Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

Ἀπὸ τὰ θαύματα τῆς Παναγίας.Τ ύ χ η κ α ὶ ἀ τ υ χ ί α


web statistics



π. Δημητρίου Μπόκου
Ἕ­νας γέ­ρος ἀ­γρό­της δού­λευ­ε στὰ χω­ρά­φια του πολ­λὰ χρό­νια. Μιὰ μέ­ρα τὸ ἄ­λο­γό του τό ’σκα­σε. Ὅ­ταν τὸ ἔ­μα­θαν οἱ γεί­το­νες, πῆ­γαν νὰ τὸν ἐ­πι­σκε­φτοῦν.
-   Τί ἀ­τυ­χί­α! ἔ­λε­γαν μὲ συμ­πά­θεια.
-   Ἴ­σως! ἀ­παν­τοῦ­σε ὁ ἀ­γρό­της.
Τὴν ἑ­πό­με­νη μέ­ρα τὸ ἄ­λο­γο ἐ­πέ­στρε­ψε, φέρ­νον­τας μα­ζί του τρί­α ἀ­κό­μη ἄ­γρια ἄ­λο­γα.
-   Τί κα­λὴ τύ­χη! θαύ­μα­σαν οἱ γεί­το­νες.
-   Ἴ­σως! ἀ­παν­τοῦ­σε ὁ ἀ­γρό­της.
Τὴν ἑ­πό­με­νη μέ­ρα ὁ γιὸς τοῦ ἀ­γρό­τη προ­σπά­θη­σε νὰ κα­βα­λή­σει ἕ­να ἀ­πὸ τὰ ἄ­γρια ἄ­λο­γα. Μὰ ἐ­κεῖ­νο τὸν ἔ­ρι­ξε καὶ τὸ παι­δὶ ἔ­σπα­σε τὸ πό­δι του. Γιὰ ἄλ­λη μιὰ φο­ρὰ οἱ γεί­το­νες ἦρ­θαν νὰ συμ­πα­ρα­στα­θοῦν.
-   Τί ἀ­τυ­χί­α! ἔ­λε­γαν μὲ συμ­πά­θεια.
-   Ἴ­σως! ἀ­παν­τοῦ­σε ὁ ἀ­γρό­της.
Τὴν ἑ­πό­με­νη μέ­ρα στρα­τι­ω­τι­κοὶ ἦρ­θαν στὸ χω­ριὸ καὶ ἐ­πι­στρά­τευ­σαν ὅ­λους τοὺς νέ­ους, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸν γιὸ τοῦ ἀ­γρό­τη, ἐ­πει­δὴ εἶ­χε σπα­σμέ­νο τὸ πό­δι.
-   Τί κα­λὴ τύ­χη! θαύ­μα­σαν οἱ γεί­το­νες.
-   Ἴ­σως! ἀ­παν­τοῦ­σε ὁ ἀ­γρό­της (Χ. Τσο­λα­κί­δη, Σο­φί­α Ἁγ. Γε­ρόν­των).
Τί εἶ­ναι λοι­πὸν τύ­χη καὶ τί ἀ­τυ­χί­α;
Δὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ τὸ πεῖ κα­νείς. Τοὐ­λά­χι­στον ὄ­χι μὲ τὴν πρώ­τη μα­τιά. Αὐ­τὸ ποὺ φαὶ­νε­ται στὰ μά­τια μας τύ­χη, μπο­ρεῖ μα­κρο­πρό­θε­σμα νὰ ἀ­πο­δει­χτεῖ συμ­φο­ρά. Καὶ ἀν­τι­στρό­φως. Ἡ ἀ­τυ­χί­α μπο­ρεῖ νὰ φαν­τά­ζει ὀ­δυ­νη­ρή. Ἀλ­λὰ μὲ τὸν και­ρό, ποῦ ξέ­ρεις; Μπο­ρεῖ νὰ με­ταλ­λα­χτεῖ σὲ ὅ,τι κα­λύ­τε­ρο μᾶς ἔ­χει συμ­βεῖ.
Ἂς εἴ­μα­στε φει­δω­λοὶ στὸ νὰ κρί­νου­με κά­τι βι­α­στι­κά. «Μὴ κρίνετε κα­τ’ ὄ­ψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρί­σιν κρί­να­τε», δι­δά­σκει ὁ Χρι­στὸς (Ἰω. 7, 24). Μιὰ κρί­ση βι­α­στι­κή, ἐ­πι­φα­νεια­κή, ἐ­πι­πό­λαι­η, μὲ βά­ση αὐ­τὸ ποὺ βλέ­που­με μό­νο, εἶ­ναι ἐ­πι­σφα­λής. Ἔ­χει πολ­λὲς πι­θα­νό­τη­τες νὰ εἶ­ναι ἐ­σφαλ­μέ­νη. Καὶ ὄ­χι μό­νο ἐ­πει­δὴ βι­α­ζό­μα­στε νὰ βγά­λου­με συμ­πε­ρά­σμα­τα. Ἀλ­λὰ καὶ ἐπει­δὴ τὰ κρι­τή­ριά μας εἶ­ναι λά­θος ἢ ἀ­νε­παρ­κῆ, μιὰ καὶ ἡ λο­γι­κή μας ἔ­χει ὅ­ρια πε­πε­ρα­σμέ­να, ἡ πρό­θε­σή μας εἶ­ναι συ­νή­θως ἐμ­πα­θὴς καὶ τὰ κί­νη­τρά μας ἔ­χουν κυ­ρί­ως ἰ­δι­ο­τέ­λεια. Ξε­χνᾶ­με πὼς ἔ­χει καὶ ὁ Θε­ὸς τὰ δι­κά του κρι­τή­ρια. Τὸν δι­κό του τρό­πο σκέ­ψης. Καὶ κά­τι ποὺ σὲ μᾶς φαί­νε­ται ἀ­τυ­χί­α καὶ κα­τα­στρο­φή, μὲ τὰ κρι­τή­ρια τοῦ Θε­οῦ μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὸ λα­χεῖ­ο. Πρῶ­τος λα­χνός.
Βά­ση γιὰ τὸ δι­κό μας κρι­τή­ριο εἶ­ναι συ­νή­θως τὸ πό­σα ἔ­χει ἢ δὲν ἔ­χει κα­νείς. Τύ­χη βου­νὸ τὸ νά ’σαι πλού­σιος. Ἀ­τυ­χί­α μὲ τὸ τσου­βά­λι τὸ νά ’σαι φτω­χός. Μὰ ἔ­λα ποὺ ὁ Θε­ὸς τὰ βλέ­πει δι­α­φο­ρε­τι­κά!
Ἔ­τσι λοι­πόν, μιὰ φο­ρὰ κι ἕ­ναν και­ρὸ ἦ­ταν ἕ­νας πλού­σιος. Μὲ πολ­λοὺς ὑ­πη­ρέ­τες καὶ πο­λὺν κό­σμο γύ­ρω του. Στὸν ἴ­διο τό­πο ζοῦ­σε καὶ μιὰ φτω­χειά, παν­τέ­ρη­μη γυ­ναί­κα. Ἦρ­θε κά­πο­τε ὁ και­ρὸς ποὺ ὅ­λα τε­λει­ώ­νουν καὶ φτά­σα­νε καὶ οἱ δυ­ὸ στὰ τε­λευ­ταῖ­α τους. Κα­τὰ τὴ συ­νή­θεια τῆς ἐ­πο­χῆς, ἔ­στει­λαν μή­νυ­μα στὸν πα­πᾶ γιὰ νὰ τοὺς με­τα­λά­βει (ἐ­μεῖς κι αὐ­τὸ σή­με­ρα σὰν ἐ­ξυ­πνό­τε­ροι – μον­τέρ­να μυα­λά! – τὸ κα­ταρ­γή­σα­με).
Ξε­κί­νη­σε λοι­πὸν μὲ τ’ Ἅ­για ὁ πα­πᾶς καὶ δι­ά­λε­ξε νὰ πά­ει πρῶ­τα στὸν πλού­σιο.
«’Απὸ ὲ­δῶ, σοῦ λέ­ει, κά­τι θὰ βγά­λου­με. Ἀ­π’ τὴν ἄλ­λη, τὴν πάμ­φτω­χη, τί νὰ πε­ρι­μέ­νει κα­νείς;»
Φτω­χὸ μυα­λό, ἀν­θρώ­πι­νο!
Πά­νω λοι­πὸν ποὺ χρο­νο­τρι­βοῦ­σε στὸν πλού­σιο ὁ τα­λαί­πω­ρος πα­πᾶς γιὰ νὰ πε­τύ­χει τὸ σκο­πό του, ἦρ­θε ξα­νὰ μή­νυ­μα νὰ βια­στεῖ, νὰ προ­λά­βει τὴ φτω­χειὰ πρὶν ξε­ψυ­χή­σει. Καὶ πά­λι ὅ­μως δὲν ἔ­δει­ξε καμ­μιὰ βι­α­σύ­νη. Μὰ εἶ­χε μα­ζί του κι ἕ­να διά­κο, θε­ο­φο­βού­με­νη ψυ­χή, ποὺ τοῦ λέ­ει:
-   Μὲ τὴν ἄ­δειά σου, πά­τερ, νὰ πά­ω ἐ­γώ;
Συγ­κα­τέ­νευ­σε ὁ πα­πᾶς κι ὁ διά­κος πῆ­ρε τὰ Ἄ­χραν­τα Μυ­στή­ρια κι ἔ­φυ­γε τρέ­χον­τας γιὰ τὴ φτω­χειὰ νὰ τὴν προ­λά­βει. Φτά­νον­τας ἐ­κεῖ, τί νὰ δεῖ; Τὸ φτω­χι­κὸ κα­λύ­βι της νά ’ναι γε­μά­το κό­σμο, ἀλ­λὰ τί κό­σμο; Πα­ρά­στε­καν τὴν παν­τέ­ρη­μη γυ­ναί­κα στὸ στρῶ­μα ἡ Πα­να­γί­α κι ὁ­λό­κλη­ρη συ­νο­δεί­α ἁ­γί­ων παρ­θέ­νων, ποὺ μὲ λευ­κὰ μαν­τή­λια σκού­πι­ζαν τὸν ἱ­δρώ­τα της καὶ τῆς ἔ­κα­ναν ἀ­έ­ρα. Τὸ φτω­χὸ δι­α­κά­κι τά ’χα­σε. Καὶ πιὸ πο­λὺ ὅ­ταν ἡ Πα­να­γί­α καὶ οἱ ἅ­γι­ες γυ­ναῖ­κες προ­σκύ­νη­σαν ὅ­λες εὐ­λα­βι­κὰ τὰ Ἅ­για ποὺ κρά­τα­γε στὰ χέ­ρια του.
-   Μὴ φο­βά­σαι! τὸν ἐν­θάρ­ρυ­νε γλυ­κὰ ἡ Πα­να­γί­α. Κά­με τὴ δου­λειὰ γιὰ τὴν ὁ­ποί­α ἦρ­θες.
Ὁ διά­κος κοι­νώ­νη­σε τὴν ἑ­τοι­μο­θά­να­τη κι ἀ­μέ­σως ἡ Πα­να­γί­α μὲ τὴ συ­νο­δεί­α της πῆ­ραν τὴν εὐ­λο­γη­μέ­νη της ψυ­χὴ καὶ τὴν ἀ­νέ­βα­σαν στὸν οὐ­ρα­νό.
Ὁ διά­κος ξα­να­γύ­ρι­σε στὸ σπί­τι τοῦ πλού­σιου. Μιὰ και­νούρ­για ἔκ­πλη­ξη τὸν πε­ρί­με­νε ἐ­κεῖ. Πα­ρά­στε­καν τὸν ἄρ­ρω­στο κάμ­πο­σα μαῦ­ρα σκυ­λιὰ ποὺ γαύ­γι­ζαν ἀ­παί­σια, στρι­φο­γυ­ρί­ζον­τας γύ­ρω ἀ­π’ τὸ κρε­βά­τι του. Οἱ ἄλ­λοι δὲν ἔ­βλε­παν τί­πο­τε. Ἦ­ταν ὁ­ρα­τὰ μό­νο στὸν πλού­σιο, ποὺ πα­νι­κό­βλη­τος χτυ­πι­ό­ταν στὸ κρε­βά­τι του φω­νά­ζον­τας μά­ται­α νὰ τὰ δι­ώ­ξουν. Ἕ­νας ἄ­γριος τό­τε μὲ με­λα­νὴ μορ­φὴ τὸν πλη­σί­α­σε. Ἔμ­πη­ξε μὲ δύ­να­μη ἕ­να κα­μά­κι στὸ στό­μα του, ἀ­πέ­σπα­σε βί­αι­α τὴν ψυ­χή του καὶ τὴ με­τέ­φε­ρε στὰ κα­τα­χθό­νια.
Ποι­ὸς ἦ­ταν τε­λι­κὰ ὁ τυ­χε­ρὸς καὶ ποι­ὸς ὁ ἄ­τυ­χος; Ὁ πλού­σιος ἢ ἡ φτω­χειά;
«Μη­δέ­να πρὸ τοῦ τέ­λους μα­κά­ρι­ζε», ποὺ ἔ­λε­γε καὶ ὁ σο­φὸς ἀρ­χαῖ­ος πρό­γο­νός μας, ὁ Σό­λω­νας. Ὄ­χι λοι­πὸν με­γά­λη ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὰ δι­κά μας λει­ψὰ κρι­τή­ρια. Ἂς σκε­φτό­μα­στε πε­ρισ­σό­τε­ρο μὲ τὸν τρό­πο τοῦ Θε­οῦ. Ποὺ ἔ­χει ἄλ­λω­στε καὶ τὸν τε­λευ­ταῖ­ο λό­γο. Καὶ ὁ λό­γος του εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια (Ἰω. 17, 17).
Μὰ καὶ για­τὶ νὰ μι­λᾶ­με συ­νε­χῶς γιὰ τύ­χη καὶ ἀ­τυ­χί­α; Κα­λύ­τε­ρα θὰ ἦ­ταν νὰ λέ­με γιὰ κά­ποι­ο σχέ­διο τοῦ Θε­οῦ. Σο­φὸ καὶ προ­σεγ­μέ­νο ὣς τὴν τε­λευ­ταί­α λε­πτο­μέ­ρεια, προ­σαρ­μο­σμέ­νο τέ­λεια στὰ δι­κά μας μέ­τρα. Για­τὶ ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι «ὁ βά­θει σο­φί­ας φι­λαν­θρώ­πως πάν­τα οἰ­κο­νο­μῶν καὶ τὸ συμ­φέ­ρον πᾶ­σιν ἀ­πο­νέ­μων», ὡς μό­νος Δη­μι­ουρ­γός. Ἂν δὲν τὸ χα­λᾶ­με καὶ δὲν τὸ με­τα­βάλ­λου­με ἐ­μεῖς μὲ τὶς ἀ­νο­η­σί­ες καὶ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μας, ἔ­χει τὴ δύ­να­μη τὸ σχέ­διο αὐ­τὸ τῆς θε­ϊ­κῆς πρό­νοι­ας, μέ­σα ἀ­πὸ φαι­νο­με­νι­κὲς ἀ­τυ­χί­ες καὶ ἐ­πι­τυ­χί­ες, νὰ μᾶς ὁ­δη­γεῖ στα­θε­ρὰ καὶ ἀ­λάν­θα­στα σὲ ὅ,τι κα­λό, ἀ­λη­θι­νό, τέ­λει­ο καὶ σω­τή­ριο γιὰ μᾶς.

Ἂς μᾶς φω­τί­ζει πάν­τα ἡ Πα­να­γί­α μας νὰ ἐ­να­πο­θέ­του­με μὲ πλή­ρη σι­γου­ριὰ τὸν ἑ­αυ­τό μας μέ­σα στὸ ἅ­γιο καὶ λυ­τρω­τι­κὸ γιὰ μᾶς θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Ἀ­μήν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου