web statistics
π. Δημητρίου Μπόκου
Ἕνας γέρος ἀγρότης
δούλευε στὰ χωράφια του πολλὰ χρόνια. Μιὰ μέρα τὸ ἄλογό του τό ’σκασε.
Ὅταν τὸ ἔμαθαν οἱ γείτονες, πῆγαν νὰ τὸν ἐπισκεφτοῦν.
- Τί ἀτυχία! ἔλεγαν μὲ συμπάθεια.
- Ἴσως! ἀπαντοῦσε ὁ ἀγρότης.
Τὴν ἑπόμενη μέρα τὸ ἄλογο
ἐπέστρεψε, φέρνοντας μαζί του τρία ἀκόμη ἄγρια ἄλογα.
- Τί καλὴ τύχη! θαύμασαν οἱ γείτονες.
- Ἴσως! ἀπαντοῦσε ὁ ἀγρότης.
Τὴν ἑπόμενη μέρα ὁ γιὸς
τοῦ ἀγρότη προσπάθησε νὰ καβαλήσει ἕνα ἀπὸ τὰ ἄγρια ἄλογα. Μὰ ἐκεῖνο
τὸν ἔριξε καὶ τὸ παιδὶ ἔσπασε τὸ πόδι του. Γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ οἱ γείτονες
ἦρθαν νὰ συμπαρασταθοῦν.
- Τί ἀτυχία! ἔλεγαν μὲ συμπάθεια.
- Ἴσως! ἀπαντοῦσε ὁ ἀγρότης.
Τὴν ἑπόμενη μέρα στρατιωτικοὶ
ἦρθαν στὸ χωριὸ καὶ ἐπιστράτευσαν ὅλους τοὺς νέους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν γιὸ
τοῦ ἀγρότη, ἐπειδὴ εἶχε σπασμένο τὸ πόδι.
- Τί καλὴ τύχη! θαύμασαν οἱ γείτονες.
- Ἴσως!
ἀπαντοῦσε ὁ ἀγρότης (Χ. Τσολακίδη, Σοφία
Ἁγ. Γερόντων).
Τί εἶναι λοιπὸν τύχη καὶ
τί ἀτυχία;
Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ τὸ
πεῖ κανείς. Τοὐλάχιστον ὄχι μὲ τὴν πρώτη ματιά. Αὐτὸ ποὺ φαὶνεται στὰ
μάτια μας τύχη, μπορεῖ μακροπρόθεσμα νὰ ἀποδειχτεῖ συμφορά. Καὶ ἀντιστρόφως.
Ἡ ἀτυχία μπορεῖ νὰ φαντάζει ὀδυνηρή. Ἀλλὰ μὲ τὸν καιρό, ποῦ ξέρεις;
Μπορεῖ νὰ μεταλλαχτεῖ σὲ ὅ,τι καλύτερο μᾶς ἔχει συμβεῖ.
Ἂς εἴμαστε φειδωλοὶ στὸ
νὰ κρίνουμε κάτι βιαστικά. «Μὴ κρίνετε κατ’ ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν
κρίνατε», διδάσκει ὁ Χριστὸς (Ἰω. 7, 24).
Μιὰ κρίση βιαστική, ἐπιφανειακή, ἐπιπόλαιη, μὲ βάση αὐτὸ ποὺ βλέπουμε
μόνο, εἶναι ἐπισφαλής. Ἔχει πολλὲς πιθανότητες νὰ εἶναι ἐσφαλμένη.
Καὶ ὄχι μόνο ἐπειδὴ βιαζόμαστε νὰ βγάλουμε συμπεράσματα. Ἀλλὰ καὶ
ἐπειδὴ τὰ κριτήριά μας εἶναι λάθος ἢ ἀνεπαρκῆ, μιὰ καὶ ἡ λογική μας ἔχει
ὅρια πεπερασμένα, ἡ πρόθεσή μας εἶναι συνήθως ἐμπαθὴς καὶ τὰ κίνητρά
μας ἔχουν κυρίως ἰδιοτέλεια. Ξεχνᾶμε πὼς ἔχει καὶ ὁ Θεὸς τὰ δικά του
κριτήρια. Τὸν δικό του τρόπο σκέψης. Καὶ κάτι ποὺ σὲ μᾶς φαίνεται ἀτυχία
καὶ καταστροφή, μὲ τὰ κριτήρια τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ εἶναι πραγματικὸ
λαχεῖο. Πρῶτος λαχνός.
Βάση γιὰ τὸ δικό μας κριτήριο εἶναι συνήθως
τὸ πόσα ἔχει ἢ δὲν ἔχει κανείς. Τύχη βουνὸ τὸ νά ’σαι πλούσιος. Ἀτυχία
μὲ τὸ τσουβάλι τὸ νά ’σαι φτωχός. Μὰ ἔλα ποὺ ὁ Θεὸς τὰ βλέπει διαφορετικά!
Ἔτσι λοιπόν, μιὰ φορὰ κι
ἕναν καιρὸ ἦταν ἕνας πλούσιος. Μὲ πολλοὺς ὑπηρέτες καὶ πολὺν κόσμο
γύρω του. Στὸν ἴδιο τόπο ζοῦσε καὶ μιὰ φτωχειά, παντέρημη γυναίκα. Ἦρθε
κάποτε ὁ καιρὸς ποὺ ὅλα τελειώνουν καὶ φτάσανε καὶ οἱ δυὸ στὰ τελευταῖα
τους. Κατὰ τὴ συνήθεια τῆς ἐποχῆς, ἔστειλαν μήνυμα στὸν παπᾶ γιὰ νὰ
τοὺς μεταλάβει (ἐμεῖς κι αὐτὸ σήμερα σὰν ἐξυπνότεροι – μοντέρνα
μυαλά! – τὸ καταργήσαμε).
Ξεκίνησε λοιπὸν μὲ τ’
Ἅγια ὁ παπᾶς καὶ διάλεξε νὰ πάει πρῶτα στὸν πλούσιο.
«’Απὸ ὲδῶ, σοῦ λέει, κάτι
θὰ βγάλουμε. Ἀπ’ τὴν ἄλλη, τὴν πάμφτωχη, τί νὰ περιμένει κανείς;»
Φτωχὸ μυαλό, ἀνθρώπινο!
Πάνω λοιπὸν ποὺ χρονοτριβοῦσε
στὸν πλούσιο ὁ ταλαίπωρος παπᾶς γιὰ νὰ πετύχει τὸ σκοπό του, ἦρθε ξανὰ
μήνυμα νὰ βιαστεῖ, νὰ προλάβει τὴ φτωχειὰ πρὶν ξεψυχήσει. Καὶ πάλι ὅμως
δὲν ἔδειξε καμμιὰ βιασύνη. Μὰ εἶχε μαζί του κι ἕνα διάκο, θεοφοβούμενη
ψυχή, ποὺ τοῦ λέει:
- Μὲ τὴν ἄδειά σου, πάτερ, νὰ πάω ἐγώ;
Συγκατένευσε ὁ παπᾶς
κι ὁ διάκος πῆρε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια κι ἔφυγε τρέχοντας γιὰ τὴ φτωχειὰ
νὰ τὴν προλάβει. Φτάνοντας ἐκεῖ, τί νὰ δεῖ; Τὸ φτωχικὸ καλύβι της νά ’ναι
γεμάτο κόσμο, ἀλλὰ τί κόσμο; Παράστεκαν τὴν παντέρημη γυναίκα στὸ στρῶμα
ἡ Παναγία κι ὁλόκληρη συνοδεία ἁγίων παρθένων, ποὺ μὲ λευκὰ μαντήλια
σκούπιζαν τὸν ἱδρώτα της καὶ τῆς ἔκαναν ἀέρα. Τὸ φτωχὸ διακάκι τά ’χασε.
Καὶ πιὸ πολὺ ὅταν ἡ Παναγία καὶ οἱ ἅγιες γυναῖκες προσκύνησαν ὅλες
εὐλαβικὰ τὰ Ἅγια ποὺ κράταγε στὰ χέρια του.
- Μὴ φοβάσαι! τὸν ἐνθάρρυνε γλυκὰ ἡ Παναγία.
Κάμε τὴ δουλειὰ γιὰ τὴν ὁποία ἦρθες.
Ὁ διάκος κοινώνησε τὴν
ἑτοιμοθάνατη κι ἀμέσως ἡ Παναγία μὲ τὴ συνοδεία της πῆραν τὴν εὐλογημένη
της ψυχὴ καὶ τὴν ἀνέβασαν στὸν οὐρανό.
Ὁ διάκος ξαναγύρισε στὸ σπίτι τοῦ πλούσιου.
Μιὰ καινούργια ἔκπληξη τὸν περίμενε ἐκεῖ. Παράστεκαν τὸν ἄρρωστο
κάμποσα μαῦρα σκυλιὰ ποὺ γαύγιζαν ἀπαίσια, στριφογυρίζοντας γύρω ἀπ’
τὸ κρεβάτι του. Οἱ ἄλλοι δὲν ἔβλεπαν τίποτε. Ἦταν ὁρατὰ μόνο στὸν πλούσιο,
ποὺ πανικόβλητος χτυπιόταν στὸ κρεβάτι του φωνάζοντας μάταια νὰ τὰ
διώξουν. Ἕνας ἄγριος τότε μὲ μελανὴ μορφὴ τὸν πλησίασε. Ἔμπηξε μὲ δύναμη
ἕνα καμάκι στὸ στόμα του, ἀπέσπασε βίαια τὴν ψυχή του καὶ τὴ μετέφερε
στὰ καταχθόνια.
Ποιὸς ἦταν τελικὰ ὁ τυχερὸς
καὶ ποιὸς ὁ ἄτυχος; Ὁ πλούσιος ἢ ἡ φτωχειά;
«Μηδένα πρὸ τοῦ τέλους
μακάριζε», ποὺ ἔλεγε καὶ ὁ σοφὸς ἀρχαῖος πρόγονός μας, ὁ Σόλωνας. Ὄχι
λοιπὸν μεγάλη ἐμπιστοσύνη στὰ δικά μας λειψὰ κριτήρια. Ἂς σκεφτόμαστε
περισσότερο μὲ τὸν τρόπο τοῦ Θεοῦ. Ποὺ ἔχει ἄλλωστε καὶ τὸν τελευταῖο
λόγο. Καὶ ὁ λόγος του εἶναι ἡ ἀλήθεια (Ἰω. 17, 17).
Μὰ καὶ γιατὶ νὰ μιλᾶμε
συνεχῶς γιὰ τύχη καὶ ἀτυχία; Καλύτερα θὰ ἦταν νὰ λέμε γιὰ κάποιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Σοφὸ
καὶ προσεγμένο ὣς τὴν τελευταία λεπτομέρεια, προσαρμοσμένο τέλεια
στὰ δικά μας μέτρα. Γιατὶ ἐκεῖνος εἶναι
«ὁ βάθει σοφίας φιλανθρώπως πάντα οἰκονομῶν καὶ τὸ συμφέρον πᾶσιν ἀπονέμων»,
ὡς μόνος Δημιουργός. Ἂν δὲν τὸ χαλᾶμε καὶ δὲν τὸ μεταβάλλουμε ἐμεῖς μὲ
τὶς ἀνοησίες καὶ τὶς ἁμαρτίες μας, ἔχει τὴ δύναμη τὸ σχέδιο αὐτὸ τῆς
θεϊκῆς πρόνοιας, μέσα ἀπὸ φαινομενικὲς ἀτυχίες καὶ ἐπιτυχίες,
νὰ μᾶς ὁδηγεῖ σταθερὰ καὶ ἀλάνθαστα σὲ ὅ,τι καλό, ἀληθινό, τέλειο καὶ
σωτήριο γιὰ μᾶς.
Ἂς μᾶς φωτίζει πάντα ἡ
Παναγία μας νὰ ἐναποθέτουμε μὲ πλήρη σιγουριὰ τὸν ἑαυτό μας μέσα στὸ
ἅγιο καὶ λυτρωτικὸ γιὰ μᾶς θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου