Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Ἡ ἑορτή τῆς ἁγίας Σκέπης καί ὁ ἑορτασμός της στό Ἅγιον Ὄρος


web statistics
Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου



 θεομητορική ἑορτή τῆς ἁγίας Σκέπης κατατάσσεται στίς ἑορτές πού ἔχουν θεσπιστεῖ πρός τιμήν  τῶν θεομητορικῶν ἀμφίων, δηλ. τῆς τιμίας Ἐσθῆτος (2 Ἰουλίου) καί τῆς τιμίας Ζώνης (31 Αὐγούστου). Τελεῖται σέ ἀνάμνηση τῆς ὀπτασίας πού εἶδε ὁ ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διά Χριστόν Σαλός[1], τήν ὥρα πού ἐτελεῖτο ἀγρυπνία στό ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν στήν Κωνσταντινούπολη, ἐπί αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Σοφοῦ (886-911)[2]. Ἡ Θεοτόκος ἐμφανίσθηκε στόν Ὅσιο νά βρίσκεται στήν πύλη τοῦ νάρθηκα τοῦ ναοῦ, δορυφορούμενη ἀπό ἀγγέλους, τόν Τίμιο Πρόδρομο καί τόν ἅγιο Ἰωάννη τό Θεολόγο. Ὅταν ἔφθασε στή μέση τοῦ ναοῦ, ὅπου βρισκόταν ὁ ἄμβωνας, προσευχήθηκε ὑπέρ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου καί κατόπιν εἰσῆλθε στό ἱερό Βῆμα. Ἐκεῖ ἄνοιξε τήν ἁγία Σορό, στήν ὁποία φυλασσόταν τό ἱερό Μαφόριό της, καί ἀφοῦ τό ξεδίπλωσε, τό ἅπλωσε πάνω ἀπό τό ἐκκλησίασμα. Ἀργότερα ἡ Θεοτόκος ἀνῆλθε πρός τόν οὐρανό, περιβεβλημένη ἀπαστράπτον φῶς. Στά μάτια τοῦ  ὁσίου Ἀνδρέα, τό μαφόριο φαινόταν νά αἰωρεῖται ὑπερφυσικά στόν ἀέρα καί τόσο μεγάλο ὥστε νά σκεπάζει ὅλο τό λαό. Τή θαυμαστή ἐμφάνεια τῆς Θεοτόκου εἶδε καί ὁ μαθητής τοῦ ὁσίου Ἀνδρέα Ἐπιφάνιος, ἐνῶ ὁ λαός συνέχισε νά ἀγρυπνεῖ χωρίς νά ἔχει ἀντιληφθεῖ τό θαυμαστό γεγονός.
  Ἡ Ἑορτή, πού τελεῖται τήν 1η τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου, τιμᾶται ἰδιαίτερα σ᾿ ὅλες τίς σλαβόφωνες ἐκκλησίες (εἶναι γνωστή ὡς Ποκρώφ στή ρωσική σημαίνει «μαφόριον») καί φέρεται νά ἔχει καθιερωθεῖ ἀπό τόν μέγα πρίγκιπα τοῦ Βλαντιμίρ, ἅγιο Ἀνδρέα Μπογκολιούμπωφ (1157-1174), ὁ ὁποῖος συνέταξε καί τή σχετική ἀκολουθία στή σλαβονική.[3]Ἡ καταγωγή, ἐπιπροσθέτως, τοῦ ὁσίου Ἀνδρέα ἀπό τήν Σκυθία (μία ἀπό τίς κοιτίδες τοῦ ρωσικοῦ ἔθνους) θά πρέπει νά προστεθεῖ στούς λόγους  τῆς εὐλάβεια τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ στή θεομητορική αὐτή ἑορτή.
  Στόν ἑλληνικό χῶρο, ἡ ἑορτασμός μεταφέρθηκε ἀπό τό ἔτος 1952 ἀπό τήν 1η στίς 28 Ὀκτωβρίου, προκειμένου ἡ Ἐκκλησία νά τιμήσει τήν Θεοτόκο γιά τήν προστασία μέ τήν ὁποία περιέβαλε τόν ἑλληνικό στρατό στήν ὑπεράσπιση τῆς πατρίδας μας κατά τοῦ ἰταλικοῦ στρατοῦ εἰσβολῆς τό 1940.[4] Μέχρι τό 1952 ψαλλόταν ἡ Ἀκολουθία τῆς ἡμέρας ἐνῶ ἀπέδιδαν τιμές στήν ἁγία μάρτυρα Εὐνίκη (28 Ὀκτωβρίου).


Στό Ἅγιον Ὄρος ὑπάρχουν ἀρκετοί ναοί πού τιμοῦνται στήν ἑορτή αὐτή. Ὁ γνωστότερος εἶναι τό παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Σκέπης, πού βρίσκεται στή μονή Ἁγίου Παντελεήμονος. Ὁ ἐγκαινιασμός τοῦ παρεκκλησίου αὐτοῦ ἑορτάστηκε μέ λαμπρότητα στή μονή αὐτή, στίς 10 Ἰανουαρίου τοῦ 1853.[5] Τήν ἐποχή ἐκείνη ἦταν ὁ πρῶτος μεγάλος ναός πού ἀφιερώθηκε στή θεομητορική αὐτή ἑορτή στό Ἅγιον Ὄρος. Μέχρι τότε ὑπῆρχαν τά παρεκκλήσια τῆς Ἁγίας Σκέπης στή μονή Χιλανδαρίου καί στή βατοπαιδινή Σκήτη Ἁγίου Ἀνδρέου στίς Καρυές καθώς καί ὁ κοιμητηριακός ναός στή ἁγιοπαυλίτικη σκήτη Ἁγίου Δημητρίου (Λακκοσκήτη), πού οἰκοδομήθηκε ἀπό τό Μολδαβό μοναχό Ἰάκωβο τό 1849[6]. Θά πρέπει ἐπίσης νά σημειωθεῖ ὅτι πρίν ἀπό τό προαναφερόμενο παρεκκλήσι τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος, εἶχε ἀναγερθεῖ  ὁμώνυμο παρεκκλήσι στίς Καρυές, στό βατοπαιδινό κελλί τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα, τήν μετέπειτα Σκήτη Ἁγίου Ἄνδρέα, πού θεμελιώθηκε τό 1845 ἀπό τό ρώσο μέγα δούκα Κωνσταντίνο (1827-1892), δευτερότοκο γυιό τοῦ τσάρου Νικολάου Α΄[7].
Τά ἐγκαίνια τοῦ μεγαλοπρεποῦς ναοῦ τῆς Ἁγίας Σκέπης, πού βρίσκεται στόν τελευταῖο ὄροφο τῆς βόρειας πτέρυγας τῆς μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος, ἐτέλεσε ὁ ἐφησυχάζων στό Ἅγιον Ὄρος, ἐπίσκοπος Σόφιας Μακάριος († 1861).[8] Στό νέο αὐτό παρεκκλήσιο μετεκομίσθη ἀπό τό καθολικό τῆς μονῆς ἡ θαυματουργός εἰκόνα τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος, προσφορά τοῦ ἑλληνικῆς καταγωγῆς ἡγουμένου τῆς μονῆς.[9] Ἔτσι ἐνῶ στό καθολικό τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος ἦταν τεθησαυρισμένα τά ἱερά λείψανα τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος, στό παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Σκέπης, ὑπῆρχε ἡ θαυματουργός εἰκόνα του. Τό παρεκκλήσιο αὐτό λειτουργοῦσε καί ὡς καθολικό γιά τούς ρωσικῆς καταγωγῆς μοναχούς τῆς Μονῆς, ἡ δέ ἑορτή τῆς ἁγίας Σκέπης, ἐθεωρεῖτο ἡ Πανήγυρη τῆς ρωσικῆς ἀδελφότητας τῆς Μονῆς (πρίν βεβαίως τόν πλήρη ἐκρωσισμό της).
Μέ τήν ἁγία Σκέπη τῆς Θεοτόκου ἔχει ἀσχοληθεῖ ὁ μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης σέ ἀρκετούς κώδικές του εἴτε ἀντιγράφοντας Ἐγκωμιαστικό Λόγο πρός τήν ἴδια ἑορτή, μεταφρασμένο ἀπό τή σλαβονική, εἴτε συνθέτοντας πλήρη καί πανηγυρική Ἀκολουθία γιά τήν ἑορτή αὐτή, ὅπως θά δοῦμε σέ ἑπόμενη ἑνότητα, εἴτε συντάσσοντας ἕτερο Ἐγκωμιαστικό Λόγο. Μέ τό τελευταῖο αὐτό ἔργο τοῦ Ἰακώβου, τό ὁποῖο εἶναι καί ἀπό τά ἐλάχιστα ἀπό τά συγγράμματά του πού εἶδαν τό φῶς τῆς δημοσιότητας[10], θά ἀσχοληθοῦμε στήν παρούσα ἑνότητα...

(...)  Ὁ ὑπό τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου Ἐγκωμιαστικός Λόγος στήν ἁγία Σκέπη εἶδε τό φῶς τῆς δημοσιότητας μέσα ἀπό τίς ἑξῆς ἐκδόσεις:
Ι) Ἡ ἀκολουθία τῆς ἁγίας Σκέπης δημοσιεύθηκε ἀπό κοινοῦ μέ τήν Ἀκολουθία τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων (τῆς β΄ ἐκδ.). Στήν προμετωπίδα τῆς ἑνιαίας ἐκδόσεως διαβάζουμε:
«Ἀκολουθία ἀσματική καί Ἐγκώμιον τῶν ὁσίων καί θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν τῶν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω διαλαμψάντων. Συγγραφέντα μέν ὑπό Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί ἐκδοθέντα τό πρῶτον ὑπό Γεωργίου Μελισταγοῦς. Νῦν δέ τό δεύτερον τυπωθέντα ὑπό Ἀβερκίου ἱερομονάχου τοῦ ἐκ τοῦ ἱεροῦ κοινοβίου τοῦ Ρωσσικοῦ τοῦ ἐν τῷ Ὄρει τοῦ Ἄθω. Ἐν τέλει δέ προσετέθη καί ἡ Ἀκολουθία τῆς ἁγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας μετά δύο Λόγων εἰς τήν αὐτήν Ἑορτήν. Ἐν Ἀθήναις 1869»[11].


 Ἡ ἀκολουθία ὅμως τῆς ἁγίας Σκέπης καί οἱ συνοδεύοντες αὐτήν δύο ἐγκωμιαστικοί λόγοι ἐκδίδονται στό ἔντυπο αὐτό ὡς μία ξεχωριστή ἔκδοση, ἀφοῦ ἔχει δική της σελιδαρίθμηση καί τή δική της σελίδα τίτλου:
«Ἀκολουθία τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου ψαλλομένη τῇ Α΄ Ὀκτωβρίου (ἧ καί Λόγοι τινές Πανηγυρικοί τῆς Θεοτόκου προσετέθησαν). Συντεθεῖσα μέν ὑπό Ἰακώβου μοναχοῦ Ἁγιορείτου. Νῦν δέ τό πρῶτον ἐκδίδοται ἐπιμελείᾳ καί δαπάνῃ τοῦ πανοσιωτάτου Ἀβερκίου τοῦ ἐκ τοῦ ἱεροῦ Κοινοβίου τοῦ Ρωσσικοῦ, ἐν Ἀθήναις 1869».[12]
σσ. 33-46: «Λόγος Ἐγκωμιαστικός τε καί ὑπομνηματικός εἰς τήν Ὑπέρφωτον Ἀστραποπυρσοχρυσόλαμπον τῆς Παντανάσσης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας»:
Ἀρχ. «Καί ἐνετείλατο νεφέλην εἰς σκέπην αὐτοῖς’’. Νεφέλη τό πάλαι καταψύχουσα τόν καύσωνα τοῦ ἡλίου, καί δροσίζουσα τούς υἱούς Ἰσραήλ...»
 σσ. 47-55: «Λόγος εἰς τήν Σκέπην τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, μεταφρασθείς ἐκ τῆς Σλαβωνικῆς».
Ἀρχ. «Ἐν τοῖς ἐσχάτοις δεινοῖς καιροῖς, ὅτε ἐμπιπλάμεθα ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν...».
  Εἶναι ἄξιο νά σημειωθεῖ ὅτι στήν ἔκδοση αὐτή τοῦ 1869 συνυπάρχουν ἕνα ἔργο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου μέ ἕνα ἄλλο τοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου ὁ ὁποῖος τόσο αὐστηρή κριτική ἄσκησε στό ἔργο τοῦ πρώτου ἄν καί καθώς φαίνεται, προσπάθησε νά τόν μιμηθεῖ ἤ καί νά τόν ξεπεράσει. Τό γεγονός ὅτι τό βιβλίο ἐκδόθηκε τή χρονιά πού θεωρεῖται ἔτος κοιμήσεως τοῦ Ἰακώβου (Αὔγουστος 1869) πρέπει νά μᾶς προβληματίσει καθώς ἤ πρέπει νά ἐκδόθηκε ζῶντος τοῦ Ἰακώβου ἤ τουλάχιστον ὁ Ἰάκωβος θά γνώριζε τουλάχιστον περί τῆς ἐκδόσεως ἤ ἀκόμη καί θά ἦταν σύμφωνος μέ τήν προοπτική αὐτή, ἐάν βέβαια ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας του τοῦ ἐπέτρεπε νά εἶχε ἀναγκαία διαύγεια πνεύματος. Ἐπίσης, θά πρέπει νά ἔχουμε ὑπ᾿ ὅψιν ὅτι ὁ Ἰάκωβος εἶχε ἀντιγράψει κώδικα μέ τήν Ἀκολουθία καί τόν Ἐγκωμιαστικό Λόγο στούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, χωρίς ὅμως νά ἀναφέρει τόν ποιητή τῶν ἔργων αὐτῶν, ὅσιο Νικόδημο[13].
ΙΙ) Ἔκδοση τοῦ 1895 ἀπό τόν Κ. Δουκάκη τοῦ ἐγκωμιαστικοῦ Λόγου καί τῆς ἀκολουθίας τῆς ἁγίας Σκέπης, συνηρμοσμένης μέ τήν ἀκολουθία τοῦ ἀποστόλου Ἀνανία[14].
Ἡ ἔκδοση αὐτή ἀκολουθεῖ τήν ἔκδοση τῆς ἀκολουθίας τῆς ἁγίας Σκέπης τοῦ 1869, μέ τή διαφορά ὅτι παραλείπει ὁρισμένα τροπάρια, τά ὁποῖα συμπληρώνονται μέ τροπάρια πού ὑμνοῦν τόν ἅγιο ἀπόστολο Ἀνανία, καθώς ἡ ἀκολουθία του συμψάλλεται μέ ἐκείνην τῆς ἁγίας Σκέπης. Ἡ Λιτή ὅμως εἶναι ἀφιερωμένη ἐξ ὁλοκλήρου στήν ἁγία Σκέπη. Στόν Ὄρθρο ὁ ἐκδότης ἔχει καί τούς δύο κανόνες τῆς ἁγίας Σκέπης, τῆς ἐκδόσεως τοῦ 1869, ἀπό τούς ὁποίους, ὅπως ἀναφέραμε, ὁ δεύτερος εἶναι ποίημα Ἰακώβου. Παραλείπει ἐπίσης τά Ἕτερα Προσόμοια καθώς καί τά Μεγαλυνάρια τῆς ἀκολουθίας τοῦ 1869, ἐνῶ τήν Ἐκλογή Πολυελέου τῆς ἁγίας Σκέπης τήν ἔχει στίς σσ. 78-79, μετά τήν ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου Μηθύμνης.
σσ. 26-29: «Λόγος Ἐγκωμιαστικός τε καί ὑπομνηματικός εἰς τήν ὑπέρφωτον ἀστραποπυρσοχρυσόλαμπρον Σκέπην τῆς Παντανάσσης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας».
Τόν Ἐγκωμιαστικό Λόγο, ὁ ἐκδότης ἀκολουθεῖ τόν χωρισμό τοῦ κειμένου σέ παραγράφους, ὅπως παραδίδεται στήν ἔκδοση τοῦ 1869, μέ τή διαφορά ὅτι αὐτές τίς ἔχει ἀριθμήσει μέ τά γράμματα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου. Δέν ἔχει ὅμως ἐπανεκδόσει ὁλόκληρο τό κείμενο τοῦ Ἰακώβου, παρά μόνο τό τμῆμα ἐκεῖνο τῆς ἐκδόσεως τοῦ 1869, σσ. 33-37. Ἔχει παραλείψει τήν «Ὁπτασία τῆς ἁγίας Σκέπης ἥν εἶδεν ὁ ὅσιος Ἀνδρέας» καθώς καί τό «Εὐκτικόν». Τέλος, δέν ἐπανεκδίδει τό ἔργο «Λόγος εἰς τήν Σκέπην τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου. Μεταφρασθείς ἐκ τῆς Σλαβωνικῆς» τῆς ἐκδόσεως τοῦ 1869 (σσ. 47-55)[15].
Ὁ ἐκδότης Κ. Δουκάκης, στό τέλος τῆς ἐκδόσεως, σ. 80, μετά τόν πίνακα περιεχομένων, ἐνῶ μᾶς ἐνημερώνει ἀπό ποῦ «ἐρανίσθη» τίς ἀκολουθίες τοῦ ἁγίου Θεράποντος καί τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου Μηθύμνης, δέν κάνει τό ἴδιο καί γιά τήν ἀκολουθία τῆς ἁγίας Σκέπης καί τοῦ ἁγίου Ἀνανία.
ΙΙΙ) «Λόγος εἰς τήν ἁγίαν Σκέπην τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου», Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τ. Ι’, Μήν Ὀκτώβριος, ἔκδ. Α’ ὑπό μοναχοῦ Βίκτωρος Ματθαίου, Ἀθῆναι 1950, σσ. 23-31.
Ἀρχ. «Ἡ ἁγία Σκέπη τῆς Ὑπεραγίας ἐνδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας ἑορτάζεται κατά τήν σήμερον εἰς ἀνάμνησιν...».
           Σύμφωνα μέ τόν ἐκδότη: «Ἐλήφθη ἐκ τῆς ἀκολουθίας τῆς ἁγίας Σκέπης μεταφρασθείς ἐκ τοῦ Σλαβονικοῦ». Πρόκειται περί ἀποδόσεως στήν «καθαρεύουσα» νεοελληνική γλώσσα.
ΙVἈκολουθία τῆς ἁγίας Σκέπης τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου μετά Παρακλητικοῦ Κανόνος καί Χαιρετισμῶν, ἔκδ. Ἱ. Ἡσυχαστήριο Ἁγίας Σκέπης. Βίγλα Μεγίστης Λαύρας, Ἅγιον Ὄρος 1988 [β΄ἔκδ. 1994].
σσ. 61-67: Λόγος ἐγκωμιαστικός εἰς τήν Ὑπέρφωτον Ἀστραποπυρσοχρυσόλαμπρον ἁγίαν Σκέπην τῆς Παντανάσσης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας.
Στήν ἔκδοση αὐτή παραλείπεται ὁλόκληρο τό τμῆμα τοῦ Λόγου, πού ἀναφέρεται στά γενόμενα τό ἔτος 553 ἐπί Ἰουστινιανοῦ, οἱ χρησμοί περί τῆς ἁλώσεως τῆς Πόλης ἀπό τούς Λατίνους καί γιά τήν τιμή πού ἀπέδιδαν οἱ Ρῶσοι στήν ἁγία Σκέπη τῆς Θεοτόκου,  τῆς ἐκδόσεως τοῦ 1869 (σσ. 42-44) καθώς καί οἱ περισσότερες ἀπό τίς σημειώσεις τοῦ κειμένου τῆς ἐκδόσεως αὐτῆς.
στή σ. 7, σημ. τοῦ ἐκδότη, ὅτι ἡ ἀσματική Ἀκολουθία εἶναι «ποίημα Ἰακώβου μοναχοῦ Ἁγιορείτου» καί ὅτι ἐκδόθηκε γιά πρώτη φορά τό 1869.
V) Ἐπιτομή τοῦ ἐγκωμιαστικοῦ Λόγου ἔχει συντάξει καί ὁ οἰκονόμος Γεώργιος Ρήγας ὡς Συναξάριο στήν ἀκολουθία τῆς ἁγίας Σκέπης πού μεταγράφει.[16]


Στίχοι τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου πρός τήν ἁγία Σκέπη τῆς Θεοτόκου:
Σκέπη ὡς οὗσα τῶν πιστῶν θεομῆτορ,
Σκέπασον πάντας ἐν ὥρᾳ τῇ τῆς δίκης,
Πυρός ἀφαρπάζουσα τοῦ αἰωνίου,
Τούς τήν Σκέπην σου, νῦν εὐλαβῶς τιμῶντας.
Καί πανηγυρίζοντας ψυχῆς ἐκ πόθου.[17]
    
Ὑπόδεξαι δέσποινα ὡς τά λεπτά τῆς χήρας
Ὑμνολογίαν τῆς σῆς ἁγίας Σκέπης,
Καί σκέπε διάσωζε σούς ὑμνολόγους,
Σύν τῷ ῥαψωδῷ τλήμονι σῷ ἱκέτῃ.[18]

Ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου:
Ὁ μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης καί τό ἔργο του, (διδακτορική διατριβή), ἔκδοση Ἱ. Μ. Ἁγίου Παύλου, Ἅγιον Ὄρος 2014




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


[1] Τό Βίο του συνέταξε ὁ πρεσβύτερος τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος,PG 111, 628-888.
[2] Περί τῆς ἑορτῆς αὐτῆς βλ. ἐνδεικτικά: WORTLEYHagia Skepe and Pokrov Bogoroditsi, σσ. 149-154, ὅπου ἀναφέρεται πώς ἡ Ἑορτή καθιερώθηκε μέν ἀπό τόν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Εὐθύμιο, ἀλλά ἐπί τῆς δεύτερης πατριαρχείας τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νικολάου Μυστικοῦ ἔγινε ἀναθεώρηση. Βλ. ἐπίσης, ΡΑΜΦΟΣ, Αἱ ἑορταί τῶν θεομητορικῶν ἀμφίων, σ. 201 κ.ἑ. Ο ΙΔΙΟΣ, Ἁγιολογικά Μελετήματα, τ. Γ΄, σ. 16 κ.ἑ. Ο ΙΔΙΟΣ, Σκέπης Θεοτόκου Ἑορτή, στ. 218-219, ὅπου καί ἀναφορά στό ἔργο τοῦ ἀρχιεπισκόπου Βλαδιμήρου Σεργίου, Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ διά Χριστόν Σαλός καί ἡ ἑορτή τῆς ἁγίας Σκέπης τῆς Θεομήτορος (στή ρωσική).
[3] ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ, Νέος Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τ. Β΄, σ. 321.
[4] Βλ. σχετική ἐγκύκλιο πρός τούς ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἐκκλησία, ἀρ. 20, 1 Νοεμβρίου 1952, σ. 305.
[5] Ἀνωτέρα ἐπισκίασις, σ. 127.
[6]  ΠΕΤΖΙΚΗΣ, Ἅγιον Ὄρος, τ. Β’, σ. 291.
[7] ΧΡΗΣΤΟΥ, Τό Ἅγιον Ὄρος, σ. 297.
[8] Ἀνωτέρα ἐπισκίασις σ. 128.
[9] Ἀνωτέρα ἐπισκίασις, σ. 127.
[10] ΙΑΚΩΒΟΣ ΝΕΑΣΚΗΤΙΩΤΗΣ, Ἀκολουθία Ἁγίας Σκέπης.
[11] ΙΑΚΩΒΟΣ ΝΕΑΣΚΗΤΙΩΤΗΣ, Ἀκολουθία Ἁγίας Σκέπης (PETIT, Bibliographie des acolouthies, σσ. 148-149.23a. ΗΛΙΟΥ-ΠΟΛΕΜΗ, Ἑλληνική Βιβλιογραφία, σ. 1869.13. ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΣ, Ἔντυπες Ἀκολουθίες, σ. 138).
[12] PETITὅ.π., σ. 148.23b. ΗΛΙΟΥ-ΠΟΛΕΜΗ, ὅ.π., 1869.13. ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΣ, ὅ.π., σ. 138.
[13] Κώδ. Καρακάλλου 30 (ἀκαταλ.), σσ. 1-117.
[14] Ἀκολουθίαι καί Βίοι ἀποστόλου Ἀνανίου (PETIT, ὅ.π., σσ. XXIII, 149.23c. ΗΛΙΟΥ-ΠΟΛΕΜΗ, ὅ.π., σ. 1895.451. ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΣ, ὅ.π., σσ. 19-20).
[15] Αὐτό τόν Λόγο τόν ἐκδίδει ὑπό τήν ἐπιγραφή «Λόγος εἰς τήν ἁγίαν Σκέπην τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου (Μεταφρασθείς ἐκ τῆς Σλαβονικῆς)» στό: ΔΟΥΚΑΚΗΣ, Ὀκτώβριος, σσ. 14-21. Ἀρχ. «Ἐν τοῖς ἐσχάτοις δεινοῖς καιροῖς...». Στό τέλος, σ. 21, ὁ ἐκδότης ἀναφέρει ὅτι τό κείμενο προέρχεται: «Ἐκ τῆς Ἀκολουθίας τῆς ἁγίας Σκέπης», χωρίς νά δίνει ἄλλες πληροφορίες.
[16] «Τό Συναξάριον συνετάχθη παρ᾿ ἡμῶν ἐν ἐπιτομῇ ἐκ τοῦ πλατυτέρου ὑπομνήματος τοῦ περιεχομένου ἐν τῷ Συναξαριστῇ τοῦ Δουκάκη»: ΡΗΓΑΣ, Ἀ­κο­λου­θί­αι Ἁ­γί­ων, τ. Α’, σ. 387 σημ. 6.
[17] Κώδ. Βατοπαιδίου 816, πφ. ἀρχ. verso.
[18] Κώδ. Βατοπαιδίου 816, σ. 42.
ΠΗΓΗ.ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ" ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΑΡΟΥΧΗ


web statistics



Τις τελευταίες μέρες του πολέμου της Αλβανίας, στο χωριό Κούτσι, την ώρα που παίρναμε συσσίτιο στα σκοτεινά ακούσαμε το εξής νέο:Η Παναγία παρουσιάστηκε σ' έναν ανθυπασπιστή και αυτός την εξέλαβε για Αλβανίδα, προφανώς κατάσκοπο, και πήγε να την πυροβολήσει με το ρεβόλβερ του. Αυτή σήκωσε την παλάμη της να τον σταματήσει και τού είπε: “Μη χτυπάς. Ένα έχω να σου πω: τη Λαμπρή θα είσαστε στα σπίτια σας”. 
Αμέσως δόθηκε διαταγή να χτιστεί εκκλησία στο μέρος που παρουσιάστηκε η Παναγία, ή μάλλον να επισκευαστεί ένας γκρεμισμένος μύλος. Οι μύλοι όλοι στην Αλβανία είναι τετράγωνα κτίρια για καλαμπόκι. Μου πρότεινε ο διοικητής να κάνω τοιχογραφίες, αλλά ήταν πολύ δύσκολο. Το μέρος αυτό εβάλλετο πολύ από τους Ιταλούς και εφοβόμουν. Δέχτηκα όμως να κάνω τέσσερις εικόνες για το τέμπλο, αν βρουν τέσσερις σανίδες. Μπογιές είχε μαζί του ο λοχαγός μου, ο μακαρίτης Γεωργόπουλος, με την ελπίδα ότι θα μπορέσω να κάνω σκηνές από μάχες. Αυτές οι μπογιές εχρησίμευσαν στην αρχή του πολέμου για να καμουφλαριστούν τα νίκελ του αυτοκινήτου του διοικητού. Κι αργότερα, για να κάνω μερικά πορτραίτα του λοχαγού αυτού, που ήταν φιλότεχνος και βιβλιόφιλος. Ύστερα από πολλές έρευνες βρέθηκε ένα καπάκι από κιβώτιο. Εκεί πάνω ζωγράφισα την “Παναγία της Νίκης”, έχοντας ως πρότυπο μια κακοζωγραφισμένη Παναγία που κυκλοφορούσε σε δελτάρια.Όταν τελείωσε, την εθαύμασαν όλοι οι στρατιώτες, και ένας λοχαγός με παζάρευε να του κάνω μια ίδια για την Κέρκυρα. Ο διοικητής του τάγματος έμενε μακριά από τα σπίτια που μέναμε εμείς, σε μια σκηνή καμουφλαρισμένη με κούμαρα. Ήταν μακριά η σκηνή του και έστειλε έναν μοτοσυκλετιστή, εξαιρετικά ωραίο και πολύ μάγκα, για να με κουβαλήσει εκεί που έμενε. Επήρα την εικόνα μαζί μου και καβάλησα τα καπούλια της μοτοσυκλέτας. 
Καθώς πηγαίναμε στο διοικητή, έφραξαν σχεδόν το δρόμο στρατιώτες από την Άρτα, που είχαν στρατοπεδεύσει εκεί και είχαν πληροφορηθεί για την ύπαρξη της εικόνας. Ήδη, το ταπεινό μου έργο, που δεν είχε στεγνώσει ακόμα, είχε αποκτήσει φήμη θαυματουργής εικόνας. Εκείνη την ώρα βάρεσε συναγερμός. Δηλαδή ένας στρατιώτης με μια σάλπιγγα τυλιγμένη σε ιμάντες από γκέτες από χακί ύφασμα, εσάλπισε. Εγώ και ο μοτοσυκλετιστής πέσαμε μπρούμυτα, σύμφωνα με τις διαταγές που είχαμε. Κανένας Αρτινός δεν έκανε το ίδιο. “Βρε συνάδελφε”, μου είπε ένας, “βαστάς την Παρθένα και φοβάσαι;” “Όχι, φίλε”, του απάντησα, “αλλά είμαι στρατιώτης και υπακούω στις διαταγές των ανωτέρων”. Όταν με είδε ο διοικητής με γένια και κακοτυλιγμένες γκέτες, μου είπε: “Έλληνας στρατιώτης είσαι εσύ ή Βούλγαρος αιχμάλωτος; Για να δούμε την εικόνα. Την έχεις κάνει άγρια την Παναγία, σαν Αρβανίτισσα. Και ο Χριστός είναι κι αυτός αγριωπός”.
Για να τον θαμπώσω τού είπα κάτι από τους Ψαλμούς του Δαβίδ:“Ευλογητός ει Κύριε ο διδάσκων τας χείρας μου εις πόλεμον, τους δακτύλους μου εις παράταξιν”. “Βλέπω είσαι και θεοφοβούμενος”, μου απάντησε. Φώναξε τον κουρέα να με ξουρίσει και ένας στρατιώτης με βοήθησε να τυλίξω καλά τις γκέτες μου. Αισθανόμουνα σαν ηθοποιός του κινηματογράφου που τον ετοιμάζουν για γύρισμα. Και ο διοικητής είπε σε έναν ανθυπολοχαγό να μου βγάλει μια φωτογραφία με την εικόνα μαζί. “Τώρα που είναι αξιοπρεπής Έλληνας στρατιώτης”.
Όταν γύρισα μετά τον πόλεμο στην Αθήνα, μου παραδώσανε αυτή τη φωτογραφία και την έχω ακόμα. Η εικόνα παρίστανε την Παναγία με το Χριστό και στο κάτω μέρος τα θαύματά της. Αριστερά τον ανθυπασπιστή που πάει να πυροβολήσει την Παναγία και δεξιά τους στρατιώτες που πάνε να χτίσουν το μύλο για να τον κάνουνε εκκλησία. Την άλλη μέρα φύγαμε για τα Γιάννενα. Πάνω σ' ένα φορτηγό ήμαστε στριμωγμένοι και μερικοί τραγουδούσαν το “Έχε γεια καημένε κόσμε” και κανένα ταγκό της Βέμπο. Μερικοί απληροφόρητοι νόμιζαν ότι πανηγυρίζουμε και μας ρωτούσαν: “Επεσε το Τεπελένι;” Πριν φύγουμε ένας χωροφύλακας πήγε και παρέλαβε την εικόνα να την πάει στην εκκλησία που είχε ήδη χτιστεί. Ένας στρατιώτης που τον ήξερε μου είπε: “Αυτός δεν θα την πάει στην εκκλησία, θα την πάει στο σπίτι του να τη δώσει της μάνας του. Είναι πολύ θρήσκα κι αυτός ο ίδιος ανήκει σε θρησκευτική οργάνωση”. Δεν έμαθα ποτέ πού βρίσκεται αυτή η εικόνα. Άργε στο Κούτσι με τα δαντικά τοπία; Ή στο σπίτι του χωροφύλακα; Αγνοώ τελείως.

Μαρτυρία Γιάννη Τσαρούχη, ο οποίος πολέμησε στο ελληνοαλβανικό μέτωπο του '40.
Από το βιβλίο Μαρτυρίες '40-'41, Κ. Χατζηπατέρα – Μ. Φαφαλιού.
Το ίδιο και στο κείμενο της Μαρίας Καραβία Ο Τσαρούχης με το χακί του '40 (τόμος -αφιέρωμα στον Γ. Τσαρούχη Ωσεί μύρα). 


Λιθογραφία: Γ. Γουναρόπουλος

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Τα τραγούδια της Παναγιάς


web statistics



Άρθρο της Νεκταρίας Καραντζή "Η Παναγία στη Δημοτική Μουσική Παράδοση", στο τεύχος Ιουλίου - Αυγούστου 2013 του περιοδικού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος "Εφημέριος"

Τα τραγούδια της Παναγιάς

Επιχειρώντας να προσεγγίσουμε με τρόπο λαογραφικό το περιεχόμενο των παραδοσιακών τραγουδιών που αφορούν, απευθύνονται ή περικλείουν το όνομα της Θεοτόκου, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τις ακόλουθες κατηγορίες:

1. Του Γάμου. Πρόκειται ίσως για τη μεγαλύτερη κατηγορία τραγουδιών, με αναφορά στην Παναγιά. Σε κάθε περιοχή της Ελλάδας, μα κυρίως στα Δωδεκάνησα, ο λαϊκός ποιητής ξεκινά τα παινέματα για τους νιόνυμφους, μόνο αφού ζητήσει από την Παναγιά να κατέβει και να δώσει την ευχή Της. Άλλοτε την ώρα που στολίζεται η νύφη, άλλοτε μετά τη Στέψη, στο γλέντι έξω από την αυλή της Εκκλησιάς, κι άλλοτε την ώρα που ετοιμάζουν τα κουλούρια του γάμου, κάθε τραγούδι της γαμήλιας τελετής εισάγεται με την επίκληση της Θεοτόκου:
"Κατέβα Κυρά Παναγιά με το Μονογεννή σου, στ' αντρόυνον που γίνηκε να δώσεις την ευχήν σού" (Κως)
"Έλα Παναγιά μου σώσε, νουν και λογισμόν μου δώσε / να παινέσω την κυρά μας και την χρυσοπέρτικά μας" (Ρόδος, Σύμη)
"Ω Παναγιά, Κυρά Ψηλή, με την χρυσή κορώνα / Έλα να δώσεις την ευκήν σ' αυτόν τον αρρεβώνα" (Κάλυμνος)
"Έλα Θεέ τζαι Πανα(γ)ιά με το Μονο(γ)ενή σου / τζι ευλόα μας του 'ην την δουλειάν, που 'ναι που την βουλή σου" (Κύπρος)


2. Της Θάλασσας. Πρόκειται για τραγούδια-προσευχές στην Παναγιά, που λένε οι γυναίκες και οι μανάδες των ναυτικών, περιμένοντάς τους να γυρίσουν από το ταξίδι. Τάματα και παρακλήσεις πλέκονται με αληθινές ιστορίες και κινδύνους της θάλασσας. Συχνά τα τραγούδια αυτά λειτούργησαν ως η "εφημερίδα" της εποχής, περιγράφοντας και διαδίδοντας, από στόμα σε στόμα, τραγουδισμένα, κάποια πραγματικά περιστατικά ναυαγίων και ανθρώπινου πόνου:
"Ω Παναγιά Γαλατζανή, βλέπε τα τα ναυτάκια / γιατ' έχει η θάλασσα χαρές, μα πιο πολλά φαρμάκια" (Δωδ/σα)
"Παναγιά μας, Παναγιά μας, φύλαγέ τα παιδιά μας" (Κάλυμνος)
"Ανάμεσα Τσιρίγο και σε Καβο-Μαλιά /καράβι κινδυνεύει μ' όλη τη σιρμαγιά […]/
Βοήθα Παναγιά μου για να γλυτώσουμε / κι όσα καντήλια έχεις θα σ' τα ασημώσουμε" (Λακωνία)


3. Νανουρίσματα. Σπάνια βρίσκει κανείς παραδοσιακά νανουρίσματα και κανακίσματα, χωρίς το όνομα της Παναγιάς:
"Κοιμήσου με την Παναγιά και με τον Άγιο Γιάννη / Με τον αφέντη τον Χριστό κι ο πόνος σου να γειάνει" (Μ. Ασία)
"Παναγιά μου 'που το Σκιάδι, βλέπε το πρωί και βράδυ / Παναγιά μου ' που το Βάτι, βλέπε το κι εσύ κομμάτι / Παναγιά μου 'που το Θάρρι, κόρην όμορφη να πάρει" (Ασκληπειό Ρόδου)


4. Της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης. Στα τραγούδια αυτά περιγράφεται ο πόνος της Θεοτόκου, ως προστάτιδας της Βασιλεύουσας, για την άλωσή της. Η Παναγιά "κλαίγει πικρά" που "τούρκεψεν" η Πόλη, αλλά και εκφράζει την κοινή προσδοκία του υπόδουλου ελληνισμού, ότι κάποτε τα πράγματα θα αλλάξουν. Στέκεται στην πόρτα της Αγια - Σοφιάς, λέγοντας στους τούρκους: "Πάψτε μαστόροι τη δουλειά, μη χάνετε καιρό σας. Εδώ τζαμί δεν γίνεται για να λαλούν χοτζάδες. Εδώ θα μένει Αγια-Σοφιά" (Μακεδονία)
Κι άλλοτε πάλι, συμπάσχοντας με τους ανθρώπους, θρηνεί σα μάνα για τον χαμό της:
"Μας πήρανε την Πόλη μας και την Αγια Σοφιά μας /Κλαίγει πικράν η Παναγιά" (Ανατ. Θράκη)
"Η Παναγιά αναστέναξε και δάκρυσαν οι 'κόνες" (Ανατ. Θράκη)
"Βοήθα Άη Γιώργη, βοήθα Παναγιά /να πάρουμε την Πόλη και την Αγια Σοφιά" (Ανατ. Θράκη)


5. Ιστορικά. Πέραν από όσα ειδικώς αναφέρονται στην Άλωση της Πόλης, η Παναγία εμφανίζεται και σε μία ακόμα σειρά τραγουδιών που περιγράφουν άλλα ιστορικά γεγονότα, συνήθως καταστροφές, όπως της Μ. Ασίας, της γενοκτονίας του Πόντου ή του ολοκαυτώματος των Ανωγείων της Κρήτης, από τους Γερμανούς το 1944:
"Ω Παναγιά μου Ανωγειανή, που 'σουν αυτή την ώρα / όντεν εβάναν την φωθιά στα ξακουσμένα Ανώγεια" (Κρήτη)
"Η Παναγία λειτουργά Τα σήμαντρα κτυπούνε / Βροντούνε τα καμπανας άτ'ς, Τ’ Ορμάνα αντιβροούναι /Της Σουμελάς το μόναστηρ Εβζήεν κ' εχαλάεν" (Πόντος)

6. Αφιερωμένα αποκλειστικά στη Χάρη της Παναγίας. Πρόκειται για τραγούδια που περιέχουν στίχους εγκωμιαστικούς και παρακλητικούς προς την Θεοτόκο και κυρίως αναφέρονται σε "Παναγίες" πολύ ονομαστών προσκυνημάτων (Πορταϊτισσα, Τήνου κ.ο.κ.). Αυτά δημιουργήθηκαν, ως επί το πλείστον, για να τιμήσουν και να υμνήσουν αποκλειστικά την Παναγιά κάθε τόπου:
"Κυρά μου Πορταϊτισσα, με το μεγάλο δρόμο, να μ' αξιώνει η χάρη σου να 'ρχομαι κάθε χρόνο" (Αστυπάλαια)
"Ω Παναγιά μου Τηνιακιά με το χρυσό τσεμπέρι, κρατάεις τον Μονογενή με το δεξί σου χέρι /Όλος ο κόσμος προσκυνά την εδική σου εικόνα, Ω Παναγιά μου Τηνιακιά με τη χρυσή κορώνα" (……..)


7. Θρήνοι Παναγιάς. Ένα πολύ μεγάλο τμήμα των παραδοσιακών τραγουδιών περιλαμβάνει τους λαϊκούς θρήνους της Μεγάλης Παρασκευής, στους οποίους η Θεοτόκος θρηνεί για τον Μονογενή της. Στα τραγούδια αυτά, περισσότερο από κάθε άλλο, ο λαϊκός ποιητής, ταυτίζει τη συμπεριφορά της με εκείνη της απλής μάνας που θρηνεί για το παιδί της, λιποθυμά στο χαμό, χάνει τα λογικά της, ελπίζει να ξαναδεί ζωντανό το σπλάχνο της. Γι' αυτό οι θρήνοι της Παναγιάς αποτελούσαν πάντα τα πιο παρηγορητικά τραγούδια για τις μητέρες εκείνες που έχουν ζήσει θάνατο παιδιού.
"Άρκοντες αφικράστε μου της Δέσποινας τον θρήνον / πώς κλαίει τον Μονογενή εις τον Σταυρόν εκείνον" (Κύπρος)
"Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα […] /
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της την προσευχή της έκαμνε για τον Μονογενή της"/[…]
Η Παναγιά σαν τ' άκουσε πέφτει λιπιθυμάει / σταμνιά νερό της ρίχνουνε, τρία κανάτια μόσχο /
και σαν της ήρθε ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της / ζητεί μαχαίρι να σφαγεί, φωτιά να πάει να πέσει […]" (Θράκη)


8. Με τη μορφή Τσακισμάτων.Υπάρχουν επίσης πολλά τραγούδια, οπου η αναφορά στην Παναγιά γίνεται μέσω "τσακισμάτων", δηλαδή επαναλαμβανόμενων φράσεων, παρένθετων κατά τη διάρκεια των στίχων, όπως λ.χ. "βόηθα Παναγιά μου", "Παναγιά μου", "βλέπε μας Παναγιά μου".Αυτά, άλλοτε έχουν θέμα σχετικό με την Παναγία (οπότε μπορεί να ανήκουν θεματολογικά σε κάποια από τις παραπάνω κατηγορίες), άλλοτε όχι:
"Μια Λυγερή -βόηθα Παναγιά- μια Λυγερή τραγούδαγε" (Βάτικα Λακωνίας)
"Τρία καράβια -βόηθα Παναγιά- τρία καράβια φεύγουνε" (Ανατ. Θράκη)
"Ελάτε όλα τα πουλιά να κάνουμε ζυμάρι -βοήθα Παναγιά μου" (Δωδ/σα)
"Ω Παναγιά Κυ -βλέπε μας Παναγιά μου- ω Παναγιά Κυρά Ψηλή" (Κάλυμνος)
"Δώδεκα ευζωνάκια τ' αποφασίσανε / στην Πόλη για να πάνε -Παναγιά μου- να πολεμίσουνε" (Ανατ. Θράκη)


9. Λοιπά, γενικού περιεχομένου.Εδώ θα μπορούσαμε να κατατάξουμε όλα τα υπόλοιπα, σε θεματολογία, τραγούδια (της ξενιτιάς, της αγάπης κ.ο.κ.) που δεν μπορούν να ενταχθούν σε καμία από τις παραπάνω κατηγορίες. Σε αυτά, η αναφορά στην Παναγιά συνήθως γίνεται ως παράκληση να εκπληρώσει μια επιθυμία, αλλά το πρόσωπό Της δεν είναι αυτό που κατέχει εν τέλει τον πρωταρχικό ρόλο στους στίχους:
"Καλέ Συ Παναγιά μου κι Άγια μου Φωτεινή / βοήθα με και 'μένα όπου 'μαι ορφανή […]
Άγια μου Παναγιά μου κι Άγιε Γρηγόρη μου / βοήθα το πουλί μου να 'ρθει στη γνώμη μου" (Μ. Ασία)
"Παναγιά του Μανταλάκη βλέπέ μας το νησάκι" (Πάτμος)
"Συληβριανή μου Παναγιά, στο μπόι του λαμπάδα /
Φύλαγε την αγάπη μου, που 'ναι μακριά στα ξένα" (Σινασός Καππαδοκίας)


Άλλοτε επίσης το όνομά Της χρησιμοποιείται για να αποδείξει το μέγεθος της αγάπης:
"Μαρία λεν την Παναγιά, Μαρία λεν΄ κι εσένα /
κι αν αρνηθώ την Παναγιά, θα αρνηθώ κι εσένα" (Ήπειρος)


Εδώ συναντάμε επίσης και κάποια τραγούδια με ιδιαίτερο περιεχόμενο. Το ένα από αυτά είναι ο πολύ γνωστός χασάπικος της Κωνσταντινούπολης: "Έχε γεια Παναγιά", όπως τουλάχιστον έχει καταγραφεί έως σήμερα. Κατ' άλλη εκδοχή, οι στίχοι του τραγουδιού απαντώνται και ως: "Έχει γεια, πάντα γεια". Όπως και να έχει, η Παναγία ως προστάτιδα της Πόλης, μπορεί να δικαιολογήσει την ύπαρξή της σε αυτό το τραγούδι, έστω και αν γεννώνται απορίες για το νόημα των στίχων: "Έχε γεια Παναγιά, τα μιλήσαμε / όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε"...
Το δεύτερο είναι ένα καθιστικό της Ανατολικής Θράκης, που συνηθιζόταν να λέγεται την ώρα του τραπεζιού, από τον οικοδεσπότη προς τους καλεσμένους του, στο οποίο περιγράφεται ένα όνειρο με την Παναγιά:
"Εψές είδα στον ύπνο μου και στο γλυκό ονειρό μου / τους Αποστόλους φίλευα και τον Χριστό κερνούσα /
και την γλυκιά μας Παναγιά θερμοπαρακαλούσα / για να μου δώσει τα κλεδιά, κλειδιά του Παραδείσου"


Τα δημοτικά τραγούδια της Παναγιάς, αναρίθμητα στο πέρασμα του χρόνου, θα θυμίζουν πάντα τη ζώσα αγάπη στο πρόσωπό Της από τις γενιές που τα δημιούργησαν, τα διέδωσαν, τα διέσωσαν και μας τα παρέδωσαν. Αγάπη που κανένα άλλο ιερό πρόσωπο της Ορθοδοξίας δεν έχει δεχθεί, σε αυτόν τον βαθμό. Η Παναγιά θα αποτελεί πάντα στην ψυχή του πιστού, σε κάθε εποχή, το οικείο ανθρώπινο πρόσωπο του δημοτικού τραγουδιού, που παρότι ξεπέρασε σε δόξα τους Αγγέλους και τους Αρχεγγέλους, τα Σεραφίμ, τα Χερουβίμ και κάθε τάγμα αγγελικό, παραμένει στην καρδιά του ως η Μητέρα του και η Μητέρα του κόσμου.
 

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Η Θεοτόκος στη Θεία Λειτουργία


web statistics





Παναγιώτη Ι. Σκαλτσή
Αναπλ. Καθηγητή Λειτουργικής
Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.




«Ἰδού γάρ ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσι με πᾶσαι αἱ γενεαί»[1]

 Ο Καινοδιαθηκικός αυτός λόγος που αφορά την Παναγία Μητέρα του Χριστού, Θεοτόκο και Αειπάρθενο Μαρία, επιβεβαιώθηκε μέσα στους αιώνες κατά τον καλύτερο τρόπο με την Θεομητορική εορτολογική μνήμη, τη λαϊκή ευσέβεια, το υμνολογικό «μεγαλύνωμεν» της Παναγίας, τη Συνοδική διακήρυξη (Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος 341), αλλά και την Πατερική ομολογία ότι «Θεοτόκον δέ κυρίως καί ἀληθῶς τήν Ἁγίαν Παρθένον κηρύττομεν»[2]. Η πίστη αυτή της Εκκλησίας για την Παναγία, η οποία υπηρέτησε το μυστήριο της εν Χριστώ σωτηρίας του ανθρώπου και δι’ αυτής «Θεόν τά ἀνθρώπινα προσλαβόμενον οἴδαμε τόν Χριστόν»[3], διατρανώνεται και στη θεία Λειτουργία, το μυστήριο που αποτελεί προέκταση του μυστηρίου της Ενσαρκώσεως[4]και ανακεφαλαίωση όλου του μυστηρίου της εν Χριστώ οικονομίας[5].
Η Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία μνημονεύεται σε διάφορα σημεία του κειμένου της Θείας Λειτουργίας, που στην πρωτογενή του τουλάχιστον μορφή (Αναφορά) μας είναι γνωστό από τον 4ο μ.Χ. αι.[6]. Στα σημεία αυτά θα αναφερθούμε στη συνέχεια ξεκινώντας από την Ακολουθία της Προθέσεως, της οποίας η διαμόρφωση με τη σημερινή της μορφή ανάγεται στον 8ο-9ο μ.Χ. αι.[7], προηγείται της Λειτουργίας και κατά τον ιερό Καβάσιλα τα όσα συμβαίνουν κατ’ αυτήν επί του άρτου προδιαγράφουν «καθάπερ ἐν πίνακι»[8]το πάθος του Χριστού και τον θάνατον Αυτού.
Αρχικά η τέλεση της Προσκομιδής γινόταν πολύ απλά και σύμφωνα με το ερμηνευτικό υπόμνημα του αγίου Γερμανού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (8ος αι.) προσφερόταν μία προσφορά από την οποίαν έβγαινε ο αμνός. Ο ίδιος Πατριάρχης είναι ο πρώτος που συνδέει τα τελούμενα στην Προσκομιδή με το μυστήριο της Ενανθρωπήσεως του Χριστού[9]. Στη βάση αυτή του νέου απεικονιστικού συμβολισμού της θείας Λειτουργίας το σκευοφυλάκιο, όπου τελείται πλέον η προσκομιδή, «ἐμφαίνει τόν κρανίου τόπον, ἐν ᾧ ἐσταυ­ρώθη ὁ Χριστός»[10], η δε προσφορά ή άρτος ή ευλογία «ἐξ ἧς τό Κυριακόν σῶμα διατέμνεται, εἰς τύπον τῆς Ἀειπαρθένου καί Θεοτόκου λαμβάνεται, ἥτις κατ’ εὐδοκίαν τοῦ Πατρός καί θέλησιν τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ καί Λόγου καί ἐπέλευσιν τοῦ Θείου Πνεύματος, τόν ἕνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, Υἱόν τοῦ Θεοῦ καί Λόγον εἰσδεξαμένη, τέλειον Θεόν καί τέλειον ἄνθρωπον ἀπεκύησεν»[11]. Κατά τον Θεόδωρο ή Νικόλαο Ανδίδων (11ος-12ος αι.), σύμφωνα με τον οποίον ο συμβολισμός της Λειτουργίας επεκτείνεται σε όλα τα γεγονότα της επί της γης ζωής του Κυρίου «εἰς τύπον τῆς πανυμνήτου Θεοτόκου πιστῶς δεχόμεθα καί δοξάζομεν»[12]την προσφορά.
Σύμφωνα με τις πηγές το 12ο αι. έχουμε μία νέα εικόνα στην Ακολουθία της Προθέσεως. Πρώτος ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαος ο Γραμματικός(1111) κάνει λόγο για χρήση τεσσάρων προσφορών το λιγότερο. Από την πρώτη, τη δεσποτική, βγαίνει ο αμνός, από τη δεύτερη βγαίνει μικρή σφραγίδα προς μνημόνευση της Θεοτόκου κ.λπ.[13]. Την πράξη αυτή με τέσσερες ή και περισσότερες αν χρειαζόταν προσφορές την καταγράφει και αποδέχεται και ο επίσκοπος Κρήτης Ηλίας (1120) στο αρχαιότερο ολοκληρωμένο υπόμνημα – τυπικό της Προσκομιδής[14]. Στα εν λόγω κείμενα, που καταγράφουν μία ρευστή ακόμη κατάσταση ως προς την Ακολουθία της Προθέσεως, γίνεται λόγος περισσότερο για μνημόνευση, ακόμη και της Θεοτόκου, και όχι για εξαγωγή μερίδων και τοποθέτησή των δίπλα ή κάτω από τον αμνό όπως γίνεται σήμερα. Στο δίσκο εναποτίθεται μόνο η σφραγίδα (μερίδα) από την πρώτη προσφορά[15], η οποία είναι και η μόνη που υψούται[16]. Και σ’ αυτό ακόμη το θέμα η πραγματικότητα μέχρι την εποχή εκείνη ήταν ρευστή και κάποιες φορές ασαφής. Ο Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως π.χ. μιλά για ύπαρξη τεμαχίων προσφορών στο δίσκο εκτός βεβαίως του αμνού, «μέρη καί μέλη τοῦ σώματος» του Χριστού, όπως γράφει, που δεν γνωρίζουμε αν επρόκειτο για μερίδες μεταξύ των οποίων θα ήταν προφανώς και της Θεοτόκου[17]. Παλαιότερα ακόμη ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης κάνει λόγο για την «τῶν ἁγίων ἀπογραφή», προφανώς για τεμάχια άρτου προς την τιμήν των αγίων, που ετίθεντο στο θείο θυσιαστήριο μαζί με την εναπόθεση «τῶν σεβασμίων συμβόλων, δι’ ὧν ὁ Χριστός σημαίνεται καί μετέχεται»[18].
Σε κάθε όμως περίπτωση σαφή μαρτυρία εξαγωγής μερίδων και μνημοσύνου της Θεοτόκου και των αγίων έχουμε από τον Πατριάρχη Φιλόθεο Κόκκινο (14ος αι.), ο οποίος στη «Διάταξι τῆς θείας Λειτουργίας» κάνει λόγο για πέντε άρτους – προσφορές. Η δεύτερη, ως συνήθως, προσφέρεται «εἰς τιμήν καί μνήμην τῆς ὑπερευλογημένης δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας». Η μερίδα δε την οποία βγάζει ο ιερεύς με την αγία λόγχη τίθεται «ἐξ ἀριστερῶν τοῦ ἁγίου ἄρτου»[19]. Για το ποια είναι τα αριστερά ή τα δεξιά του άρτου δημιουργήθηκε αργότερα, το 17ο αι., στο Άγιον Όρος έριδα. Η κατάληξη ήταν να ξεκαθαριστεί ότι η μερίδα της Θεοτόκου τίθεται στα δεξιά του άρτου όπως βλέπει ο ιερέας προς το θυσιαστήριο[20].
Πληρέστερη εικόνα, τόσο τελετουργικά όσο και θεολογικά σχετικά με το θέμα των μερίδων, μας δίδει ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης. Ο λειτουργιολόγος πατήρ επισημαίνει τον ιλαστικό χαρακτήρα που έχουν οι μερίδες για τους ζώντες και τους τεθνεώτες, αλλά υπογραμμίζει ότι οι μερίδες των αγίων προσφέρονται «εἰς μνήμην αὐτῶν καί τιμήν δι’ αὐτῶν εἰς σωτηρίαν ἡμῶν». Μετέχουν στο φρικτό μυστήριο «ὡς συνηγωνισμένοι Χριστῷ, δόξης καί ἀναβάσε­ως μείζονος τῇ κοινωνίᾳ τῆς σωτηριώδους θυσίας». Δεν μεταβάλλονται όμως οι μερίδες σε «σῶμα δεσποτικόν ἤ εἰς τά σώματα τῶν ἁγίων, ἀλλά μόνα δῶρά εἰσι καί προσφοραί καί θυσίαι δι’ ἄρτου κατά μίμησιν τοῦ Δεσπότου καί ἐπ’ ὀνόματι τούτων αὐτῷ προσφερόμεναι καί τῇ ἱερουργίᾳ τῶν μυστηρίων τῇ ἑνώσει τε καί κοινωνίᾳ ἁγιαζόμεναι καί εἰς ἐκείνους ὑπέρ ὧν εἰσι τόν ἁγιασμόν παραπέμπουσαι καί διά τῶν ὑπέρ τῶν ἁγίων εἰς ἡμᾶς δή καί διά τῶν εὐχῶν τοῦτο γίνεται»[21].
Ό,τι ισχύει για τις μερίδες των αγίων ισχύει και για την μερίδα της Θεοτόκου με τη μόνη διαφορά ότι αυτή τιμητικά τίθεται στα δεξιά του άρτου, ενώ οι των ταγμάτων αριστερά αυτού. Η εξαγωγή δε της σχετικής μερίδας γίνεται «εἰς δόξαν τῆς Παναγίας τοῦ Θεοῦ Μητρός»[22]. Εξαιρετικά η δόξα αυτή ανήκει στην Παναγία, τη Μητέρα του Θεού Λόγου, καθόσον κατά τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης είναι «ἡ τῆς μεγάλης οἰκονομίας ὑπηρέτις, τό τῆς θείας ἑνώσεως πρός ἡμᾶς ἐργαστήριον, ἡ τοῦ μεγάλου τούτου θύματος ῥίζα τε καί γεννήτρια καί αἰτία τῷ Ποιητῇ φανεῖσα, πρό πάντων τήν δόξαν κομίζεται καί τήν ἔλλαμψιν πρωτοδότως ἐκ τοῦ σαρκωθέντος ἐξ αὐτῆς ὑπέρ λόγον παρθενικῶς καί ἁγίως, καί ἡμῖν ἑνωθέντος ἄκρᾳ χρηστότητι. Διό καί ἐκ δεξιῶν τούτου παρίσταται, καί ἅμα ἐκ δεξιῶν τοῦ ἱεροῦ ἄρτου τήν ὑπέρ αὐτῆς μερίδα τίθεμεν, τοῦτο δηλοῦντες ἐκ τούτου, ὡς ὑπερτέρα πάντων αὕτη καί ἐγγυτέρα Θεῷ»[23].
Παρά την τιμητική θέση της μερίδας της Παναγίας στο δισκάριο με τον αμνό και τις άλλες μερίδες των αγίων και των πιστών, έκφραση της ενότητας της Εκκλησίας και του μεγάλου μυστηρίου όπου «Θεός ἐν ἀνθρώποις καί Θεός ἐν μέσῳ θεῶν, θεουμένων ἐκ τοῦ κατά φύσιν ὄντως Θεοῦ σαρκωθέντος ὑπέρ αὐτῶν»[24], εν τούτοις ούτε αυτή μεταβάλλεται σε σώμα Χριστού. Όλες οι μερίδες μετέχουν του σώματος και του αίματος του Χριστού και δι’ αυτής της επαφής και ένωσης αγιάζονται· «Οὐδεμία τῶν εἰρημένων μερίδων, εἰ καί ἑνοῦ­ται τῷ σώματι τοῦ Κυρίου καί τῷ αἵματι, μεταβάλλεται εἰς σάρκα καί αἷμα Χριστοῦ. Μόνος γάρ ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος, ὁ εἰς ἀνάμνησιν τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου καί τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ προσαχθείς, οὗτος μετουσιοῦται καί μεταβάλλεται· αἱ μερίδες μετοχικῶς τοῦ ἁγιασμοῦ μεταλαμβάνουσι. Διά τοῦτο προσεχέτω ὁ ἱερεύς, ἵνα μή ἀντί τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου τήν μερίδα τοῖς κοινωνοῦσι μεταδώσῃ· καί γάρ καθάπερ αἱ τῶν ἁγίων ψυχαί περί τό φῶς εἰσί τῆς Θεότητος, οὐ γίνονται δέ ἐκεῖναι φύσει Θεός, ἀλλά κατά μέθεξιν, οὕτω καί αἱ μερίδες, εἰ καί ἑνοῦνται τῇ τοῦ Κυρίου σαρκί καί τῷ αἵματι»[25].
Σε τελική ανάλυση εκείνο που η παράδοσή μας και η περί την Ακολουθία της Προθέσεως (Προσκομιδής) λειτουργική ερμηνευτική της Εκκλησίας θέλει να αναδείξει είναι αυτό που ο ιερός Καβάσιλας επισημαίνει, ότι δηλαδή «πᾶσα γάρ ἡ προσαγωγή τῶν δώρων εἰς ἀνάμνησιν γίνεται τοῦ Κυρίου καί διά πάσης ὁ αὐτοῦ καταγίνεται θάνατος»[26]. Έτσι όπως διαμορφώθηκε ανά τους αιώνες η Ακολουθία της Προθέσεως (Προσκομιδής) αποτελεί ουσιαστικά προοίμιο των όσων θα ακολουθήσουν στη θεία Λειτουργία. Η εικόνα του δισκαρίου, όπως την είδαμε στη σχετική περιγραφή και ερμηνεία του αγίου Συμεών Θεσσαλονίκης, είναι εικόνα της ενότητας της Εκκλησίας, στρατευμένης και θριαμβεύουσας. Ως εκ τούτου είναι και αλήθεια που παραπέμπει στη μέλλουσα βασιλεία και στο της αιωνίου ζωής το πολίτευμα· «Θεός μεθ’ ἡμῶν ὁρώμενός τε καί μεταλαμβανόμενος»[27].
Στο γεγονός αυτό της προετοιμασίας και της «ἐν πίνακι» διαγραφόμενης θυσίας, αλλά και της αναμονής - πρόγευσης των εσχάτων, η Παναγία ως εικόνα της Εκκλησίας[28], «ἡ ἀνταπόκριση ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας στήν κλήση τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Θεοῦ»[29], λειτουργεί κάθε φορά ως η «Θεόμυστος τράπεζα τῆς ὑπέρ νοῦν ἱερουργίας, ἐφ’ ἥν ὁ ἐξ οὐρανοῦ ἄρτος Χριστός, ὁ ὑπέρ πάντων Ἀμνός ὡς θυμίαμα καί ἱερεῖον ζωοθυτούμενον τέθυται»[30]. Στον τύπο της δικής της μερίδας από ξεχωριστή προσφορά παρίσταται εκ δεξιών του αμνού ως ασάλευτος θρόνος του Βασιλέως Χριστού[31]. Στον τύπο δε της πρώτης προσφοράς «τῆς καθαρωτέρας»[32]μάλιστα, από την οποία εξάγεται ο ιερός άρτος, συνεχίζει να προσφέρει μυστικά το σώμα της από το οποίο «Χριστός ἡ τοῦ Θεοῦ σοφία καί δύναμις, τήν ἑαυτοῦ σάρκα ᾠκοδόμησεν»[33]. Στη Λειτουργία δηλαδή υπάρχει η Παναγία, επειδή υπάρχει ο Χριστός, η ζωή[34], το φως[35]και ο λυτρωτής του κόσμου. Η προς την Θεοτόκον δε τιμή «εἰς τόν ἐξ αὐτῆς σαρκωθέντα (Υἱόν) ἀνάγεται»[36].
β) Στην αρχή της Θείας Λειτουργίας και συγκεκριμένα στο τέλος κάθε συναπτής πριν από τις ευχές των αντιφώνων λέγεται από το διάκονοτο «τῆς Παναγίας, ἀχράντου, ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου, δεσποίνης ἡμῶν, Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας μετά πάντων τῶν ἁγίων μνημονεύσαντες, ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Εδώ ζητείται η βοήθεια των αγίων και προ πάντων της Θεοτόκου στην προσπάθειά μας να κάνουμε το Χριστό κέντρο της ζωής μας. Οι άγιοι είναι οι φίλοι του Θεού[37]και πρώτοι αυτοί όπως και η Θεοτόκος εμπιστεύθηκαν τη σωτηρία των στο Χριστό[38]. Η Παναγία ιδιαίτερα αφιέρωσε από παιδί τη ζωή της στον Θεό και έγινε ο έμψυχος θρόνος Του. «Έτσι και ο κάθε πιστός προσφέρεται στον Κύριο για να γίνει οίκος δικός Του»[39].
Ο ιερός Καβάσιλας ερμηνεύοντας το παραπάνω αίτημα σημειώνει ότι «οὐ πάντων ἐστι ‘τό παρατίθεσθαι ἑαυτούς τῷ Θεῷ’». Προς τον σκοπό αυτό χρειάζεται παρρησία η οποία έχει ως προϋπόθεση την καθαρή συνείδηση, «ὅταν ἡ καρδία ἡμῶν μή καταγιγνώσκῃ ἡμῶν, ὅταν τά αὐτοῦ μεριμνῶμεν, ὅταν ὑπέρ τοῦ μεριμνᾶν τά ἐκείνου (του Θεού δηλαδή) τῶν ἡμετέρων καταφρονῶμεν. Τότε γάρ αὐτοί τε ἀληθῶς ἀφιστάμεθα τῆς μερίμνης τῆς ὑπέρ ἡμῶν αὐτῶν, καί τῷ Θεῷ ταύτην παρατίθεμεν ἀφαλῶς, πιστεύοντες βεβαίως ὅτι δέξεται τήν παρακαταθήκην ἡμῶν καί φυλάξει»Το έργο αυτό όμως θέλει ιδιαίτερη σπουδή και φιλοσοφία, στηριγμό δηλαδή και δύναμη που μόνο η Θεοτόκος και οι άγιοι μπορούν να τα προσφέρουν. Αυτήν την έννοια έχει το «μνημονεῦσαι», το «καλέσαι» δηλαδή και το «δεηθῆναι»[40], προκειμένου όπως και η Παναγία να γίνουμε «Ἰησοῦ οἰκητήριον, τερπνόν καί ὡραῖον»[41].
Στο σημείο αυτό συνηθίζεται να ψάλλεται το «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς», όπως συμβαίνει πριν από τα θεομητορικά τροπάρια των κανόνων ή τα τροπάρια των παρακλητικών κανόνων και του Ακαθίστου Ύμνου. Η φράση αυτή δεν απαντά στη χειρόγραφη παράδοση, αλλά αποτελεί συνήθεια ευλάβειας μεταγενέστερη. Κατά τον καθηγητή Ιωάννη Φουντούλη δεν δικαιώνεται «από την παράδοσι και από την ορθή λειτουργική τάξι. Εκτός αυτού, διακόπτει με μία άσκοπο παραβολή την φράση της διακονικής προς το λαό προτροπής, επισκιάζοντας έτσι το όλο νόημά της και μεταθέτοντας το βάρος της από τον Χριστό και την παράθεσι σ’ αυτόν της ζωής μας, στις πρεσβείες της Θεοτόκου»[42].
Τις τελευταίες δεκαετίες τέθηκε και θέμα δογματικής ακρίβειας της εν λόγω έκφρασης και εις αντικατάστασή της προτάθηκε το «Ὑπεραγία Θεοτόκε πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν». Και τούτο διότι κατά την πρόταση αυτή, η Παναγία πρεσβεύει στο Χριστό που είναι και ο μόνος «σωτήρ τοῦ σώματος»[43], δηλαδή της Εκκλησίας. Στο ζήτημα αυτό εξέφρασε την άποψή του και ο μακαριστός π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ο οποίος τόνισε ότι «οὐδόλως εἶνε ἀπορριπτέον τό ‘Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς’, διότι ἄδοντες καί ψάλλοντες χείλεσί τε καί καρδίᾳ τοῦτο, δέν ζητοῦμεν παρά τῆς Ἀχράντου Δεσποίνης ἵνα σώσῃ ἡμᾶς ἰδίᾳ δυνάμει καί ἐξουσίᾳ καί φυσικῷ δικαιώματι, ὡς κακῶς ὑπολαμβάνουσί τινες, ἀλλ’ ἵνα, χρωμένη τῇ ἀπείρῳ Αὐτῆς μητρικῇ παρρησίᾳ πρός τόν Θεόν Λόγον, εἰς Ὅν σάρκα ἐκ τῆς ἰδίας Αὐτῆς σαρκός ἐδάνεισε, συντελέσῃ διά τῶν θερμῶν πρεσβειῶν Αὐτῆς, ὅπως κερδίσωμεν τελικῶς τήν ἐν ΧΡΙΣΤῼ σωτηρίαν καί ἀπαλλαγῶμεν ἐκ τοῦ ἀθανάτου θανάτου.
Συνεπῶς τό ‘Ὑπεραγία Θεοτόκε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν’ καί τό ‘Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς’ κατ’ οὐσίαν οὐδόλως διαφέρωσι. Διότι, ἐν μέν τῷ πρώτῳ, αἱ πρεσβεῖαι τῆς Θεοτόκου ἅς ἐπικαλούμεθα, δέν ἀναφέρονται εἰς ἄλλο τι εἰμή εἰς τήν εὐόδωσιν τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας ἡμῶν· ἐν τῷ δευτέρῳ, τό ‘σῶσον ἡμᾶς’, ὅπερ λέγομεν, δέν ἀναφέρεται εἰς ἄλλο τι εἰμή εἰς τάς θερμάς πρεσβείας Αὐτῆς, δι’ ὧν δύναται Αὕτη νά συντελέσῃ εἰς τήν εὐόδωσιν τῆς ἐν Χριστῷ πάλιν σωτηρίας ἡμῶν»[44].
Οι παραπάνω θέσεις δικαιώνονται απόλυτα τόσο βιβλικά, όσο και πατερικά, αλλά και λειτουργικά. Ο απόστολος Παύλος π.χ. λέγει·  «τοῖς πᾶσι γέγονα τά πάντα, ἵνα πάντως τινάς σώσω»[45]Στην επιστολή Ιακώβου επίσης σημειώνεται· «ὁ ἐπιστρέψας ἁμαρτωλόν ἐκ πλάνης ὁδοῦ αὐτοῦ, σώσει ψυχήν ἐκ θανάτου»[46]Κατά τον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό η Παναγία είναι «τό τῆς σωτηρίας ἡμῶν ἐργαστήριον»[47], αφού αυτή γέννησε το σωτήρα του κόσμου. Στην υμνογραφία επίσης πολύ συχνά γίνεται λόγος για την Παναγία που σώζει τους ανθρώπους· «Μαρία τό σεπτόν … πέφυκας ἁμαρτωλῶν σωτηρία καί σῴζεις τούς δούλους σου»[48], «ἡ ἀρρήτως παρθένε σῷζε τούς σέ μεγαλύνοντας»[49], «χαῖρε μόνη τῶν ἀνθρώπων ἡ σωτηρία»[50]. Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης ανακεφαλαιώνει κατά τον καλύτερο τρόπο την περί του θέματος αυτού ορθόδοξη θέση· «Δι’ αὐτῆς γάρ (τῆς Θεοτόκου δηλαδή)καταλάμπονται καί ἐξ αὐτῆς πρώτης ἡμεῖς διά τῶν ἁγίων σωζόμεθα, ὅτι καί διά ταύτης Θεῷ ἡνώθημεν … κοινόν ἐστί παντός κόσμου σωτήριον … καί δι’ αὐτῆς τήν σωτηρίαν ἐλπίζομεν … ὡς ὑπέρ πάντας σῶσαι ἡμᾶς δυναμένην»[51].
γ) Σχετικό με τα προηγούμενα είναι και το περιεχόμενο του εφυμνίου του πρώτου αντιφώνου της θείας Λειτουργίας· «Ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ, σῶσον ἡμᾶς»[52]. Ο Χριστός είναι ο Σωτήρας του κόσμου και πρεσβευτής μας προς αυτόν είναι η Παναγία[53]. «Αὕτη γάρ ὑπέρ πᾶσαν λογικήν κτίσιν ἀγαπήσασα τόν Θεόν, τοῦτον ἔνοικον ἔσχε τῇ ταπεινώσει καί ὑπερτάτῃ ἁγνείᾳ αὐτῆς, ἱκανή δεδειγμένη, καί δι’ αὐτῆς ἡμᾶς τῷ Θεῷ καί Πατρί τόν ἀγαπητόν Υἱόν σαρκώσασα ᾠκειώσατο»[54]. Γενικότερα τα αντίφωνα σε θεολογικό επίπεδο προκηρύσσουν την Ενσάρκωση του Λόγου[55]. Ως προρρήσεις των προφητών προκαταγγέλλουν «τήν παρουσίαν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τήν ἐκ Παρθένου ἐπί γῆς»[56]. Το «Ἀγαθόν τό ἐξομολογεῖσθαι τῷ Κυρίῳ»[57] π.χ., που είναι ο πρώτος στίχος του πρώτου αντιφώνου, κάνει λόγο για την αφορμή της υμνήσεως του Θεού Πατέρα, αλλά και του μονογενούς Υιού. Αυτή ακριβώς οφείλεται στη θεία φιλανθρωπία και «τά διά σαρκός ἔργα καί πάθη»[58]. Επομένως είναι πολύ λογικό το εφύμνιο να αναφέρεται στην Παναγία, το πρόσωπο που υπηρέτησε στο έργο της σωτηρίας του ανθρώπου και του κόσμου· «Ἐπεί γάρ ὑπέρ σωτηρίας ψυχῶν καί συγχωρήσεως πταισμάτων τήν θείαν τελοῦμεν μυσταγωγίαν, εἰκότως, ὡς ὑπερτέραν οὔσαν τήν Θεομήτορα πάντων τῶν ἁγίων, ἤ καί αὐτῶν τῶν ἐπουρανίων δυνάμεων, εἰς ἱκεσίαν παρακαλούμεθα»[59].
δ) Ο ύμνος που ακολουθεί, δηλαδή «Ὁ μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ …», κατ’ άλλους ποίημα του Ιουστινιανού και κατ’ άλλους παλαιότερο[60], είναι ύμνος Χριστολογικός και θεωρείται «περίληψις τοῦ ὅλου μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας. Μᾶς γνωρίζει πῶς τό δεύτερον πρόσωπον τῆς μακαρίας Τριάδος, ὁ μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, φύσει ἀθάνατος, ἀπαθής καί ἄτρεπτος ὑπάρχων, κατεδέξατο δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν, ὄχι μόνο νά σαρκωθῇ ἐκ τῆς ἁγίας Θεοτόκου, ἀλλά καί νά δεχθῇ σταυρόν καί θάνατον, ἵνα διά τοῦ θανάτου Αὐτοῦ θανατώσῃ τήν ἁμαρτίαν, ἀποκτείνῃ τόν διάβολον καί οὕτως ἀπαλλάσσων ἡμᾶς ἀπό τῆς δουλείας αὐτοῦ, σώσῃ ἡμᾶς»[61].
Σαν ένα μικρό σύμβολο πίστεως μας θυμίζει ότι κέντρο της θείας Λειτουργίας είναι ο Χριστός, ο εκ Παρθένου σαρκωθείς «ἀτρέπτου μεινάσης τῆς θεότητος καί ἀσυγχύτου, εἷς ἐστι τῆς ἁγίας Τριάδος, ἐνανθρωπήσας καί σταυρωθῆναι καταδεξάμενος, ὁ καί ἐν τρισαγίῳ ὕμνῳ συνδοξαζόμενος ὑπό τῶν νοερῶν καί οὐρανίων δυνάμεων. Ἀνεκφοιτήτως γάρ καί ἀχωρίστως τῶν πατρικῶν κόλπων καταβάς σεσάρκωται. Αὐτός οὖν ἐστι ὁ σῴζων ἡμᾶς»[62]. Ο Χριστός «τήν αὐτοῦ Μητέρα ὑπέρ ἡμῶν ἐξελέξατο»[63]και «ἐγεννήθη ἐξ αὐτῆς ἀσυγχύτως καί ἀσυνδοιάστως, Θεός καί ἄνθρωπος»[64]. Όλη η διδασκαλία της Εκκλησίας περί ενσαρκώσεως του Λόγου στο πρόσωπο της αγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, «διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν», περικλείεται σ’ αυτόν τον μικρόν ύμνο της θείας Λειτουργίας, σ’ αυτόν «τόν παιάνα τῆς νίκης»[65]του Χριστού κατά της αμαρτίας και του θανάτου.
ε) Αυτήν την αλήθεια ότι ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού καταδέχτηκε να γίνει άνθρωπος από την Παρθένο χωρίς να χάσει τη θεότητά Του, την ομολογούμε και στο σύμβολο της πίστεως, το «Πιστεύω», το οποίο εισήλθε στη θεία Λειτουργία τον 6ο αιώνα από το μυστήριο του βαπτίσματος[66], ψαλλόμενο μάλιστα «ὑπό παντός τοῦ τῆς ἐκκλησίας πληρώματος»[67]. Αυτή η ομολογία της πίστεως, η ευχαριστήριος ομολογία του ανθρώπου για τις δωρεές του Θεού και πρωτίστως για την «ἐκ Πνεύματος ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου» ενανθρώπηση του Λόγου, γίνεται λειτουργική εμπειρία. Έργο δηλαδή που μαρτυρεί ότι στη θεία Λειτουργία ενεργείται εσαεί το μυστήριο της σωτηρίας μας· «οὕτω φαινόμεθα ζῶντες ὁμοῦ καί πολιτευόμενοι. Καί τά μέν πάθη σαρκί τοῦτον ὑπομεμενηκέναι ὁμολογῶμεν· ἀπαθῆ δέ τούτου φυλάττεσθαι τήν θεότητα»[68].
Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης ερμηνεύοντας το περιεχόμενο του συμβόλου της πίστεως και ιδιαιτέρως τους στίχους «Καί σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί ἐνανθρωπήσαντα» τονίζει αρχικά ότι ο Θεός Λόγος δεν σαρκώθηκε κατά φαντασίαν, αλλά πραγματικά· «εἰ γάρ φαντασίᾳ ὤφθη, τό πᾶν τῆς οἰκονομίας κενόν»[69]. Στην πραγματική αυτή ενσάρκωση για τη σωτηρία μας το Πνεύμα το άγιον «συνυπούργησε. Μία γάρ ἡ ἐνέργεια καί ἡ δύναμις τῶν τριῶν. Μόνος δέ ὁ Λόγος σεσάρκωται, καί οὐχί ὁ Πατήρ ἤ τό Πνεῦμα»[70]. Η Παναγία Παρθένος[71], «ἀσπόρως καί ἀπεριλήπτως»[72]κατά τον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό, πρόσφερε τη δική της γαστέρα ώστε ο άσαρκος Λόγος να προσλάβει εξ αυτής «τήν ἀπαρχήν τοῦ ἡμετέρου φυράματος, σάρκα ἐψυχωμένην ψυχῇ λογικῇ τε καί νοερᾷ, ὥστε αὐτήν χρηματίσαι τῇ σαρκί ὑπόστασιν, τήν τοῦ Θεοῦ Λόγου ὑπόστασιν, καί σύνθετον γενέσθαι τήν πρότερον ἁπλῆν οὖσαν τοῦ Λόγου ὑπόστασιν»[73].
Ο Θεός κατά τον άγιο Συμεών, μπορούσε εξ αρχής να δημιουργήσει τον άνθρωπο και από άλλη ύλη. Δεν το θέλησε όμως «ἵνα μή ἀκοινωνήτως πρός ταύτην ἔχων τήν κτίσιν, οὐ δύναται μένειν, ἤ κοινωνίαν ἔχειν ἐν αὐτῇ· οὕτω δή καί τήν ἀνάπλασιν ποιῶν τοῦ ἀνθρώπου, οὐχ ἑτέραν ὕλην προσλαβέσθαι ἠθέλησεν, ἵνα μή ἡ παραπεσοῦσα φύσις ἡμῶν ἐναπομείνῃ τῷ πτώματι. Εἰ γάρ μή ἀπό τῶν αἱμάτων τῆς Παρθένου, τῆς ἐκ τοῦ Ἀδάμ καταγομένης, τήν σάρκα ἦν εἰληφώς, πῶς ἄν τό συγγενές πρός ἀνθρώπους εἶχεν; ἤ πῶς τόν ἀπό Θεοῦ ἁγιασμόν ἐλαμβάνομεν; ἤ πῶς ἄν ἐζωώθημεν οἱ νενεκρωμένοι, μή τῆς ζωῆς ἐλθούσης ἡμῖν»[74]. Μετέχει δηλαδή: ο Θεός του ιδίου φυράματος, για να μπορεί ο άνθρωπος να κοινωνεί μαζί του και να χαίρεται την εν Χριστώ σωτηρία στην Εκκλησία και τα μυστήριά της, το πλήρωμα των οποίων είναι η Θεία Ευχαριστία[75], καθόσον στο Κυριακό σώμα «κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ σωματικῶς, ὅπερ ἐστιν οὐσιωδῶς»[76].
στ) Από τα κεντρικότερα και σημαντικότερα σημεία της Θείας Λειτουργίας είναι και αυτό των διπτύχων με το οποίο ολοκληρώνεται το τμήμα της Αναφοράς[77]. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι με την μνημόνευση των κεκοιμημένων και των αγίων μνημονεύεται «ἐξαιρέτως» και η Παναγία. «Ἐξαιρέτως δέ ἡ τῆς Παναγίας καί μόνης Θεοτόκου ἀνάμνησις, ὅτι καί νῦν καί τότε τό κοινόν ἐστί παντός τοῦ κόσμου σωτήριον»[78], σημειώνει ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης. Ο Θεόδωρος Ανδίδων ερμηνεύοντας τη φράση αυτή αιτιολογεί τη μνημόνευση προς τη Θεομήτορα λέγοντας ότι «ὡς ἐκ προσώπου τοῦτο λέγεσθαι τοῦ Κυρίου»[79]. Τοποθετεί δηλαδή τη θέση της Θεοτόκου σε σχέση με το Χριστό και όχι σε σχέση με τους ανθρώπους, για να δειχθεί «ὅτι μόνος αὐτός ἐκτός ἁμαρτίας ὁ Θεάνθρωπος Κύριος καί ὅτι ὑπέρ πάντων ἑαυτόν ἁπλῶς δέδωκε καί ὅσα τότε, τό πάθος, ἡ ταφή καί ἡ ἀνάστασις εἰργάσατο ταῦτα πάντα καί νῦν διά τῶν συμβόλων τοῖς πιστεύουσι κατορθοῦται»[80].
Ο άγιος Νικόλαος ο Κάβασιλας είναι περισσότερο θεολογικός ως προς τοθέμα αυτό. Έτσι επισημαίνει ότι η λογική λατρεία προσφέρεται και υπέρ των αγίων όχι ως ικεσία, αλλά ως ευχαριστία· «ὡς χαριστήριον τῷ Θεῷ· καί πάντων καί ἐξαιρέτως τῶν ἄλλων ὑπέρ τῆς μακαρίας τοῦ Θεοῦ μητρός, ὡς οὔσης ἁγιωσύνης ἐπέκεινα πάσης. Διά τοῦτο οὐδέν αὐτοῖς εὔχεται ὁ ἱερεύς ἀλλά μᾶλλον αὐτός παρ’ ἐκείνων εἰς τάς εὐχάς δεῖται βοηθεῖσθαι»[81]. Σε άλλο σημείο της Ερμηνείας του εξηγεί ότι το «υπέρ»αναφέρεται όχι μόνο όταν θέλουμε να εκφράσουμε ικεσία, αλλά και όταν ευχαριστούμε, όπως συμβαίνει με τα λεγόμενα στην Αναφορά της Λειτουργίας· «ὑπέρ τούτων ἁπάντων εὐχαρι­στοῦμεν … ὑπέρ πάντων ὧν ἴσμεν καί ὧν οὐκ ἴσμεν … καί ὑπέρ τῆς λειτουργίας ταύτης»[82].
Για να τεκμηριώσει ακόμη περισσότερο τον ευχαριστήριο, αλλά και ικέσιο χαρακτήρα της θυσίας παραλληλίζει τη μνημόνευση της Παναγίας στα δίπτυχα με την προσφορά της μερίδας της στην Προσκομιδή. «Ὥσπερ ἐπί τῆς πρώτης (της Προσκομιδής δηλαδή) ‘εἰς δόξαν τῆς Παναγίας, εἰς πρεσβείαν τῶν ἁγίων’, φησίν, οὕτω καί ἐπί τῆς δευτέρας· (μνημόνευση δηλαδή στα δίπτυχα)‘ὑπέρ τῶν ἁγίων ἁπάντων, ἑξαιρέτως τῆς Παναγίας’. Ὥσπερ γάρ ἐκεῖ τήν ὑπεροχήν αὐτῆς ἔδειξε τῶν ἄλλων προτιθείς ἁπάντων, οὕτως ἐνταῦθα, ἐπεί μετά τινας ἄλλους αὐτῆς ἐμνημόνευσε, τό ‘ἐξαιρέτως’ προσθείς»[83]. Σε κάθε περίπτωση και μέσα από την «ἐξαιρέτως» μνημόνευση της Παναγίας στα δίπτυχα αναδεικνύεται για μία ακόμη φορά η αλήθεια ότι «στη Θεία Ευχαριστία κοινωνούμε το σώμα και το αίμα, που από αυτήν πήρε ο ενανθρωπήσας θείος Λόγος· η σάρκα του Κυρίου είναι σάρκα της Θεοτόκου»[84].
ζ) Ο ύμνος «Ἄξιό ἐστιν ……» που ακολουθεί έχει ξεχωριστή ιστορία και ιδιαίτερο θεολογικό ενδιαφέρον. Κατ’ αρχάς αποτελείται από δύο αυτοτελή μέρη. Το πρώτο μέρος αφορά το «Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σε τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον, καί μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν».Πρόκειται για αρχαγγελικό ύμνο τον οποίον σύμφωνα με τη διήγηση την αποδιδόμενη στον Ιερομόναχο και πρώτο του Αγίου Όρους Σεραφείμ το Θυηπόλο (16ο αι.) έψαλε ο αρχάγγελος Γαβριήλ κατά τη διάρκεια του Όρθρου σε κελλί της Κυρίας Θεοτόκου της Κοιμήσεως «κατά τήν Σκήτην τοῦ Πρωτάτου, τήν εὑρισκομένην εἰς τάς Καρέας, ἐκεῖ πλησίον, ἐν τῇ τοποθεσίᾳ τῆς ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος»[85].
Την ώρα που ψάλλεται το «τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ …» ο αρχάγγελος Γαβριήλ υπό την μορφήν ξένου μοναχού έκαμε άλλην αρχήν του ύμνου ψάλλοντας το «Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς …», για να ακολουθήσει το τροπάριο «Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ…». Κατά παράκλησιν του εντοπίου μοναχού το έγραψε με το δάκτυλόν του σε μία πλάκα· «καί, ὤ τοῦ θαύματος! τόσον βαθέως ἐχαράχθησαν τά γράμματα ἐπάνω εἰς τήν σκληρήν πλάκα, ὡσάν νά ἐγράφησαν ἐπάνω εἰς πηλόν ἁπαλώτατον. Εἶτα λέγει τῷ ἀδελφῷ· ἀπό τῆς σήμερον καί εἰς τό ἑξῆς, οὕτω νά ψάλλετε καί ἐσεῖς, καί ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι»[86]. Το γεγονός αυτό διαδόθηκε στους άρχοντες του Αγίου Όρους και εστάλη η σχετική πλάκα στο Πατριαρχείο, το έτος 980, «πατριαρχοῦντος Νικολάου τοῦ Χρυσοβέργη. Τῆς Συνόδου δέ συνελθούσης, καθιερώθη ὁ ἀγγελικός οὗτος ὕμνος εἰς γενικήν ἐκκλησιαστικήν χρῆσιν»[87]. Αυτή η καθιέρωση έγινε το έτος 982[88]. Εννοείται ότι το «Τήν τιμιωτέραν …» αποτελεί το δεύτερο και παλαιότερο τμήμα του όλου Τροπαρίου. Πρόκειται για τον ειρμό της θ΄ ωδής του κανόνα της Μ. Παρασκευής, ποίημα Κοσμά του Μελωδού[89], ο οποίος το ενεπνεύσθη από τον ύμνο προς τη Θεοτόκο του οσίου Εφραίμ του Σύρου· «Τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ καί ἀσυγκρίτως πασῶν τῶν οὐρανίων στρατιῶν …»[90].
Σε θεολογικό επίπεδο και στα δύο τμήματα του Θεομητορικού αυτού ύμνου (μεγαλυναρίου) τονίζεται το ίδιο θέμα, ότι δηλαδή η Παναγία είναι Θεοτόκος. Η υπερτέρα όλων των αγίων και των αγγέλων σύμφωνα και με τις αποφάσεις της Γ΄ εν Εφέσω Οικουμενικής Συνόδου είναι η όντως Θεοτόκος. Η τετιμημένη υπέρ πάσαν κτίσιν δεν γέννησε το Χριστό ως ψιλόν άνθρωπον θεοφόρον κατά τις απόψεις των Νεστοριανών, αλλά γέννησε «Θεόν σεσαρκωμένον. Αὐτός ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο, κυηθείς μέν ἐκ τῆς Παρθένου, προ­ελθών δέ Θεός μετά τῆς προσλήψεως, ἤδη καί αὐτῆς ὑπ’ αὐτοῦ θεωθείσης … καί οὕτω νοεῖσθαι καί λέγεσθαι Θεοτόκον τήν ἁγίαν Παρθένον, οὐ μόνον διά τήν φύσιν τοῦ Λόγου, ἀλλά καί διά τήν θέωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου»[91]. Ο Χριστός δηλαδή είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος και στο πρόσωπό Του, όπως υπογραμμίζει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, ενώθηκαν οι δύο φύσεις «καθ’ ὑπόστασιν»[92], δηλαδή πραγματικά και αληθινά. Δεν υπάρχει σύγχυση ή μίξη, αλλά ένωση όπως ενώνεται η φωτιά με το σίδηρο ή η ψυχή με το σώμα στον άνθρωπο, «ἀρρήτως καί ἀφράστως»[93]κατά τον άγιο Κύριλλο, «ἀσυγχύτως καί ἀτρέπτως» κατά το δόγμα της Δ΄ εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου[94].
Η άρνηση ή αλλοίωση αυτής της πίστης θέτει σε αμφισβήτηση όλο το μυστήριο της θείας οικονομίας και της ενανθρωπήσεως του Λόγου για τη σωτηρία του ανθρώπου[95]. Γι’ αυτό και η Εκκλησία με πεποικοιλμένη μάλιστα μελωδία ψάλλει στην οικεία θέση τον ύμνο για την όντως Θεοτόκο, έτσι ώστε «τῷ προσηνεῖ καί λείῳ τῆς ἀκοῆς τό ἐκ τῶν λόγων ὠφέλιμον λανθανόντως ὑποδεξώμεθα»[96], για να ομολογείται κάθε φορά στη Λειτουργία, η οποία ανακεφαλαιώνει το μυστήριο της θείας οικονομίας, ότι η Παρθένος Μαρία είναι η Θεοτόκος· «τό ἐργαστήριον τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων· ἡ πανήγυρις τοῦ σωτηρίου συναλλάγματος· ἡ παστάς ἐν ᾗ ὁ Λόγος ἐνυμφεύσατο τήν σάρκα … Μαρία ἡ δούλη καί μήτηρ, ἡ παρθένος καί οὐρανός, ἡ μόνη Θεοῦ πρός ἀνθρώπους γέφυρα»[97].
Κατά τη θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου ως μεγαλυνάριο της Θεοτόκου στο τέλος των διπτύχων ψάλλεται ο ύμνος «Ἐπί σοί χαίρει, κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις, ἀγγέλων τό σύστημα καί ἀνθρώπων τό γένος, ἡγια­σμένε ναέ καί παράδεισε λογικέ, παρθενικόν καύχημα, ἐξ ἧς Θεός ἐσαρκώθη καί παιδίον γέγονεν ὁ πρό αἰώνων ὑπάρχων Θεός ἡμῶν. Τήν γάρ σήν μήτραν θρόνον ἐποίησε καί τήν σήν γαστέρα πλατυτέραν οὐρανῶν ἀπειργάσατο. Ἐπί σοί χαίρει, κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις· δόξα σοι»Ο ύμνος αυτός που εκθειάζει την παρθενία και αγιότητα της Παναγίας και αναφέρεται στη συμβολή της στο μυστήριο της Ενσαρκώσεως εντάχθηκε στη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου από το 14ο αι. και δη το έτος 1360[98]. Σχετίζεται δε με το πολυθρύλλητον θαύμα που έγινε την εν λόγω εποχή στο Άγιον Όρος: «Ἐπί τῶν ἡμερῶν, γράφει ἡ ἱστορία, τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου κυρίου Φιλοθέου, ἡγουμενεύοντος ἐν τῇ ἁγίᾳ Λαύρᾳ τοῦ Ἄθωνος τοῦ πανοσιωτάτου ἐκείνου κυροῦ Ἰακώβου τοῦ Πρικανᾶ, ὁ παναγιώτατος πατριάρχης ὁ Κάλλιστος εἶχεν ὁρίσει ὅπως ψάλλωσι τοῦτο, τελουμένης τῆς θείας μυσταγωγίας ἐν τῷ καιρῷ τῶν διπτύχων. Ὁ δέ γε παναγιώτατος πατριάρχης Φιλόθεος ὥρισεν, ἵνα ψάλλωσι τό Ἄξιόν ἐστιν, ὡς συντομώτερον. Ἔτυχε τοίνυν ἡ παραμονή τῶν Φώτων ἐν Κυριακῇ ἤ Σαββάτῳ, οὐ μέμνημαι καλῶς· καί λέγει ὁ Ἀλεξανδρείας Γρηγόριος ἑνί δομεστίκῳ τοῦ χοροῦ, τό ὄνομα Γρηγορίῳ, ἵνα ψάλλῃ τό· Ἐπί σοί χαίρει· ἀντεῖπον δέ τινες, μέρος ὄντες τοῦ Φιλοθέου. Ὁ δέ γε Ἀλεξανδρείας πάλιν ἐπέταξε τοῦτο εἰπεῖν. Ἔψαλλε τοίνυν ὁ δομέστικος. Ἑσπέρας δέ μετά τό τέλος τῆς ἀγρυπνίας καθεσθέντων πάντων, ἐτράπη ὁ δομέστικος εἰς ὕπνον μικρόν. Καί ὁρᾷ τήν Δέσποιναν ἡμῶν τήν Θεοτόκον ἱσταμένην ἐπάνω αὐτοῦ, καί λέγουσαν: ‘δέξαι σου τό ψαλτικόν ὦ δομέστικε, καί εὐχαριστῶ σοι πολλά’. Τοῦτο δέ εἰποῦσα, δίδωσιν αὐτῷ οἰκειοχείρως χρυσοῦν ἕν, ὅ καί κρέμαται σήμερον ἐν μιᾷ ἁγίᾳ εἰκόνι τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τῇ σεβασμίᾳ μεγίστῃ Λαύρᾳ τοῦ Ἄθωνος. Ἔκτοτε τοίνυν διαδοθέντος τοῦ θαύματος ἁπανταχοῦ, ὥρισεν ἡ Ἐκκλησία ὅπως ψάλληται ἀεννάως παρά πάντων, καί ὅτε τελεῖται ἡ τοῦ μεγάλου Βα