού ὁδήγησε τό ἀνθρώπινο γένος στήν πραγματική κι αἰώνια γῆ τῆς ἐπαγγελίας, τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ὅλα τά ὑπόλοιπα πού εἶπε ὁ Ἀρχάγγελος ἀπέβλεπαν σέ μιά προσπάθεια νά πείσει τήν Παρθένο πώς ὁ γιός της θά ἦταν ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας. Πώς θά ἦταν Υἱός τοῦ Ὑψίστου. Πώς ὁ Θεός θά τοῦ ἔδινε τό θρόνο τοῦ Δαβίδ καί πώς θά γινόταν παντοτινός βασιλιάς τοῦ οἴκου Ἰακώβ.
Ὅλ᾿ αὐτά βρίσκονταν στό νοῦ κάθε Ἰσραηλίτη, ἀλλά πολύ περισσότερο στό νοῦ τῆς πνευματικά φωτισμένης Παρθένου Μαρίας. Τό μόνο πού ἔμενε τώρα ἦταν ν᾿ ἀποκτήσει συγγενική σχέση μέ τό Μεσσία. Ὁ Ἀρχάγγελος δέν τῆς τ᾿ ἀποκάλυψε ὅλα σχετικά μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ, παρά μόνο ὅσα τῆς ἦταν γνωστά ἀπό τίς προφητεῖες καί κατανοητά ἀπό τήν ἁγία Γραφή.
Δέν τῆς μίλησε γιά τόν παγκόσμιο καί πανανθρώπινο ρόλο τοῦ Ἰησοῦ, παρά μόνο ὅσα τῆς ἦταν γνωστά ἀπό τίς προφητεῖες καί κατανοητά ἀπό τήν Ἅγία Γραφή. Δέν τῆς μίλησε γιά τόν παγκόσμιο καί πανανθρώπινο ρόλο τοῦ Ἰησοῦ ὡς Σωτήρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί τῶν φυλῶν. Δέν τῆς εἶπε πώς θά εἶναι ὁ ἱδρυτής τῆς πνευματικῆς βασιλείας, ὁ κριτής ζώντων καί νεκρῶν. Ἀκόμα λιγότερα τῆς φανέρωσε πώς ὁ Υἱός της θά εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό Ἕνα ἀπό τά Τρία αἰώνια Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἄν τῆς τά εἶχε πεῖ ὅλ᾿ αὐτά, ἡ ταραχή της θά ἦταν πολύ μεγαλύτερη. Ἡ παιδικότητα κι ἡ ἁγνότητά Της δέν τήν ἔκαναν καί παντογνώστρια. Εἶχε πολλά ἀκόμα νά μάθει ἀπό τό γιό της, τόσο στόν παρόντα χρόνο, ὅταν «συνετήρει τά ρήματα ταῦτα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκ. β’ 19), ὅσο καί στήν αἰωνιότητα. Ὁ Ἀρχάγγελος κινήθηκε πιστά μέσα στό πλαίσιο τῆς ἑβραϊκῆς παράδοσης καί ἀντίληψης. Συγκέντρωσε καί ἕνωσε ὀργανικά ὅλα ὅσα ἦταν σκόρπια στούς προφῆτες (Ἡσ. θ΄ 6-8, ι΄ 16, ια΄ 1, Ἱερ. κε΄ 5, λ΄ 9, Ἰεζ. λδ΄ 24, Ὠσηέ γ΄ 5, Μιχ. ε΄ 4, Ψαλμ. ρλα΄ 11, Δαν β΄ 44 κλπ.). Κι ὅλ᾿ αὐτά τά γνώριζε καλά ἡ Παρθένος. «Ὤμοσε Κύριος τῷ Δαυίδ ἀλήθειαν καί οὐ μή ἀθετήσει αὐτήν· ἐκ καρποῦ τῆς κοιλίας σου θήσομαι ἐπί τοῦ θρόνου σου» (Ψαλμ. ρλα΄ 11).
Ἡ Παρθένος ἄκουσε τό οὐράνιο μήνυμα καί μέ τήν παιδική της ἁγνότητα ρώτησε τόν ἐπισκέπτη της: «Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω;» (Λουκ. α΄ 34). Τά λόγια αὐτά δέν ἐκφράζουν κάποια δυσπιστία στό ἀγγελικό μήνυμα, ἀλλά τήν καθαρότητα καί τήν ἀθωότητά της. Τί θ᾿ ἀπαντοῦσε κάποιος ἀπό σᾶς σ᾿ ἕνα παρόμοιο μήνυμα πού θά σᾶς ἔφερνε ὁ πιό ἀσυνήθιστος ἐπισκέπτης; Αὐτό πού θά γινόταν στή σίγουρα φοβισμένη καί τρέμουσα καρδιά σας θά ἦταν αὐτό πού ἔνιωσε κι ἡ ἁγνή Παρθένος; Ἐκείνη δέν εἶπε κανένα λόγο παραπανίσιο. Ἄν ἡ ἐρώτησή της ἦταν παραπανίσια γιά τήν ἴδια, δέν εἶναι ὅμως γιά μᾶς. Γιά χάρη μας τό εὐλογημένο πνεῦμα της ἔκανε τήν ἐρώτηση πού ὅλοι μας θά θέλαμε νά κάνουμε, ἀφοῦ δεσμευόμαστε ἀπό τούς φυσικούς νόμους. Γιά νά ᾿χουμε γέννηση, εἶναι ἀπαραίτητος ὁ ἄντρας. Ποῦ λοιπόν εἶναι ὁ ἄντρας ἐδῶ; Αὐτό εἶναι πού ὅλοι μας θά εἴχαμε ρωτήσει, ἐπειδή ζοῦμε μακριά ἀπό τήν ἐλευθερία πού ἀπολαμβάνει ὁ παντοδύναμος Θεός, ἐπειδή νιώθουμε πάνω μας τό βάρος τῶν φυσικῶν νόμων. Ἔτσι γιά χάρη μας, ἦταν ἀπαραίτητο νά κάνει ἡ Παρθένος τήν ἐρώτηση αὐτή. Γιά ν᾿ ἀκούσουμε τήν ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν Ἀρχάγγελο. Ποιά ἀπάντηση ἔδωσε ὁ Ἀρχάγγελος;
«Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ καί δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διό καί τό γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱός Θεοῦ. καί ἰδοῦ Ἐλισάβετ ἡ συγγενής σου καί αὐτή συνειληφυῖα υἱόν ἐν γήρει αὐτῆς, καί οὗτος μήν ἕκτος ἐστίν αὐτῇ τῇ καλουμένῃ στείρᾳ· ὅτι οὐκ ἀδυνατίσει παρά τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα» (Λουκ. α΄ 35-37).
Αὐτή εἶναι μιά πλήρης καί ἱκανοποιητική ἀπάντηση. Ὅπου Θεός βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις. Ὅταν ὁ ζῶν Θεός ἐφαρμόζει τό θέλημα Του γιά νά ἐργαστεῖ τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ φύση κι οἱ νόμοι της ἀτονοῦν, εἶναι σά νά μήν ὑπάρχουν. «Ἡ χάρη δέν ὑπόκειται στό νόμο τῆς φύσης», λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νεοκαισαρείας. Ὁ ἴδιος ὁ ἀνακαινιστής τοῦ κόσμου ὁλόκληρου, ὁ Κύριος Ἰησοῦς, μαρτυρεῖ πώς «τό πνεῦμα ἐστί τό ζωοποιοῦν» (Ἰωάν. στ΄ 63).
Τό Πνεῦμα χορηγεῖ ζωή ἄμεσα καί ἔμμεσα. Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἔδωσε ἄμεσα ζωή στόν παράδεισο, πρίν ἀπό τήν πτώση. Μετά τήν πτώση ἔδινε ζωή ἔμμεσα, μέ τή δημιουργία ψυχῆς καί σώματος. Ἀναφέρουμε τήν ἔμμεση αὐτή ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὡς «φυσική», σύμφωνη μέ τό φυσικό νόμο. Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὅμως ἔχει τό δικαίωμα καί τήν ἀπεριόριστη δυνατότητα νά δώσει ζωή καί ἄμεσα, σύμφωνα μέ τή θέληση καί τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλά καί σέ σχέση μέ τήν ἔμμεση δωρεά τῆς ζωῆς, πάλι τό Πνεῦμα εἶναι ὁ Κύριος καί Ζωοδότης. Ἀπό μόνη της ἡ φύση δέν εἶναι παρά σκιά, ἕνα παραπέτασμα, ἀπ᾿ ὅπου ἐνεργεῖ τό Πνεῦμα. Ὑπάρχουν ὅμως βαθμοί καί στάδια ἐμμεσότητας. Τό Πνεῦμα μερικές φορές ἐνεργεῖ περισότερο κι ἄλλες πάλι λιγότερο ἔμμεσα. Τέτοια παραδείγματα ἔχουμε μέ τίς παραγωγικές καί τίς στεῖρες γυναῖκες. Ἡ Ἐλισάβετ ἦταν στείρα, ἀλλά ὄχι ἀπόλυτα. Τό ἴδιο γινόταν μέ τή μητέρα τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Σαμψών καί τοῦ Σαμουήλ. Ἡ σύλληψη μιᾶς ἡλικιωμένης γυναίκας δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι ἄμεση ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος, ἀφοῦ ὅλες οἱ γυναῖκες πού εἶναι ἀπόγονοι τῆς Εὔας, παραγωγικές ἤ στεῖρες, συλλαμβάνουν «ἐν ἁμαρτίαις», δέν εἶναι ἀμέτοχες σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν καί παθῶν. Ἡ μόνη σύλληψη μέ ἄμεση ἐνέργεια, μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος τῆς ζωῆς, εἶναι ἡ σύλληψη τῆς πάναγνης Παρθένου Μαρίας. Στήν ἱστορία τῆς δημιουργίας, ἀπό τόν Ἀδάμ μέχρι τό Χριστό, ποτέ δέν εἴχαμε περιστατικό τέτοιας γέννησης. Αὐτή εἶναι ἡ μοναδική περίπτωση στήν ὥς τώρα ἱστορία, ἀλλά καί στήν αἰωνιότητα. Κι αὐτή εἶναι ἡ σύλληψη καί γέννηση τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
«Ὅτι οὐκ ἀδυνατίσει παρά τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα». Αὐτό σημαίνει πώς κάθε λόγος τοῦ Θεοῦ ἐφαρμόζεται στήν ὁλότητά του. Ὁ Θεός μᾶς λέει μέ τόν ἐμπνευσμένο προφήτη Του Ἡσαΐα: «Ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται υἱόν» (Ἡσα. ζ΄ 14). Αὐτό ἐκπληρώνεται τώρα. Ἀπό τήν ἴδια τή στιγμή τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, τό μόνο πού μποροῦμε νά ποῦμε γιά τό Θεό εἶναι πώς «εἶπε καί ἐγενήθησαν». «Τά λόγια Κυρίου λόγια ἁγνά, ἀργύριον πεπυρωμένον, δοκίμιον τή γῆ, κεκαθαρμένον ἑπταπλασίως» (Ψαλμ. ια΄ 7).
Ἡ Παρθένος Μαρία δέν ἀμφισβήτησε καθόλου τά θεϊκά λόγια πού τῆς ἀποκάλυψε ὁ Ἀρχάγγελος. Ἄν τά εἶχε ἀμφισβητήσει, ὅπως ἔκανε ὁ Ζαχαρίας ὁ ἱερέας, ἴσως εἶχε τιμωρηθεῖ ὅπως ἐκεῖνος. Μ᾿ ὅλο πού στίς ἀπαντήσεις καί τῶν δυό τους ὑπάρχει κάποια ὁμοιότητα, ἡ καρδιά τους ἦταν ἐντελῶς διαφορετική. Κι ἐκεῖνο πού βλέπει ὁ Θεός εἶναι ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπουΔυό ὁλότελα διαφορετικές καρδιές μποροῦν νά διατυπώσουν παρόμοια λόγια.
Ἡ ταπεινή Παρθένος ἄκουσε τήν ἐξήγηση πού τῆς ἔδωσε ὁ ἀγγελιαφόρος τοῦ Θεοῦ καί συμπλήρωσε τή συζήτησή της μέ τόν Ἀρχάγγελο μέ τά ἑξῆς λόγια: «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου» (Λουκ. α΄ 28). Δέν εἶπε, «ἰδού ἡ δούλη σου, ἀρχάγγελε», ἦταν ἁπλά ἀγγελιοφόρος τοῦ Θεοῦ, μετέφερε τό θέλημά Του. Ἦταν κι αὐτός δυνατός καί ἀθάνατος, ἀλλά ὡς ὑπηρέτης τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά δέν εἶπε «γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα τοῦ Κυρίου», ἀλλά «κατά τό ρῆμά σου». Ἔδειξε ἔτσι σεβασμό καί τιμή στόν ἀθάνατο λειτουργό τοῦ οὐράνιου οἰκοδεσπότη. Κι οἱ δυό αὐτές σκέψεις της φανερώνουν τήν ἄμεση ὑπακοή καί τήν τέλεια ταπείνωσή της. Τέτοια σοφή ἀπάντηση μόνο μιά καρδιά πού πλημμύριζε ἀπό καθαρότητα μποροῦσε νά δώσει. Γιατί σέ τέτοια καρδιά δίδεται εὔκολα καί ἄμεσα ἀληθινή σοφία. Τή στιγμή τοῦ πειρασμοῦ στόν παράδεισο ἡ Εὔα τήν ξέχασε αὐτή τή γλώσσα καί πρόσεξε τά λόγια τοῦ σατανᾶ, ἡ καρδιά της τή στιγμή αὐτή ἦταν ἀκάθαρτη, σκοτισμένη. Λόγω τοῦ σκοτισμοῦ αὐτοῦ ἡ σοφία τήν ἐγκατέλειψε. Ἡ ὑπερηφάνεια καί ἡ παρακοή σκότισαν τήν καρδιά της ἀλλά καί τό νοῦ της. Ἀπό τήν ὑπερηφάνεια καί τήν παρακοή της στό Θεό ὁ παλιός κόσμος γκρεμίστηκε, τό γένος τῶν ἀνθρώπων παραμορφώθηκε κι ἡ κτίση ὁλόκληρη στενάζει. Ὁ νέος κόσμος ἔπρεπε νά θεμελιωθεῖ στήν ταπείνωση καί τήν ὑπακοή. Ἡ ταπείνωση κι ἡ ὑπακοή τῆς Παναγίας Μητέρας τοῦ Θεοῦ ὑπερβαίνουν κάθε λόγο. Μόνο ὁ Υἱός της, ὁ Σωτήρας κι ἀνακαινιστής τοῦ κόσμου, θά τήν ξεπεράσει σέ ταπείνωση κι ὑπακοή.
Τελικά ὁ φτερωτός ἀγγελιοφόρος τοῦ «κεφαλαίου τῆς σωτηρίας» μας πέταξε ψηλά στόν οὐρανό, κοντά στούς ἀθάνατους συντρόφους του. Τά καλά νέα, ὁ «εὐαγγελισμός» του, δέν εἶναι ἕνας ἁπλός λόγος, ἀλλά μεταφράστηκε ἀμέσως σέ ἔργο, ὅπως καί κάθε λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός μιλάει καί γίνεται, «εἶπε καί ἐγένετο».
Στή γῆ, πού ἦταν καταραμένη λόγω τοῦ χωρισμοῦ της ἀπό τό Θεό καί τῆς ἐπίδρασης πού δεχόταν ἀπό τίς δυνάμεις τοῦ σκότους, δέν εἶχε φτάσει ποτέ ἕνα τόσο χαρμόσυνο κι ἐλπιδοφόρο μήνημα σάν κι αὐτό πού ἔφερε ὁ ἀστραφτερός καί θαυμάσιος ἀρχάγγελος Γαβριήλ. Ποιά γλώσσα δέ θά τόν δοξάσει καί ποιά καρδιά δέ θά νιώσει εὐγνωμοσύνη ἀπέναντί του;
Ποτέ ἥλιος δέν καθρεφτίστηκε τόσο λαμπερά σέ διαυγή νερά, ὅσο στόν καθρέφτη τῆς πάναγνης καρδιᾶς τῆς Παρθένου Μαρίας. Γράφει ὁ ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος γιά τήν παρθενία:
Ὦ παρθενία, πού χαροποιεῖς τήν καρδιά καί οὐρανοποιεῖς τή γῆ!
Ὦ παρθενία, κτῆμα ἀγαθό, ἀμόλυντο ἀπό ἄγρια θηρία!
Ὦ παρθενία, πού κατοικεῖς στίς ἄκακες καί ταπεινές ψυχές καί μεταποιεῖς τό λαό τοῦ Θεοῦ!
Ὦ παρθενία, πού ἀνθίζεις σάν λουλούδι στήν ψυχή καί στό σῶμα καί πλημμυρίζεις τόν οἷκο μέ τό ἄρωμά σου!
Ἡ διαυγής πρωινή αὐγή, ἀπ᾿ ὅπου προβαίνει ὁ ἥλιος, θά σάστιζε μπροστά στήν καθαρότητα κι ἁγνότητα τῆς Παρθένου Μαρίας, ἀπό τήν ὁποία γεννήθηκε ὁ ἀθάνατος ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ Χριστός καί Σωτήρας μας. Ποιό γόνυ δέ θά κλίνει μπροστά της καί ποιά γλώσσα δέ θά κραυγάσει:
«Χαῖρε, εὐλογημένη! Χαῖρε, αὐγή τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου! Χαῖρε, τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ καί ἐνδοξοτέρα τῶν Σεραφείμ! Δόξα στόν Υἱό σου, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν ὁμοούσια καί ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων». Ἀμήν!


(Ἀπό τό βιβλίο: “Θεός ἐπί γῆς, ἄνθρωπος ἐν οὐρανῷ”, Κεντρική διάθεση: Πέτρος Μπότσης, Πέλλης 2, 152 34 Φραγκοκκλησιά Ἀττικῆς, Τηλ. -fax: 210 – 6812382, κιν. 6974814002. Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν κ. Πέτρο Μπότση γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει. Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης http://HristosPanagia3.blogspot.com)