web statistics
Ορθόδοξοι Λυρικοί, Θρησκευτικοί ανασασμοί
Ευλαβικό, ταπεινό αφιέρωμα
Του κ. Πολυχρόνη Στεφ. Νταλάση*
Ευλαβικό, ταπεινό αφιέρωμα
Του κ. Πολυχρόνη Στεφ. Νταλάση*
«Ροδονιά πανεύοσμος, άμπελος καρποφόρος,
πολυανθής παράδεισος μυρσίνη μυροφόρος».
πολυανθής παράδεισος μυρσίνη μυροφόρος».
Εικόνα 1 δια χειρός Ιερ. Αχ. Κριθαρη
Γλυκόηχα και χαρμόσυνα ηχούν οι καμπάνες κάθε εσπερινό στην περίοδο του δεκαπενταύγουστου. Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί συναθροίζονται στους Ναούς για να στείλουν τις ικεσίες τους , τις παρακλήσεις τους στην » Προστασία των Χριστιανών».
Προστρέχουν με θερμή πίστη και ευλάβεια στον «γλυκασμόν των αγγέλων», στη «χαρά των θλιβομένων» οι «κατακαμπτόμενοι υπό πταισμάτων πολλών», οι » πολλοίς συνεχόμενοι πειρασμοίς, χαλεπαίς αρρωστίαις και νοσεροίς πάθεσι».
Όσοι έχουν χάσει τον πνευματικό τους προσανατολισμό, προσσέρχονται στον «αδαπάνητο θησαυρό των ιαμάτων» , να βρούν προστασία και αντίληψη, κάθαρση της ψυχής και ευφροσύνη, γαλήνη στο νου και ειρήνη στην καρδιά.
Ο ανθρώπινος πόνος στέλνεται στη «θεία σκέπη» και » άβυσσο των ιαμάτων «, με τους υπέροχους ύμνους των δύο Παρακλητικών Κανόνων, του μικρού, που είναι του μοναχού Θεοστηρίκτου- και κατ” άλλους του Δαμασκηνού- και του μεγάλου που είναι ποίημα του βασιλέως Δούκα του Λασκάρεως.
Τα θρησκευτικά αυτά ποιήματα με αριστουργηματικό τρόπο υφασμένα, είναι τόσον ωραία, που δεν παύουν να σταλάζουν βάλσαμο παρηγοριάς σε κάθε πονεμένη ψυχή, σε κάθε πικραμένη καρδιά.
Η Παναγία μας είναι η «ελπίδα των απελπισμένων», το » χαροποιόν πένθος» της ορθοδοξίας μας, και » ο ποταμός του ο γλυκερός του ελέους».
Εξόν από τους Κανόνας, ξεχωριστή θέση κατέχει ανάμεσα στα λυρικά του δεκαπεντάημερου, το Δοξαστικό το οκτάηχο που ψάλλεται στον Εσπερινό της Κοιμήσεως: «(Ήχος Α΄.) Θεαρχίω νεύματι πάντοθεν οι θεοφόροι απόστολοι, υπό νεφών μετερσίως αιρόμενοι.
(Ήχος πλ.Α΄.) Καταλαβόντες το πανάχραντον και ζωαρχικόν σου σκήνος, εξόχως ησπάζοντο.
(Ήχος Β΄.) Αι δε υπέρταταται των ουρανών δυνάμει, συν τω οικείω δεσπότη παραγενόμεναι
(Ήχος π.λ.Β΄.) Το θεοδόχον και ακραιφνέστατον σώμα προπέμπουσι, τω δέει κρατούμεναι. υπερκοσμίως δε προώχοντο και αοράτως εβόων ταις ανωτέραις ταξιαρχίαις. Ιδού η παντάνασσα Θεόπαις παραγέγονεν.
(Ήχος Γ΄.) Άρατε πύλας και ταύτην υπερκοσμίως υποδέξασθε, την του αεννάου φωτός μητέρα.
(“Ηχος Βαρύς) Δια ταύτης γάρ η παγγενής των βροτών σωτηρία γέγονε, η ατενίζειν ουκ ισχύομεν, και ταύτη άξιον γέρας απονέμειν αδύνατον.
( Ήχος Δ΄.) Ταύτης γαρ το υπερβάλλον υπερέχει πάσαν έννοιαν
(Ήχος πλ.Δ΄.) Διό, άχραντε Θεοτόκε, αεί συν ζωηφόρω βασιλεί και τόκω ζώσα, πρέσβευε διηνεκώς περιφρουρήσαι και σώσαι από πάσης προσβολής εμαμτίας την νεολαίαν σου. την γαρ σην προστασίαν κεκτήμεθα.
(Ήχος Α΄) Εις τους αιώνας αγλαοφανώς μακαρίζοντες».
Έχει μελοποιηθεί από τον ηδυμελίφθογγο Γ. Σαρανταεκκλησιώτη (+ 1891) με ασύληπτη τέχνη και έκπαγλη ωραιότητα, που με την ποίηση, την μουσικότητα, την άφθαστη μελωδία και σεμνοπρέπεια, αντάξια στην μητέρα του » αεννάου φωτός», συγκλονίζουν και συνταράσσουν.
Θα παραμείνη ανάμεσα στα αθάνατα δημιουργήματα της Βυζαντινής Μουσικής και θα σκορπάη τόση κατάνυξη στις ψυχές των Ορθοδόξων, με τους ήχους του , τις παραχορδές του, τις μεταπτώσεις του από ήχο σέ ήχο.
[Πρέπει να τονίσουμε πως προηγουμένως ο περιώνυμος, ο περικλεής Μελουργος και Μουσουργός του ΙΗ αιώνος , Πέτρος Λαμπαδάριος ο Πελοποννήσιος, στο ΔΟΞΑΣΤΑΡΙΟ ΤΟΥ (εξεδόθη στο Βουκουρέστι το 1820), το έχει τονισμένο με απλότητα, με συντομία αλλά και μεγαλοπρέπεια…].
Σε άλλες χώρες , έγραφε ο αείμνηστος Φώτης Κόντογλου, τραγουδάνε την Παναγία με τραγούδια κοσμικά, σαν νάναι καμμιά φιληνάδα τους, μα εμείς την υμνολογούμε με κατάνυξη βαθειά, θαρρετά και με συστολή, με αγάπη μα καί με σέβας, σαν μητέρα μας και σαν μητέρα του Θεού μας. Ανοίγουμε την καρδιά μας να τη δη τι εχει μέσα και να μας συμπονέση.
Για μας τους ορθοδόξους η Παναγία μας είναι » όχημα της θεότητος όλης», η «αμετάθετος ελπίς» , η » Αειπάρθενος», η » ζωαρχική πηγή, η » πεποικιλμένη τη θεία δόξη». Γι αυτό και η μνήμη της είναι «Ιερά και ευκλεής» και προ παντός η ένδοξη Κοίμησή της , κατά την οποία οι » ουρανοί επαγάλλονται και αγγέλων γέγηθε τα στρατεύματα».
Η Κοίμησή της είναι γιά την Αειπάρθενο ευλογημένη και τρισπόθητη ώρα. Ήταν 59 χρόνων όταν επρόκειτο να «μεταστή πρός την ζωήν». Την είδηση αυτή την έφερε ο αρχάγγελος Γαβριήλ με κλωνάρι φοινικιάς στο χέρι “μπροστά από τρεις μέρες.
Ευτρέπισε τον εαυτό της, ετοίμασε τα επιτάφιά της, προσευχήθηκε στο όρος των Ελαιών, όπου τα δέντρα του βουνού εκείνου έπεσαν και την προσκύνησαν. Κατέβηκε από εκεί και πήγε στο σπίτι της, στη χώρα που την έλεγαν Γεθσημανή, και από τα δυό φουστάνια που είχε, ένα φορούσε αυτή και το άλλο το χάρισε στη φτωχή γειτόνισσα.
Εκεί, λοιπόν, στο σπίτι της » εκ περάτων συνέδραμον Αποστόλων οι πρόκριτοι, θεαρχίω νεύματι του κηδεύσαι Σε» . Μεταξύ αυτών ο Πέτρος και Ιωάννης. » Υπό νεφών μεταρσίως αιρόμενοι » ήρθαν και ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης με τον δάσκαλόν του Ιερόθεον. Επίσης ο Ιάκωβος ο αδελφόθεος.
Σαν άκουσαν ότι επρόκειτο να την χάσουν, έκλαψαν πολύ. Αλλά εκείνη τους παρηγόρησε, και τους είπε πως δεν τους αφήνει μόνους, αλλά θα είναι πάντα σε όσους την προσκαλούν η πρέσβυς και η μεσήτρια. Τους παράγγειλε δε να την ενταφιάσουν » Γεθσημανή τω χωρίω». Και έκλεισε τα άγιά της μάτια, και παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Υιού της. Και ζήτησε να κατέβη στον άδη να ιδή τις ψυχές που τιμωρούνται και τους τόπους που πήγε ο Γυιός της να βγάλη του προπάτορες. “Αγγελοι φωτεινοί την πήραν και την πήγαν όπου ήθελε. Και » θάμβος ήν θεάσασθαι τον ουρανόν του παμβασιλέως τον έμψυχον τους κυνεώνας υπερχόμενον της γης», ψάλλει ο μελίρρυτος Δαμασκηνός. Δηλαδή, θαύμα και έκπληξη ήταν να βλέπη κανένας την ψυχήν της Παναγίας, πως περπατούσε στον άδη.
Οι μαθηταί πήραν » το θεοδόχον και ακραιφνέστατον σώμα» και το πήγαιναν στον τάφο.
Σαν ειδαν αυτό οι Ιουδαίοι και σαν άκουσαν των αγγέλων την ψαλμωδία, γεμάτοι από φθόνο, θέλησαν να ρίξουν κάτω το κρεββάτι με το άγιον κορμί, μα, όταν ώρμησαν, τυφλώθηκαν και ένας τον άλλον δεν έβλεπε. Ο πιό τολμηρός πλησίασε να πιάση το κρεββάτι αλλά άγγελος Κυρίου του έκοψε το χέρι. Σαν είδαν το θαύμα μετάνοιωσαν και γιατρεύθηκαν από τους αποστόλους που τους έβαλαν επάνω τους κλαδί φοινικιάς.
» Η μετά τόκον Παρθένος και μετά θάνατον ζώσα!..».
Η αειπαρθενία της Θεοτόκου είναι το μεγάλο αγκάθι των κακοδόξων που χαρακτηρίζει σαν παραφροσύνη τα κηρύγματα των δυναμιτιστών, ότι δηλ. η Παναγία εγνώρισε τον Ιωσήφ μετά την Γέννηση! Ή τον Μέγαν Αθανάσιον που την ονομάζει οχι μόνον » γην ανέργαστον» αλλά «Αειπάρθενον»!
Η Παναγία μας είναι η βάτος που εκαίετο στο όρος Σινά και δεν εχωνεύετο. «Καταβάς όψομαι το όραμα το μέγα τούτο, τι ότι η βάτος καίεται και ου κατακαίεται;» (Μωϋσής). Το παραμερίζουν αυτό οι [δήθεν] …νεομάρτυρες! Δεν ακούν το Άσμα Ασμάτων που την ονομάζει «κήπον κεκλεισμένον και πηγήν εσφραγισμένην», διότι πονηρός λογισμός δεν μπήκε μέσα της; Και ακόμη τον αποστομωτήν Ιεζεκιήλ: «Η πύλη κεκλεισμένη έσται, ουκ ανοιχθήσεται, ου μη διέλθη τις δι αυτής».
Για τον Ορθόδοξο κόσμο θα είναι η «Τιμιωτέρα των Χερουβείμ» η » Υψηλοτέρα των Ουρανών και καθαροτέρα λαμπηδόνων ηλιακών». Θα την καλοτυχίζουν όλες οι γενεές.
Είναι για μας τους Ορθοδόξους η μητέρας μας. Και θα πρέπει η ζωή μας να ευωδιάζη από το πνευματικό της μύρο.
Για μας τους Έλληνας είναι το Γλυκό καταφύγιο » εν κινδύνοις και θλίψεσι» μα και η «Υπέρμαχος Στρατηγός». Είναι όπως την ονομάζει ο υμνωδός » έμψυχος κιβωτός» , που μ” αυτήν σώζονται [ οι χριστιανοι] απ” της αμαρτίας τον κατακλυσμό και τις φουρτούνες του θανάτου. Και από [και σε] κάθε άκρη της Ελληνικής γωνιάς παρακολουθούν τις παρακλήσεις στους εσπερινούς του δεκαπεντάημερου, τις τόσο συγκινητικές και κατανυκτικές, υποβάλλονται σε κόπους και έξοδα για να επισκεφθούν ονομαστά και θαυματουργά άγια προσκυνήματα, σαν της Τήνου, της Σουμελά, της Πάρου, της Σπηλιάς [Αγράφων], της Γκούρας [Πύλης Τρικάλων], της Πόρτα- Παναγιάς [των Μεγάλων Πυλών- Πύλης Τρικάλων] κ.λπ.
Επικαλούμαστε την πρεσβεία της, γιατί «πολύ ισχύει δέησις προς ευμένειαν δεσπότου» και «ουδείς προστρέχων επι Σοι, κατησχυμένος από Σου εκπορεύεται, αγνή Παρθένε Θεοτόκε».
Η Παναγία μας είναι το αιώνιο παράδειγμα αρετής και αγιότητος.
Είναι ακόμη η » Προστασία των Χριστιανών η ακαταίσχυντος, η στοργική και πονετική μητέρα, το μοσχομυρισμέν αγνό κρίνο, το δροσερό ποτάμι, » ο πόκος ο ένδροσος όν Γεδεών προεθεάσατο».
Είναι η » Κεχαριτωμένη και ευλογημένη εν γυναιξι», το σύμβολο της χριστιανής γυναίκας, όπως την είδε στις οράσεις του ο μαθητής: » Και σημείον μέγα ώφθη εν τω ουρανώ. Γυνή περιβεβλημένη τον ήλιον, και σελήνη υπο κάτω των ποδών αυτής και επι της κεφαλής αυτής στέφανος αστέρων δώδεκα…» (Αποκ. κεφ. ιβ΄ εδάφ.1).
Από αυτήν αντλώντας δύναμιν η Ελληνίδα γυναίκα θα συντρίβη το θηρίο της καταλαλιάς, της συρμομανίας, της επιδείξεως και των λοιπών πειρασμών, και θα διατηρεί τους ήλιους και τα άστρα της ζωής της αμόλυντα.
Όλοι μας, με τους ύμνους μας στη «δωδεκάτειχο πόλη», «εις τους αιώνας, αγλαοφανώς μακαρίζοντες» , με το σεβασμό μας, την ευλάβιά μας, άς προσπαθούμε να της μοιάσουμε ως προς την πίστη Της, την ταπεινότητά Της, την αγάπη Της, την αγνότητά Της, για να γίνουμε άξιοι οπαδοί του Γυιού Της.
Είναι η αρχή και το τέλος της σωτηρίας μας. Ξεπερνά όλες τις γυναίκες, όπως ψάλλει ο Σολομών: » Πολλαί θυγατέρες εκτήσαντο πλούτον, πολλαί εποίησαν δύναμιν, Συ δε υπερέβεις πάσας» . Κάθε χρόνο η δοξασμένη βασίλισσα, στην επέτειο της Κοιμήσεώς της, μας καλεί κοντά της, να μας χαρίση ένα άγιο Δίδαγμα: Αγάπη στον συνάνθρωπο, και ενότητα με το Θεό. Και μας δίνεται η ευκαιρία με τη νηστεία, την παροσευχή, τον εκκλησιασμό, την άγια μελέτη, να πλησιάζουμε κάθε μέρα το Χριστό.
Στο νου μας έρχονται τα λόγια του Αμβροσίου[ Επισκόπου Μεδιολάνων]:
» Πότε την είδαν να έρχεται σε σύγκρουση με τη γειτονιά; Πότε μίλησε θυμωμένα; Πότε κατέκρινε ή κατελάλησε τους άλλους, περιφρόνησε τον αμαρτωλό, έδιωξε το φτωχό, ειρωνεύθηκε τον αδύνατο, απέφυγε τον καταφρονεμένο;…Υπήρξε αληθινά ανάκτορο αγιότητος, σημαία της πίστεως, πρότυπον ευσεβείας». Και δίκαια αξιώθηκε να γίνη » όχημα ηλίου του νοητού «, «άμπελος αληθινή, η γεωργήσασα τον βότρυν τον πέπειρον, οίνον στάζοντα…», «λυχνία και στάμνος του θείου μάννα…».
Απολαύοντες «των σων δωρημάτων, ευχαριστήριον αναμέλπομεν ύμνον» και παράκληση θερμή: » Πρέσβευε διηνεκώς περιφρουρήσαι και σώσαι εμάς και το Έθνος μας και από πάσης προσβολής εναντίας την νεολαίαν σου», φώτισε ημάς και το Έθνος μας, και την ανθρωπότητα όλη στα σημερινά κρίσιμα χρόνια και οδήγησέ τα στο » Φως» , στην αληθινή ζωή, στον ίσιο δρόμο, μακρυά από κάθε οικτρή ταπείνωση.
Σε σένα αφήνουμε την κάθε μας ελπίδα.
Γλυκόηχα και χαρμόσυνα ηχούν οι καμπάνες κάθε εσπερινό στην περίοδο του δεκαπενταύγουστου. Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί συναθροίζονται στους Ναούς για να στείλουν τις ικεσίες τους , τις παρακλήσεις τους στην » Προστασία των Χριστιανών».
Προστρέχουν με θερμή πίστη και ευλάβεια στον «γλυκασμόν των αγγέλων», στη «χαρά των θλιβομένων» οι «κατακαμπτόμενοι υπό πταισμάτων πολλών», οι » πολλοίς συνεχόμενοι πειρασμοίς, χαλεπαίς αρρωστίαις και νοσεροίς πάθεσι».
Όσοι έχουν χάσει τον πνευματικό τους προσανατολισμό, προσσέρχονται στον «αδαπάνητο θησαυρό των ιαμάτων» , να βρούν προστασία και αντίληψη, κάθαρση της ψυχής και ευφροσύνη, γαλήνη στο νου και ειρήνη στην καρδιά.
Ο ανθρώπινος πόνος στέλνεται στη «θεία σκέπη» και » άβυσσο των ιαμάτων «, με τους υπέροχους ύμνους των δύο Παρακλητικών Κανόνων, του μικρού, που είναι του μοναχού Θεοστηρίκτου- και κατ” άλλους του Δαμασκηνού- και του μεγάλου που είναι ποίημα του βασιλέως Δούκα του Λασκάρεως.
Τα θρησκευτικά αυτά ποιήματα με αριστουργηματικό τρόπο υφασμένα, είναι τόσον ωραία, που δεν παύουν να σταλάζουν βάλσαμο παρηγοριάς σε κάθε πονεμένη ψυχή, σε κάθε πικραμένη καρδιά.
Η Παναγία μας είναι η «ελπίδα των απελπισμένων», το » χαροποιόν πένθος» της ορθοδοξίας μας, και » ο ποταμός του ο γλυκερός του ελέους».
Εξόν από τους Κανόνας, ξεχωριστή θέση κατέχει ανάμεσα στα λυρικά του δεκαπεντάημερου, το Δοξαστικό το οκτάηχο που ψάλλεται στον Εσπερινό της Κοιμήσεως: «(Ήχος Α΄.) Θεαρχίω νεύματι πάντοθεν οι θεοφόροι απόστολοι, υπό νεφών μετερσίως αιρόμενοι.
(Ήχος πλ.Α΄.) Καταλαβόντες το πανάχραντον και ζωαρχικόν σου σκήνος, εξόχως ησπάζοντο.
(Ήχος Β΄.) Αι δε υπέρταταται των ουρανών δυνάμει, συν τω οικείω δεσπότη παραγενόμεναι
(Ήχος π.λ.Β΄.) Το θεοδόχον και ακραιφνέστατον σώμα προπέμπουσι, τω δέει κρατούμεναι. υπερκοσμίως δε προώχοντο και αοράτως εβόων ταις ανωτέραις ταξιαρχίαις. Ιδού η παντάνασσα Θεόπαις παραγέγονεν.
(Ήχος Γ΄.) Άρατε πύλας και ταύτην υπερκοσμίως υποδέξασθε, την του αεννάου φωτός μητέρα.
(“Ηχος Βαρύς) Δια ταύτης γάρ η παγγενής των βροτών σωτηρία γέγονε, η ατενίζειν ουκ ισχύομεν, και ταύτη άξιον γέρας απονέμειν αδύνατον.
( Ήχος Δ΄.) Ταύτης γαρ το υπερβάλλον υπερέχει πάσαν έννοιαν
(Ήχος πλ.Δ΄.) Διό, άχραντε Θεοτόκε, αεί συν ζωηφόρω βασιλεί και τόκω ζώσα, πρέσβευε διηνεκώς περιφρουρήσαι και σώσαι από πάσης προσβολής εμαμτίας την νεολαίαν σου. την γαρ σην προστασίαν κεκτήμεθα.
(Ήχος Α΄) Εις τους αιώνας αγλαοφανώς μακαρίζοντες».
Έχει μελοποιηθεί από τον ηδυμελίφθογγο Γ. Σαρανταεκκλησιώτη (+ 1891) με ασύληπτη τέχνη και έκπαγλη ωραιότητα, που με την ποίηση, την μουσικότητα, την άφθαστη μελωδία και σεμνοπρέπεια, αντάξια στην μητέρα του » αεννάου φωτός», συγκλονίζουν και συνταράσσουν.
Θα παραμείνη ανάμεσα στα αθάνατα δημιουργήματα της Βυζαντινής Μουσικής και θα σκορπάη τόση κατάνυξη στις ψυχές των Ορθοδόξων, με τους ήχους του , τις παραχορδές του, τις μεταπτώσεις του από ήχο σέ ήχο.
[Πρέπει να τονίσουμε πως προηγουμένως ο περιώνυμος, ο περικλεής Μελουργος και Μουσουργός του ΙΗ αιώνος , Πέτρος Λαμπαδάριος ο Πελοποννήσιος, στο ΔΟΞΑΣΤΑΡΙΟ ΤΟΥ (εξεδόθη στο Βουκουρέστι το 1820), το έχει τονισμένο με απλότητα, με συντομία αλλά και μεγαλοπρέπεια…].
Σε άλλες χώρες , έγραφε ο αείμνηστος Φώτης Κόντογλου, τραγουδάνε την Παναγία με τραγούδια κοσμικά, σαν νάναι καμμιά φιληνάδα τους, μα εμείς την υμνολογούμε με κατάνυξη βαθειά, θαρρετά και με συστολή, με αγάπη μα καί με σέβας, σαν μητέρα μας και σαν μητέρα του Θεού μας. Ανοίγουμε την καρδιά μας να τη δη τι εχει μέσα και να μας συμπονέση.
Για μας τους ορθοδόξους η Παναγία μας είναι » όχημα της θεότητος όλης», η «αμετάθετος ελπίς» , η » Αειπάρθενος», η » ζωαρχική πηγή, η » πεποικιλμένη τη θεία δόξη». Γι αυτό και η μνήμη της είναι «Ιερά και ευκλεής» και προ παντός η ένδοξη Κοίμησή της , κατά την οποία οι » ουρανοί επαγάλλονται και αγγέλων γέγηθε τα στρατεύματα».
Η Κοίμησή της είναι γιά την Αειπάρθενο ευλογημένη και τρισπόθητη ώρα. Ήταν 59 χρόνων όταν επρόκειτο να «μεταστή πρός την ζωήν». Την είδηση αυτή την έφερε ο αρχάγγελος Γαβριήλ με κλωνάρι φοινικιάς στο χέρι “μπροστά από τρεις μέρες.
Ευτρέπισε τον εαυτό της, ετοίμασε τα επιτάφιά της, προσευχήθηκε στο όρος των Ελαιών, όπου τα δέντρα του βουνού εκείνου έπεσαν και την προσκύνησαν. Κατέβηκε από εκεί και πήγε στο σπίτι της, στη χώρα που την έλεγαν Γεθσημανή, και από τα δυό φουστάνια που είχε, ένα φορούσε αυτή και το άλλο το χάρισε στη φτωχή γειτόνισσα.
Εκεί, λοιπόν, στο σπίτι της » εκ περάτων συνέδραμον Αποστόλων οι πρόκριτοι, θεαρχίω νεύματι του κηδεύσαι Σε» . Μεταξύ αυτών ο Πέτρος και Ιωάννης. » Υπό νεφών μεταρσίως αιρόμενοι » ήρθαν και ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης με τον δάσκαλόν του Ιερόθεον. Επίσης ο Ιάκωβος ο αδελφόθεος.
Σαν άκουσαν ότι επρόκειτο να την χάσουν, έκλαψαν πολύ. Αλλά εκείνη τους παρηγόρησε, και τους είπε πως δεν τους αφήνει μόνους, αλλά θα είναι πάντα σε όσους την προσκαλούν η πρέσβυς και η μεσήτρια. Τους παράγγειλε δε να την ενταφιάσουν » Γεθσημανή τω χωρίω». Και έκλεισε τα άγιά της μάτια, και παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Υιού της. Και ζήτησε να κατέβη στον άδη να ιδή τις ψυχές που τιμωρούνται και τους τόπους που πήγε ο Γυιός της να βγάλη του προπάτορες. “Αγγελοι φωτεινοί την πήραν και την πήγαν όπου ήθελε. Και » θάμβος ήν θεάσασθαι τον ουρανόν του παμβασιλέως τον έμψυχον τους κυνεώνας υπερχόμενον της γης», ψάλλει ο μελίρρυτος Δαμασκηνός. Δηλαδή, θαύμα και έκπληξη ήταν να βλέπη κανένας την ψυχήν της Παναγίας, πως περπατούσε στον άδη.
Οι μαθηταί πήραν » το θεοδόχον και ακραιφνέστατον σώμα» και το πήγαιναν στον τάφο.
Σαν ειδαν αυτό οι Ιουδαίοι και σαν άκουσαν των αγγέλων την ψαλμωδία, γεμάτοι από φθόνο, θέλησαν να ρίξουν κάτω το κρεββάτι με το άγιον κορμί, μα, όταν ώρμησαν, τυφλώθηκαν και ένας τον άλλον δεν έβλεπε. Ο πιό τολμηρός πλησίασε να πιάση το κρεββάτι αλλά άγγελος Κυρίου του έκοψε το χέρι. Σαν είδαν το θαύμα μετάνοιωσαν και γιατρεύθηκαν από τους αποστόλους που τους έβαλαν επάνω τους κλαδί φοινικιάς.
» Η μετά τόκον Παρθένος και μετά θάνατον ζώσα!..».
Η αειπαρθενία της Θεοτόκου είναι το μεγάλο αγκάθι των κακοδόξων που χαρακτηρίζει σαν παραφροσύνη τα κηρύγματα των δυναμιτιστών, ότι δηλ. η Παναγία εγνώρισε τον Ιωσήφ μετά την Γέννηση! Ή τον Μέγαν Αθανάσιον που την ονομάζει οχι μόνον » γην ανέργαστον» αλλά «Αειπάρθενον»!
Η Παναγία μας είναι η βάτος που εκαίετο στο όρος Σινά και δεν εχωνεύετο. «Καταβάς όψομαι το όραμα το μέγα τούτο, τι ότι η βάτος καίεται και ου κατακαίεται;» (Μωϋσής). Το παραμερίζουν αυτό οι [δήθεν] …νεομάρτυρες! Δεν ακούν το Άσμα Ασμάτων που την ονομάζει «κήπον κεκλεισμένον και πηγήν εσφραγισμένην», διότι πονηρός λογισμός δεν μπήκε μέσα της; Και ακόμη τον αποστομωτήν Ιεζεκιήλ: «Η πύλη κεκλεισμένη έσται, ουκ ανοιχθήσεται, ου μη διέλθη τις δι αυτής».
Για τον Ορθόδοξο κόσμο θα είναι η «Τιμιωτέρα των Χερουβείμ» η » Υψηλοτέρα των Ουρανών και καθαροτέρα λαμπηδόνων ηλιακών». Θα την καλοτυχίζουν όλες οι γενεές.
Είναι για μας τους Ορθοδόξους η μητέρας μας. Και θα πρέπει η ζωή μας να ευωδιάζη από το πνευματικό της μύρο.
Για μας τους Έλληνας είναι το Γλυκό καταφύγιο » εν κινδύνοις και θλίψεσι» μα και η «Υπέρμαχος Στρατηγός». Είναι όπως την ονομάζει ο υμνωδός » έμψυχος κιβωτός» , που μ” αυτήν σώζονται [ οι χριστιανοι] απ” της αμαρτίας τον κατακλυσμό και τις φουρτούνες του θανάτου. Και από [και σε] κάθε άκρη της Ελληνικής γωνιάς παρακολουθούν τις παρακλήσεις στους εσπερινούς του δεκαπεντάημερου, τις τόσο συγκινητικές και κατανυκτικές, υποβάλλονται σε κόπους και έξοδα για να επισκεφθούν ονομαστά και θαυματουργά άγια προσκυνήματα, σαν της Τήνου, της Σουμελά, της Πάρου, της Σπηλιάς [Αγράφων], της Γκούρας [Πύλης Τρικάλων], της Πόρτα- Παναγιάς [των Μεγάλων Πυλών- Πύλης Τρικάλων] κ.λπ.
Επικαλούμαστε την πρεσβεία της, γιατί «πολύ ισχύει δέησις προς ευμένειαν δεσπότου» και «ουδείς προστρέχων επι Σοι, κατησχυμένος από Σου εκπορεύεται, αγνή Παρθένε Θεοτόκε».
Η Παναγία μας είναι το αιώνιο παράδειγμα αρετής και αγιότητος.
Είναι ακόμη η » Προστασία των Χριστιανών η ακαταίσχυντος, η στοργική και πονετική μητέρα, το μοσχομυρισμέν αγνό κρίνο, το δροσερό ποτάμι, » ο πόκος ο ένδροσος όν Γεδεών προεθεάσατο».
Είναι η » Κεχαριτωμένη και ευλογημένη εν γυναιξι», το σύμβολο της χριστιανής γυναίκας, όπως την είδε στις οράσεις του ο μαθητής: » Και σημείον μέγα ώφθη εν τω ουρανώ. Γυνή περιβεβλημένη τον ήλιον, και σελήνη υπο κάτω των ποδών αυτής και επι της κεφαλής αυτής στέφανος αστέρων δώδεκα…» (Αποκ. κεφ. ιβ΄ εδάφ.1).
Από αυτήν αντλώντας δύναμιν η Ελληνίδα γυναίκα θα συντρίβη το θηρίο της καταλαλιάς, της συρμομανίας, της επιδείξεως και των λοιπών πειρασμών, και θα διατηρεί τους ήλιους και τα άστρα της ζωής της αμόλυντα.
Όλοι μας, με τους ύμνους μας στη «δωδεκάτειχο πόλη», «εις τους αιώνας, αγλαοφανώς μακαρίζοντες» , με το σεβασμό μας, την ευλάβιά μας, άς προσπαθούμε να της μοιάσουμε ως προς την πίστη Της, την ταπεινότητά Της, την αγάπη Της, την αγνότητά Της, για να γίνουμε άξιοι οπαδοί του Γυιού Της.
Είναι η αρχή και το τέλος της σωτηρίας μας. Ξεπερνά όλες τις γυναίκες, όπως ψάλλει ο Σολομών: » Πολλαί θυγατέρες εκτήσαντο πλούτον, πολλαί εποίησαν δύναμιν, Συ δε υπερέβεις πάσας» . Κάθε χρόνο η δοξασμένη βασίλισσα, στην επέτειο της Κοιμήσεώς της, μας καλεί κοντά της, να μας χαρίση ένα άγιο Δίδαγμα: Αγάπη στον συνάνθρωπο, και ενότητα με το Θεό. Και μας δίνεται η ευκαιρία με τη νηστεία, την παροσευχή, τον εκκλησιασμό, την άγια μελέτη, να πλησιάζουμε κάθε μέρα το Χριστό.
Στο νου μας έρχονται τα λόγια του Αμβροσίου[ Επισκόπου Μεδιολάνων]:
» Πότε την είδαν να έρχεται σε σύγκρουση με τη γειτονιά; Πότε μίλησε θυμωμένα; Πότε κατέκρινε ή κατελάλησε τους άλλους, περιφρόνησε τον αμαρτωλό, έδιωξε το φτωχό, ειρωνεύθηκε τον αδύνατο, απέφυγε τον καταφρονεμένο;…Υπήρξε αληθινά ανάκτορο αγιότητος, σημαία της πίστεως, πρότυπον ευσεβείας». Και δίκαια αξιώθηκε να γίνη » όχημα ηλίου του νοητού «, «άμπελος αληθινή, η γεωργήσασα τον βότρυν τον πέπειρον, οίνον στάζοντα…», «λυχνία και στάμνος του θείου μάννα…».
Απολαύοντες «των σων δωρημάτων, ευχαριστήριον αναμέλπομεν ύμνον» και παράκληση θερμή: » Πρέσβευε διηνεκώς περιφρουρήσαι και σώσαι εμάς και το Έθνος μας και από πάσης προσβολής εναντίας την νεολαίαν σου», φώτισε ημάς και το Έθνος μας, και την ανθρωπότητα όλη στα σημερινά κρίσιμα χρόνια και οδήγησέ τα στο » Φως» , στην αληθινή ζωή, στον ίσιο δρόμο, μακρυά από κάθε οικτρή ταπείνωση.
Σε σένα αφήνουμε την κάθε μας ελπίδα.
Σημ. Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε πρό 48 ετών στον τρικαλινό τύπο στις 14 και 15 Αυγούστου 1966.
Το παραδίδουμε ξανά στη δημοσιότητα, με την ευκαιρία της Εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Δεν κατέστη δυνατή η γραφή με το πολυτονικόν λόγω ελλείψεως προγράμματος.
Στουρναραίϊκα Τρικάλων, 13 Αυγούστου 2014.
Το παραδίδουμε ξανά στη δημοσιότητα, με την ευκαιρία της Εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Δεν κατέστη δυνατή η γραφή με το πολυτονικόν λόγω ελλείψεως προγράμματος.
Στουρναραίϊκα Τρικάλων, 13 Αυγούστου 2014.
Πολυχρόνης Σ. Νταλάσης
* Ο Πολυχρόνης Νταλάσης (1933-), είναι Διδάσκαλος, Καθηγητής Μουσικής, Μουσικοδιδάσκαλος Βυζαντινής Μουσικής, Οφφικιάλιος Άρχων Πρωτοψάλτης Ιεράς Μητροπόλεως Τρίκκης & Σταγών, Πρωτοψάλτης Ι.Ν.Ζ.Πηγής (Σαραγίων) Τρικάλων.
πηγη.Trikalaola
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου