web statistics
Την Παναγία οι Βυζαντινοί την ονόμαζαν και Χιλιάρμενο. Το 620 μ.Χ. Πέρσες και Αβαροι πολιορκούσαν την Πόλη, ενώ ο αυτοκράτωρ Ηράκλειος έλειπε και οι υπερασπιστές ήταν ελάχιστοι.Τότε, ανεμοστρόβιλος σκόρπισε και βύθισε τα εχθρικά πλοία: τα χίλια άρμενα.
Την ημέρα της γιορτής της Χιλιαρμένου ετελείτο η ακολουθία του Ακάθιστου Υμνου, στον Πόντο.. Αντίστοιχα, στις Σπέτσες, η Παναγιά της Αρμάδας βοήθησε τη μέρα του Γενεσίου της -8 Σεπτεμβρίου- τους Σπετσιώτες να τρέψουν σε φυγή την τουρκική αρμάδα -το 1822- καίγοντας ακόμα και την τουρκική ναυαρχίδα.
Βυζαντινή Αρχιτεκτονική - Ρυθμοί Ναών
Η αρχιτεκτονική της παλαιοχριστιανικής περιόδου, δηλαδή της περιόδου που αρχίζει με την αναγνώριση της χριστιανικής ως επίσημης θρησκείας από τον Κωνσταντίνο το Μέγα το 313 και που
τελειώνει με την αραβική κατάκτηση των νοτίων επαρχιών της αυτοκρατορίας και την απώλεια της ελευθερίας των θαλασσινών δρόμων (630). Την εποχή αυτή συνεχίζεται και προεκτείνεται η τέχνη του ελληνορωμαϊκού κόσμου, του οποίου οι μνημειακές μορφές χρησιμοποιούνται τώρα για να ανταποκριθούν στις ανάγκες της νέας επίσημης θρησκείας. Αυτές αφορούν τόσο στην ιδεολογική της επιβολή, που εξυπηρετείται με τη μεγαλοπρέπεια των κτιρίων και τη λαμπρότητα των υλικών, όσο και με την πρακτική προσαρμογή των κτιρίων στη νέα λατρεία. Τότε καθορίζονται οι κυριότεροι τύποι εκκλησιαστικών κτιρίων ανάλογα με τον προορισμό τους και καταστρώνεται η συγκρότηση του χριστιανικού ναού, η λειτουργία του κάθε τμήματός του δημιουργούνται νέα αρχιτεκτονικά μέλη, που αποτελούν και τα κύρια χαρακτηριστικά της βυζαντινής αρχιτεκτονικής.
Η σημασία της εποχής αυτής για την ιστορία της μεσαιωνικής τέχνης είναι τεράστια. Όλες οι σχολές της αρχιτεκτονικής τέχνης ξεκινούν από την παλαιοχριστιανική και για όλες σχεδόν τις κατηγορίες των καλλιτεχνημάτων των μεταγενέστερων εποχών. Στην τεράστια εδαφική έκταση που κατέχει η αυτοκρατορία περιλαμβάνονται οι ακμάζουσες ελληνιστικές πόλεις με ισχυρές εγχώριες καλλιτεχνικές παραδόσεις, όπως η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια, η Έφεσος, η Ρώμη και η πρωτεύουσα η Κωνσταντινούπολη, η οποία πλουτίζεται συνεχώς με νέα κτίσματα, αυτοκρατορικά και εκκλησιαστικά και γίνεται το νέο και σπουδαιότερο κέντρο στο οποίο συγκεντρώνονται οι καλλιτεχνικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας και από το οποίο εκπορεύονται τα καλλιτεχνικά ρεύματα, οι αρχιτέκτονες και οι αρχιτεκτονικοί τύποι προς το τέλος της αυτοκρατορίας, σε Ανατολή και Δύση.
Ο τύπος ναού που κυριαρχεί στις μεγαλύτερες εκκλησίες ως τον 6ο αιώνα είναι η Βασιλική, που κατάγεται από ένα ευρύχωρο ελληνιστικό και ρωμαϊκό κτίριο για δημόσιες συγκεντρώσεις. Τα κύρια χαρακτηριστικά της την διαφοροποιούν από τα πρότυπά της. Πρόκειται για μια μεγάλη μακρόστενη, ορθογώνια αίθουσα, χωρισμένη με κιονοστοιχίες σε τρία ή πέντε κλίτη από τα οποία το μεσαίο είναι ευρύτερο και ψηλότερο από τα άλλα. Η αίθουσα καταλήγει ανατολικά σε μια μεγάλη εξέχουσα ημικυκλική αψίδα, όπου βρίσκεται η Τράπεζα, το σύνθρονο και ο επισκοπικός θρόνος. Τον 4ο αιώνα δημιουργείται μπροστά στο ιερό ένα εγκάρσιο κλίτος, που συνδέεται με το μεσαίο κλίτος με μεγάλο θριαμβευτικό τόξο. Η Αγία Τράπεζα στις Βασιλικές, βρίσκεται στο σημείο της διασταυρώσεως των αξόνων των κλιτών. Το ιερό χωρίζεται από τον ναό με ένα κιγκλίδωμα με μαρμάρινες κολόνες και θωράκια. Το κεντρικό κλίτος, το ψηλότερο και φωτεινότερο τμήμα, με διακόσμηση οροφής και δαπέδου, όπου βρίσκεται και ο άμβωνας, προορίζεται μόνο για τους επίσημους και τους εκκλησιαστικούς, ενώ τα πλάγια κλίτη που χωρίζονται από το μεσαίο με θωράκια, προορίζονται για τους πιστούς λαϊκούς, ο νάρθηκας για τους κατηχούμενους και η συνεχόμενη προς αυτόν πρόθεση για την απόθεση των προσφορών. Η ευρύχωρη αυλή, με τη φιάλη είναι για όλους.
Τον 4ο και 5ο αιώνα είναι μεγάλη η ποικιλία των παραλλαγών στον τύπο αυτό. Το εγκάρσιο κλίτος συχνά δεν υπάρχει και όταν υπάρχει πότε είναι απλό και πότε περιβάλλεται εν μέρει ή ολόκληρο από εσωτερική κιονοστοιχία. Τον 6ο αιώνα καταλήγει σε πλάγιες αψίδες. Η μεγάλη αψίδα μπορεί να είναι ημικυκλική ή τρίπλευρη, μπορεί να μην εξέχει του ορθογωνίου. Η βασιλική-μαρτύριο συνδέεται με μεγάλα περίκεντρα κτίρια, μαυσωλεία, ή γίνεται διπλή βασιλική ή παίρνει τη μορφή σταυρικής βασιλικής με τον τάφο-μαρτύριο στην κεντρική διασταύρωση των αξόνων των τεσσάρων κλιτών, που είχαν όλα εσωτερικό περιστύλιο, όπως οι Άγιοι Απόστολοι Κωνσταντινουπόλεως, ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος της Εφέσου, εκκλησίες του 4ου αιώνα, οΆγιος Συμεών ο Στυλίτης στη Συρία, του 5ου αιώνα. Αυτόν τον τύπο βρίσκουμε και στην Καταπολιανή της Πάρου. Όλες αυτές οι εκκλησίες είχαν ξύλινη στέγη, όταν τον 6ο αιώνα θα ξανακτιστούν, πιο μεγάλες, αλλά διατηρώντας την ίδια διάρθρωση, θα στεγαστούν με τρούλους.
Ο χώρος της βασιλικής, κυριαρχείται από τον οριζόντιο άξονα, τονισμένο από τη ρυθμική πορεία των κιονοστοιχιών που οδηγεί στην κοιλότητα της αψίδας. Το μεσαίο κλίτος ευρύχωρο και άπλετα φωτισμένο, με την υπερυψωμένη οροφή, αποτελεί σημαντικό στοιχείο ανατάσεως. Ο πλούσιος εσωτερικός διάκοσμος, πολύχρωμα μαρμαροθετήματα, ψηφιδωτά, χρυσωμένη οροφή, φανερώνουν την προσπάθεια να δοθεί στον φωτεινό χώρο, που ντύνουν τους τοίχους και το δάπεδο πολύτιμα υλικά, όλα με πολύχρωμες ανταύγειες, όλα ρυθμισμένα στην κλίμακα πολυτέλειας.
Παράλληλα με τις βασιλικές χρησιμοποιήθηκαν στον 4ο και 5ο αιώνα για μικρότερα ιερά, κυρίως για τα μαρτύρια που κάλυπταν τάφους αγίων ή σημείωναν τόπους θείων επιφανειών ή θαυμάτων, τύποι κτιρίων που κατάγονται από αρχαία μαυσωλεία, περίκεντρα κτίρια στεγασμένα με τρούλο σε ποικίλες μορφές. Κυκλικά κτίρια με κυκλική κιονοστοιχία, που φέρει τον τρούλο, οκταγωνικά όπως το μεγάλο μαρτύριο του αποστόλου Φιλίππου στην Ιεράπολη της Φρυγίας ή ο οκτάγωνος ναός στους Φιλίππους με ημικυκλική αψίδα. Στους ναούς-μαρτύρια καθώς και σε μερικά βαπτιστήρια του τύπου αυτού ο τρούλος στηρίζεται σε ένα οκτάγωνο που σχηματίζουν οκτώ πεσσοί με ενδιάμεσες κολόνες, ενώ οι εξωτερικοί τοίχοι μπορεί να σχηματίζουν οκτάγωνο ή και τετράγωνο, οπότε γωνιακές κόγχες εξασφαλίζουν τη μετάβαση από το ένα σχήμα στο άλλο. Την προτίμηση του συστήματος αυτού από τους αρχιτέκτονές της εποχής του Ιουστινιανού μαρτυρεί ο ναός των Αγίων Σεργίου και Βάκχου στην Κωνσταντινούπολη και του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα.
Στα περίκεντρα κτίρια κυριαρχεί ο μεγάλος τρούλος που στέφει έναν ενιαίο χώρο. Όλα τα στοιχεία, πεσσοί, κολόνες, εξέδρες, τόξα, τονίζουν τον κατακόρυφο άξονα. Ένα όμως κτίσμα του Ιουστινιανού δημιουργεί μια τομή στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, γιατί καθιερώνει τον τρούλο ως κύριο καθοριστικό στοιχείο του κτιρίου του ναού, η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη. Τα στοιχεία που τη συνθέτουν ανήκουν στην ίδια κατηγορία των περίκεντρων ναών, αλλά έχουν συντεθεί κατά τρόπο νέο ώστε ο τεράστιος πάμφωτος χώρος να ανυψώνεται με αργό ρυθμό, καθώς οι πολύτιμες και πολύχρωμες επιφάνειες που τον περικλείουν ανελίσσονται με τους ρυθμικούς κυματισμούς των τόξων. Η ανοδική αυτή κίνηση που περιβάλει και συνεπαίρνει τον πιστό, κορυφώνεται και ολοκληρώνεται στον τεράστιο τρούλο, που δίνει την εντύπωση πως μόλις ακουμπά πάνω στο κτίριο, χωρίς υλικό βάρος. Κανένα από τα κτίρια που έγιναν σύγχρονα με την Αγία Σοφία ή στις επόμενες εποχές στην περιοχή του Βυζαντίου δεν έφτασε το μέγεθος των διαστάσεων και τον πλούτο των υλικών της. Αυτό όμως που αποτελεί την μοναδικότητά της και της προσδίδει την καίρια σημασία είναι ότι σε αυτήν εφαρμόστηκε για πρώτη φορά με τόση τόλμη και με μια τέτοια αισθητική αρτιότητα η ιδανική στατική λύση στη στήριξη του μεγάλου τρούλου.
Η γοητεία της οροφής με τρούλο οδηγεί σε συνδυασμούς του τρούλου με τη βασιλική. Ίσως για λόγους λειτουργικούς, έπρεπε να εξαρθεί ο χώρος μπροστά στην αψίδα του βήματος, είτε σε μικρότερα σταυροειδή κτίρια, όπως ο Όσιος Δαβίδ Θεσσαλονίκης ή το λεγόμενο Μαυσωλείο της Γκαλά Πλακίδια στη Ραβέννα (5ος αιώνας), όπου ο τρούλος ήταν κτιστός ή σε μεγαλύτερα κτίρια όπου ο τρούλος ήταν ξύλινος, όπως στη βασιλική με εγκάρσιο κλίτος του Ιλισού (5ος αιώνας) ή στο Αλαχάν Μαναστήρ στην Ισαυρία (5ος ή 6ος αιώνας). Παλαιότερα δεν έλειπε η βασιλική με κτιστό τρούλο, άλλα στον 6ο αιώνα το συναντάμε, όπως η Αγία Ειρήνη στην Κωνσταντινούπολη, ο Άγις Τίτος στην Γόρτυνα Κρήτης, η Καταπολιανή στην Πάρο, το Κασρ Ιμπν-Βαρντάν στη Συρία (564), ο Άγιος Πολύευκτος (524-527), η βασιλική Β στους Φιλίππους και το Τζάριτζιν Γραδ Σερβίας. Στα κτίρια αυτά θα φανερωθούν κατά διάφορους τρόπους οι συνέπειες της προσθήκης ενός μέλους με σημαντικό βάρος σε ένα σύστημα δομήσεως που δεν είναι προορισμένο για αυτό το σκοπό. Ο βασικός χαρακτήρας της βασιλικής ως κτιρίου με ορισμένη κατεύθυνση χάνεται.
Μετά τον 6ο αιώνα η βυζαντινή αρχιτεκτονική δεν θα ξαναγνωρίσει την μεγάλη ποικιλία των τύπων και των λύσεων των κτιρίων, ούτε τη μεγαλοφροσύνη που διακρίνει την παλαιοχριστιανική εποχή. Η μεταστροφή της λαϊκής ευλάβειας από τα λείψανα προς τη λατρεία των εικόνων, καθώς και η εξέλιξη της λειτουργίας, όλα συντελούν στη μετάβαση προς νέους τύπους ναών, πιο μικρούς όμως στο μέγεθος.
Ένας νέος τύπος είναι ο σταυροειδής με τρούλο. Στην πρώτη του μορφή παρουσιάζει στην κάτοψη σχήμα σταυρού εγγεγραμμένου σε ένα τετράγωνο που αποτελείται από το ιερό βήμα και από τριπλό νάρθηκα ή περίδρομο (Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης). Ο νέος αυτός τύπος αποτελεί εξέλιξη των μικρών σταυροειδών ναών τύπου Οσίου Δαβίδ Θεσσαλονίκης, ή όπως ο ναός της Κοιμήσεως στη Νίκαια, ο ναός Πέτρου και Παύλου (9ου αιώνα) και άλλοι. Στον ίδιο τύπο καταλήγουν και παλαιοχριστιανικής εποχής βασιλικές που διασκευάζονται την εποχή αυτή, όπως η Αγία Ειρήνη Κωνσταντινουπόλεως. Πρόκειται για νέα δημιουργία της εποχής, όπου παλαιότερες αλλά οικείες μορφές και τύποι αλληλοεπηρεάζονται και τελικά καταλήγουν στο ίδιο περίπου αποτέλεσμα. Οι τέσσερις εν τετράγωνο πεσσοί που στηρίζουν τα τέσσερα μεγάλα τόξα είναι πολύ ογκώδεις, αλλά τείνουν να διαλυθούν ώστε να σχηματιστούν μικρά γωνιαία διαμερίσματα. Η τάση να διατηρηθεί η ενότητα του μεγάλου τρουλοσκέπαστου κεντρικού χώρου είναι φανερή, για αυτό οι επικοινωνίες με τους πλάγιους περιδρόμους από όπου οι περισσότεροι πιστοί παρακολουθούν τη λειτουργία γίνεται συνήθως δια μέσου τριβήλων, ενώ με τα μικρά γωνιαία διαμερίσματα δεν υπάρχουν επικοινωνίες.
Εκτός από την επικράτηση και την εξέλιξη του τύπου του σταυροειδούς με τρούλο εξασφάλιζαν η συμβολική σημασία του σταυρικού σχήματος καθώς και του τρούλου, εικόνας του ουρανού. Ο ναός-μικρόκοσμος έβρισκε την τέλεια μορφή του.
Το τέλος της Εικονομαχίας 843μ.Χ και η άνοδος της Μακεδονικής Δυναστείας το 867 σημειώνουν την αρχή μιας εποχής νέας ακμής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τόσο στην κρατική πολιτική, όσο και στην περιοχή της πνευματικής καλλιέργειας, γιατί φτάνουν σε υψηλό επίπεδο οι επιστήμες, τα γράμματα, οι τέχνες, ώστε να γίνεται συνήθως λόγος για Μακεδονική Αναγέννηση. Την ίδια εποχή ακτινοβολεί ο βυζαντινός πολιτισμός ως τη Ρωσία, όπου η αρχιτεκτονική και κυρίως η ζωγραφική βρίσκονται σε εξάρτηση από τη βυζαντινή τέχνη, που παραμένει η διδασκάλισσα, σε Ανατολή και Δύση. Στην αρχιτεκτονική παρατηρείται μια ανανέωση του τύπου της σχετικά μεγάλης βασιλικής. Ο σταυροειδής με τρούλο επικρατεί και εξελίσσεται, ώστε οι τέσσεριςογκώδεις πεσσοί να συσταλούν σε τέσσερις κομψές κολόνες και τα τέσσερα γωνιακά διαμερίσματα να μεγαλώσουν, ώστε να στεγάζονται με ιδιαίτερο τρούλο το καθένα και έτσι ο ναός να έχει πέντε τρούλους. Το πεντάτρουλο σύστημα καθιέρωσε ένα αυτοκρατορικό κτίσμα του 880, η Νέα, ίσως από επίδραση των παλαιότερων Αγίων Αποστόλων. Τον ίδιο το ναό του Ιουστινιανού έχει ως πρότυπο και ο Άγιος Μάρκος της Βενετίας. Στον πεντάτρουλο τύπο της Νέας ανήκει ο παλαιότερος ναός του 907 στο σύμπλεγμα της Μονής του Λιβός και άλλοι.
Η τελειοποίηση στη στατική λύση της στηρίξεως του τρούλου με ελαφρότερα υποστηρίγματα και η επακόλουθηεπιμήκυνση των κεραιών του σταυρού, ώστε να καταργηθεί ο περίδρομος, έκανε την εξωτερική μορφή του ναού πιο οργανική καθώς διαγράφεται πιο καθαρά στη στέγη το σχήμα του σταυρού που φέρει τον τρούλο και οι κεραίες του σταυρού εκφράζονται και στις πλάγιες όψεις.
Επίσης οι αναλογίες έγιναν πιο κομψές και οι επιφάνειες των τοίχων εκφράζουν μια καθαρά πλαστική αντίληψη με κόγχες, με ημικόγχες και με βαθμιδωτά γείσα. Στη νοτιότερη Ελλάδα οι επιφάνειες των τοίχων είναι απλές, επίπεδες, με μοναδικό στόλισμα την άψογη πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία και μερικά μοτίβα με πλίνθους, άσχετα από τους τύπους των εκκλησιών. Με δύο κίονες, με τέσσερις κίονες, με τρείς κόγχες και με τέσσερις κόγχες ή μικρές θολοσκέπαστες βασιλικές, όπως στην Καστοριά. Αρχαϊκότεροι ναοί, αμέσως μετά τα μέσα του 9ου αιώνα, δεν έχουν ούτε αυτή τη χρωματικά διακοσμητική τοιχοποιία. Όλες αυτές οι παραλλαγές και οι δεξιοτεχνίες φανερώνουν μια αξιόλογη στροφή του ενδιαφέροντος προς την εξωτερική μορφή του κτιρίου, που συνεπάγεται τη μείωση της σημασίας του εσωτερικού χώρου και τη βαθμιαία διάσπασή του
Οι αρχιτέκτονες του 11ου αιώνα δημιουργούν ένα νέο σύστημα στηρίξεως του τρούλου. Πρόκειται για το οκταγωνικό σύστημα με το οποίο καλύφθηκε ο ναός με τον τρούλο σε όλο του το πλάτος και ο ενιαίος χώρος απλώνεται μπροστά στα τρία μέρη του Ιερού. Οι φορείς του τρούλου απωθήθηκαν στους γύρω τοίχους και ξανακερδήθηκε η ενότητα του χώρου και η μετάβαση από το οκτάγωνο στη χαμηλή κυκλική βάση του τρούλου γίνεται με τέσσερα ημιχώνια. Το καθολικό της Μονής του Οσίου Λουκά είναι το τελειότερο κτίριο μιας σειράς εκκλησιών αυτού του τύπου που σώθηκαν στη Στερεά Ελλάδα και στα νησιά, ενώ η καταγωγή του τύπου είναι από την Κωνσταντινούπολη. Το Δαφνί έχει την εξωτερική όψη περισσότερο σύμφωνη με την ελληνική αγάπη στις καθαρές γεωμετρικές φόρμες και στην άψογη τοιχοποιία με πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Η περίπτωση της Νέας Μονής Χίου, αυτοκρατορικού ιδρύματος, αντί για ημιχώνια έχει στους διαγώνιους άξονες κόγχες και αντί για γωνιόμορφους πεσσούς έχει οκτώ παραστάδες αναλυόμενες σε διπλούς κιονίσκους.
Εκτός από τον αρχιτεκτονικό τύπο, κοινά γνωρίσματα όλων των ναών της εποχής 9ου-12ου αιώνα είναι οι σχετικά μικρές διαστάσεις, φαινόμενο που δεν είχε σχέση με τον περιορισμό των οικονομικών μέσων ή τάση για ψηλά κτίρια, όπως η Παναγία των Χαλκέων στη Θεσσαλονίκη και άλλες. Η πολυτέλεια της κατασκευής που συμβαδίζει με μια εκλεπτυσμένη αίσθηση των υλικών προσδίδει στους περιορισμένους σχετικά εσωτερικούς χώρους την όψη πολύτιμων κομψοτεχνημάτων, καθώς τα πολύχρωμα μάρμαρα καλύπτουν το πάτωμα και ντύνουν τους τοίχους και στολίζουν τις καμάρες και τους θόλους λαμπρά ψηφιδωτά και τα παράθυρα ζωγραφιστά υαλοστάσια. Το τέμπλο έχει ψιλοδουλεμένα γλυπτά και στολίζεται με εικόνες από σμάλτο επάνω σε χρυσάφι. Η κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους της 4ης Σταυροφορίας το1204μ.Χ., αποτελεί αποφασιστική τομή στην πορεία προς την κατάρρευση. Τα ελληνικά κρατίδια που δημιουργούνται στην περιφέρεια με πρωτεύουσες την Θεσσαλονίκη, Άρτα, Νίκαια, Τραπεζούντα και Μυστρά, θα ανταγωνιστούν τα φραγκικά κρατίδια που δημιουργούνται στις ελληνικές χώρες και τελικά ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, της αυτοκρατορίας της Νίκαιας, θα ανακτήσει την Κωνσταντινούπολη το 1261μ.Χ. και η Πόλη θα ξαναγίνει το διοικητικό και το πνευματικό κέντρο με τον ηγετικό ρόλο.
Η ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως θα φέρει μια γενική πνευματική άνθιση και μια τάση επιστροφής και αναβίωσης παλαιοτέρων μορφών που εκδηλώνεται στην αρχιτεκτονική με την επάνοδο σε τύπους ξεχασμένους. Ο οκταγωνικός τύπος αναβιώνει στους Αγίους Θεοδώρους στον Μυστρά και στην Αγία Σοφία στην Μονεμβασία. Ο περίδρομος του σταυροειδούς με τρούλο επανέρχεται πιο χαμηλός και τον βρίσκουμε στην Πόλη, στις εκκλησίες της Θεσσαλονίκης όπως Αγίους Αποστόλους, Αγία Αικατερίνη και αλλού. Και κάπως σπάνιος ο τύπος του Βροντοχίου, της Μητροπόλεως και της Παντάνασσας στον Μυστρά και του παρεκκλησίου της Καταπολιανής, όπου η βασιλική του ισογείου συνδυασμένη με σταυροειδή με τρούλο στον όροφο, θυμίζει την Αγία Ειρήνη Κωνσταντινουπόλεως του 8ου αιώνα. Η αδυναμία της εποχής για νέα έργα είναι η συνήθεια να προσθέτουν σε παλαιές εκκλησίες νέα κτίσματα.
Στην Πρωτεύουσα κτίζονται παρεκκλήσια για την ταφή βασιλικών ή αρχοντικών οικογενειών (Παμμακάριστος). Επίσης μεγαλοπρεπείς νάρθηκες και εξωνάρθηκες στην Πόρτα Παναγία Θεσσαλίας και αλλού. Άσχετα με τους τύπους, την εξωτερική μορφή των αρχιτεκτονημάτων της εποχής χαρακτηρίζει μια εκζήτηση αντιθέσεων, ποικιλία στις σχέσεις επιπέδων στις προσόψεις και στις στέγες, μια γενική τάση προς τις αναλογίες και κομψότερη σιλουέτα, καθώς και προς τη χρωματική ποικιλία στη διακόσμηση των προσόψεων. Η Πρωτεύουσα πάντα υπερέχει στο μέτρο και στην κομψότητα. Εσωτερικά οι πολυτελέστεροι τρόποι διακόσμησης με ορθομαρμαρώσεις και ψηφιδωτά γίνονται σπανιότεροι και μετά τις πρώτες δεκαετίες του 14ου αιώνα σταματούν. Παντού κυριαρχεί η ευτελέστερη τοιχογραφία. Οι εσωτερικοί χώροι περιορίζονται στις διαστάσεις και έχουν την τάση να είναι διασπασμένοι και άνισα φωτισμένοι, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα θερμής οικειότητας κατάλληλης για θρησκευτική περισυλλογή και ατομική προσευχή.
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και ως τον 19ο αιώνα, σημαντικά θρησκευτικά κτίρια και δημόσια θα ανεγερθούν προ πάντων στα μοναστήρια, στο Άγιο Όρος, στα Μετέωρα και αλλού, σύμφωνα με τις παραδόσεις, τις τεχνικές και τις βασικές αντιλήψεις της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Δεν αναγνωρίζει κανείς τις νέες δημιουργίες στα έργα αυτά, αλλά δεν παύουν για αυτό το λόγο να είναι έργα αξιόλογα μιας καλλιτεχνικής παράδοσης που κυριάρχησε επί πολλούς αιώνες σε όλη τη χριστιανική ανατολή.
Η Παναγία των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη
Ο Ναός της Παναγίας των Βλαχερνών ιδρύθηκε από την αυτοκράτειρα Πουλχερία και το σύζυγό της Μαρκιανόμεταξύ 450-453. Επί Λέοντος Α’ του Θρακός (457-474) ο ναός ολοκληρώθηκε και απέκτησε λάμψη, ιδιαίτερα με τη δημιουργία του «αγίου λούσματος» και του αγιάσματος. Τότε χτίστηκε κα το παρεκκλήσιο της Αγίας σορού για να δεχτεί το ωμοφόριο και την Τίμια Ζώνη της Θεοτόκου, που μεταφέρθηκαν από την Παλαιστίνη το 473, με αποτέλεσμα ο ναός να γίνει το κυριότερο προσκυνηματικό κέντρο της Θεοτόκου στην Πόλη. Το ίδιο συνέβη και με την Αχειροποίητο εικόνα του Σωτήρος (το γνωστό Άγιο Μανδήλιο), το οποίο μετεφέρθη στην Κωνσταντινούπολη από τον Ρωμανό τον Πρεσβύτερο από την Έδεσσα της Συρίας. Την ίδια περίοδο αφιερώθηκαν στο ναό σημαντικά περιουσιακά στοιχεία, κυρίως κτήματα.
Ο Ιουστινιανός επί της βασιλείας του θείου του Ιουστίνου Α’ (518-527) τροποποίησε και τελειοποίησε το αρχικό οικοδόμημα. Στον τύπο της βασιλικής υψώθηκε τρούλος, στηριγμένος σε ημικύκλιο που σχημάτιζαν οι κίονες. Στα υπόγεια του Ναού υπήρχε το Άγιο Λούμα, σημερινό Αγίασμα. Κατά μία παλιά συνήθεια πήγαιναν οι Αυτοκράτορες την Παρασκευή της Γ’ των Νηστειών και λούζονταν στο Άγιο Λούμα. Ο Ιουστίνος ο Β’ (565-578) είχε προσθέσει δύο αψίδας, ενισχύοντας το σχήμα του σταυρού.
Πολλοί αυτοκράτορες, κατά καιρούς, από προσωπικό ενδιαφέρον βοήθησαν στην αναδιοργάνωση των Βλαχερνών με διάφορες δωρεές. Το μέγεθος των λειτουργικών αναγκών του ναού αποκαλύπτεται από Νεαρά του Ηρακλείου, η οποία ορίζει το ιερατείο και το προσωπικό το οποίο ανερχόταν συνολικά σε 74 άτομα, 12 πρεσβύτεροι, 18 διάκονοι, 6 διακόνισσες, 8 υποδιάκονοι, 20 αναγνώστες, 4 ψάλτες και 6 θυρωροί.
Το γνωστότερο και σπουδαιότερο γεγονός είναι η σωτηρία της Πόλης κατά το 626 όταν πολιορκήθηκε από τα στρατεύματα των Αβάρων. Η εικόνα της Βλαχερνίτισσας λιτανεύτηκε στις επάλξεις από το γιο του απουσιάζοντος Ηρακλείου, τον πατριάρχη Σέργιο (610-638) και το λαό. Η πολιορκία λύθηκε, η Πόλη σώθηκε και η σωτηρία αποδόθηκε στην Παναγία. Σύσσωμος ο λαός οδηγήθηκε με την εικόνα στον ιστορικό ναό όπου αγρύπνησε ψάλλοντας τον Ακάθιστο Ύμνο.
Στη διάρκεια της Εικονομαχίας επί Κωνσταντίνου Ε’ επειδή ήταν το λατρευτικό κέντρο των Ορθοδόξων, παράλληλο με την Αγία Σοφία (π.χ. κάθε Παρασκευή γινόταν ολονύχτιες αγρυπνίες των πιστών αφιερωμένες στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας) το εικονογραφικό πρόγραμμα καταστράφηκε. Όπως μας πληροφορεί «ο Βίος του Αγίου Στεφάνου του Νέου», που γράφτηκε το 808, οι εικονομάχοι αντικατέστησαν τις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων με παραστάσεις δέντρων, πτηνών και θηρίων. Τότε εξαφανίστηκε και η ξύλινη, αργυρόχρυση και ιστορική εικόνα της Παναγίας, η οποία ξαναβρέθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, το 1030 κρυμμένη στον τοίχο κατά τις εργασίες ανακαίνισης που έγιναν επί Ρωμανού Γ’ Αργυρού.
Το 843, με τη λήξη της Εικονομαχίας, από το ναό των Βλαχερνών ξεκίνησε η γιορτή της Ορθοδοξίας, που καθιερώθηκε για το θρίαμβο των εικόνων. Κατά την παράδοση εξάλλου το 944 τοποθετήθηκαν στο παρεκκλήσιο του ναού η εικόνα του Χριστού και η επιστολή του βασιλέα Αβγάρου, που έφεραν από την Έδεσσα.
Σε κάποια νεώτερη φάση ο Ρωμανός Γ’ Αργυρός (1028-1034) διακόσμησε με χρυσό και ασήμι τα εσωράχια των τοξοστοιχιών. Το 1070 η εκκλησία καταστράφηκε από πυρκαγιά και ανακαινίστηκε από τους αυτοκράτορες Ρωμανό Δ’Διογένη (1067-1071) και Μιχαήλ Ζ’ Δούκα (1071-1078). Ξανακαταστάφηκε και ανοικοδομήθηκε από τον Ανδρόνικο Κομνηνό το 1184. Μετά το 1204 καταλαμβάνουν το ναό των Βλαχερνών οι Λατίνοι μέχρις ότου ο Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης (1222-1254) τον εξαγόρασε από τους Καθολικούς, όπως και πολλά μοναστήρια της Πόλης. Το 1348 Γενουάτες πειρατές με τις πολιορκητικές τους μηχανές προκάλεσαν ζημιές στο ιερό.
Από τις μαρτυρίες που σώθηκαν ο ναός των Βλαχερνών ήταν δίπλα στον Κεράτιο, έξω από τα τείχη. Για να προστατευτεί ο Ηράκλειος περιτείχισε το χώρο. Όταν αργότερα ιδρύθηκε το Παλάτι των Βλαχερνών, πιο πάνω από το ναό στη πλαγιά του λόφου, Παλάτι και ναός επικοινωνούσαν με σκάλα και εδική θύρα. Οι αυτοκράτορες συχνά παρακολουθούσαν τις λειτουργίες και ανάλογο ήταν και το ενδιαφέρον τους για το ναό της Παναγίας για τον οποίο εξεδήλωναν με κάθε τρόπο το σεβασμό και την πίστη τους. Είναι γνωστό πως στις εκστρατείες έφεραν μαζί τους μία εικόνα της Βλαχερνίτισσας.
Κατά τον Φραντζή ο Ιερός Ναός κάηκε από κάποια αρχοντόπουλα που προσπαθούσαν να πιάσουν περιστέρια το 1434, λίγο πριν την άλωση, ενώ σώθηκε μόνο ο χώρος του αγιάσματος.
Ύστερα από την πυρκαγιά του 1434 και την Άλωση, τα πάντα ερειπώθηκαν και ερημώθηκαν. Η φήμη και ο πλούτος του ιερού εξαφανίστηκαν. Η περιοχή περιήλθε με την Άλωση στους Οθωμανούς μέχρι το 1858. Τη χρονιά αυτή η περιοχή του αγιάσματος αγοράστηκε από την Ορθόδοξη συντεχνία των γουναράδων. Ακόμη η συντεχνία αγόρασε διάφορα οικόπεδα γύρω από το αγίασμα, προκειμένου να είναι εύκολη η επέκταση του ναϊδρίου που υπήρχε πάνω από το αγίασμα. Παράλληλα από το 1856 μέχρι το 1866 το ναΐδριο σταδιακά επεκτάθηκε, με ευθύνη της συντεχνίας. Το έτος αυτό (1866) ο Πατριάρχης Σωφρόνιος αποφάσισε να κατασχέσει το αγίασμα με το ναό και να τα θέσει υπό την ευθύνη του Πατριαρχείου.
Κατά τη διάρκεια των Σεπτεμβριανών ο τουρκικός όχλος κατέστρεψε το νάρθηκα και όλα τα ξύλινα μέρη του ναού. Υπό την ευθύνη του τότε πατριάρχη Αθηναγόρα ο ναός ανοικοδομήθηκε στη σημερινή του μορφή και εγκαινιάστηκε στις 26 Ιουνίου 1960. Η εκκλησία αγιογραφήθηκε το 1964, με θέματα από την ιστορία του ναού. Μελλοντικές ανασκαφές στον ευρύτερο χώρο της Παναγίας των Βλαχερνών πιθανόν να αποκαλύψουν τα ερείπια του μεγάλου βυζαντινού ναού.
Παναγία η Βλαχερνίτισσα είναι ο χαρακτηρισμός της παλαιοτάτης και θαυματουργής εικόνας της Θεοτόκου στον ναό της Παναγίας των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη. Η εικόνα παριστάνει την Θεοτόκο όρθια, μετωπική, σε στάση δεομένης, με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, φέροντας στο στήθος της εγκόλπιο με τον Ιησού. Είναι η υπέρμαχος Στρατηγός, που κατά την πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως από τους Αβάρους το 626 η εικόνα της Θεοτόκου της Βλαχερνίτισσας, έσωσε την πόλη από τον κίνδυνο και κατόπιν εψάλη στο ναό ο Ακάθιστος Ύμνος.
Σύμφωνα με την παράδοση, κατά την περίοδο της Εικονομαχίας καλύφτηκε η εικόνα μέσα στον νότιο τοίχο του ναού της Παναγίας των Βλαχερνών από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε’ (741-775) για να εξουδετερωθεί η προς εκείνη αποδιδόμενη τιμή από τους Βυζαντινούς, όμως αποκαλύφθηκε με θαυμαστό τρόπο κατά την περίοδο της βασιλείας του Ρωμανού Γ’ Αργυρού (11ος αιώνας).
Με την εικόνα της Βλαχερνίτισσας συνδέεται και το θαύμα του πέπλου που ανασηκωνόταν από το πρόσωπο της Θεοτόκου ανάλογα με την περίπτωση, όπως μαρτυρεί η Άννα η Κομνηνή.
ΠΟΝΤΟΣ
Παναγία Σουμελά
Δεκαέξι αιώνες η Παναγία Σουμελά προστάτευε τον ελληνισμό της Aνατολής. Σύμφωνα με την παράδοση το 386 οι Aθηναίοι μοναχοί, Bαρνάβας και Σωφρόνιος, οδηγήθηκαν, στις απάτητες βουνοκορφές του Πόντου, μετά από αποκάλυψη της Παναγίας, με σκοπό να ιδρύσουν το μοναχικό της κατάλυμα. Eκεί, σε σπήλαιο της απόκρημνης κατωφέρειας του όρους, σε υψόμετρο 1063 μέτρα, είχε μεταφερθεί από αγγέλους η ιερή εικόνα της Παναγίας της Aθηνιώτισσας, την οποία, πάντα κατά την παράδοση, εικονογράφησε ο Eυαγγελιστής Λουκάς.
Χιλιάδες πιστοί από όλη την Ελλάδα αλλά και το Εξωτερικό συρρέουν κάθε χρόνο και στις εκδηλώσεις που γίνονται στην Παναγία Σουμελά, την ιστορική εκκλησία που βρίσκεται στις πλαγιές του Βερμίου, κοντά στο χωριό Καστανιά.. Η εκκλησία κτίστηκε το 1951 από τους πρόσφυγες του Πόντου, στη μνήμη της ιστορικής ομώνυμης Μονής, τα ερείπια της οποίας βρίσκονται στο όρος Μελά, κοντά στην Τραπεζούντα του Πόντου. Εδώ φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, που είναι φιλοτεχνημένη από τον Ευαγγελιστή Λουκά.
Μετά τον μέγα εσπερινό της παραμονής γίνεται η λιτάνευση της Αγίας Εικόνας και στη συνέχεια ακολουθούν καλλιτεχνικές εκδηλώσεις με ποντιακά συγκροτήματα, ενώ ανήμερα της Παναγίας γίνεται η περιφορά της Αγίας Εικόνας, την οποία ακολουθεί πλήθος πιστών.
Στο αποκορύφωμα της μεγάλης γιορτής της χριστιανοσύνης, ποντιακά συγκροτήματα από την Μακεδονία προσφέρουν μοναδικές στιγμές με παραδοσιακούς σκοπούς και πολύωρο γλέντι.
ΙΜΒΡΟΣ
Παναγία - Κοίμησις Θεοτόκου
Η εκκλησία της Παναγίας, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, χτίστηκε το 1835 ως ενοριακός ναός του χωριού Παναγία. Το 1905, όταν μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα του νησιού από το χωριό Κάστρο στη σημερινή κωμόπολη της Παναγίας , μαζί με όλα τα δημόσια κτίρια μεταφέρθηκαν και οι διοικητικές αρχές της εκκλησίας σε ένα νεόδμητο νεοκλασικό μητροπολιτικό μέγαρο, δίπλα στον προϋπάρχοντα ναό της Κοιμήσεως. Έκτοτε, ο ναός της Παναγίας μετατράπηκε σε μητροπολιτικό. Σήμερα, το κτιριακό αυτό συγκρότημα αποτελεί τον θρησκευτικό πυρήνα της Ίμβρου. Βρίσκεται στη καρδιά του διοικητικού και εμπορικού κέντρου της πρωτεύουσας της Ίμβρου και αποτελεί το μοναδικό σύμβολο του ελληνισμού στο νησί.
ΕΒΡΟΣ
Φέρες - Παναγία Κοσμοσωτήρα
Σε ένα λοφίσκο της βυζαντινής κωμοπόλεως Βήρας,σημερινές Φέρες, βρίσκεται ο βυζαντινός Ναός του 12ου αιώνος αφιερωμένος στην Παναγία την Κοσμοσώτηρα.Ο Ναός αποτελεί το Καθολικό της Ιεράς Μονής Παναγίας Κοσμοσώτηρας Βήρας, που ιδρύθηκε από τον σεβαστοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό το 1151-1152.
Η ιστορία της Μονής της Παναγίας της Κοσμοσώτηρας, της βυζαντινής κωμοπόλεως Βήρας, οπότε και της σημερινής πόλεως των Φερών, αρχίζει όταν το έκτο παιδί και τριτότοκος γιός του αυτοκράτορα Αλεξίου Α' του Κομνηνού και της Ειρήνης Δούκαινας, ο πορφυρογέννητος Ισαάκιος Κομνηνός, σε ηλικία 59 ετών, ήρθε "περί τα χείλη του ποταμού” Έβρου και σε τόπο έρημο “ανθρώπων και οικημάτων” καθίδρυσε “το της Κοσμοσωτήρας και Θεομήτορος φροντιστήριον, ανδρών μοναζόντων”. Ήταν το έτος 6.660 από κτίσεως κόσμου κατά την 15η Ινδικτιώνα, δηλαδή από 1ης Σεπτεμβρίου 1151 μέχρι 31ης Αυγούστου 1152 μετά Χριστόν.
Με εμπειρία κτήτορος, αφού σε νεαρότερη ηλικία είχε ανακαινίσει ριζικά την Μονή της Χώρας και τον Ναό του Αγίου Στεφάνου του Αυρηλιανού στην Κωνσταντινούπολη, έρχεται κοντά στις εκβολές του Έβρου τον οποίο ονομάζει Μαρίτζα, και στον τόπο αυτό που ήταν γεμάτος φίδια και σκορπιούς και που λεγόταν βηρός, δηλαδή βαλτόνερα, οικοδομεί με βαθιά ευλάβεια ένα ολόκληρο οχυρωμένο μοναστηριακό συγκρότημα, το οποίο παίρνει από την περιοχή το όνομά του: "Μονή της Βήρας, Παναγία η Κοσμοσώτηρα".
Το μοναστηριακό συγκρότημα ήταν το φιλόδοξο εγχείρημα ενός ηγεμόνα, μέλους της αυτοκρατορικής οικογένειας και προδίδει άπλετα την πληθωρική προσωπικότητα του επιδέξιου στρατηγού, ποιητού, φιλόσοφου, θεολόγου και μαθηματικού κτήτορά του. Περιλαμβάνει το κεντρικό καθολικό αφιερωμένο στη Κοσμοσώτηρα Θεομήτορα με περιμετρικές πτέρυγες κελλιών, περίπου 40 για τους μοναχούς.
Οι κεντρικές αυτές εγκαταστάσεις περικλείονται με ένα τοίχος που στην νοτιοδυτική γωνία του έχει πύργο για τα σήμαντρα. Σήμερα διατηρείται καλύτερα αυτός ο πύργος, ύψους 8 μέτρων τετράγωνος εξωτερικά και κυκλικός εσωτερικά. Στην εσωτερική αυλή υπήρχαν και άλλα κτίρια ακόμα η τράπεζα των μοναχών, το σκευοφυλάκιο, το βεστιάριο και το συγκρότημα των λουτρών. Τρείς πύλες οδηγούσαν στην δεύτερη, την εσωτερική αυλή που ήταν και εκείνη τειχισμένη με περίφραξη. Η κύρια πύλη βρισκόταν βόρεια, μία ήταν στα ανατολικά και μία στα δυτικά. Από την ανατολική πύλη μπορούσαν να μπαίνουν στην Μονή και οι γυναίκες, μα μόνο στον εξωτερικό αυλόγυρο και μόνο τρεις φορές τον χρόνο. Εκεί στον εξωτερικό περίβολο υπήρχαν, σε θέση που παραμένει ασαφής σε μας, δεύτερος ναός αφιερωμένος στον Άγιο Προκόπιο, βιβλιοθήκη, σκευοφυλάκιο, βεστιάριο, ξενώνας, λουτρά, δεσποτικό διαμέρισμα, και κάποια ακόμη διαμερίσματα για φιλοξενία επισήμων. Όμως το κυριότερο κτίσμα του εξωτερικού περιβόλου ήταν το γηροκομείο ή νοσοκομείο. Ακόμη, υπήρχαν εδώ οι στάβλοι, τα εργαστήρια και οι μεγάλες αποθήκες. Πιο πέρα από τον εξωτερικό περίβολο βρισκόταν, με δική του περίφραξη και παρεκκλήσιο, το νεκροταφείο των μοναχών.
Βορειοδυτικά της Μονής και σε άμεση σχέση μ’ αυτήν ήταν το υδραγωγείο, έργο το οποίο έγινε «με πολύ ιδρώτα και δαπανώντας πολλά νομίσματα». Η κατασκευή του υδραγωγείου εξασφάλιζε νερό για τη στέρνα η οποία τροφοδοτούσε την κρήνη της Μονής αλλά και εκείνη του οικισμού. Σήμερα, κάθετα επάνω στον χείμαρρο με το βυζαντινό όνομα Σαμία, διατηρούνται δυο ακέραιες καμάρες και μία μισή, απομεινάρια του μεγάλου εκείνου έργου. Το πλάτος του υδραγωγείου είναι 1,30 μ., τα δε τόξα του είναι χτισμένα με ζωηρούς κόκκινους πλίνθους, έχουν άνοιγμα 7 μ. και ύψος 5 μ. και παρουσιάζουν στην κορυφή τους ελαφριά θλάση όπως τα αραβικά. Η μεταξύ των τόξων τοιχοποιία είναι με επιμέλεια κατασκευασμένη από κανονικούς πωρόλιθους με πλίνθους να παρεμβάλλονται στους οριζόντιους αρμούς.
ΑΡΤΑ
Βυζαντινή Μονή Βλαχερνών
Λέγεται και «Παναγία η Βλαχέρνα». Πρόκειται για παλιά μονή που βρίσκεται βορειοανατολικά της Άρτας, στο χωριό Βλαχέρνα, κοντά στη Γραμμενίτσα. Από το παλιό μοναστήρι σώζεται μόνο ο ναός. Έχει ρυθμό τρίκλιτης βασιλικής με κόγχες, τρούλους και παράθυρα μονόλοβα, δίλοβα, τρίλοβα, με άριστη κεραμική διακόσμηση.
Το εξωτερικό του ναού είναι εντυπωσιακό. Επίσης υπάρχουν ανάγλυφα και άλλη γλυπτή διακόσμηση. Στη νότια πλευρά του ναού υπάρχει μαρμάρινη πλάκα με την παράσταση του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, προστάτη των Κομνηνών.
Η Μονή ιδρύθηκε στις αρχές του 12ου αιώνα. Ο ναός έγινε τρουλαίος επί Δεσπότη Μιχαήλ Β' (1250-1260). Στο νέο κτίσμα ενσωματώθηκαν υλικά και ολόκληρα τμήματα τοίχων απ' τον αρχικό ναό,κυρίως στη νότια και ανατολική πλευρά του μνημείου. Είναι εμφανές ότι ο νάρθηκας προστέθηκε λίγο αργότερα, δηλαδή στο τέλος του 13ου αιώνα, ενώ το κωδωνοστάσιο που είναι ενσωματωμένο στη δυτική πλευρά, είναι πολύ νεότερη προσθήκη (19ος αιώνας).Στο εσωτερικό του ο ναός έχει αξιόλογες αγιογραφίες (τοιχογραφίες που αποκαλύφθηκαν), γλυπτά και επιγραφές. Μέσα στο ναό υπάρχουν και τάφοι Δεσποτών της Ηπείρου. Ο ναός πανηγυρίζει στις 2 Ιουλίου.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Παναγία η Αχειροποίητος
Ο ναός της Παναγίας της Αχειροποιήτου στη Θεσσαλονίκη είναι ο μόνος σωζόμενος σήμεραπαλαιοχριστιανικός στην μορφή που κατασκευάστηκε. Τρίκλιτη Βασιλική, ξύλινη στέγη, με υπερώα της πρωτοβυζαντινής περιόδου, χτίστηκε στα ερείπια ενός προγενέστερου ρωμαϊκού λουτρού (βαλανείο), ενώ παλαιότεροι συγγραφείς και περιηγητές πίστευαν ότι στη θέση του βρισκόταν στην αρχαιότητα ναός της Θερμαίας Αφροδίτης.
Ο αρχαίος ναός χτίστηκε μετά τη Σύνοδο της Εφέσου το 431 και ανακηρύχθηκε Μαρία, η Μητέρα των Θεών. Αυτό τον καθιστά ως ένα από τους παλαιότερους ναούς του Ανατολικού Χριστιανισμού με συνεχή λειτουργία και αποτελεί, μαζί με τους ναούς της Θεσσαλονίκης Άγιο Δημήτριο και Αγία Σοφία χαρακτηριστικό δείγμα της παλαιοχριστιανικής ναοδομίας και το 1988 εντάχθηκε στον κατάλογο μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Μέχρι το 14ο αιώνα το μνημείο αναφέρεται ως «ναός της Παναγίας Θεοτόκου» και μάλιστα ως ο «μεγάλος ναός της Θεοτόκου», ενώ η επωνυμία Αχειροποίητος εμφανίζεται για πρώτη φορά σε χρυσόβουλο έγγραφο του αυτοκράτορα Μιχαήλ Θ’, με το οποίο δωρίζονταν σπίτια της περιοχής στη Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους. Το 1345, σφαγιάστηκαν στο εσωτερικό του ναού Ζηλωτές της Θεσσαλονίκης.
Μέχρι τον 14ο και 15ο αιώνα η λιτανευτική πομπή την παραμονή της εορτής του Αγίου Δημητρίου περνούσε από το ναό της Αχειροποιήτου, καθώς η λατρεία του πολιούχου της πόλης ήταν συνδεδεμένη με τη λατρεία της Παναγίας.
Μετά την κατάκτηση της πόλης από τους Οθωμανούς το 1430, η Αχειροποίητος ήταν ο πρώτος ναός της πόλης που μετατράπηκε σε τζαμί, από τον ίδιο το σουλτάνο, Μουράτ Β’, o οποίος τέλεσε ευχαριστία στο εσωτερικό του ναού για τη νίκη του. Στον όγδοο από ανατολικά κίονα της βόρειας κιονοστοιχίας υπάρχει επιγραφή του σουλτάνου που γράφτηκε στα τούρκικα. Καθ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας αποτέλεσε το κυριότερο τζαμί της πόλης, υπό την ονομασία Εσκί Τζουμά τζαμί (δηλαδή τζαμί της παλιάς προσευχής της Παρασκευής), με συνέπεια οι Έλληνες να αποκαλούν για αιώνες το ναό με το όνομα της Αγίας Παρασκευής.
Κατά τη διάρκεια του Α’ παγκοσμίου Πολέμου η Αχειροποίητος στέγασε οικογένειες προσφύγων και μάλιστα το 1919 το εσωτερικό της φωτογραφήθηκε από τον Ελβετό φιλέλληνα Φρεντερίκ Μπουασονά ως καταυλισμός προσφύγων. Τελικά, ο ναός αποδόθηκε στη χριστιανική λατρεία το 1930, μετά από πολλές επισκευές και συντηρήσεις.
Αρχιτεκτονική της Αχειροποιήτου
Βρίσκεται επί της οδού Αγίας Σοφίας, στην πλατεία Μακεδονομάχων και η ονομασία του οφείλεται στην «αχειροποίητη» λατρευτική εικόνα της Παναγιάς Δεομένης που βρισκόταν στο ναό, που πιστεύεται ότι την ζωγράφισαν άγγελοι.
Έχει μήκος 52 μ. και πλάτος 31 μ. και είναι κτισμένος με την κλασσική παλαιοχριστιανική τοιχοποιία, δηλαδή ζώνες λιθοδομής οι οποίες εναλλάσσονται με ζώνες πλινθοδομής.
Τα τρία κλίτη τού κυρίως ναού χωρίζονται με δύο κιονοστοιχίες από 12 κίονες η καθεμία, με κιονόκρανα κορινθιακού ρυθμού. Εκτός από το ισόγειο, κιονοστοιχίες υπάρχουν και στα υπερώα, οι οποίες σε συνδυασμό με το άπλετο φως, που εισχωρεί από τα πλάγια παράθυρα, κάνουν όλο τον χώρο να δείχνει πιο ανάλαφρος. Οι μαρμάρινοι στύλοι είναι διακοσμημένοι με περίτεχνα φύλλα ακάνθου τα οποία κάνουν αντίθεση με το ψηφιδωτό μωσαϊκό, που απεικονίζει μικρούς χρυσούς σταυρούς, περίτεχνα μοτίβα με λουλούδια, την άμπελο και διάσπαρτα πουλιά.
Στα ανατολικά, η βασιλική καταλήγει σε ημικυκλική αψίδα, ενώ στα δυτικά σώζεται νάρθηκας και ίχνη του εξωνάρθηκα.
Το βόρειο κλίτος επικοινωνεί ανατολικά με κτίσμα που έγινε παρεκκλήσι στα μεσοβυζαντινά χρόνια και σήμερα τιμάται στο όνομα της Αγίας Ειρήνης. Μπροστά από το παρεκκλήσι σώζεται τμήμα ψηφιδωτού δαπέδου.
Στα δυτικά του ναού υπάρχει νάρθηκας και αρχικά ο ναός είχε, προς την ίδια πλευρά, εξωνάρθηκα από τον οποίο μόνο ίχνη σώζονται σήμερα. Ακόμα θεωρείται βέβαιο πως μπροστά από τον εξωνάρθηκα, στο χώρο του σημερινού πάρκου των Μακεδονομάχων, υπήρχε μία τετράγωνη αυλή με «περιστύλιο» (αίθριο), όπως στο ναό του Αγίου Δημητρίου.
Στον νότιο εξωτερικό τοίχο, η κεντρική θύρα εισόδου φέρει μνημειώδες πρόπυλο, που δείχνει την επικοινωνία του ναού με την πιο σημαντική οδική αρτηρία της αρχαίας πόλης, τη Λεωφόρο.
Προσκολλημένο στη νότια πλευρά του ναού σώζεται ένα πρόκτισμα που θεωρείται το βαπτιστήριο της βασιλικής κατά μία άποψη και κατά μία άλλη το αρχικό διακονικό του ναού. Σε όλο το πλάτος του ναού στα δυτικά υπάρχει νάρθηκας από όπου εισέρχεται κανείς στον κυρίως ναό μέσα από ένα πολυτελές τρίβηλο με κίονες από πράσινο θεσσαλικό μάρμαρο.
Διακοσμητικά ψηφιδωτά σώζονται στα εσωρράχια των τοξοστοιχιών του ισογείου και του νοτίου υπερώου, στα δύο μεγάλα εγκάρσια τόξα του νάρθηκα, στο τρίβηλο και στο παράθυρο του δυτικού τοίχου. Η θεματολογία τους είναι σχετική με τις συμβολικές αλληγορίες του χριστιανικού παραδείσου και της επικράτησης του χριστιανισμού. Τα ψηφιδωτά χρονολογούνται από τον 5ο αιώνα και πιστοποιούν την ύπαρξη σημαντικών καλλιτεχνικών εργαστηρίων στη Θεσσαλονίκη εκείνη την εποχή.
Ένα μέρος του παλαιού γραπτού διακόσμου του μνημείου σώζεται στην επιφάνεια του τοίχους στο νότιο κλίτος, πάνω από την κιονοστοιχία. Χρονολογείται στις αρχές του 13ου αιώνα και εικονίζει δεκαοκτώ από τους Σαράντα Μάρτυρες της Σεβάστειας, που μαρτύρησαν επί αυτοκράτορος Λικινίου. Ολόσωμες μορφές πάνω από τους κίονες εναλλάσσονται με προτομές μαρτύρων στην επιφάνεια του τοίχου πάνω από την κορυφή κάθε τόξου. Όλοι εικονίζονται με στρατιωτική ενδυμασία και κρατούν το σταυρό στο δεξί τους χέρι, σύμβολα του μαρτυρικού τους θανάτου. Οι τοιχογραφίες κτυπήθηκαν με σφυρί από τους Τούρκους για να καλυφθούν με σοβά όταν ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί και παρά την ζημία, που υπέστησαν, είναι καλά διατηρημένες .
ΚΥΘΗΡΑ
Μονή Παναγίας Μυρτιδιωτίσσας
Η Μυρτιδιώτισσα είναι η μεγαλύτερη Μονή των Κυθήρων και βρίσκεται στην περιοχή των Μυρτιδίων στα δυτικά του νησιού. Είναι χτισμένη σε ένα φυσικό βραχώδες άνοιγμα, ανάμεσα σε πάρα πολλές μυρτιές
Τό συγκρότημα της Μονής Μυρτιδίων αποτελείται α) από τό Καθολικό στό κέντρο πού ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής με υπερυψωμένο τό κεντρικό κλίτος, νάρθηκα καί υπερώο (γυναικωνίτης), στό κατώτερο επίπεδο του οποίου βρίσκεται ο αρχικός Ναός της Παναγίας, β) κελλιά που διατάσσονται βόρεια καί νότια του Καθολικού, στα οποία φιλοξενούνται κυρίως πιστοί για τη νηστεία των πρώτων 15 ημερών του Αυγούστου (δεκαπεντισμός), γ) Κωδωνοστάσιο στα ΒΑ του Καθολικού, από πωρόλιθο, συνολικού ύψους 26μ., με εντυπωσιακούς τοξοειδείς σχηματισμούς στα μέτωπα των τεσσάρων ορόφων, δ) Ναΐδιον της Αγίας Τριάδος, το οποίο είναι μονόχωρο καμαροσκεπές, μεταβυζαντινών χρόνων.
Ο αρχικός Ναός της Παναγίας έχει προσαρμοστεί στή φυσική διαμόρφωση βραχώδους ανοίγματος στό οποίο υπάρχει αβαθής κόγχη στα βόρεια για τη φιλοξενία της εικόνας τηςΠαναγίας Μυρτιδιώτισσας, χώρος που υπομνηματίζει στην εύρεσή της. Σήμερα στό παλαιό Καθολικό υπάρχει εικόνα της Παναγίας Μυρτιδιώτισσας, μέ αργυρή επένδυση καί επιγραφή: Διά σπουδής και δαπάνης CΚ CΚ + Χ Ιερομόναχου και ηγουμένου Καλούτζη, ποίημα Θεοφίλη Σπιθάκη.
Το νεώτερο Καθολικό στη μορφή που διατηρείται σήμερα κτίστηκε από τον ηγούμενο Αγαθάγγελο Καλλίγερο στά μέσα του 19ου αιώνα. Ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής, με μαρμάρινο τέμπλο και επιγραφή, η οποία μας πληροφορεί ότι το φιλοτέχνησαν καλλιτέχνες από την Τήνο, το έτος 1856. Ἐντυπωσιακό είναι τό κωδωνοστάσιο κτισμένο εξ ολοκλήρου από πωρόλιθο και το οποίο διακοσμήθηκε από τον Κυθήριο καλλιτέχνη Νικόλαο Φατσέα (Φουριάρη) το 1888. Κελλιά διατάσσονται βόρεια και νότια του Καθολικού δια τους ευλαβείς προσκυνητές.
Η παράδοση αφηγείται την εύρεση της εικόνας το 1160 ή τον 15ο αιώνα, στην περιοχή της σημερινής Μονής από ένα βοσκό, σκηνή η οποία ενσωματώθηκε στην κατώτερη ζώνη του ενδύματος της εικόνας, η οποία φιλοτεχνήθηκε από τον Νικόλαο Θεόφιλο Σπιθάκη το 1837 Μρ 12, όπως πληροφορούμεθα από την χαραγμένη στο ένδυμα επιγραφή.
Η εικόνα της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας είναι το πολυτιμότερο κειμήλιο του νησιού και είναι η απανταχού προστάτιδα των Κυθηρίων. Η παράδοση λέει ότι ένας βοσκός είδε στον ύπνο του έναν άγγελο να του υποδεικνύει ένα σημείο στην περιοχή που είχε τα πρόβατά του. Εκεί μέσα σε μια μυρτιά υπήρχε μία εικόνα με την Παναγία. Ο βοσκός ξύπνησε θορυβημένος. Το πρωί πήγε και βρήκε την εικόνα. Την πήρε στο σπίτι του στο γειτονικό χωριό Καλοκαιρινές.
Τη νύχτα η εικόνα εξαφανιζόταν, επέστρεφε στη μυρτιά. Ο βοσκός είδε ξανά τον άγγελο να του λέει πως η εικόνα έπρεπε να μείνει εκεί κοντά στη μυρτιά. Έτσι ο βοσκός έκτισε ένα μικρό εκκλησάκι δίπλα στη μυρτιά και τοποθέτησε την εικόνα εκεί, την οποία την ονόμασε Μυρτιδιώτισσα. Αυτό το εκκλησάκι παραμένει έως σήμερα και ονομάζετε παλαιό Καθολικό όπου εκεί στεγάζεται η εικόνα της Παναγίας μαζί με τα τάματα των επισκεπτών της, μερικά τεράστια κεριά φτιαγμένα από τους ιερείς της εποχής και μερικές άλλες μικρές εικόνες.
Η εικόνα όταν βρέθηκε δεν είχε τις σημερινές διαστάσεις. Αυτές τις απέκτησε αργότερα όταν τοποθετήθηκε σε ξύλινο πλαίσιο. Το 1837 φιλοτεχνήθηκε το χρυσό ένδυμα, έργο του καλλιτέχνη Νικόλαου Σπιθάκη. Από αυτή την αρχαία εικόνα φαίνονται μόνο τα πρόσωπα, στα οποία με την πάροδο των αιώνων δεν διακρίνονται πλέον τα χαρακτηριστικά. Στο κάτω μέρος της χρυσής επένδυσης απεικονίζονται τρία θαύματα της Μυρτιδιώτισσας. Το θαύμα της ευρέσεως, η ίασης του παραλύτου και το θαύμα της διασώσεως του φρουρίου της πόλεως των Κυθήρων από την πτώση κεραυνού το 1829.
Πάνω ακριβώς από το παλαιό Καθολικό, το 1857, χτίστηκε ο νεότερος μεγαλοπρεπής ναός σε ρυθμό τρίκλιτης βασιλικής. Βόρεια και νότια του νεότερου Καθολικού βρίσκονται τα κελιά των πιστών που επισκέπτονται την μονή την περίοδο της νηστείας των πρώτων δεκαπέντε ημερών του Αυγούστου. Αξιοθαύμαστο έργο στο εσωτερικό της μονής είναι το πώρινο κωδωνοστάσιο 26 μέτρων με τοξοειδείς σχηματισμούς στις προσόψεις των τεσσάρων ορόφων του καλλιτέχνη Νικολάου Φατσέα. Σε όλα αυτά τα έργα πρωτοστάτησε ο ιερομόναχος Αγαθάγγελος Καλλίγερος. Στα χρόνια των πειρατικών επιδρομών, η εικόνα για λόγους ασφαλείας φυλασσόταν στο φρούριο της πόλεως των Κυθήρων στον ομώνυμο ναό. Το κορυφαίο θρησκευτικό έθιμο των Κυθήριων είναι η λιτάνευση κατά την Κυριακή της Ορθοδοξίας από τα Μυρτίδια στη Χώρα. Η περιφορά της εικόνας διαρκεί 15 ημέρες περνώντας μέσα από τα περισσότερα χωριά του νησιού καταλήγοντας στην Χώρα Πολλοί πιστοί ακολουθούν την εικόνα κατά την περιφορά της και τις 15 μέρες! Η Μυρτιδιώτισσα γιορτάζει στις 24 Σεπτεμβρίου, ημερομηνία ευρέσεως της εικόνας.
ΒΟΙΩΤΙΑ
Μονή της «Παναγίας Σκριπούς» ή Ορχομενιώτισσας
Η Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή Μονή της «Παναγίας Σκριπούς» ή Ορχομενιώτισσας βρίσκεται στην ομώνυμη περιοχή – σημερινός Αθάμας – στον Ορχομενό της Βοιωτίας, απέναντι από τον αρχαιολογικό χώρο της πόλης και την αρχαία Ακρόπολη του Ορχομενού. Στην ευρύτερη περιοχή ο περιηγητής Παυσανίας (9, 38, 1) μνημονεύει δύο ιερά των Χαρίτων και του Διονύσου, τα οποία δεν έχουν μέχρι σήμερα βρεθεί, αλλά πρέπει κατά πάσαν πιθανότητα να βρίσκονταν στη θέση όπου το 874 μ.Χ. χτίστηκε η Μονή της Παναγίας Σκριπούς. Αυτό άλλωστε μαρτυρούν οι ανασκαφικές εργασίες που απεκάλυψαν εξωτερικά – στον περίβολο του ναού – ένα κτίσμα μυκηναϊκής περιόδου. Επίσης στο εσωτερικό του ναού απεκάλυψαν την ύπαρξη παλαιοχριστιανικού ψηφιδωτού.
Η Μονή της Παναγίας Σκριπούς είναι κτίσμα του 9ου αιώνα μ.Χ. και από το αρχικό συνολικό συγκρότημα σήμερα σώζεται μόνον το Καθολικό, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, αλλά και στους αποστόλους Πέτρο και Παύλο, όπως άλλωστε αποδεικνύει το τρισυπόστατο Ιερό Βήμα. Πράγματι, τα δύο ανατολικά πλάγια κλίτη δεν λειτουργούν ως πρόθεση και διακονικό, αλλά σύμφωνα με τις επιγραφές ως παρεκκλήσια των Αγίων Πέτρου και Παύλου «ων Ρώμης βώλαξ ιερήν κόνιν αμφικαλύπτει», κατά το χαραγμένο εκεί εξαιρετικό επίγραμμα.
Ο ναός της Παναγίας Σκριπού της Βοιωτίας, αποτελεί το πιο σημαντικό μνημείο από τη σειρά εκκλησιών του τύπου «σταυροειδούς μεταβατικού»στον ελλαδικό χώρο και είναι το μεγαλύτερο και πολυτελέστερο γνωστό μνημείο της εποχής, έξω από την Κωνσταντινούπολη. Η μοναστηριακή αυτή εκκλησία ξεχωρίζει για το μέγεθος (22,30 - 18,60 μέτρα), χωρίς τον νάρθηκα, για την πλούσια μαρμάρινη διακόσμηση και τέλος για τις ιστορικές πληροφορίες που παρέχουν 4 επιγραφές με μνημειακή έκφραση. Από αυτές μαθαίνουμε ότι ο ιδρυτής του ναού είναι ο Λέων «βασιλικός Πρωτοσπαθάριος, και επί των οικιακών», δηλαδή αρχηγός των σπαθαρίων — της ανακτορικής φρουράς — στο Ιερό Παλάτιον στην Κωνσταντινούπολη. Ο Λέων ήταν ο ιδιοκτήτης της περιοχής «χώρον επικρατέων τε παλαιοτάτου Ορχομένοιο» και πως έχτισε την εκκλησία το 873/874 μ.Χ. Πράγματι, όσον αφορά τη χρονολογία κτίσεως είμαστε απόλυτα βέβαιοι, επειδή μια γραπτή επιγραφή, που είναι ενσωματωμένη στο εξωτερικό της αψίδας του ιερού, αναγράφει τόσο τη χρονολογία κατασκευής του καθολικού, το 874 μ.Χ., όσο και τον χορηγό-κτήτορα της Μονής, τον Λέοντα.
Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα από που προέρχεται η περίεργη ονομασία Σκριπού για τη Μονή, που σημειωτέον είναι το αρχαιότερο Βυζαντινό μνημείο της Βοιωτίας και ένα από τα σπουδαιότερα της Ελλάδας. Η εκκλησία πάντως εξωτερικά είναι γεμάτη από επιγραφές και πιθανότατα σ’ αυτές τις εντοιχισμένες επιγραφές να οφείλεται το όνομα Σκριπού, από το λατινικόscriptus, που σημαίνει επιγραφή (inscription). Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είναι εγγεγραμμένος σταυροειδής με τρούλο, με προεξέχουσες τις κεραίες του σταυρού και στενό νάρθηκα δυτικά. Στην τοιχοδομία του έχει χρησιμοποιηθεί άφθονο έτοιμο αρχαίο υλικό (όπως συμβαίνει σε πολλούς χριστιανικούς ναούς της εποχής) το οποίο προέρχεται από τον κοντινό αρχαιολογικό χώρο της ιστορικής πόλης του Ορχομενού. Έτσι, έχουν χρησιμοποιηθεί σπόνδυλοι κιόνων, πελεκημένα αγκωνάρια, ακόμη και επιτύμβιες στήλες που δημιουργούν απροσδόκητα κοσμήματα και αποχρώσεις στους μεγάλους επίπεδους τοίχους.
Το μνημείο αυτό είναι προσπάθεια μετάβασης από την παλαιοχριστιανική Βασιλική Αρχιτεκτονική στον Βυζαντινό ρυθμό. Ο ναός διασώζει θαυμάσια παλαιοχριστιανικά γλυπτά, σπάνιες επιγραφές της χριστιανικής, αλλά και της προχριστιανικής περιόδου, που χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό. Πιθανότατα ο ναός να σχεδιάστηκε ως ταφικό μνημείο του χορηγού του (μολονότι αυτό δεν συνηθιζόταν στη Βυζαντινή Ελλάδα) και ίσως το κατακόρυφο ηλιακό ρολόι που κοσμεί τον ναό να είναι ένα είδος αναφοράς στην αιώνια ζωή. Ούτως ή άλλως ο κτήτορας του ναού θέλησε το κτίσμα αυτό να έχει: «τερπνόν αποστίλβον περικαλλέα πάντοθεν αίγλην». Ο γλυπτικός διάκοσμος του καθολικού της Μονής είναι πλούσιος στις εσωτερικές και εξωτερικές του επιφάνειες, πολλά γλυπτά μέλη όμως (από αρχαίους ναούς ή και από πρωτοχριστιανικό νεκροταφείο) είναι ενσωματωμένα και στα μεταγενέστερα κελιά, νότια του καθολικού και στο πρόπυλο δυτικά, ενώ άλλα βρίσκονται στις αποθήκες. Τα παλαιότερα κελιά της Μονής βρίσκονται δυτικά από τα νεότερα, σε ένα κτίριο που αποτελείται από πέντε διαδοχικούς κεραμοσκεπείς χώρους.
Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές έρευνες οι παλαιότερες από τις τοιχογραφίες που κοσμούν τον ναό είναι του 12ου αιώνα μ.Χ. Από το 1930 μ.Χ. εκτελούνται εργασίες αναστήλωσης, όπως και εργασίες για τη συντήρηση και καθαρισμό των τοιχογραφιών, ενώ το 1939 μ.Χ. κτίστηκε (σε σχέδια του Υπουργείου Πολιτισμού) και το κωδωνοστάσιο του ναού, που βρίσκεται βορειοδυτικά στον χώρο της μονής.
Η Παναγία Σκριπού για πολλά χρόνια λειτούργησε ως ανδρικό μοναστήρι, ενώ τα τελευταία χρόνια λειτουργεί ως ενοριακός ναός. Ως το 1821 μ.Χ. διατηρούσε 60 καλογέρους, που διαλύθηκαν το 1926 μ.Χ. μετά την απαλλοτρίωση των κτημάτων του μοναστηριού. Πανηγυρίζει στις 15 Αυγούστου, γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στις 23 Αυγούστου, απόδοση της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, αλλά και στις 10 Σεπτεμβρίου, ημέρα κατά την οποία, το έτος 1943 μ.Χ., ο Ορχομενός και οι κάτοικοί του σώθηκαν με θαύμα της Παναγίας από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής που ήθελαν να κάψουν την πόλη και να σκοτώσουν τους κατοίκους της.
Το ιστορικό αυτό μνημείο εντάχθηκε στο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης 1994-1999 μ.Χ., στο Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Στερεάς Ελλάδας. Και ενώ ολοκληρωνόταν η αποκάλυψη και η συντήρηση των τοιχογραφιών των ιερών, καθώς και η στερέωση και ο καθαρισμός των γλυπτών του νάρθηκα, ο ναός υπέστη εμπρησμό. Από τη φωτιά προκλήθηκαν σοβαρές ζημιές, ωστόσο σε μια πρώτη φάση συντελέστηκε με αμμοβολή ο καθαρισμός του εσωτερικού ναού από την καπνιά, ενώ τώρα αναμένεται η έναρξη των εργασιών της δεύτερης φάσεως για την αποκατάσταση των καμένων παραθυρόφυλλων και των τοιχογραφιών του νάρθηκα.
Το κατακόρυφο ηλιακό ρολόι του καθολικού
Ένα ωραιότατο κατακόρυφο ηλιακό ρολόι, ίσως το ωραιότερο από όλα τα Βυζαντινά ηλιακά ρολόγια της Ελλάδας, κοσμεί τον ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη Μονή της Παναγίας Σκριπούς. Φαίνεται ότι ηλιακό ρολόι τοποθετήθηκε στο ναό τη χρονολογία κατασκευής του καθολικού, το 874 μ.Χ., και έτσι είναι το αρχαιότερο από όλα τα μεσαιωνικά-βυζαντινά κατακόρυφα ηλιακά ρολόγια της Ελλάδας! Αυτό άλλωστε σημειώνει ο αείμνηστος διαπρεπής αρχαιολόγος, βυζαντινολόγος, αρχιτέκτονας και καθηγητής στο Πολυτεχνείο και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αναστάσιος Ορλάνδος (1935/36).
Το κατακόρυφο αυτό ηλιακό ρολόι είναι σκαλισμένο στην εξωτερική επιφάνεια ενός μαρμάρινου ορθογώνιου δομικού λίθου του όλου κτιρίου στον νότιο τοίχο του ναού. Οι διαστάσεις του ορθογώνιου αυτού παραλληλεπιπέδου είναι 125 cm μήκος, 35 cm πλάτος και 66 cm ύψος. Η ωρολογοπλάκα (125 cm - 66 cm) φέρει μόνο δέκα ωρικές γραμμές, αριθμημένες με την αρχαία ελληνική αρίθμηση: Α, Β, Γ, Δ, Ε, F, Ζ, Η, Θ και Ι, ενώ φέρει και τη γραμμή του ορίζοντα. Βρίσκεται εντοιχισμένη στο νότιο τοίχο του Καθολικού, σε ύψος περίπου 2 μέτρα από το έδαφος.Οι ωρικές γραμμές, μήκους 50 cm, τελειώνουν σε ένα χαραγμένο ημικύκλιο, ακτίνας 50 cm, ενώ τα καλλιγραφικά κεφαλαία γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου είναι σημειωμένα στο τέλος των ωρικών γραμμών εντός ενός κυκλικού δακτυλίου, που σχηματίζεται από το πρώτο ημικύκλιο των 50 cm και από ένα δεύτερο ημικύκλιο ακτίνας 58 cm. Η μαρμάρινη ωρολογοπλάκα έξω από το ημικύκλιο, αριστερά και δεξιά είναι διακοσμημένη με δύο γλυπτά παγώνια, εκ των οποίων το ένα κοιτά προς την Ανατολή και το άλλο προς τη Δύση. Το πρώτο είναι μεγαλύτερο σε μήκος από το δεύτερο γιατί έχει μεγαλύτερο μήκος ουράς. Το δεξιό παγώνι έχει συνολικό μήκος 46 cm, ενώ το αριστερό, όπως βλέπουμε την ωρολογοπλάκα, έχει μήκος 42 cm. Οι παραστάσεις των πτηνών αυτών πιθανότατα είναι ένα είδος αναφοράς στην αιώνια ζωή. Επιπλέον κάτω από τις ώρες Ε και F, υπάρχει και κάποια άλλη γλυπτή διακόσμηση. Ένα άνθος κάτω από το Ε και ένα άλλο όμοιό του κάτω από το F, ενώ ενδιάμεσα τα συνδέει σαν είδος μίσκου, ένα αγκιστροειδές σκάλισμα.
Σημειώνουμε ότι τα διακοσμητικά στοιχεία της παλαιοχριστιανικής τέχνης προέρχονται από τον ελληνικό «εθνικό» κόσμο. Στην παλαιοχριστιανική τέχνη εμφανίζεται σύνολο από γλυπτές απεικονίσεις και παραστάσεις που είναι κοινές στον ειδωλολατρικό κόσμο, όπως άνθη, πτηνά, δελφίνια κ.ά. Αργότερα εμφανίζονται συμβολικές παραστάσεις, όπως ο ιχθύς, ένας κλάδος φοίνικα, ο αμνός, η περιστερά και τα παγώνια. Ο ιχθύς συμβολίζει τον Ιησού Χριστό (η περίφημη ακροστιχίδα Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ). Η περιστερά συμβολίζει την αγνότητα και το Άγιο Πνεύμα. Τέλος, τα παγώνια συμβολίζουν την αιώνια ζωή στον παράδεισο. Π.χ. επιτύμβια επιγραφή ΒΜΧ 400 (5ος – 6ος μ.Χ. αιώνας) με παράσταση αντικριστών παγωνιών στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών Ακόμα και σήμερα τα παγώνια είναι πολύ συνηθισμένο μοτίβο στις ελληνικές εκκλησίες. Παγώνια βρίσκονται σκαλισμένα στο ξυλόγλυπτο, τέμπλο των ναών, στον ξυλόγλυπτο επιτάφιο και κοσμούν πολλές πρόσφατες εκκλησίες, όπως ο ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου στην ομώνυμη Μονή κοντά στον Ωρωπό Αττικής.
Δυστυχώς σε αυτό το ηλιακό αυτό ρολόι, ενώ φαίνεται η θέση του γνώμονα, αυτός έχει καταστραφεί ή έχει κλαπεί και γι’ αυτό τον λόγο δεν βρίσκεται στη θέση του. Το επίπεδο κατακόρυφο ηλιακό ρολόι της Παναγίας Σκριπούς, ασχέτως από τους αριθμούς που έχει γραμμένους στο τέλος των ωρικών γραμμών, διαιρεί την ημέρα όχι σε δέκα αλλά σε έντεκα ώρες, αφού στο ημικύκλιό του υπάρχουν έντεκα τομείς, όπως ακριβώς και στο ηλιακό ρολόι του Αγίου Λαυρεντίου στο Πήλιο.
Η οριζόντια γραμμή της άνω πλευράς του ηλιακού ρολογιού αντιπροσωπεύει τον ορίζοντα, και το μεσημέρι, στον αληθινό ηλιακό χρόνο, ο Ήλιος θα πέφτει στον μεσημβρινό, που αντιπροσωπεύεται από μια κατακόρυφη γραμμή κάθετη στη γραμμή του ορίζοντα. Αυτή η γραμμή δεν υπάρχει στο ηλιακό ρολόι αυτό. Συνήθως παρουσιάζεται στα ηλιακά ρολόγια που φέρουν μονές ωρικές γραμμές, για παράδειγμα έντεκα ωρικές γραμμές (δηλαδή δώδεκα ώρες) και σημειώνεται στο τέλος της έκτης ώρας, ούτως ώστε η έκτη ώρα να βρίσκεται στο μέσον, ενώ συμμετρικά αριστερά και δεξιά της να βρίσκονται από πέντε ωρικές γραμμές. Ούτως ή άλλως σε ένα τέτοιο επίπεδο κατακόρυφο ηλιακό ρολόι, τοποθετημένο σωστά στον τοίχο του καθολικού της Μονής με νότιο προσανατολισμό, το φως του Ήλιου δεν μπορεί να πέφτει ποτέ πάνω από τη γραμμή του ορίζοντα. Παράλληλα κάθε διάστημα κάτω από τον ορίζοντα θα αποτελεί περιοχή στην οποία οι ηλιακές ακτίνες θα πέφτουν οπωσδήποτε κάποια στιγμή του έτους.
ΘΑΣΟΣ
Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου
Ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου βρίσκεται στο ομώνυμο χωριό, θεμελιώθηκε το 1833 και είναι αφιερωμένη στην Παναγία. Η εκκλησία διακρίνεται για το εντυπωσιακό χειροποίητο τέμπλο της, το οποίο κατασκευάστηκε το 1880. Στο εσωτερικό της υπάρχουν παλιές εικόνες του 14ου-17ου αι., παλιά νομίσματα της Παναγίας, η εικόνα της Παναγίας της Παντοβλεπούσας και το λευκοπορφυρό λάβαρο της εποχής των Σταυροφόρων.
Παναγία των Χαλκέων
Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή του ιδρυτή που βρίσκεται άνωθεν της δυτικής εισόδου, η εκκλησία χτίστηκε το 1028 από τον πρωτοσπαθάριο Χριστόφορο, κατεπάνω της Λομβαρδίας, και τη σύζυγο του Μαρία, τον γιο του Νικηφόρο και τις δυο του κόρες, την Άννα και την Κατάκαλη. Ο τάφος του Χριστόφορου πιθανότατα βρισκόταν σε ένα αρκοσόλιο στο βόρειο τείχος της εκκλησίας
Η κάτοψη της είναι αυτή του κλασσικού βυζαντινού ρυθμού, τυπικού της αρχιτεκτονικής την μακεδονική περίοδο, με τέσσερις στήλες και τρεις τρούλους, έναν κεντρικό και δύο πέρα από τον νάρθηκα. Ολόκληρο το οικοδόμημα είναι χτισμένο από τούβλα, το όποιο της έδωσε το διάσημο υποκοριστικό "Κόκκινη Εκκλησία". Η εξωτερική όψη είναι διακοσμημένη με μία πληθώρα καμάρων και παραστάδα, στοιχεία παρμένα από την πολίτικη επιρροή. Εσωτερικά, το μεγαλύτερο μέρος της διακόσμησης με σκαλιστά μάρμαρα και νωπογραφίες έχει διατηρηθεί.
Παναγία η Προυσιώτισσα, η Αρχόντισα της Ρούμελης
Το περίφημο μοναστήρι της Παναγίας Προυσιώτισσας, είναι χτισμένο σε απότομο βράχο που κατεβαίνει σε βαθιά χαράδρα, σε μια ατμόσφαιρα που μόνο σαν αποθέωση της ομορφιάς μπορεί να χαρακτηριστεί. Σύμφωνα με την παράδοση, το ίδρυσαν οι μοναχοί Διονύσιος και Τιμόθεος το 829 οι οποίοι μάλιστα έφεραν μαζί τους εικόνα της Παναγίας από την Προύσα της Μικράς Ασίας
ΠΑΡΟΣ
Εκατονταπυλιανή
Από τις εντυπωσιακότερες εκκλησίες του Αιγαίου, ο παλαιοχριστιανικός ναός της Εκατονταπυλιανής, βρίσκεται στην Παροικιά, την πρωτεύουσα της Πάρου και είναι από τους αρχαιότερους και καλύτερα διατηρημένους χριστιανικούς ναούς.
Σύμφωνα με την παράδοση το αρχικό κτίσμα του ναού αυτού ήταν έργο του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μέγα Κωνσταντίνου προς εκπλήρωση επιθυμίας της μητέρας του, της Αγίας Ελένης. Στο σημείο αυτό αναφέρεται ότι κατά το ταξίδι της Βασιλομήτορος Ελένης προς τους Αγίους Τόπους λόγω μεγάλης θαλασσοταραχής το πλοίο που επέβαινε αναγκάσθηκε να καταφύγει στη Πάρο. Εκεί προσευχόμενη η Αγία Ελένη στην Παναγία, προστάτιδα της Κωνσταντινούπολης, έταξε με την ολοκλήρωση του ταξιδιού της να κτίσει μια μεγαλόπρεπη εκκλησία αφιερωμένη στη Κοίμηση της Θεοτόκου. Το τάμα αυτό ήταν που υλοποίησε ο γιος της Μέγας Κωνσταντίνος χτίζοντας μια τρίκλιτη βασιλική περί τον 4ο αιώνα.
Επί εποχής του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού, τον 6ο αιώνας, ο ναός αυτός ανακαινίσθηκε με τροποποιήσεις των παλαιοχριστιανικών τμημάτων και ανακατασκευές κατά τις οποίες αφαιρούμενη η παλαιά σκεπή προστέθηκε τρούλος με ημιθόλια. Κατά την παράδοση τις μετατροπές αυτές έκανε μαθητής του αρχιτέκτονα της Αγίας Σοφιάς που ξεπέρασε στη τέχνη και τον δάσκαλό του.
Τελικά με τις διάφορες μετατροπές και προσθήκες το κτιριακό πλέον συγκρότημα της Εκατονταπυλιανής, αναδείχθηκε σ΄ ένα σύμμεικτο αρχιτεκτόνημα με παλαιοχριστιανικά, βυζαντινά ακόμα και μεταβυζαντινά στοιχεία αρχιτεκτονικής, που προστέθηκαν κατά καιρούς και που αποτελούν μια ιδανική περίπτωση μελέτης τους. Λαμβάνοντας δε υπόψη ότι οι πρώτοι Χριστιανοί επέλεγαν τόπους αρχαίων ναών με τα δομικά υλικά των οποίων κατασκεύαζαν τους δικούς τους ναούς, το συγκρότημα της Εκατονταπυλιανής περιλαμβάνει επίσης και μαρμάρινα μέρη από την αρχαιότητα αναδεικνύοντας έτσι μια συνέχεια από εκείνη την εποχή μέχρι σήμερα. Σημειώνεται ότι στην αρχαιότητα αμέσως μετά τη Δήλο τα περισσότερα ιερά θεοτήτων σε νησιά βρίσκονταν στη Πάρο και την Νάξο.
Και οι δύο ονομασίες του ναού "Εκατονταπυλιανή" και "Καταπολιανή" φέρονται σε παράλληλη χρήση από τα μέσα του 16ου αιώνα, η επίσημη όμως ονομασία είναι Εκατονταπυλιανή, όπου σύμφωνα με την παράδοση 99 πύλες είναι φανερές ενώ η 100η θα φανερωθεί με το άνοιγμα αντίστοιχης μυστικής πόρτας που βρίσκεται στην Αγιά Σοφιά.
Ανεξάρτητα όμως της παραπάνω παράδοσης, ετυμολογικά το όνομα Εκατονταπυλιανή ή Εκατομπυλιανή, ή Καταπολιανή, κατά συγκοπή του πρώτου, σημαίνει χώρο γενικά (εν προκειμένω εκκλησία) που έχει εκατό πύλες. Θυμίζει δε τις «Εκατόμπυλες Θήβες» της αρχαιότητας που είχε ψάλλει και ο Αισχύλος. Μάλιστα και ο Όμηρος με αυτή την ονομασία χαρακτήρισε τις Θήβες της Αιγύπτου που λόγω μεγέθους, πολύ πιθανόν να είχε είτε πενήντα πύλες που αθροιζόμενες εισόδου – εξόδου θεωρούνταν εκατό, ή και πραγματικά εκατό που ως αριθμός ήταν στην Αίγυπτο ιερός, ή ακόμα και την Εκατόμπυλο που ήταν μια ελληνιστική πόλη στην Παρθία.
Παρότι άλλος παρόμοιος χαρακτηρισμός δεν αναφέρεται για άλλο οικοδόμημα ή πόλη στη νεότερη ελληνική γλώσσα εκτός του ιστορικού αυτού ναού, μάλλον θεωρείται τούτο ως διακοσμητικό επίθετο ίσως από τον μεγάλο αριθμό αψιδωτών αρχιτεκτονημάτων που δίνουν την εικόνα πλήθους πυλών που η ελληνική παράδοση να περιέπλεξε.
Το όλο κτιριακό συγκρότημα της Εκατονταπυλιανής Πάρου περιλαμβάνει τον κυρίως ναό της Παναγίας με τα εσωτερικά αυτού παρεκκλήσια των Αγίων Αναργύρων, του Αγίου Φιλίππου και της Οσίας Θεοκτίστης, (που έζησε και κοιμήθηκε στον ναό της Καταπολιανής τον 9ο αιώνα), και εκτός του ναού, τη Βασιλική του Αγίου Νικολάου, τον ναό της Αγίας Θεοδοσίας, το παρεκκλήσιο του Αγίου Δημητρίου, το Βαπτιστήριο που αποτελεί ιδιαίτερο χώρο, καθώς και τα γύρω κελιά τα οποία ως οχυρωματικό έργο προστάτευαν τον όλο συγκρότημα.
Στον αίθριο χώρο βρίσκονται λίγες κολώνες και διάφορα μάρμαρα της βάσης της άλλοτε υπάρχουσας εκεί "φιάλης των καθαρμών" όπου οι πιστοί έπλεναν συμβολικά τα χέρια τους πριν εισέλθουν στον ναό.
Ο Κύριος ναός της Παναγίας είναι ευρύχωρος στο κέντρο του με λίγους κίονες και μάρμαρα αλλά με πολλές παραστάδες. Ο τρούλος είναι σχετικά μικρός, ο οποίος επιστέφει χαμηλό οκτάγωνο πυργωτό αρχιτεκτόνημα που ουδεμία όμως σχέση έχει με εκείνο το κυκλοτερές της Αγίας Σοφίας. Παρά ταύτα τόσο το μέγεθος και η λιτότητα, όσο και η εσωτερική ενότητα και η αρχαιοπρέπειά του συναρπάζουν. Στα δύο από τα τέσσερα σφαιρικά τρίγωνα του θόλου φέρονται παραστάσεις των εξαπτέρυγων Σεραφείμ όπως έχουν αγιογραφηθεί και στην Αγία Σοφιά.
Στο ιερό εικονοστάσιο που χωρίζει τον κυρίως ναό από το Ιερό Βήμα φέρεται η ιερή εικόνα της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής που θεωρείται έργο μόλις του 17ου αιώνα. Αμέσως μετά ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί στον επισκέπτη το θαυμάσιο μαρμάρινο Κιβώριο που σκέπει την Αγία Τράπεζα ενώ οι τέσσερις κίονές του φέρουν κιονόκρανα κορινθιακού ρυθμού.
Πίσω δε από το Κιβώριο στη κόγχη του Ιερού Βήματος βρίσκεται το μαρμάρινο «σύνθρονο» επί οκταβάθμιτης κλιμακωτής αμφιθεατρικής μαρμάρινης κατασκευής που δεσπόζει του χώρου. Το δε φως του ηλίου από τα τρία μεγάλα υπερκείμενα αυτού παράθυρα συμπληρώνει την ιερή μεγαλοπρέπεια αυτού. Οι τρεις θρόνοι στη κορυφή είναι εξ ολοκλήρου μαρμάρινοι και φέρουν πλευρικό γλυπτό διάκοσμο.
Στον κυρίως ναό φέρονται ως προσθήκες ιδιαίτερα δωμάτια που αποτελούν ιερά παρεκκλήσια. Έτσι στο αριστερό τμήμα υφίσταται ένα ευρύ παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο και ένα έτερο των Αγίων Αναργύρων, ενώ στο δεξιό βρίσκονται του Αγίου Φιλίππου και της Οσίας Θεοκτίστης εντός του οποίου υφίσταται και το μνήμα της.
Στη νότια πλευρά, εκτός του μεγάλου ναού, βρίσκεται το αρχαίο Βαπτιστήριο που ανάγεται στον 4ο αιώνα και θεωρείται το καλλίτερα διατηρημένο βαπτιστήριο όλης της Ορθόδοξης Ανατολής. Πρόκειται για ιδιαίτερο ναό, τρίκλιτη βασιλική με τρούλο και νάρθηκα, χαμηλότερο του κύριου ναού. Στο χώρο του Ιερού Βήματος, που λεγόταν στους βυζαντινούς χρόνους "Εσωτερικός Οίκος", ή "Φωτιστήριον", υφίσταται μαρμάρινη σταυρόσχημη κολυμβήθρα όπου το μεγαλύτερο καθ΄ ύψος μέρος της βρίσκεται μέσα στο έδαφος. Στις δε πλευρικές μαρμάρινες επιφάνειες που προεξέχουν του εδάφους φέρονται ανάγλυφοι σταυροί και κυκλικά μονογράμματα.
Απ΄ όλα τα παραπάνω εκτός από τον κυρίως ναό ως οικοδομή ιδιαίτερα μνημεία βυζαντινής τέχνης θεωρούνται το Κιβώριο, το σύνθρονο και το βαπτιστήριο στα οποία και αποδίδεται ιδιαίτερη ιστορική και καλλιτεχνική αξία.
ΦΟΛΕΓΑΝΔΡΟΣ
Κοίμηση Θεοτόκου
Είναι η σπουδαιότερη εκκλησία της Φολέγανδρου, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Βρίσκεται σκαρφαλωμένη στο βράχο πάνω από τη Χώρα και είναι χτισμένη στη θέση αρχαίου Ιερού. Στον αυλόγυρο και στο εσωτερικό του Ναού υπάρχουν εντοιχισμένες αρχαίες επιγραφές και βάσεις αγαλμάτων. Πρόκειται γιαμονόκλιτη πολύτρουλη βασιλική με ψηλό καμπαναριό. Υπάρχει μαρμάρινη επιγραφή του 1687 που αναφέρεται στην ανακαίνιση του ναού ο οποίος πήρε τη σημερινή του μορφή με επισκευές που ξεκίνησαν το 1816 και τελείωσαν το 1821. Το μαρμάρινο τέμπλο, ο αρχιεπισκοπικός θρόνος και ο άμβωνας είναι έργα του Τηνιακού μαρμαρογλύπτη Καπαριά. Η θαυματουργή βυζαντινή εικόνα της Παναγίας που φυλάσσεται στην εκκλησία, συνδέεται με πειρατικές ιστορίες και θρύλους της Φολεγάνδρου.
Μονή Παναγίας Γκουβερνιώτισσας
ΠΙΕΡΙΑ
Βυζαντινός Ναός Παναγίας Κονταριώτισσας
.
Η εκκλησία της Παναγίας Κονταριώτισσας είναι το παλιότερο βυζαντινό μνημείο της Πιερίας. Ο σπάνιος αρχιτεκτονικός του τύπος και η περιορισμένη του διακόσμηση τον χρονολογούν στις αρχές του 11ου αιώνα.
Πρόκειται για ναό μεταβατικού τύπου με τρούλο και περίστωο. Σώζει ένα σπάνιο εικονογραφικό πρόγραμμα με τον Χριστό Παντοκράτορα στον τρούλο και την Κοίμηση της Θεοτόκου πάνω από το τρίβηλο (5ος ή 6ος αιώνας). Ενδιαφέρον προκαλεί το οικοδομικό του υλικό που μεταφέρθηκε από το γειτονικό Δίον. Στην ίδια περιοχή υπάρχει και νεκροταφείο της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου.
ΦΘΙΩΤΙΔΑ
Mονή Παναγίας Γαβριώτισσας Δαδίου
Κτίσμα του 18ου μ.Χ. αιώνα ανακαινισμένο το 1776 με βεβηλώσεις επί Τουρκοκρατίας και φθορές λόγω του υγρού κλίματος σήμερα λειτουργεί ως γυναικεία μονή.
Η εκκλησία μεταβυζαντινού ελλ. τύπου με νάρθηκα, τρίκλιτη με τετράγωνο τρούλο και φθαρμένη εικονογράφηση είναι μνημείο μεγάλης αξίας.Στη μεγάλη αυλή υψώνεται το Καθολικό. Γύρω από τον Ιερό Ναό βρίσκονται σε δύο επίπεδα οι κοινόχρηστοι χώροι, η τραπεζαρία των Μοναχών και των ξένων, το παρεκκλήσι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, που κάηκε το 1956 και ανακαινίστηκε ένα χρόνο αργότερα, ο ξενώνας και το Δεσποτικό. Το όλο αυτό συγκρότημα έχει την κλασική μορφή των Μοναστηριών με κέντρο το Καθολικό και γύρω τα διάφορα κτίσματα, όπως οι πύργοι των μεσαιωνικών χρόνων.
Στα κτίσματα παρατηρούνται εντοιχισμένα, ενσωματωμένα και αποδεκτά κάποια απομεινάρια της αρχαιότητας, όπως ένα μεγάλο μαρμάρινο ανθέμιο κάτω από το Δεσποτικό, ένα μικρότερο ανθέμιο πλάι στα τελευταία σκαλοπάτια της σκάλας που οδηγεί στην αυλή ή μια επιγραφή εντοιχισμένη στον τοίχο του Πρόναου εξωτερικά.
Ιερά λείψανα , σπάνια ιερά βιβλία και κειμήλια με σπουδαιότερο τη χρυσοποίκιλτη εικόνα της Παναγίας , ένθρονης με το μικρό Χριστό αγκαλιά φυλάσσονται στη μονή. Σημαντικό επίσης κειμήλιο είναι και το σιγγίλιο του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’ γραμμένο το 1798 που αναφέρεται στα προνόμια που απολάμβανε το μοναστήρι από τον Πατριάρχη σαν σταυροπηγιακό που ήταν ανεξάρτητο από τον τοπικό Επίσκοπο.Επί Τουρκοκρατίας έπαιξε και εθνικό ρόλο , αλλά και στα νεότερα χρόνια της κατοχής ήταν το κρησφύγετο και το στήριγμα υλικό και πνευματικό για τους δοκιμαζόμενους Δαδιώτες.
Το Μοναστήρι της Παναγίας της Γαυριώτισσας βρίσκεται έξω από την πόλη της Αμφίκλειας, σε υψόμετρο 800 μ. χωμένο σε πυκνό δάσος από πεύκα, κέδρα, βελανιδιές και γαύρους. Το Μοναστήρι ήταν ανδρικό στο παρελθόν, όμως από το 1954 μετατράπηκε σε γυναικείο και δόθηκε νέα πνοή πνευματική, φιλανθρωπική, δημιουργική. Πρώτη Ηγουμένη υπήρξε η Μοναχή Παρθενία Τσαγκρώνη. Ο Ιερός Ναός του Μοναστηριού είναι αφιερωμένος στην Παναγία Γαυριώτισσα και εορτάζει την 8 Σεπτεμβρίου, ημέρα εορτασμού του Γενεσίου της Θεοτόκου. Την ημέρα αυτή στο παρελθόν γινόταν μεγάλο πανηγύρι στο Μοναστήρι και στο Δαδί, που διαρκούσε 5-6 ημέρες. Με το Νέο Ημερολόγιο (1924) αυτό το πανηγύρι μεταφέρθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου και έκτοτε γίνεται στην Αμφίκλεια, ενώ το μεγάλο πανηγύρι στο Μοναστήρι γίνεται στις 6 Αυγούστου, ημέρα εορτασμού του παρεκκλησίου του.
ΚΑΣΤΟΡΙΑ
Παναγία η Καστριώτισσα
Ο μικρός ναός, που βρίσκεται στην πάλαι ποτέ Βυζαντινή ακρόπολη, είναι το κόσμημα της πόλης της Καστοριάς.Στους Βυζαντινούς χρόνους η επωνυμία του ναού ήταν '' Σκουταριώτισσα'' και είναι αναγεγραμμένη στη βάση του τυμπάνου του τρούλου. Έχει την επωνυμία Κουμπελίδικη, που ανάγεται στους χρόνους της Τουρκοκρατίας και έχει σχέση με τον χαρακτηριστικό ψηλό τρούλο του ναού ( από την τουρκική λέξη κουμπές, που σημαίνει τρούλος).Ο ναός έχει επίσης την επωνυμία "Ακαταμάχητος" ως προστάτης των τειχών της ακρόπολης.
Ο τύπος του μνημείου ανήκει στον τρίκογχο ναό μετά τρούλου. Ο κεντρικός τετράγωνος χώρος του ναού στεγάζεται με τρούλο, ο οποίος στηρίζεται πάνω σε τέσσερα τόξα, που υψώνονται στις τέσσερις πλευρές του τετραγώνου και μεσολαβούν ανάμεσα στον κεντρικό τετράγωνο χώρο και στις ημικυκλικές κόγχες. Τα υπερυψωμένα τόξα σχηματίζουν στην αναδομή σταυρό, πάνω στον οποίο κάθεται η κυκλική βάση του τρούλου. Στη δυτική πλευρά του κεντρικού χώρου συνεχίζεται στενός νάρθηκας, που καλύπτεται από ημικυκλική καμάρα. Δυτικότερα, συνεχίζεται ο δεύτερος νάρθηκας, ο εξωνάρθηκας, ο οποίος αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη του τέλους του 15ου αιώνα.
Μεγάλη εντύπωση προκαλεί ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος του τρούλου, ο οποίος δίνει και τη διαφορετική αίσθηση. Η αρμονία στη διάταξη των όγκων και η ξεχωριστή επιμέλεια στη διακόσμηση των όψεων πιστοποιούν την ευρηματικότητα και την έμπνευση του αρχιτέκτονα.
Το κτίσμα, σύμφωνα με παλαιότερους μελετητές ανήκει χρονικά στον 10ο-11ο αιώνα, συγκρινόμενος με ναούς της Μεσηβρίας και της Ηπείρου. Εσωτερικά, η ζωγραφική των τοιχογραφιών (κυρίως ναός, νάρθηκας, εξωνάρθηκας) καλύπτει μια χρονική περίοδο από τον 13ο έως και τον 17ο αιώνα. Στον κυρίως ναό, οι παλαιότερες τοιχογραφίες, που σώζονται σε κακή κατάσταση (λόγω των γνωστών προβλημάτων από τον βομβαρδισμό του μνημείου το 1940), ανήκουν χρονικά στα μέσα του 13ου αιώνα.
Από άποψης τεχνοτροπίας, στις συνθέσεις επικρατεί λιτό πνεύμα και το αρχιτεκτονικό βάθος και το τοπία χρησιμοποιούνται σωστά. Στα χρώματα, ο προπλασμός είναι πράσινος, ενώ το πλάσμα γίνεται με ώχρα.
Η ζωγραφική του 14ου και 15ου αιώνα, που τη συναντούμε εσωτερικά και εξωτερικά στο νάρθηκα, σώζεται σε καλή κατάσταση, όπως επίσης και αυτή του 17ου αιώνα.
Χαρακτηριστική σπάνια σκηνή στις εξωτερικές τοιχογραφίες, είναι ο χορός της Σαλώμης του 1496, ενώ κάτω απ' αυτήν διακρίνεται η Δέηση, που είναι παλαιότερο στρώμα του τέλους του 14ου αιώνα.
ΗΛΕΙΑ
Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Φιγαλείας
Ο υστεροβυζαντινός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου βρίσκεται στο κοιμητήριο του χωριού Άνω Φιγαλεία στον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Φιγαλείας.
Ο ναός ανήκει στην κατηγορία των σταυρεπιστέγων. Όλη η περιοχή μνημονεύεται στα χρονικά του Δεσποτάτου ότι είχε παραχωρηθεί στο Μοναστήρι του Βροντοχίου στο Μυστρά, με ένα χρυσόβουλο τουΑνδρόνικου Β’ Παλαιολόγου αμέσως μετά τη νίκη του κατά των Φράγκων το 1321. Χαρακτηριστικό στοιχείο που αποδεικνύει την παλαιότητα της μονής είναι η αβακωτή διακόσμηση. Πιθανά να ανήκε κάποτε σε κάποιο μοναστήρι αλλά αυτό δεν έχει αποδειχθεί. Ο ναός βρίσκεται σε μέτρια κατάσταση σύμφωνα με τους αρχαιολόγους-μελετητές και δεν έχει διατηρηθεί παρά το μισό ίσως από το αρχικό κτίσμα. Η αρχική τρίκλιτη με πεσσοστοιχίες βασιλική έχει σήμερα περιοριστεί στα δυο κλίτη με ένα νάρθηκα.
Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος της μεσαίας από τις τρεις αψίδες παρουσιάζει ενδιαφέρον. Οι τρεις κόγχες του ιερού έχουν μεγάλες διαστάσεις (εσωτ. διάμετρος 3,24μ. και 1,64μ. αντιστοίχως) και μια κανονική διάταξη. Ο χώρος του ιερού προσδιορίζεται από τη μικρή υπερύψωσή του και από το ξύλινο εικονοστάσι ενώ είναι φανερό ότι η πλακόστρωση του δαπέδου έχει ανανεωθεί πρόσφατα. Τοιχογραφίες δεν διακρίνονται πουθενά μέσα στο ναό. Πιθανά να έχουν σκεπαστεί με τα κακοδιατηρημένα λευκά επιχρίσματα που καλύπτουν τους τοίχους.
Η τοιχοποιία του αρχικού κτίσματος είναι επιμελημένη, έχει γίνει εξωτερικά με ακατέργαστους λίθους ή πολύ λίγους πελεκημένους και άφθονο κονίαμα που δεν επιτρέπει να φαίνονται καθαρά οι αρμοί. Πλίνθοι ανακατεύονται συχνά με τις πέτρες πάντοτε οριζοντίως. Αντίθετα, η τοιχοποιία των μεταγενέστερων τμημάτων δεν έχει πλίνθους κι οι πέτρες είναι πιο μικρές. Η κόγχη του ιερού διατηρείται σε καλή κατάσταση, είναι διευθετημένη με ιδιαίτερη φροντίδα και δεσπόζει σε αυτή το μεγάλο τρίβολο παράθυρο. Δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί η χρονολογία κτίσης του μοναστηριού. Από τυπολογικής και μορφολογικής άποψης, ο ναός διατηρεί πλήθος από στοιχεία της πρώιμης εποχής, κοινά σε μνημεία της πρώτης χιλιετίας και ειδικότερα του 10ου αιώνα. Έτσι κατά πάσα πιθανότητα η κατασκευή του τοποθετείται τα τελευταία 25 χρόνια πριν το 1000 μ.Χ. σύμφωνα με μελέτη του καθηγητή της Αρχαιολογίας Χ. Μπούρα που δημοσιεύτηκε το 1971 στα Cahiers Archeologigues.
Οι θόλοι έχουν καταρρεύσει και οι τοίχοι είναι σε μεγάλο βαθμό ανακατασκευασμένοι. Σήμερα καλύπτεται με δίρρυτη στέγη που ακολουθεί την κλίση που είχε η στέγη του εγκάρσιου θόλου. Κοσμείται με μεταβυζαντινές τοιχογραφίες, ενώ, σε πρόσφατες έρευνες που διενεργήσαμε εντοπίστηκαν υπολείμματα και δεύτερου, παλαιότερου, στρώματος.
Η έκταση που καταλαμβάνει η μεταβυζαντινή τοιχογράφηση υποδεικνύει ότι η μονή έχει υποστεί και άλλες μετατροπές πριν φθάσει στην σημερινή του μορφή. Ο ναός διαθέτει τοιχογραφημένο κτιστό τέμπλο. Ο ναός έχει οικοδομηθεί στην θέση αρχαίου κτίσματος, πιθανόν ναού, ενώ δεν θα πρέπει να αποκλειστεί και η πιθανότητα να έχει διαδεχθεί παλαιότερη εκκλησία. Το δάπεδο του μνημείου ανήκει σε πρωιμότερη φάση ενώ στους τοίχους είναι εντοιχισμένοι όρθιοι κορμοί κιόνων.
Το Χρυσόβουλο του Μυστρά, με το οποίο ο Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγος παρεχώρησε το 1321 στο Μοναστήρι του Βροντουχίου του Μυστρά:
"...το μετόχιον της Υπεραγίας Θεοτόκου της Βόγαλις μετά των προσόντων αυτή παροίκων και κτημάτων, όσα και οία ησίν, ήγουν αμπέλια, χωράφια, ελαίαι, σύκα, μυλώνος και ετέρων οπωροφόρων δένδρων. Ομοίως κεκτήσθαι και τα χωρία την Ζούρτζαν και την Μουνδράν μετά τοις ειρημένης περιοχής αυτών ..."
ΠΑΓΓΑΙΟ
Μονή Παναγίας Εικοσιφοινίσσης
Η Σταυροπηγιακή Μονή Εικοσιφοινίσσης, το αρχαιότερο μοναστήρι στην Ελλάδα βρίσκεται σε υψόμετρο 753 μέτρων, στη βόρεια πλευρά του όρους Παγγαίου, στο δρόμο Σερρών-Καβάλας, στα όρια των δύο Νομών.Αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα της Μακεδονίας και είναι το παλαιότερο εν ενεργεία μοναστήρι στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Για το όνομα της Μονής υπάρχουν τρεις εκδοχές:
Ο κτήτωρ της Μονής, άγιος Γερμανός, βρισκόταν σε ένα μέρος, μια μικρή όαση έξω από την ι. Μονή του Τιμίου Προδρόμου στους Αγίους Τόπους, όπου είχε είκοσι (20) φοίνικες, εκεί έλαβε εντολή από τον άγγελο της Θεοτόκου για την ανέγερση της Μονής και σε ανάμνηση της τοποθεσίας την ονόμασε «Παναγία η Εικοσιφοίνισσα».
Ο γνωστός στιχουργός του 18ου αιώνα Καισάριος Δαπόντες την ονομάζει «Κοσσσυφινίτσα», γιατί κατά την παράδοση, ένας κόσσυφος (κοτσύφι) οδήγησε τον άγιο Γερμανό στο σημείο όπου αναβλύζει το Αγίασμα μέχρι και σήμερα κάτω από το παρεκκλήσιο της Αγ. Βαρβάρας.
Ο ηγούμενος της Μονής Χρύσανθος το (1782) αναφέρει ότι ενώ ο άγιος Γερμανός, μετά την ανέγερση του μοναστηριού, αναζητούσε κατάλληλη σανίδα για να γίνει η εικόνα της Θεοτόκου. Εκείνη με θαυματουργικό τρόπο του πρόσφερε την μέχρι και σήμερα σωζόμενη εικόνα Της, που άστραφτε κι εξέπεμπε «φοινικούν», δηλαδή κοκκινωπό, φως. Απ’ αυτό επικράτησε ο όρος «Εικοσιφοίνισσα» (εικών φοίνισσα – Εικοσιφίνισσα).
Η ίδρυση της Μονής ανάγεται στα χρόνια του επισκόπου Φιλίππων Σώζοντος, ο οποίος έλαβε μέρος στη Δ’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451 μ.Χ.). Κατά την παράδοση, ο επίσκοπος Σώζων ίδρυσε, περί το 450 μ.Χ., ναό και μοναστικό οικισμό στη θέση Βίγλα, πλησίον της Μονής. Ο μοναστικός οικισμός αυτός εγκαταλείφθηκε με την πάροδο του χρόνου και η Μονή ιδρύθηκε ουσιαστικά από τον άγιο Γερμανό, στο δεύτερο μισό του 9ου ή στις αρχές του 10ου αιώνα. Ο άγιος Γερμανός ήταν ο πρώτος κτήτωρ της Μονής. Κατά την παράδοση, ο άγιος Γερμανός, αφού μόνασε στην ιερά Μονή Προδρόμου, στον Ιορδάνη ποταμό, εγκατέλειψε την Παλαιστίνη και με όραμα που είδε από τον άγγελο εκ της Παρθένου ήρθε στη θέση Βίγλα του Παγγαίου περί το 518 μ.Χ. Εκεί ανακάλυψε τα ερείπια των παλαιών κτισμάτων που είχε χτίσει ο Σώζων και ξεκίνησε την ανέγερση νέας Μονή αλλά δεν τα κατάφερε μόνος του, συνμοναστές του έγιναν οι Κωνσταντινουπολίτες αξιωματούχοι Νικόλαος και Νεόφυτος αφού πρώτα πούλησαν όλα τα υπάρχοντά τους και ξεχρέωσαν το όφελος του οσίου Γερμανού προς τους τεχνίτες για την ανέγερση της Μονής. Ο άγιος Γερμανός διοίκησε το Μοναστήρι με σοφία και σύνεση και εκοιμήθη αφού όρισε για διάδοχό του τον Νεόφυτο. Η μνήμη του εορτάζεται στις 22 Νοεμβρίου.
Η ιστορία της Μονής παραμένει άγνωστη μέχρι και τον 11ο αιώνα, οπότε ανακηρύχτηκε «σταυροπηγιακή» και κτίστηκε νέος καθολικός (κεντρικός) ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου. Από το 1472 η Μονή γνώρισε περίοδο ακμής μέχρι το 1507. Στη Μονή εγκαταβίωσε ο παραιτηθείς Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Α΄, ο οποίος με τη δράση και την περιουσία του της έδωσε πνοή ζωής. Για το λόγο αυτό ονομάστηκε δεύτερος κτήτορας της Μονής και η Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο. Τον άγιο Διονύσιο ιδιαίτερα τον τιμούσε ως πνευματικό της πατέρα η χριστιανή σουλτάνα Μάρω, μητριά του Σουλτάνου Μωάμεθ Β’ του Πορθητού (1451 – 1481), η οποία έκανε πολλές ευεργεσίες και δωρεές στην Ι. Μονή.
Η δράση των μοναχών στην ευρύτερη περιοχή προκάλεσε την οργή των Τούρκων, οι οποίοι τους θανάτωσαν, χωρίς όμως να καταστρέψουν το κτιριακό συγκρότημα της μονής. Μετά από παρέμβαση του Οικουμενικού πατριαρχείου στη σουλτανική αυλή, η μονή επανακατοικήθηκε από μοναχούς του Αγίου Όρους γύρω στο 1510 – 1520. Το 1610 επισκέφθηκε τη Μονή ο Μητροπολίτης Μυρέων Ματθαίος, ο οποίος συνέγραψε τον Παρακλητικό Κανόνα της Παναγίας Αχειροποιήτου. Το 1798, μετά την πρώτη του Πατριαρχία, έμεινε ως εξόριστος στη Μονή ο μετέπειτα Εθνομάρτυρας και άγιος Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄.
Κατά την Τουρκοκρατία, η συμβολή της Μονής στη διατήρηση της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού υπήρξε ανεκτίμητη, ενώ κατά την ιστορική της διαδρομή καταστράφηκε πολλές φορές από Τούρκους και Βούλγαρους επιδρομείς. Κατά την εποχή της Επανάστασης του 1821, η Μονή είχε γίνει πνευματικό και εθνικό κέντρο της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Η Μονή του Παγγαίου προετοίμασε την εθνική εξέγερση κατά των Τούρκων. Εδώ είχε το αρχηγείο του ο μεγάλος αγωνιστής Νίκος Τσάρας και εδώ ήρθε από τις Σέρρες ο Εμμανουήλ Παπάς, όρκισε τους οπλίτες του και κήρυξε την Επανάσταση.
Μέχρι το 1843 λειτουργούσε εκεί σχολή, ονομαζόμενη ‘Των Κοινών Γραμμάτων ή Ελληνική Σχολή’, για την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου της περιοχής, ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα και για λίγες δεκαετίες λειτούργησε και Γεωργική Σχολή με 3 γεωπόνους. Αξιόλογη υπήρξε και η βιβλιοθήκη της. Πρίν την διαρπαγή της από τούς Βουλγάρους (1917) περιλάμβανε 1300 τόμους βιβλίων από τους οποίους οι 430 χειρόγραφοι κώδικες, ήταν μεγάλης αξίας.
Τη Μεγάλη Δευτέρα, 27 Μαρτίου 1917, ο Βούλγαρος αρχικομιτατζής Πανίτσας, άρπαξε τα περισσότερα κειμήλια και τα μετέφερε στη Βουλγαρία, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Σόφιας. Τον Ιούνιο του ιδίου έτους Βούλγαροι στρατιώτες ανάγκασαν τους μοναχούς να εγκαταλείψουν το Μοναστήρι. Η Εικοσιφοίνισσα αφέθηκε έρημη. Η Μονή Παναγίας Εικοσιφοινίσσης άρχισε να επαναλειτουργεί το 1965 από γυναικείο τάγμα αυτή τη φορά και γιορτάζει στις 15 Αυγούστου στη μνήμη της Παναγίας της Θεοτόκου, στις 14 Σεπτεμβρίου στη μνήμη του τιμίου Σταυρού και στις 21 Νοεμβρίου στη μνήμη των Εισοδίων της Θεοτόκου. Η πραγματική ανοικοδόμηση της Μονής έγινε από τον κυρό Μητροπολίτη Διονύσιο Κυράτσο εκείνη τη περίοδο, γι’ αυτό και θεωρείται από πολλούς ο τρίτος κτήτωρ της Ι. Μονής.
Η Μονή και τα κτίσματά της
Ολόκληρη η Μονή περιβάλλεται από ψηλό τείχος και στο κέντρο της βρίσκεται ο ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου. Στο πρώτο και κύριο μέρος της Μονής βρίσκεται το καθολικό, το οποίο είναι το παλαιότερο κτίσμα της, το Ηγουμενείο, τα κελλιά των μοναζουσών, το αρχονταρίκι, το παρεκλήσσιο της Αγίας Βαρβάρας με το αγίασμα, το μουσείο, η τράπεζα και τα εργαστήρια κεντητικής και αγιογραφίας. Στο δεύτερο μέρος των κτηριακών εγκαταστάσεων της Μονής περιλαμβάνονται τα τρία κτήρια των ξενώνων, το πρεσβυτέριο για το λειτουργό Ιερέα της Μονής,το παρεκλήσσιο της Ζωοδόχου Πηγής και ανθόκηπο με παλαιό συντριβάνι. Προ της Ι. Μονής υπάρχει πλατεία την οποία σκιάζουν αιωνόβια πλατάνια. Κοντά σ’ αυτήν βρίσκεται το μνημείο των 172 μοναχών της Εικοσιφοινίσσης που σφαγιάσθηκαν το 1507 από τους Τούρκους. Ανεγέρθηκε το 1972. Στην είσοδο της Μονής υπάρχει ψηφιδωτό της Θεοτόκου δεομένης. Στην εσωτερική πύλη υπάρχει άλλο ψηφιδωτό των δυο κτητόρων της Μονής, αγίων Γερμανού και Διονυσίου. Το «καθολικόν», ο κεντρικός δηλαδή ναός, κτίσθηκε το 1842, πλην του Ι. Βήματος, το οποίο σώζεται από τον 11ο αιώνα. Θαυμάσιας τέχνης είναι το ξυλόγλυπτο επίχρυσο τέμπλο, στο οποίο βρίσκεται και η αχειροποίητη Εικόνα. Το τέμπλο κατασκευάσθηκε από το 1781 έως το 1802 από Χιώτες τεχνίτες. Έχει δυο μεγάλους και δυο μικρότερους τρούλους. Στη στέγη φύονται δυο μικρά κυπαρίσσια που προκαλούν θαυμασμό, σαν θαύμα. Στη νοτιοανατολική γωνία του Ναού υψώνεται μεγαλοπρεπές κωδονοστάσιο.
ΛΕΩΝΙΔΙΟ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ
Μονή Παναγίας Έλωνας
Είναι χτισμένη σε ρυθμό κεραμοσκεπαστής βασιλικής με πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομή. Διαθέτει τέσσερις θύρες εισόδου, ανοιγμένες όλες στη βόρεια πλευρά της. Η μεγαλύτερη από αυτές διαθέτει ακανόνιστο πέτρινο τόξο πάνω από το ανώφλι. Αριστερά της υψώνεται το μαρμάρινο κωδωνοστάσιο, χτισμένο στα 1831μ.Χ. επάνω στο οποίο διακρίνονται εμφανή υπολείμματα μπλε χρώματος.
Η μονή ιδρύθηκε το 1300. Λέγεται πως βοσκοί που διατηρούσαν τα ποίμνιά τους στα απέναντι βουνά, έβλεπαν κάθε βράδυ κάποιο φως στον απότομο βράχο. Μόλις έγινε γνωστό το γεγονός αυτό στον επίσκοπο Ρέοντος και Πραστού επισκέφθηκε μαζί με τον κλήρο της περιοχής, τους τοπικούς προεστούς και πλήθος χριστιανών την περιοχή για να... διαπιστώσουν ότι στη μέση του βράχου ήταν τοποθετημένη η εικόνα της Παναγίας και μπροστά της έχυνε το ιλαρό του φως ένα αναμμένο καντήλι. Μέχρι και σήμερα ο πιστός πάνω από το μοναστήρι μπορεί να δει το ξύλο από το οποίο ήταν κρεμασμένη η εικόνα. Με απόφαση του επισκόπου Ρέοντος και Πραστού, οι μοναχοί Καλλίνικος και Δοσίθεος που ήταν ασκούμενοι μοναχοί εγκαταστάθηκαν στο σημείο όπου βρέθηκε η εικόνα, έκτισαν ένα μικρό ναό, δύο κελιά και έγιναν οι πρώτοι κτήτορες της μονής της Ελώνης. Αυτοί οι μοναχοί μαρτύρησαν για την πίστη τους στο Θεό αφού τους έσφαξαν δύο Τούρκοι μέσα στην προσπάθειά τους να κατατροπώσουν όσους περισσότερους χριστιανούς μπορούσαν. Η Παναγία όμως τιμώρησε τους αλλόθρησκους για αυτή τους την πράξη τυφλώνοντας τους την στιγμή που έμπαιναν στο ναό της για να τον λεηλατήσουν. Αφού αντιλήφθηκαν τη χάρη της Παναγίας μετανόησαν και ξαναβρήκαν το φως τους αφιερώνοντας όλη την περιουσία τους στην Μονή, η οποία εκ τότε δέχθηκε πολλά προνόμια από μέρους των Οθωμανών, με αποτέλεσμα τα επόμενα χρόνια να αναπτυχθεί τόσο σε αριθμό μοναχών όσων και κτισμάτων, προσκυνητών και δωρεών.
Το 1770 η Μονή πέρασε από μεγάλη δοκιμασία. Οι Τούρκοι έσφαξαν τους μοναχούς της, την λεηλάτησαν και την πυρπόλησαν. Ωστόσο το 1785 ξαναέρχονταν μοναχοί οι οποίοι έφταναν τους σαράντα σε αριθμό και έτσι η μονή αρχίζει να ακμάζει πνευματικά και υλικά χάρη στην υποστήριξη των χριστιανών της περιοχής. Η ακμή της έρχεται στα έτη 1798-1811 και αυτό γιατί ο δρόμος προς την μονή γίνεται προσπελάσιμος, κτίζεται νέος ναός, κελιά, ξενώνες και αγοράζονται ή αφιερώνονται κτήματα στο Λεωνίδιο, στο Δήμο Λιμναίων, Σεληνούντος, Γερόνθρων και Έλους. Σημαντική ήταν και η βοήθεια από τους Υδραίους και τους Σπετσιώτες καπεταναίους. Εξαιτίας της φήμης που απέκτησε το οικουμενικό πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως την ανακήρυξε πατριαρχική και σταυροπηγιακή μονή μετά προνομίων πολλών και κεφαλαίων εις διηνεκή ασφάλειαν.
Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας , στης 12 Απριλίου 1822 έδωσε στην Πελοποννησιακή Γερουσία δεκαπέντε χιλιάδες γρόσια για τις ανάγκες του έθνους. Επίσης οι μοναχοί της πήραν μέρος σε πολυάριθμες μάχες. Όμως το ελεύθερο ελληνικό κράτος με το διάταγμα του 1833 έδιωξε τους μοναχούς της και πήρε την περιουσία της. Όμως η χάρη της Παναγίας βοήθησε και έτσι άρχισε να ευδοκιμεί και πάλι από το 1972.Η Παναγιά της Έλωνας εορτάζει στις 15 και 23 Αυγούστου (Κοίμηση και Εννιάμερα της Θεοτόκου αντίστοιχα), ενώ της 21 Νοεμβρίου, που εορτάζονται τα Εισόδια της Θεοτόκου γίνεται τοπική εορτή στο Λεωνίδιο και προς τιμή της τελώνται θρησκευτικές εκδηλώσεις.
ΝΑΥΠΑΚΤΙΑ
Παναγία Αμπελακιώτισσα
Η Αμπελακιώτισσα είναι γνωστή για την Ιερά Μονή της που διασώζει τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Αμπελακιώτισσας και το χέρι του Αγίου Πολυκάρπου. Πάνω από την Αμπελακιώτισσα, μέσα σε λόφους της Ν.Α. ελατόφυτης πλαγιάς της κορυφογραμμής Αϊ-Λιας, βρίσκεται η ιερά μονή Κοίμησης της Θεοτόκου.
Η μονή ιδρύθηκε το 1456 όπως δηλώνει η πλάκα που είναι πάνω από την πόρτα της μονής, επί ηγουμένου Θεοφίλου.
Σε αυτή βρίσκεται η αγία εικόνα της Θεοτόκου, έργο του Ευαγγελιστή Λουκά, η οποία πρώτα ανήκε στον ναό της Αμπελακιώτισσας, κατόπιν ρίχτηκε στον Πηνειό Ποταμό από τους Τούρκους και κάτω από υπερφυσικές συνθήκες βρέθηκε ανήμερα της Χάρης Της του 1455 μέσα στα κλαδιά μιας γέρικης βελανιδιάς, στον περίβολο του μοναστηριού, που ήταν τότε δασόφυτο. Το δέντρο που βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας σώζεται και σήμερα και τα κλαδιά του σκεπάζουν το Άγιο Βήμα του καθολικού του μοναστηριού.
Στα ιερά του κειμήλια, συγκαταλέγονται και οστά άλλων αγίων καθώς και το σπάνιο έργο τέχνης, ο Επιτάφιος, που κεντήθηκε το 1735 από τη φημισμένη κεντήστρα της Κωνσταντινούπολης, τη Μαριόρα.
ΣΙΑΤΙΣΤΑ
Μονή Παναγίας Μικροκάστρου
Πολύ κοντά από τη Σιάτιστα το χωριό Μικρόκαστρο βρίσκεται το μοναστήρι της Παναγίας Μικρικάστρου, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, γνωστό ως ''ιερά Μονή της Παναγίας εν Τσιαρουσίνω''.
Ο ναός χτίστηκε το 1797 και ήταν εξοχικός ναός της ενορίας Μικροκάστρου. Ως μοναστήρι αναφέρεται σε έγγραφο του 1842 όπου και τοποθετείται η ίδρυση του. Με τον νόμο συγχώνευσης των μοναστηριών το 1930-1932 το μοναστήρι της Παναγίας ήταν το μόνο που παρέμεινε, ενώ τα άλλα έγιναν μετόχια. Το 1993 η μονή μετατράπηκε σε Γυναικεία Κοινοβιακή Μονή και εγκαταστάθηκαν οι πρώτες μοναχές. Σήμερα η διαμόρφωση και ο ευπρεπισμός των αύλειων χώρων, οι ανακαινιστικές εργασίες η συγκρότηση της Αδελφότητας και η πνευματική του ακτινοβολία το καθιστούν ένα από τα σπουδαιότερα μοναστήρια στο νομό Κοζάνης.
Το καθολικό του μοναστηριού είναι τρίκλιτη βασιλική και αγιογραφήθηκε το 1797 από Ηπειρώτες Καπεσοβίτες ζωγράφους. Οι τοιχογραφίες είναι εξαιρετικής τέχνης. Θαυμασμό προκαλεί το ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο που σε ορισμένα σημεία του ακολουθείται η τεχνική του ''τρυπητού'' δηλαδή με διαμπερή κενά ανάμεσα στα θέματα. Από τις εικόνες, η θαυματουργούς της Θεοτόκου, που θεωρείται και η προστάτιδα της μονής, είναι η παλαιότερη, με πιθανή χρονολογία το 1603, ενώ από μια πρόσφατη έρευνα χρονολογείται στον 13ο αιώνα.
Ζαχάρω
Ιερός Ναός Παναγίας Σμερνιώτισας
Η Σμέρνα , το καραούλι της Ηλείας, είναι ένα πανέμορφο ορεινό χωριό του Δήμου Ζαχάρως, στην κορυφή του όρους Λαπιθα, σε υψόμετρο 650 μέτρων, με απέραντη θέα προς το Ιόνιο Πέλαγος για αυτό και αναφέρεται ως το «Μπαλκόνι του Δήμου Ζαχαρως». Πιθανές εκδοχές που πήρε την ονομασία της αναφέρονται:
1. από το ψάρι Σμέρνα που βρέθηκε πριν χιλιάδες χρόνια στον σημερινό κάμπο από αμπέλια που υπάρχει σήμερα που τότε ήταν λίμνη.2. Από έναν τσοπάνο που είχε έρθει από την Σμύρνη και λεγόταν Σμυρνης κι εγκαταστάθηκε εκεί στην εποχή της τουρκοκρατίας.
Με την πάροδο των ετών έγινε μετεξέλιξη του ονόματος. Η ιστορία αναφέρει ότι από εκεί ο Ιμπραήμ το 1825 είδε τους καπνούς από τον ηττημένο καιόμενο στόλο του στην ναυμαχία του Ναυαρίνου και τα όνειρα του για την ηγεμονία του Μοριά να εξανεμίζονται.
Ο Ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου που αποτελεί θαύμα της πίστης στα σπλάχνα της φύσης.Είναι ριζωμένος μέσα στα απότομα βράχια του όρους Λαπιθα με σπήλαιο δυτικά του χωρίου.
Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας βρέθηκε από κάποιον τοπικό βοσκό την περίοδο της Τουρκοκρατίας στο Σπήλαιο, που στην συνέχεια μετατράπηκε σε ναό.
ΚΑΣΟΣ
Κοίμηση της Θεοτόκου
Ένα ακόμη χωριό με το όνομα Παναγία είναι ο τόπος του μεγαλυτέρου πανηγυριού της Κάσου, κάθε Δεκαπενταύγουστο. Στην τοπική εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου τηρούνται, κάθε χρόνο, όλα τα πατροπαράδοτα έθιμα κατά τον εορτασμό του Δεκαπενταύγουστου.
Εκατοντάδες Κασιώτες απ' όλη την Ελλάδα, αλλά και μετανάστες όλες τις γωνιές του κόσμου, συρρέουν στο νησί, μαζί με τους ξένους επισκέπτες, για να προσκυνήσουν στην Παναγία, να γλεντήσουν με τα πατροπαράδοτα έθιμα και να δοκιμάσουν κασιώτικα ντολμαδάκια και πιλάφι
Η Πέρα Παναγία
Η Παναγία, το παλιό χωριό των καπεταναίων και των καραβομαραγκών, κατοικείται τον χειμώνα από ελάχιστο κόσμο. Τον Δεκαπενταύγουστο, όμως, φιλοξενεί τη μεγαλύτερη συγκέντρωση Κασιωτών και επισκεπτών. Εδώ γίνεται στη χάρη της Πέρα Παναγίας το μεγαλύτερο πανηγύρι. Η Πέρα Παναγία γιορτάζει, όπως πριν από 20, 50 ή 100 χρόνια, και «αρμενίζει» στολισμένη με τα γιορτινά «σινιάλα» καραβιού. Προτού ακόμη τελειώσει η Λειτουργία και η λιτάνευση της εικόνας της Παναγίας, οι ειδικοί για τους γάμους και τα πανηγύρια ερασιτέχνες μάγειροι- οι οποίοι ποτέ δεν έχουν πιάσει κουτάλα στο σπίτι τους- ετοιμάζουν τα φαγητά σε μεγάλα καζάνια στημένα στα «κούμιλα», όπου καίει η φωτιά από θυμάρια και ξύλα. Ειδικά το υπέροχο κασιώτικο πιλάφι απαιτεί ιδιαίτερη μαεστρία και πρέπει να σερβιριστεί στην ώρα του ζεστό και σπυρωτό. Λίγοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν τα μυστικά του. Το παραδοσιακό πιάτο του πανηγυριού περιλαμβάνει πιλάφι με κανέλα, καταπληκτικά ντολμαδάκια, πατάτες τηγανητές με κοκκινιστό αρνί και κατσίκι. Το τύλιγμα των περίφημων, μικροσκοπικών κασιώτικων ντολμάδων αποτελεί μια ξεχωριστή ιεροτελεστία. Αποβραδίς, δεκάδες γυναίκες η κάθε μία με την ποδιά της, τυλίγουν με τέχνη τόσα ντολμαδάκια όσα χρειάζονται για να σερβίρουν περίπου 2.000 πανηγυριώτες, αλλά και να περισσέψουν για μεζές σε όλη τη διάρκεια του πανηγυριού. Το πανηγύρι της Παναγίας είναι το μοναδικό στην Κάσο που ακόμη στρώνονται οι τεράστιες τάβλες για να φάνε με τη σειρά πρώτα οι γυναίκες και τα παιδιά και μετά οι άνδρες. Τα πιάτα, το κρασί και το ψωμί, φτάνουν στη «σάλα» χέρι με χέρι. Τα σερβίρουν οι άνδρες, οι οποίοι φορούν μια ειδική άσπρη ποδιά.
ΑΝΔΡΟΣ
Η μονή Παναχράντου
Είναι ένα από τα γοητευτικά «μπαλκόνια» της Ανδρου. Βρίσκεται ψηλά, στο όρος Καταφύγι, και από τους εξώστες της το ματιά του επισκέπτη απλώνεται ως τη Χώρα και τον θαλασσινό ορίζοντα. Σύμφωνα με την παράδοση, η μονή αυτή χτίστηκε από τον Νικηφόρο Φωκά κατά την επιστροφή του από τη νικηφόρο εκστρατεία κατά των Αράβων στην Κρήτη. Η μονή, όπως και πολλές άλλες στο νησί, έχει φρουριακό χαρακτήρα και ιδιαίτερη αίσθηση δημιουργούν οι πηγές με το γάργαρο νερό στο προαύλιο, κάτω από το μεγάλο δέντρο, αλλά και μέσα στην αυλή. Στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται αρχαίοι κώδικες και πατριαρχικά σιγίλια. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο του καθολικού είναι από τα ωραιότερα της Ανδρου και στην είσοδο της εκκλησίας υπάρχει μαρμάρινη ανάγλυφη παράσταση του Ευαγγελισμού, η οποία χρονολογείται από το 1602. Για τη μονή νοιάζεται ο ηγούμενος, πατέρας Ευδόκιμος, ο οποίος μπορεί να ετοιμάσει φαγητό για τους επισκέπτες αν ειδοποιηθεί. Στη μονή φτάνει χωματόδρομος, η ανάβαση όμως με τα πόδια (διαρκεί περίπου δύο ώρες) από το Αλαδινό και μετά τα Φάλλικα είναι ξεχωριστή εμπειρία, καθώς ο πεζοπόρος ανηφορίζει από το μονοπάτι, τα σοκάκια και τα σκαλοπάτια των χωριών, ανάμεσα σε ολάνθιστους κήπους, λευκά σπίτια, εκκλησιές και καμπαναριά με γαλάζιους τρούλους και παλιούς περιστερώνες, με τη συνοδεία, πάντοτε, της πανοραμικής θέας.
ΙΟΣ
Η Παναγία η Γκρεμιώτισσα
Στο πιο θεαματικό σημείο της Χώρας, η Παναγία η Γκρεμιώτισσα είναι το προσκύνημα των απανταχού Ιητών. Χτισμένη επάνω σε απρόσιτο γκρεμό, είναι ένας «σεμνός, γραφικός, χαριτωμένος νησιωτικός ναός», κατοικητήριο της θαυματουργής εικόνας της Κοιμήσεως που ταξίδεψε επάνω σε μικρή σχεδία, με την κανδήλα αναμμένη, από την τουρκοκρατούμενη Κρήτη και έφτασε στα φιλόξενα ακρογιάλια της Ιου. Δίπλα στην εκκλησία ένας ανεμοδαρμένος φοίνικας θυμίζει την παλαιά ονομασία του νησιού, «Φοινίκη».
ΚΥΠΡΟΣ
Καρπασία - Παναγία της Κανακαριάς
Στη Λυθράγκωμη, ένα χωριό της επαρχίας Αμμοχώστου στη περιφέρεια της τουρκοκρατούμενης Καρπασίας βρίσκεται ένα σπάνιο δείγμα της τέχνης του 6ου αιώνα μ.Χ. ο Ναός της Παναγίας της Κανακαριάς. Πρόκειται για ένα ναό μοναστηριού αφιερωμένου στην Παναγία που βρίσκεται στο δυτικό άκρο του χωριού.
Υπάρχουν τρεις ερμηνείες της ονομασίας Κανακαριά. Η λαϊκή παράδοση αναφέρει ότι ένας Σαρακινός κτύπησε με ένα βέλος το γόνατο της εικόνας της Παναγίας που βρισκόταν έξω από την Εκκλησία στο τοίχο ή την κτύπησε με μαχαίρι. Αμέσως έτρεξε αίμα. Το μαχαίρι όμως γύρισε πίσω και καρφώθηκε στο χέρι του. Προσπάθησε να θεραπεύσει την πληγή του πηγαίνοντας στο διπλανό χωριό. Τρέχοντας φώναζε «καν, καν» δηλ. «αίματα, αίματα». Ο Σαρακινός πέθανε στο δρόμο. Από τότε η Παναγία ονομάστηκε Κανακαναριά.Η δεύτερη ερμηνεία λέει ότι η Παναγία ονομάστηκε έτσι γιατί κτίστηκε από ένα κανακάρη, δηλ ένα μοναχοπαίδι.Η τρίτη προέρχεται από το ψηφιδωτό της βρεφοκρατούσας Παναγίας, η οποία «κανακεύει» τον γιό της κρατώντας τον στα γόνατα της.
Ο Ναός της Παναγίας κτίστηκε στα ερείπια μιας παλαιοχριστιανικής βασιλικής και χρονολογείται στην εποχή της εικονομαχίας. Είναι τρίκλιτη βασιλική με τρούλο που το μεσαίο κλίτος καταλήγει σε αψίδα ημικυκλική και κτίστηκε τον 7ο αι. ως καθολικό της μονής. Ο ναός τον 12ο και 13ο αι. δέχτηκε πολλές αλλαγές ( τοίχοι και αψίδες στα πλάγια κλίτη, τρούλος στο μεσαίο κλίτος, νάρθηκας).
Τρία μωσαϊκά που σώζονται στις αψίδες τριών πρωτοχριστιανικών βασιλικών (Παναγίας Αγγελόκτιστης στο Κίτι, της Κυράς στα Λιβάδια και της Παναγίας της Κανακαριας) δίνουν μιαν εικόνα της μεγαλοπρέπειας και της ανυπέρβλητης ομορφιάς των μωσαϊκών που κοσμούσαν τις βασιλικές που καταστράφηκαν στις αραβικές επιδρομές.Το αρχαιότερο από τα τρία ψηφιδωτά βρισκόταν στην αψίδα της Εκκλησίας της Κανακαριάς.
Την κεντρική σύνθεση αποτελούσε η ένθρονη Παναγία σε μετωπική στάση κρατώντας τον Χριστό στα γόνατά της με τους Αρχαγγέλους Γαβριήλ και Μιχαήλ ως δορυφόρους σ’ ένα χρυσό πλαίσιο.Τό ψηφιδωτό βρισκόταν στη θέση του μέχρι το 1979.
Το κεφάλι της Παναγίας δεν έχει διασωθεί. Την όλη παράσταση περιέβαλλε πλατειά ζώνη με πλούσιο διάκοσμο από γεωμετρικά και φυτικά σχέδια και από δεκατρία μετάλλια με εικόνες του Χριστού και των αποστόλων. Συνολικά 9 μετάλλια με εικόνες των αποστόλων έχουν διασωθεί.
Το 1979 η Εκκλησία της Παναγίας υπέστη την καταστροφική μανία των Τούρκων εισβολέων. Αφαιρέθηκαν τα σπουδαία ψηφιδωτά του ναού, όπως διαπίστωσε η Αρχαιολογική Υπηρεσία της Κύπρου, τα οποία πουλήθηκαν σε εμπόρους αρχαιολογικών θησαυρών. Η διεκδίκηση επανάκτησης των θησαυρών έγινε από το κράτος και την Εκκλησία της Κύπρου μετά από μακρόχρονο αγώνα και προκάλεσε το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Το 1989 το δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών χαρακτήρισε τα ψηφιδωτά κλεμμένη ιδιοκτησία και διέταξε την επιστροφή τους στο νόμιμο ιδιοκτήτη τους, δηλ. την Εκκλησία της Κύπρου.
Κίτιον
Παναγία Αγγελόκτιστη
Για την ονομασία της εκκλησίας δίδονται δύο εκδοχές. Η πρώτη αναφέρει ότι όταν αποφάσισαν να κτίσουν την εκκλησία δεν ήταν στο χώρο που βρίσκεται σήμερα αλλά κάπου αλλού. Αρχίζοντας όμως να κάνουν τα θεμέλια στο χώρο εκείνο, είδαν μετέπειτα ως εκ θαύματος ότι τα θεμέλια είχαν μεταφερθεί στο χώρο που βρίσκεται σήμερα. Έτσι συνέχισαν το κτίσιμο στην νέα τοποθεσία αφού ήταν πλέον ορατό ότι ήταν θέλημα του Θεού. Αλλά συνέβηκε και άλλο παράξενο. Ενώ το κτίσιμο συνεχιζόταν οι κτίστες διαπίστωναν κάθε πρωί ότι το κτίσιμο προχωρούσε από μόνο του. Τότε παραφύλαξαν την νύκτα και είδαν ότι κατά τα μεσάνυκτα άγγελοι κατέβαιναν από τους ουρανούς και με ύμνους προς την Παναγία έκτιζαν κατά την διάρκεια της νύκτας την εκκλησία.
Η άλλη εκδοχή είναι λόγω του ψηφιδωτού της Παναγίας που υπάρχει στην εκκλησία. Όποιος το προσέξει και δει πόσο όμορφο είναι λέει ότι ανθρώπινα χέρια δεν θα μπορούσαν να φτιάξουν ένα τέτοιο ψηφιδωτό. Έτσι πιστεύεται ότι και αυτό έγινε με την βοήθεια των αγγέλων.
Η εκκλησία της Αγγελόκτιστης είναι σταυρικού ρυθμού με τρούλο και κτίστηκε γύρω στον 11ον αιώνα. Η αψίδα της εκκλησίας που φέρεται να είναι αρχαιότερη είναι κατάλοιπο μιας βασιλικής του 5ου αιώνα, ενώ το δυτικό τμήμα είναι νεώτερη προέκταση.
Στην κύρια είσοδο του κεντρικού ναού υπάρχει η χρονολογία 1714, που προφανώς δεν αναφέρεται στην ημερομηνία της οικοδομής του αλλά στον χρόνο κάποιας επιδιόρθωσης που έγινε σε αυτό. Μια επιγραφή επίσης στην κύρια είσοδο του ναού αναφέρει και τον Επίσκοπο Κιτίου Σύλβεστρο, από τον οποίο έγινε η ανακαίνιση του ναού. Άλλη χρονολογία στο εικονοστάσιο (1855) επιδεικνύει την ημερομηνία κατασκευής του τέμπλου. Στο εικονοστάσι αυτό υπάρχουν εικόνες του 19ου αιώνα καθώς και μερικές άλλες παλαιότερες.
Στην βόρεια πλευρά της εκκλησία προστέθηκε κατά τον 12ον αιώνα ένα μικρό καμαροσκέπαστο παρεκκλήσι, που είναι αφιερωμένο στους Αγίους Αναργύρους, Κοσμά και Δαμιανό. Στο παρεκκλήσι σώζονται δύο στρώματα τοιχογραφιών. Το νεώτερο στρώμα παρουσιάζει τον Άγιο Γεώργιο έφιππο και τους άλλους αγίους όρθιους, χρονολογείται από τον 15ον αιώνα, ενώ το παλαιότερο δεν μπορεί να χρονολογηθεί προτού αποχωριστεί από το νεώτερο στρώμα.
ΛΕΥΚΩΣΙΑ
Μονή Παναγίας Χρυσοκουρδαλιώτισσας
Η Ιερά Μονή Παναγίας Χρυσοκουρδαλιώτισσας, ένα μεσαιωνικό κτίσμα στο χωριό Κούρδαλι, κοντά στο χωριό Σπήλια, στην περιοχή της Σολιάς. Το Κούρδαλι είναι ένα μικρό χωριό, αλλά ευλογημένο, καθώς και ιστορικό, διότι λαμπρύνεται με τον παλαιό και τόσο κατανυκτικό ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου, που μέσα στα σπλάγχνα του αποθησαυρίζει οστά οσίων ανδρών και αγωνιστών της ελευθερίας του νησιού μας.
Το Μοναστήρι βρίσκεται μέσα σ' ένα καταπληκτικό φυσικό περιβάλλον. Το ποταμάκι, που ρέει κατά μήκος της εκκλησίας, οι καρυδιές, η πυκνή συστάδα των πεύκων, οι αιωνόβιες και επιβλητικές ελιές, που το περιβάλλουν, καθώς και οι απόκοσμες φωνές των γλυκύλαλων πουλιών του δάσους, που ανυμνούν κι αυτά τον Θεό με τον τρόπο τους, σε κάνουν να νοιώθεις ότι βρίσκεσαι σε κάποια απόκοσμη σκήτη, σαν αυτές του Αγίου Όρους, που έχουνε την εκκλησία στο κέντρο και λιγοστά προσκτίσματα να την κυκλώνουν.
Τη Μονή έκτισε η οικογένεια Κούρδαλη, με πρωτοστατούντες τον ιεροδιάκονο Λέοντα Κούρδαλη και τον συγγενή του, πρωθιερέα Ιωάννη Κούρδαλη και χρονολογείται στα τέλη του15ου/αρχές του 16ου αιώνα. Πρόκειται γιά μία από τις πολλές περιπτώσεις ιδιωτικών μονυδρίων και ναών, που ανεγείρονται στην Κύπρο από κληρικούς ή λαϊκούς κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας. Παλαιότερα ήταν ανδρικό μοναστήρι, εγκαταλείφθηκε όμως αργότερα, ίσως επί Τουρκοκρατίας, κι έτσι το καθολικό της Μονής χρησιμοποιήθηκε ως εκκλησία του μεταγενέστερου της Μονής οικισμού Κουρδάλων. Η προσκυνηματική εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας, 16ος αιώνας
Ο ναός είναι διαιρεμένος σε τρία κλίτη με ξύλινες κολώνες και δοκούς, οι οποίες ήταν διακοσμημένες. Σήμερα σώζονται μόνο τρείς από τις αρχικές αυτές δοκούς. Οι τοιχογραφίες του ναού, που συντηρήθηκαν μαζί με τον ναό από το Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κύπρου, χρονολογούνται στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα, αλλά πλείστες όσες έχουν δυστυχώς καταστραφεί. Σε πολύ κατάσταση διατηρούνται σήμερα αυτές στο ιερό Βήμα και σε κάποια άλλα σημεία του ναού. Στον νότιο τοίχο, στη γωνία, υπάρχει η γνωστή τοιχογραφία του Αποστόλου Βαρνάβα, ίσως η καλύτερη στην Κύπρο. Στον βόρειο τοίχο, υπάρχει η μεγαλοπρεπής τοιχογραφία του Αγίου Γεωργίου με σκηνές από το μαρτύριό του και τον κτήτορα της Μονής να δέεται στον Άγιο. Στο ιερό Βήμα σώζονται οι παραστάσεις του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, η Πλατυτέρα, οι Τρείς Ιεράρχες, μαζί με τους Κυπρίους Αγίους Σπυρίδωνα και Επιφάνιο. Ακόμα, η θυσία του Αβραάμ, ο Άγιος Στέφανος ο πρωτομάρτυρας, η φιλοξενία του Αβραάμ, και οι Κύπροι Άγιοι Ιωάννης ο Λαμπαδιστής και Αθανάσιος ο Πεντασχοινίτης. Στον δυτικό τοίχο υπάρχει μεγάλη τοιχογραφία της Σταύρωσης και ακολούθως τοιχογραφίες από τις Κυριακές του Πεντηκοσταρίου. Δεξιά των τοιχογραφιών του Πεντηκοσταρίου υπάρχει ἡ παράσταση της Ρίζας του Ιεσσαί και, αριστερά, η Παναγία ένθρονη, με τους Προφήτες που προφήτεψαν γι’ Αυτήν. Αξιόλογης τέχνης είναι και το επιχρυσωμένο σκαλιστό τέμπλο με σπουδαίες και σπάνιες εικόνες. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η προσκυνηματική και θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας του 16ου αιώνα (Δεξιοκρατούσα). Ένα ακόμη ξεχωριστό στοιχείο αυτού του ναού είναι τα στασίδια του, με τους σκαλιστούς δράκους στο πλάι, που χρονολογούνται κι αυτά στην περίοδο της Βενετοκρατίας.
ΛΑΡΝΑΚΑ
Παναγία Ασταδιώτισσα στον Άγιο θεόδωρο
Πρόκειται για βυζαντινή εκκλησία που βρίσκεται στο χωριό Άγιος Θεόδωρος Λάρνακας στη νοτιοανατολική πλευρά της Κύπρου. Ήταν ξωκλήσι οικισμού το οποίο εγκαταλείφθηκε τον 19° αιώνα από τους κατοίκους του λόγω σεισμού ή κάποιας επιδημικής νόσου.
Η ονομασία οφείλεται πολύ πιθανόν στη λέξη "στάχυ". Επειδή, φαίνεται οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη σιτηροκαλλιέργεια θέλησαν να αφιερώσουν το ναό στην Παναγία για να την έχουν προστάτιδα των δημητριακών από τις ακρίδες, τις φυτικές ασθένειες, κ.λπ.
Δυστυχώς και αυτή η βυζαντινή εκκλησούλα, δέχτηκε βεβηλώσεις από τους Τούρκους κάτοικους του Αγίου Θεοδώρου, όπως δέχονται και τόσες άλλες σήμερα στον Τουρκοκρατούμενο βορρά τόσο από τους εποίκους όσο και από τον Τουρκικό στρατό κατοχής.
Συγκεκριμένα ο ναός την περίοδο 1963-1974 είχε μετατραπεί σε μάντρα ζώων από Τούρκους βοσκούς. Αυτοί άναβαν φωτιές για να ζεσταθούν με αποτέλεσμα οι τοίχοι του ναού κοσμημένοι με αξιόλογες τοιχογραφίες να καλυφθούν από καπνιά (αιθάλη). Επίσης πάνω στα πρόσωπα των Αγίων μορφών φαίνονται τα ίχνη από αιχμηρά αντικείμενα με τα οποία οι Τούρκοι βοσκοί τα χάραζαν.
ΤΡΟΟΔΟΣ - Nικητάρι
Μονή Παναγίας Φορβίων
Ο ναός της Παναγίας της Φορβιώτισσας, περισσότερο γνωστής ως η Παναγία της Ασίνου, βρίσκεται στις βόρειες υπώρειες της οροσειράς του Τροόδους. Είναι κτισμένη στην ανατολική όχθη ενός μικρού χείμαρρου, τρία χιλιόμετρα νοτίως του χωριού Νικητάρι.Από το 1985 περιλαμβάνεται, μαζί με εννέα άλλες τοιχογραφημένες βυζαντινές εκκλησίες του Τροόδους, στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Πρόκειται για το καθολικό της Μονής των Φορβίων, από όπου προέρχεται και η προσωνυμία της.
Σε επιγραφή που χρονολογείται στα 1105 με 1106, και βρίσκεται πάνω από τη νότια είσοδο του ναού, αναφέρεται ότι κτήτορας της Μονής ήταν ο Μάγιστρος Νικηφόρος Ισχύριος, μετέπειτα μοναχός Νικόλαος.Η ίδρυση της Μονής χρονολογείται στα 1099, ενώ συνεχίζει να λειτουργεί και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα οπότε εγκαταλείπεται.
Ο ναός αποτελείται από δύο μέρη: Τον μονόκλιτο καμαροσκεπή κυρίως ναό και το νάρθηκα, ο οποίος προστέθηκε κατά το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα.Οι πλαϊνοί τοίχοι του νάρθηκα απολήγουν σε αψίδα, γεγονός που θεωρείται επίδραση της Κωνσταντινουπόλεως.
Ήδη από το 12ο αιώνα ο ναός ήταν καλυμμένος με μια δεύτερη ξύλινη στέγη, στρωμένη με επίπεδα αγκιστρωτά κεραμίδια.
Σήμερα δεν σώζονται ίχνη από τα υπόλοιπα μοναστηριακά κτίσματα.Το εσωτερικό του ναού της Παναγίας της Ασίνου είναι κατάγραφο.
Οι τοιχογραφίες που σώζονται σήμερα ανήκουν σε διαφορετικές χρονολογικές περιόδους. Το παλαιότερο σύνολο χρονολογείται στα 1105 με 1106 και εκφράζει τις νέες τάσεις της ζωγραφικής της περιόδου των Κομνηνών.
Οι τοιχογραφίες αυτές απηχούν την τέχνη της Κωνσταντινούπολης, από όπου θα πρέπει να προερχόταν και ο ζωγράφος που τις δημιούργησε, και αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα σύνολα βυζαντινής τέχνης της περιόδου.Η ισχυρή επίδραση της πρωτεύουσας εξηγείται από το γεγονός ότι ο τότε αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1081-1118) κατέστησε την Κύπρο τη σημαντικότερη στρατιωτική βάση της νοτιοανατολικής Μεσογείου, λόγω των γεωπολιτικών συνθηκών της εποχής.
Πολλές παραστάσεις από το αρχικό σύνολο του 1105/6 σώζονται κυρίως στην αψίδα του Ιερού και στο δυτικό τοίχο του ναού, ο οποίος υπέστη διάφορες καταστροφές κατά καιρούς, συμπεριλαμβανομένων των σεισμών.Κατά το 14ο αιώνα, για παράδειγμα, θα πρέπει να κατέρρευσε το τεταρτοσφαίριο της αψίδας του Ιερού, οπότε ξανακτίστηκε και διακοσμήθηκε με τοιχογραφίες. Παράλληλα προστέθηκαν οι εξωτερικές αντηρίδες, και λίγο αργότερα η τοξωτή αντηρίδα στο ανατολικό άκρο του βόρειου τοίχου.
Ο νάρθηκας διακοσμήθηκε με τοιχογραφίες λίγο μετά την οικοδόμησή του κατά το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα, και επαναδιακοσμήθηκε στα 1332-1333 με έντονες φράγκικες επιδράσεις.Στο εικονογραφικό πρόγραμμα του νάρθηκα ξεχωρίζει ιδιαίτερα η απεικόνιση μεγάλου αριθμού δωρητών.
Στην Παναγία της Ασίνου σώζονται και μερικές μεταγενέστερες τοιχογραφίες που χρονολογούνται στο 17ο αιώνα.
1. Από την παράσταση της Παναγίας στην εικόνα.
Πηγές - Βιβλιογραφία
- Σύλλογος Ιμβρίων, imvrosland, Όψεις πολιτισμού στην Ίμβρο
- Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος
- Πατρειαρχείον Κωνσταντινουπόλεως
- Ιστορικά θέματα blog, Το παλάτι των Βλαχερνών
- Νoctoc Blog, Η Αχειροποίητος Λαπήθου
- Η βυζαντινή αρχιτεκτονική και οι ρυθμοί των ναών ,Κατερίνα Ρουμπέκα artmagazine
- Διακόνημα, Παναγία η Κανακαριά στην τουρκοκρατούμενη Κύπρο
- Κυπριακή Δημοκρατία, Καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς
- Κυπριακή Δημοκρατία, Τμήμα Αρχαιοτήτων
- Κοινοτικό συμβούλιο Κιτίου, Παναγία Αγγελόκτιστη
- Αρχαιολογία gr, Η Αχειροποίητος
- Νόστιμον Ήμαρ, Ιμβρος, Δεκαπενταύγουστος, Δημήτρης Καραβασίλης
- Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, μνημεία
- Σύνδεσμος Δαδιωτών, Ιερά Μονή Δαδίου "Παναγία η Γαυριώτισσα"
- Ιερά Μητρόπολις Θηβών και Λεβαδείας, Παναγία η Σκριπού
- Ιερά Μητρόπολις Κυθήρων και Αντικυθήρων
- Ιερά Μητρόπολις Ίμβρου και Τενέδου
- Ιερά Μητρόπολις Μόρφου
- Wikipedia, Βυζαντινή Τέχνη
- Wikipedia, Παναγία των Βλαχερνών
- Πανελλήνιο σχολικό δίκτυο, Αχειροποίητος Λαπήθου
- Αγιορείτικο Βήμα, Παναγία Μυρτιδιώτισσα
- Σκόπελος web
- Τα 300 ονόματα της Παναγίας , Λήμνος report
- Φως Κυρίου
- Στώμεν καλώς
- Δήμος Ζαχάρως
- Νομαρχία Ηλείας
- Δημωφέλεια Καβάλας
- ΕΠΑ.Σ Καβάλας
- Panoramio
Ενδεικτική βιβλιογραφία
- Η ελλαδική ναοδομία κατά τον 12ο αιώνα, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος Σειρά: Βυζαντινά Μνημεία, σελ.641 2002
- Ναοδομία, Νικολάου Μουτσόπουλου, καθηγητή του Αρχιτεκτονικού Τμήματος Α.Π.Θ.
- Βυζαντινή Ναοδομία 600-1204, Νικολάου Γκιολέ, εκδ Καρδαμίτσα 2002
- Παλαιοχριστιανική μνημιακή ζωγραφική Π 300-726, Νικολάου Γκιολέ
- Υπόδειγμα ορθόδοξης ναοδομίας κατά τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης, Αρχείο Παραλειπομένων Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Ιστορίας, 2003 Βασίλης Αναστ. Χαρίσης
- Παλαιοχριστιανική και βυζαντινή αρχιτεκτονική,Richard Krautheimer 679 σελ., 406 εικόνες 1991 Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ)
-Το χρονικό της τέχνης, E. H. Gombrich, μετάφραση: Λίνα Κάσδαγλη Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης ,σελ. 687 1998
- Η ξυλόστεγος παλαιοχριστιανική βασιλική της μεσογειακής λεκάνης, Αναστάσιος Κ. Ορλάνδος εκδ. Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία Σειρά: Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 1994, σελ. 771
- Οδοιπορικό στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή Βέροια Ναοί, τέχνη, ιστορία,Θανάσης Παπαζώτος Εκδ.Υπουργείο Πολιτισμού. Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων
- Μνημειακή τοπογραφία της χριστιανικής Θεσσαλονίκης-Οι ναοί: 4ος - 8ος αιώνας, Μαρία Ι. Καζαμία - Τσέρνου, Εκδ.Γράφημα, Σταμούλη Α.Ε. σελ.598 έτος 2009
- Οι εκκλησίες και τα ξωκλήσια της Ίμβρου -Η θρησκευτικότητα και η λαϊκή παράδοση του νησιού με χάρτη, κατόψεις και εικόνες
Χρυσόστομος Καλαϊτζής, Εκδ.Εταιρεία Μελέτης της Καθ' Ημάς Ανατολής σελ.698 έτος 2007
- Μεσοβυζαντινή ναοδομία στη Θεσσαλονίκη, Μνήμη Μανόλη Χατζηδάκη,Γεώργιος Μ. Βελένης, Εκδ.καδημία Αθηνών σελ.117 έτος 2003
- Εκκλησίες στην Ελλάδα μετά την Άλωση, Κλήμης Ασλανίδης, Χριστίνα Πινάτση, Σωτήρης Βογιατζής, κ.ά.Εκδότης: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ σελ. 293 έτος 2002
- Εκκλησίες στην Κωνσταντινούπολη-Ζώντα μνημεία της Ορθοδοξίας Νίκος Γκίνης, Κωνσταντίνος Στράτος, Ισμήνη Β. Καπάνταη, σελ 206 έτος 1999 Εκδόσεις Καστανιώτη
- Η Κρήτη στην Ύστερη Μεσαιωνική Εποχή-Η μαρτυρία της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, Όλγα Γκράτζιου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης σελ.336 έτος 2010
- Μητρόπολη Γάνου και Χώρας της Ανατολικής Θράκης, Σμαρώ Α. Κζούνια Εκδ. Κυρομάνος σελ.440 έτος 2005
πηγη.www.athensmagazine.g
Την ημέρα της γιορτής της Χιλιαρμένου ετελείτο η ακολουθία του Ακάθιστου Υμνου, στον Πόντο.. Αντίστοιχα, στις Σπέτσες, η Παναγιά της Αρμάδας βοήθησε τη μέρα του Γενεσίου της -8 Σεπτεμβρίου- τους Σπετσιώτες να τρέψουν σε φυγή την τουρκική αρμάδα -το 1822- καίγοντας ακόμα και την τουρκική ναυαρχίδα.
Βυζαντινή Αρχιτεκτονική - Ρυθμοί Ναών
Η αρχιτεκτονική της παλαιοχριστιανικής περιόδου, δηλαδή της περιόδου που αρχίζει με την αναγνώριση της χριστιανικής ως επίσημης θρησκείας από τον Κωνσταντίνο το Μέγα το 313 και που
τελειώνει με την αραβική κατάκτηση των νοτίων επαρχιών της αυτοκρατορίας και την απώλεια της ελευθερίας των θαλασσινών δρόμων (630). Την εποχή αυτή συνεχίζεται και προεκτείνεται η τέχνη του ελληνορωμαϊκού κόσμου, του οποίου οι μνημειακές μορφές χρησιμοποιούνται τώρα για να ανταποκριθούν στις ανάγκες της νέας επίσημης θρησκείας. Αυτές αφορούν τόσο στην ιδεολογική της επιβολή, που εξυπηρετείται με τη μεγαλοπρέπεια των κτιρίων και τη λαμπρότητα των υλικών, όσο και με την πρακτική προσαρμογή των κτιρίων στη νέα λατρεία. Τότε καθορίζονται οι κυριότεροι τύποι εκκλησιαστικών κτιρίων ανάλογα με τον προορισμό τους και καταστρώνεται η συγκρότηση του χριστιανικού ναού, η λειτουργία του κάθε τμήματός του δημιουργούνται νέα αρχιτεκτονικά μέλη, που αποτελούν και τα κύρια χαρακτηριστικά της βυζαντινής αρχιτεκτονικής.
Η σημασία της εποχής αυτής για την ιστορία της μεσαιωνικής τέχνης είναι τεράστια. Όλες οι σχολές της αρχιτεκτονικής τέχνης ξεκινούν από την παλαιοχριστιανική και για όλες σχεδόν τις κατηγορίες των καλλιτεχνημάτων των μεταγενέστερων εποχών. Στην τεράστια εδαφική έκταση που κατέχει η αυτοκρατορία περιλαμβάνονται οι ακμάζουσες ελληνιστικές πόλεις με ισχυρές εγχώριες καλλιτεχνικές παραδόσεις, όπως η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια, η Έφεσος, η Ρώμη και η πρωτεύουσα η Κωνσταντινούπολη, η οποία πλουτίζεται συνεχώς με νέα κτίσματα, αυτοκρατορικά και εκκλησιαστικά και γίνεται το νέο και σπουδαιότερο κέντρο στο οποίο συγκεντρώνονται οι καλλιτεχνικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας και από το οποίο εκπορεύονται τα καλλιτεχνικά ρεύματα, οι αρχιτέκτονες και οι αρχιτεκτονικοί τύποι προς το τέλος της αυτοκρατορίας, σε Ανατολή και Δύση.
Ο τύπος ναού που κυριαρχεί στις μεγαλύτερες εκκλησίες ως τον 6ο αιώνα είναι η Βασιλική, που κατάγεται από ένα ευρύχωρο ελληνιστικό και ρωμαϊκό κτίριο για δημόσιες συγκεντρώσεις. Τα κύρια χαρακτηριστικά της την διαφοροποιούν από τα πρότυπά της. Πρόκειται για μια μεγάλη μακρόστενη, ορθογώνια αίθουσα, χωρισμένη με κιονοστοιχίες σε τρία ή πέντε κλίτη από τα οποία το μεσαίο είναι ευρύτερο και ψηλότερο από τα άλλα. Η αίθουσα καταλήγει ανατολικά σε μια μεγάλη εξέχουσα ημικυκλική αψίδα, όπου βρίσκεται η Τράπεζα, το σύνθρονο και ο επισκοπικός θρόνος. Τον 4ο αιώνα δημιουργείται μπροστά στο ιερό ένα εγκάρσιο κλίτος, που συνδέεται με το μεσαίο κλίτος με μεγάλο θριαμβευτικό τόξο. Η Αγία Τράπεζα στις Βασιλικές, βρίσκεται στο σημείο της διασταυρώσεως των αξόνων των κλιτών. Το ιερό χωρίζεται από τον ναό με ένα κιγκλίδωμα με μαρμάρινες κολόνες και θωράκια. Το κεντρικό κλίτος, το ψηλότερο και φωτεινότερο τμήμα, με διακόσμηση οροφής και δαπέδου, όπου βρίσκεται και ο άμβωνας, προορίζεται μόνο για τους επίσημους και τους εκκλησιαστικούς, ενώ τα πλάγια κλίτη που χωρίζονται από το μεσαίο με θωράκια, προορίζονται για τους πιστούς λαϊκούς, ο νάρθηκας για τους κατηχούμενους και η συνεχόμενη προς αυτόν πρόθεση για την απόθεση των προσφορών. Η ευρύχωρη αυλή, με τη φιάλη είναι για όλους.
Τον 4ο και 5ο αιώνα είναι μεγάλη η ποικιλία των παραλλαγών στον τύπο αυτό. Το εγκάρσιο κλίτος συχνά δεν υπάρχει και όταν υπάρχει πότε είναι απλό και πότε περιβάλλεται εν μέρει ή ολόκληρο από εσωτερική κιονοστοιχία. Τον 6ο αιώνα καταλήγει σε πλάγιες αψίδες. Η μεγάλη αψίδα μπορεί να είναι ημικυκλική ή τρίπλευρη, μπορεί να μην εξέχει του ορθογωνίου. Η βασιλική-μαρτύριο συνδέεται με μεγάλα περίκεντρα κτίρια, μαυσωλεία, ή γίνεται διπλή βασιλική ή παίρνει τη μορφή σταυρικής βασιλικής με τον τάφο-μαρτύριο στην κεντρική διασταύρωση των αξόνων των τεσσάρων κλιτών, που είχαν όλα εσωτερικό περιστύλιο, όπως οι Άγιοι Απόστολοι Κωνσταντινουπόλεως, ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος της Εφέσου, εκκλησίες του 4ου αιώνα, οΆγιος Συμεών ο Στυλίτης στη Συρία, του 5ου αιώνα. Αυτόν τον τύπο βρίσκουμε και στην Καταπολιανή της Πάρου. Όλες αυτές οι εκκλησίες είχαν ξύλινη στέγη, όταν τον 6ο αιώνα θα ξανακτιστούν, πιο μεγάλες, αλλά διατηρώντας την ίδια διάρθρωση, θα στεγαστούν με τρούλους.
Ο χώρος της βασιλικής, κυριαρχείται από τον οριζόντιο άξονα, τονισμένο από τη ρυθμική πορεία των κιονοστοιχιών που οδηγεί στην κοιλότητα της αψίδας. Το μεσαίο κλίτος ευρύχωρο και άπλετα φωτισμένο, με την υπερυψωμένη οροφή, αποτελεί σημαντικό στοιχείο ανατάσεως. Ο πλούσιος εσωτερικός διάκοσμος, πολύχρωμα μαρμαροθετήματα, ψηφιδωτά, χρυσωμένη οροφή, φανερώνουν την προσπάθεια να δοθεί στον φωτεινό χώρο, που ντύνουν τους τοίχους και το δάπεδο πολύτιμα υλικά, όλα με πολύχρωμες ανταύγειες, όλα ρυθμισμένα στην κλίμακα πολυτέλειας.
Παράλληλα με τις βασιλικές χρησιμοποιήθηκαν στον 4ο και 5ο αιώνα για μικρότερα ιερά, κυρίως για τα μαρτύρια που κάλυπταν τάφους αγίων ή σημείωναν τόπους θείων επιφανειών ή θαυμάτων, τύποι κτιρίων που κατάγονται από αρχαία μαυσωλεία, περίκεντρα κτίρια στεγασμένα με τρούλο σε ποικίλες μορφές. Κυκλικά κτίρια με κυκλική κιονοστοιχία, που φέρει τον τρούλο, οκταγωνικά όπως το μεγάλο μαρτύριο του αποστόλου Φιλίππου στην Ιεράπολη της Φρυγίας ή ο οκτάγωνος ναός στους Φιλίππους με ημικυκλική αψίδα. Στους ναούς-μαρτύρια καθώς και σε μερικά βαπτιστήρια του τύπου αυτού ο τρούλος στηρίζεται σε ένα οκτάγωνο που σχηματίζουν οκτώ πεσσοί με ενδιάμεσες κολόνες, ενώ οι εξωτερικοί τοίχοι μπορεί να σχηματίζουν οκτάγωνο ή και τετράγωνο, οπότε γωνιακές κόγχες εξασφαλίζουν τη μετάβαση από το ένα σχήμα στο άλλο. Την προτίμηση του συστήματος αυτού από τους αρχιτέκτονές της εποχής του Ιουστινιανού μαρτυρεί ο ναός των Αγίων Σεργίου και Βάκχου στην Κωνσταντινούπολη και του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα.
Στα περίκεντρα κτίρια κυριαρχεί ο μεγάλος τρούλος που στέφει έναν ενιαίο χώρο. Όλα τα στοιχεία, πεσσοί, κολόνες, εξέδρες, τόξα, τονίζουν τον κατακόρυφο άξονα. Ένα όμως κτίσμα του Ιουστινιανού δημιουργεί μια τομή στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, γιατί καθιερώνει τον τρούλο ως κύριο καθοριστικό στοιχείο του κτιρίου του ναού, η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη. Τα στοιχεία που τη συνθέτουν ανήκουν στην ίδια κατηγορία των περίκεντρων ναών, αλλά έχουν συντεθεί κατά τρόπο νέο ώστε ο τεράστιος πάμφωτος χώρος να ανυψώνεται με αργό ρυθμό, καθώς οι πολύτιμες και πολύχρωμες επιφάνειες που τον περικλείουν ανελίσσονται με τους ρυθμικούς κυματισμούς των τόξων. Η ανοδική αυτή κίνηση που περιβάλει και συνεπαίρνει τον πιστό, κορυφώνεται και ολοκληρώνεται στον τεράστιο τρούλο, που δίνει την εντύπωση πως μόλις ακουμπά πάνω στο κτίριο, χωρίς υλικό βάρος. Κανένα από τα κτίρια που έγιναν σύγχρονα με την Αγία Σοφία ή στις επόμενες εποχές στην περιοχή του Βυζαντίου δεν έφτασε το μέγεθος των διαστάσεων και τον πλούτο των υλικών της. Αυτό όμως που αποτελεί την μοναδικότητά της και της προσδίδει την καίρια σημασία είναι ότι σε αυτήν εφαρμόστηκε για πρώτη φορά με τόση τόλμη και με μια τέτοια αισθητική αρτιότητα η ιδανική στατική λύση στη στήριξη του μεγάλου τρούλου.
Η γοητεία της οροφής με τρούλο οδηγεί σε συνδυασμούς του τρούλου με τη βασιλική. Ίσως για λόγους λειτουργικούς, έπρεπε να εξαρθεί ο χώρος μπροστά στην αψίδα του βήματος, είτε σε μικρότερα σταυροειδή κτίρια, όπως ο Όσιος Δαβίδ Θεσσαλονίκης ή το λεγόμενο Μαυσωλείο της Γκαλά Πλακίδια στη Ραβέννα (5ος αιώνας), όπου ο τρούλος ήταν κτιστός ή σε μεγαλύτερα κτίρια όπου ο τρούλος ήταν ξύλινος, όπως στη βασιλική με εγκάρσιο κλίτος του Ιλισού (5ος αιώνας) ή στο Αλαχάν Μαναστήρ στην Ισαυρία (5ος ή 6ος αιώνας). Παλαιότερα δεν έλειπε η βασιλική με κτιστό τρούλο, άλλα στον 6ο αιώνα το συναντάμε, όπως η Αγία Ειρήνη στην Κωνσταντινούπολη, ο Άγις Τίτος στην Γόρτυνα Κρήτης, η Καταπολιανή στην Πάρο, το Κασρ Ιμπν-Βαρντάν στη Συρία (564), ο Άγιος Πολύευκτος (524-527), η βασιλική Β στους Φιλίππους και το Τζάριτζιν Γραδ Σερβίας. Στα κτίρια αυτά θα φανερωθούν κατά διάφορους τρόπους οι συνέπειες της προσθήκης ενός μέλους με σημαντικό βάρος σε ένα σύστημα δομήσεως που δεν είναι προορισμένο για αυτό το σκοπό. Ο βασικός χαρακτήρας της βασιλικής ως κτιρίου με ορισμένη κατεύθυνση χάνεται.
Μετά τον 6ο αιώνα η βυζαντινή αρχιτεκτονική δεν θα ξαναγνωρίσει την μεγάλη ποικιλία των τύπων και των λύσεων των κτιρίων, ούτε τη μεγαλοφροσύνη που διακρίνει την παλαιοχριστιανική εποχή. Η μεταστροφή της λαϊκής ευλάβειας από τα λείψανα προς τη λατρεία των εικόνων, καθώς και η εξέλιξη της λειτουργίας, όλα συντελούν στη μετάβαση προς νέους τύπους ναών, πιο μικρούς όμως στο μέγεθος.
Ένας νέος τύπος είναι ο σταυροειδής με τρούλο. Στην πρώτη του μορφή παρουσιάζει στην κάτοψη σχήμα σταυρού εγγεγραμμένου σε ένα τετράγωνο που αποτελείται από το ιερό βήμα και από τριπλό νάρθηκα ή περίδρομο (Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης). Ο νέος αυτός τύπος αποτελεί εξέλιξη των μικρών σταυροειδών ναών τύπου Οσίου Δαβίδ Θεσσαλονίκης, ή όπως ο ναός της Κοιμήσεως στη Νίκαια, ο ναός Πέτρου και Παύλου (9ου αιώνα) και άλλοι. Στον ίδιο τύπο καταλήγουν και παλαιοχριστιανικής εποχής βασιλικές που διασκευάζονται την εποχή αυτή, όπως η Αγία Ειρήνη Κωνσταντινουπόλεως. Πρόκειται για νέα δημιουργία της εποχής, όπου παλαιότερες αλλά οικείες μορφές και τύποι αλληλοεπηρεάζονται και τελικά καταλήγουν στο ίδιο περίπου αποτέλεσμα. Οι τέσσερις εν τετράγωνο πεσσοί που στηρίζουν τα τέσσερα μεγάλα τόξα είναι πολύ ογκώδεις, αλλά τείνουν να διαλυθούν ώστε να σχηματιστούν μικρά γωνιαία διαμερίσματα. Η τάση να διατηρηθεί η ενότητα του μεγάλου τρουλοσκέπαστου κεντρικού χώρου είναι φανερή, για αυτό οι επικοινωνίες με τους πλάγιους περιδρόμους από όπου οι περισσότεροι πιστοί παρακολουθούν τη λειτουργία γίνεται συνήθως δια μέσου τριβήλων, ενώ με τα μικρά γωνιαία διαμερίσματα δεν υπάρχουν επικοινωνίες.
Εκτός από την επικράτηση και την εξέλιξη του τύπου του σταυροειδούς με τρούλο εξασφάλιζαν η συμβολική σημασία του σταυρικού σχήματος καθώς και του τρούλου, εικόνας του ουρανού. Ο ναός-μικρόκοσμος έβρισκε την τέλεια μορφή του.
Το τέλος της Εικονομαχίας 843μ.Χ και η άνοδος της Μακεδονικής Δυναστείας το 867 σημειώνουν την αρχή μιας εποχής νέας ακμής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τόσο στην κρατική πολιτική, όσο και στην περιοχή της πνευματικής καλλιέργειας, γιατί φτάνουν σε υψηλό επίπεδο οι επιστήμες, τα γράμματα, οι τέχνες, ώστε να γίνεται συνήθως λόγος για Μακεδονική Αναγέννηση. Την ίδια εποχή ακτινοβολεί ο βυζαντινός πολιτισμός ως τη Ρωσία, όπου η αρχιτεκτονική και κυρίως η ζωγραφική βρίσκονται σε εξάρτηση από τη βυζαντινή τέχνη, που παραμένει η διδασκάλισσα, σε Ανατολή και Δύση. Στην αρχιτεκτονική παρατηρείται μια ανανέωση του τύπου της σχετικά μεγάλης βασιλικής. Ο σταυροειδής με τρούλο επικρατεί και εξελίσσεται, ώστε οι τέσσεριςογκώδεις πεσσοί να συσταλούν σε τέσσερις κομψές κολόνες και τα τέσσερα γωνιακά διαμερίσματα να μεγαλώσουν, ώστε να στεγάζονται με ιδιαίτερο τρούλο το καθένα και έτσι ο ναός να έχει πέντε τρούλους. Το πεντάτρουλο σύστημα καθιέρωσε ένα αυτοκρατορικό κτίσμα του 880, η Νέα, ίσως από επίδραση των παλαιότερων Αγίων Αποστόλων. Τον ίδιο το ναό του Ιουστινιανού έχει ως πρότυπο και ο Άγιος Μάρκος της Βενετίας. Στον πεντάτρουλο τύπο της Νέας ανήκει ο παλαιότερος ναός του 907 στο σύμπλεγμα της Μονής του Λιβός και άλλοι.
Η τελειοποίηση στη στατική λύση της στηρίξεως του τρούλου με ελαφρότερα υποστηρίγματα και η επακόλουθηεπιμήκυνση των κεραιών του σταυρού, ώστε να καταργηθεί ο περίδρομος, έκανε την εξωτερική μορφή του ναού πιο οργανική καθώς διαγράφεται πιο καθαρά στη στέγη το σχήμα του σταυρού που φέρει τον τρούλο και οι κεραίες του σταυρού εκφράζονται και στις πλάγιες όψεις.
Επίσης οι αναλογίες έγιναν πιο κομψές και οι επιφάνειες των τοίχων εκφράζουν μια καθαρά πλαστική αντίληψη με κόγχες, με ημικόγχες και με βαθμιδωτά γείσα. Στη νοτιότερη Ελλάδα οι επιφάνειες των τοίχων είναι απλές, επίπεδες, με μοναδικό στόλισμα την άψογη πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία και μερικά μοτίβα με πλίνθους, άσχετα από τους τύπους των εκκλησιών. Με δύο κίονες, με τέσσερις κίονες, με τρείς κόγχες και με τέσσερις κόγχες ή μικρές θολοσκέπαστες βασιλικές, όπως στην Καστοριά. Αρχαϊκότεροι ναοί, αμέσως μετά τα μέσα του 9ου αιώνα, δεν έχουν ούτε αυτή τη χρωματικά διακοσμητική τοιχοποιία. Όλες αυτές οι παραλλαγές και οι δεξιοτεχνίες φανερώνουν μια αξιόλογη στροφή του ενδιαφέροντος προς την εξωτερική μορφή του κτιρίου, που συνεπάγεται τη μείωση της σημασίας του εσωτερικού χώρου και τη βαθμιαία διάσπασή του
Οι αρχιτέκτονες του 11ου αιώνα δημιουργούν ένα νέο σύστημα στηρίξεως του τρούλου. Πρόκειται για το οκταγωνικό σύστημα με το οποίο καλύφθηκε ο ναός με τον τρούλο σε όλο του το πλάτος και ο ενιαίος χώρος απλώνεται μπροστά στα τρία μέρη του Ιερού. Οι φορείς του τρούλου απωθήθηκαν στους γύρω τοίχους και ξανακερδήθηκε η ενότητα του χώρου και η μετάβαση από το οκτάγωνο στη χαμηλή κυκλική βάση του τρούλου γίνεται με τέσσερα ημιχώνια. Το καθολικό της Μονής του Οσίου Λουκά είναι το τελειότερο κτίριο μιας σειράς εκκλησιών αυτού του τύπου που σώθηκαν στη Στερεά Ελλάδα και στα νησιά, ενώ η καταγωγή του τύπου είναι από την Κωνσταντινούπολη. Το Δαφνί έχει την εξωτερική όψη περισσότερο σύμφωνη με την ελληνική αγάπη στις καθαρές γεωμετρικές φόρμες και στην άψογη τοιχοποιία με πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Η περίπτωση της Νέας Μονής Χίου, αυτοκρατορικού ιδρύματος, αντί για ημιχώνια έχει στους διαγώνιους άξονες κόγχες και αντί για γωνιόμορφους πεσσούς έχει οκτώ παραστάδες αναλυόμενες σε διπλούς κιονίσκους.
Εκτός από τον αρχιτεκτονικό τύπο, κοινά γνωρίσματα όλων των ναών της εποχής 9ου-12ου αιώνα είναι οι σχετικά μικρές διαστάσεις, φαινόμενο που δεν είχε σχέση με τον περιορισμό των οικονομικών μέσων ή τάση για ψηλά κτίρια, όπως η Παναγία των Χαλκέων στη Θεσσαλονίκη και άλλες. Η πολυτέλεια της κατασκευής που συμβαδίζει με μια εκλεπτυσμένη αίσθηση των υλικών προσδίδει στους περιορισμένους σχετικά εσωτερικούς χώρους την όψη πολύτιμων κομψοτεχνημάτων, καθώς τα πολύχρωμα μάρμαρα καλύπτουν το πάτωμα και ντύνουν τους τοίχους και στολίζουν τις καμάρες και τους θόλους λαμπρά ψηφιδωτά και τα παράθυρα ζωγραφιστά υαλοστάσια. Το τέμπλο έχει ψιλοδουλεμένα γλυπτά και στολίζεται με εικόνες από σμάλτο επάνω σε χρυσάφι. Η κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους της 4ης Σταυροφορίας το1204μ.Χ., αποτελεί αποφασιστική τομή στην πορεία προς την κατάρρευση. Τα ελληνικά κρατίδια που δημιουργούνται στην περιφέρεια με πρωτεύουσες την Θεσσαλονίκη, Άρτα, Νίκαια, Τραπεζούντα και Μυστρά, θα ανταγωνιστούν τα φραγκικά κρατίδια που δημιουργούνται στις ελληνικές χώρες και τελικά ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, της αυτοκρατορίας της Νίκαιας, θα ανακτήσει την Κωνσταντινούπολη το 1261μ.Χ. και η Πόλη θα ξαναγίνει το διοικητικό και το πνευματικό κέντρο με τον ηγετικό ρόλο.
Η ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως θα φέρει μια γενική πνευματική άνθιση και μια τάση επιστροφής και αναβίωσης παλαιοτέρων μορφών που εκδηλώνεται στην αρχιτεκτονική με την επάνοδο σε τύπους ξεχασμένους. Ο οκταγωνικός τύπος αναβιώνει στους Αγίους Θεοδώρους στον Μυστρά και στην Αγία Σοφία στην Μονεμβασία. Ο περίδρομος του σταυροειδούς με τρούλο επανέρχεται πιο χαμηλός και τον βρίσκουμε στην Πόλη, στις εκκλησίες της Θεσσαλονίκης όπως Αγίους Αποστόλους, Αγία Αικατερίνη και αλλού. Και κάπως σπάνιος ο τύπος του Βροντοχίου, της Μητροπόλεως και της Παντάνασσας στον Μυστρά και του παρεκκλησίου της Καταπολιανής, όπου η βασιλική του ισογείου συνδυασμένη με σταυροειδή με τρούλο στον όροφο, θυμίζει την Αγία Ειρήνη Κωνσταντινουπόλεως του 8ου αιώνα. Η αδυναμία της εποχής για νέα έργα είναι η συνήθεια να προσθέτουν σε παλαιές εκκλησίες νέα κτίσματα.
Στην Πρωτεύουσα κτίζονται παρεκκλήσια για την ταφή βασιλικών ή αρχοντικών οικογενειών (Παμμακάριστος). Επίσης μεγαλοπρεπείς νάρθηκες και εξωνάρθηκες στην Πόρτα Παναγία Θεσσαλίας και αλλού. Άσχετα με τους τύπους, την εξωτερική μορφή των αρχιτεκτονημάτων της εποχής χαρακτηρίζει μια εκζήτηση αντιθέσεων, ποικιλία στις σχέσεις επιπέδων στις προσόψεις και στις στέγες, μια γενική τάση προς τις αναλογίες και κομψότερη σιλουέτα, καθώς και προς τη χρωματική ποικιλία στη διακόσμηση των προσόψεων. Η Πρωτεύουσα πάντα υπερέχει στο μέτρο και στην κομψότητα. Εσωτερικά οι πολυτελέστεροι τρόποι διακόσμησης με ορθομαρμαρώσεις και ψηφιδωτά γίνονται σπανιότεροι και μετά τις πρώτες δεκαετίες του 14ου αιώνα σταματούν. Παντού κυριαρχεί η ευτελέστερη τοιχογραφία. Οι εσωτερικοί χώροι περιορίζονται στις διαστάσεις και έχουν την τάση να είναι διασπασμένοι και άνισα φωτισμένοι, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα θερμής οικειότητας κατάλληλης για θρησκευτική περισυλλογή και ατομική προσευχή.
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και ως τον 19ο αιώνα, σημαντικά θρησκευτικά κτίρια και δημόσια θα ανεγερθούν προ πάντων στα μοναστήρια, στο Άγιο Όρος, στα Μετέωρα και αλλού, σύμφωνα με τις παραδόσεις, τις τεχνικές και τις βασικές αντιλήψεις της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Δεν αναγνωρίζει κανείς τις νέες δημιουργίες στα έργα αυτά, αλλά δεν παύουν για αυτό το λόγο να είναι έργα αξιόλογα μιας καλλιτεχνικής παράδοσης που κυριάρχησε επί πολλούς αιώνες σε όλη τη χριστιανική ανατολή.
Η Παναγία των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη
Ο Ναός της Παναγίας των Βλαχερνών ιδρύθηκε από την αυτοκράτειρα Πουλχερία και το σύζυγό της Μαρκιανόμεταξύ 450-453. Επί Λέοντος Α’ του Θρακός (457-474) ο ναός ολοκληρώθηκε και απέκτησε λάμψη, ιδιαίτερα με τη δημιουργία του «αγίου λούσματος» και του αγιάσματος. Τότε χτίστηκε κα το παρεκκλήσιο της Αγίας σορού για να δεχτεί το ωμοφόριο και την Τίμια Ζώνη της Θεοτόκου, που μεταφέρθηκαν από την Παλαιστίνη το 473, με αποτέλεσμα ο ναός να γίνει το κυριότερο προσκυνηματικό κέντρο της Θεοτόκου στην Πόλη. Το ίδιο συνέβη και με την Αχειροποίητο εικόνα του Σωτήρος (το γνωστό Άγιο Μανδήλιο), το οποίο μετεφέρθη στην Κωνσταντινούπολη από τον Ρωμανό τον Πρεσβύτερο από την Έδεσσα της Συρίας. Την ίδια περίοδο αφιερώθηκαν στο ναό σημαντικά περιουσιακά στοιχεία, κυρίως κτήματα.
Ο Ιουστινιανός επί της βασιλείας του θείου του Ιουστίνου Α’ (518-527) τροποποίησε και τελειοποίησε το αρχικό οικοδόμημα. Στον τύπο της βασιλικής υψώθηκε τρούλος, στηριγμένος σε ημικύκλιο που σχημάτιζαν οι κίονες. Στα υπόγεια του Ναού υπήρχε το Άγιο Λούμα, σημερινό Αγίασμα. Κατά μία παλιά συνήθεια πήγαιναν οι Αυτοκράτορες την Παρασκευή της Γ’ των Νηστειών και λούζονταν στο Άγιο Λούμα. Ο Ιουστίνος ο Β’ (565-578) είχε προσθέσει δύο αψίδας, ενισχύοντας το σχήμα του σταυρού.
Πολλοί αυτοκράτορες, κατά καιρούς, από προσωπικό ενδιαφέρον βοήθησαν στην αναδιοργάνωση των Βλαχερνών με διάφορες δωρεές. Το μέγεθος των λειτουργικών αναγκών του ναού αποκαλύπτεται από Νεαρά του Ηρακλείου, η οποία ορίζει το ιερατείο και το προσωπικό το οποίο ανερχόταν συνολικά σε 74 άτομα, 12 πρεσβύτεροι, 18 διάκονοι, 6 διακόνισσες, 8 υποδιάκονοι, 20 αναγνώστες, 4 ψάλτες και 6 θυρωροί.
Το γνωστότερο και σπουδαιότερο γεγονός είναι η σωτηρία της Πόλης κατά το 626 όταν πολιορκήθηκε από τα στρατεύματα των Αβάρων. Η εικόνα της Βλαχερνίτισσας λιτανεύτηκε στις επάλξεις από το γιο του απουσιάζοντος Ηρακλείου, τον πατριάρχη Σέργιο (610-638) και το λαό. Η πολιορκία λύθηκε, η Πόλη σώθηκε και η σωτηρία αποδόθηκε στην Παναγία. Σύσσωμος ο λαός οδηγήθηκε με την εικόνα στον ιστορικό ναό όπου αγρύπνησε ψάλλοντας τον Ακάθιστο Ύμνο.
Στη διάρκεια της Εικονομαχίας επί Κωνσταντίνου Ε’ επειδή ήταν το λατρευτικό κέντρο των Ορθοδόξων, παράλληλο με την Αγία Σοφία (π.χ. κάθε Παρασκευή γινόταν ολονύχτιες αγρυπνίες των πιστών αφιερωμένες στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας) το εικονογραφικό πρόγραμμα καταστράφηκε. Όπως μας πληροφορεί «ο Βίος του Αγίου Στεφάνου του Νέου», που γράφτηκε το 808, οι εικονομάχοι αντικατέστησαν τις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων με παραστάσεις δέντρων, πτηνών και θηρίων. Τότε εξαφανίστηκε και η ξύλινη, αργυρόχρυση και ιστορική εικόνα της Παναγίας, η οποία ξαναβρέθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, το 1030 κρυμμένη στον τοίχο κατά τις εργασίες ανακαίνισης που έγιναν επί Ρωμανού Γ’ Αργυρού.
Το 843, με τη λήξη της Εικονομαχίας, από το ναό των Βλαχερνών ξεκίνησε η γιορτή της Ορθοδοξίας, που καθιερώθηκε για το θρίαμβο των εικόνων. Κατά την παράδοση εξάλλου το 944 τοποθετήθηκαν στο παρεκκλήσιο του ναού η εικόνα του Χριστού και η επιστολή του βασιλέα Αβγάρου, που έφεραν από την Έδεσσα.
Σε κάποια νεώτερη φάση ο Ρωμανός Γ’ Αργυρός (1028-1034) διακόσμησε με χρυσό και ασήμι τα εσωράχια των τοξοστοιχιών. Το 1070 η εκκλησία καταστράφηκε από πυρκαγιά και ανακαινίστηκε από τους αυτοκράτορες Ρωμανό Δ’Διογένη (1067-1071) και Μιχαήλ Ζ’ Δούκα (1071-1078). Ξανακαταστάφηκε και ανοικοδομήθηκε από τον Ανδρόνικο Κομνηνό το 1184. Μετά το 1204 καταλαμβάνουν το ναό των Βλαχερνών οι Λατίνοι μέχρις ότου ο Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης (1222-1254) τον εξαγόρασε από τους Καθολικούς, όπως και πολλά μοναστήρια της Πόλης. Το 1348 Γενουάτες πειρατές με τις πολιορκητικές τους μηχανές προκάλεσαν ζημιές στο ιερό.
Από τις μαρτυρίες που σώθηκαν ο ναός των Βλαχερνών ήταν δίπλα στον Κεράτιο, έξω από τα τείχη. Για να προστατευτεί ο Ηράκλειος περιτείχισε το χώρο. Όταν αργότερα ιδρύθηκε το Παλάτι των Βλαχερνών, πιο πάνω από το ναό στη πλαγιά του λόφου, Παλάτι και ναός επικοινωνούσαν με σκάλα και εδική θύρα. Οι αυτοκράτορες συχνά παρακολουθούσαν τις λειτουργίες και ανάλογο ήταν και το ενδιαφέρον τους για το ναό της Παναγίας για τον οποίο εξεδήλωναν με κάθε τρόπο το σεβασμό και την πίστη τους. Είναι γνωστό πως στις εκστρατείες έφεραν μαζί τους μία εικόνα της Βλαχερνίτισσας.
Κατά τον Φραντζή ο Ιερός Ναός κάηκε από κάποια αρχοντόπουλα που προσπαθούσαν να πιάσουν περιστέρια το 1434, λίγο πριν την άλωση, ενώ σώθηκε μόνο ο χώρος του αγιάσματος.
Το αγίασμα των Βλαχερνών |
Ύστερα από την πυρκαγιά του 1434 και την Άλωση, τα πάντα ερειπώθηκαν και ερημώθηκαν. Η φήμη και ο πλούτος του ιερού εξαφανίστηκαν. Η περιοχή περιήλθε με την Άλωση στους Οθωμανούς μέχρι το 1858. Τη χρονιά αυτή η περιοχή του αγιάσματος αγοράστηκε από την Ορθόδοξη συντεχνία των γουναράδων. Ακόμη η συντεχνία αγόρασε διάφορα οικόπεδα γύρω από το αγίασμα, προκειμένου να είναι εύκολη η επέκταση του ναϊδρίου που υπήρχε πάνω από το αγίασμα. Παράλληλα από το 1856 μέχρι το 1866 το ναΐδριο σταδιακά επεκτάθηκε, με ευθύνη της συντεχνίας. Το έτος αυτό (1866) ο Πατριάρχης Σωφρόνιος αποφάσισε να κατασχέσει το αγίασμα με το ναό και να τα θέσει υπό την ευθύνη του Πατριαρχείου.
Κατά τη διάρκεια των Σεπτεμβριανών ο τουρκικός όχλος κατέστρεψε το νάρθηκα και όλα τα ξύλινα μέρη του ναού. Υπό την ευθύνη του τότε πατριάρχη Αθηναγόρα ο ναός ανοικοδομήθηκε στη σημερινή του μορφή και εγκαινιάστηκε στις 26 Ιουνίου 1960. Η εκκλησία αγιογραφήθηκε το 1964, με θέματα από την ιστορία του ναού. Μελλοντικές ανασκαφές στον ευρύτερο χώρο της Παναγίας των Βλαχερνών πιθανόν να αποκαλύψουν τα ερείπια του μεγάλου βυζαντινού ναού.
Παναγία η Βλαχερνίτισσα είναι ο χαρακτηρισμός της παλαιοτάτης και θαυματουργής εικόνας της Θεοτόκου στον ναό της Παναγίας των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη. Η εικόνα παριστάνει την Θεοτόκο όρθια, μετωπική, σε στάση δεομένης, με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, φέροντας στο στήθος της εγκόλπιο με τον Ιησού. Είναι η υπέρμαχος Στρατηγός, που κατά την πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως από τους Αβάρους το 626 η εικόνα της Θεοτόκου της Βλαχερνίτισσας, έσωσε την πόλη από τον κίνδυνο και κατόπιν εψάλη στο ναό ο Ακάθιστος Ύμνος.
Σύμφωνα με την παράδοση, κατά την περίοδο της Εικονομαχίας καλύφτηκε η εικόνα μέσα στον νότιο τοίχο του ναού της Παναγίας των Βλαχερνών από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε’ (741-775) για να εξουδετερωθεί η προς εκείνη αποδιδόμενη τιμή από τους Βυζαντινούς, όμως αποκαλύφθηκε με θαυμαστό τρόπο κατά την περίοδο της βασιλείας του Ρωμανού Γ’ Αργυρού (11ος αιώνας).
Με την εικόνα της Βλαχερνίτισσας συνδέεται και το θαύμα του πέπλου που ανασηκωνόταν από το πρόσωπο της Θεοτόκου ανάλογα με την περίπτωση, όπως μαρτυρεί η Άννα η Κομνηνή.
ΠΟΝΤΟΣ
Παναγία Σουμελά
Δεκαέξι αιώνες η Παναγία Σουμελά προστάτευε τον ελληνισμό της Aνατολής. Σύμφωνα με την παράδοση το 386 οι Aθηναίοι μοναχοί, Bαρνάβας και Σωφρόνιος, οδηγήθηκαν, στις απάτητες βουνοκορφές του Πόντου, μετά από αποκάλυψη της Παναγίας, με σκοπό να ιδρύσουν το μοναχικό της κατάλυμα. Eκεί, σε σπήλαιο της απόκρημνης κατωφέρειας του όρους, σε υψόμετρο 1063 μέτρα, είχε μεταφερθεί από αγγέλους η ιερή εικόνα της Παναγίας της Aθηνιώτισσας, την οποία, πάντα κατά την παράδοση, εικονογράφησε ο Eυαγγελιστής Λουκάς.
Χιλιάδες πιστοί από όλη την Ελλάδα αλλά και το Εξωτερικό συρρέουν κάθε χρόνο και στις εκδηλώσεις που γίνονται στην Παναγία Σουμελά, την ιστορική εκκλησία που βρίσκεται στις πλαγιές του Βερμίου, κοντά στο χωριό Καστανιά.. Η εκκλησία κτίστηκε το 1951 από τους πρόσφυγες του Πόντου, στη μνήμη της ιστορικής ομώνυμης Μονής, τα ερείπια της οποίας βρίσκονται στο όρος Μελά, κοντά στην Τραπεζούντα του Πόντου. Εδώ φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, που είναι φιλοτεχνημένη από τον Ευαγγελιστή Λουκά.
Μετά τον μέγα εσπερινό της παραμονής γίνεται η λιτάνευση της Αγίας Εικόνας και στη συνέχεια ακολουθούν καλλιτεχνικές εκδηλώσεις με ποντιακά συγκροτήματα, ενώ ανήμερα της Παναγίας γίνεται η περιφορά της Αγίας Εικόνας, την οποία ακολουθεί πλήθος πιστών.
Στο αποκορύφωμα της μεγάλης γιορτής της χριστιανοσύνης, ποντιακά συγκροτήματα από την Μακεδονία προσφέρουν μοναδικές στιγμές με παραδοσιακούς σκοπούς και πολύωρο γλέντι.
ΙΜΒΡΟΣ
Παναγία - Κοίμησις Θεοτόκου
Η εκκλησία της Παναγίας, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, χτίστηκε το 1835 ως ενοριακός ναός του χωριού Παναγία. Το 1905, όταν μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα του νησιού από το χωριό Κάστρο στη σημερινή κωμόπολη της Παναγίας , μαζί με όλα τα δημόσια κτίρια μεταφέρθηκαν και οι διοικητικές αρχές της εκκλησίας σε ένα νεόδμητο νεοκλασικό μητροπολιτικό μέγαρο, δίπλα στον προϋπάρχοντα ναό της Κοιμήσεως. Έκτοτε, ο ναός της Παναγίας μετατράπηκε σε μητροπολιτικό. Σήμερα, το κτιριακό αυτό συγκρότημα αποτελεί τον θρησκευτικό πυρήνα της Ίμβρου. Βρίσκεται στη καρδιά του διοικητικού και εμπορικού κέντρου της πρωτεύουσας της Ίμβρου και αποτελεί το μοναδικό σύμβολο του ελληνισμού στο νησί.
ΕΒΡΟΣ
Φέρες - Παναγία Κοσμοσωτήρα
Σε ένα λοφίσκο της βυζαντινής κωμοπόλεως Βήρας,σημερινές Φέρες, βρίσκεται ο βυζαντινός Ναός του 12ου αιώνος αφιερωμένος στην Παναγία την Κοσμοσώτηρα.Ο Ναός αποτελεί το Καθολικό της Ιεράς Μονής Παναγίας Κοσμοσώτηρας Βήρας, που ιδρύθηκε από τον σεβαστοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό το 1151-1152.
Η ιστορία της Μονής της Παναγίας της Κοσμοσώτηρας, της βυζαντινής κωμοπόλεως Βήρας, οπότε και της σημερινής πόλεως των Φερών, αρχίζει όταν το έκτο παιδί και τριτότοκος γιός του αυτοκράτορα Αλεξίου Α' του Κομνηνού και της Ειρήνης Δούκαινας, ο πορφυρογέννητος Ισαάκιος Κομνηνός, σε ηλικία 59 ετών, ήρθε "περί τα χείλη του ποταμού” Έβρου και σε τόπο έρημο “ανθρώπων και οικημάτων” καθίδρυσε “το της Κοσμοσωτήρας και Θεομήτορος φροντιστήριον, ανδρών μοναζόντων”. Ήταν το έτος 6.660 από κτίσεως κόσμου κατά την 15η Ινδικτιώνα, δηλαδή από 1ης Σεπτεμβρίου 1151 μέχρι 31ης Αυγούστου 1152 μετά Χριστόν.
Με εμπειρία κτήτορος, αφού σε νεαρότερη ηλικία είχε ανακαινίσει ριζικά την Μονή της Χώρας και τον Ναό του Αγίου Στεφάνου του Αυρηλιανού στην Κωνσταντινούπολη, έρχεται κοντά στις εκβολές του Έβρου τον οποίο ονομάζει Μαρίτζα, και στον τόπο αυτό που ήταν γεμάτος φίδια και σκορπιούς και που λεγόταν βηρός, δηλαδή βαλτόνερα, οικοδομεί με βαθιά ευλάβεια ένα ολόκληρο οχυρωμένο μοναστηριακό συγκρότημα, το οποίο παίρνει από την περιοχή το όνομά του: "Μονή της Βήρας, Παναγία η Κοσμοσώτηρα".
Το μοναστηριακό συγκρότημα ήταν το φιλόδοξο εγχείρημα ενός ηγεμόνα, μέλους της αυτοκρατορικής οικογένειας και προδίδει άπλετα την πληθωρική προσωπικότητα του επιδέξιου στρατηγού, ποιητού, φιλόσοφου, θεολόγου και μαθηματικού κτήτορά του. Περιλαμβάνει το κεντρικό καθολικό αφιερωμένο στη Κοσμοσώτηρα Θεομήτορα με περιμετρικές πτέρυγες κελλιών, περίπου 40 για τους μοναχούς.
Οι κεντρικές αυτές εγκαταστάσεις περικλείονται με ένα τοίχος που στην νοτιοδυτική γωνία του έχει πύργο για τα σήμαντρα. Σήμερα διατηρείται καλύτερα αυτός ο πύργος, ύψους 8 μέτρων τετράγωνος εξωτερικά και κυκλικός εσωτερικά. Στην εσωτερική αυλή υπήρχαν και άλλα κτίρια ακόμα η τράπεζα των μοναχών, το σκευοφυλάκιο, το βεστιάριο και το συγκρότημα των λουτρών. Τρείς πύλες οδηγούσαν στην δεύτερη, την εσωτερική αυλή που ήταν και εκείνη τειχισμένη με περίφραξη. Η κύρια πύλη βρισκόταν βόρεια, μία ήταν στα ανατολικά και μία στα δυτικά. Από την ανατολική πύλη μπορούσαν να μπαίνουν στην Μονή και οι γυναίκες, μα μόνο στον εξωτερικό αυλόγυρο και μόνο τρεις φορές τον χρόνο. Εκεί στον εξωτερικό περίβολο υπήρχαν, σε θέση που παραμένει ασαφής σε μας, δεύτερος ναός αφιερωμένος στον Άγιο Προκόπιο, βιβλιοθήκη, σκευοφυλάκιο, βεστιάριο, ξενώνας, λουτρά, δεσποτικό διαμέρισμα, και κάποια ακόμη διαμερίσματα για φιλοξενία επισήμων. Όμως το κυριότερο κτίσμα του εξωτερικού περιβόλου ήταν το γηροκομείο ή νοσοκομείο. Ακόμη, υπήρχαν εδώ οι στάβλοι, τα εργαστήρια και οι μεγάλες αποθήκες. Πιο πέρα από τον εξωτερικό περίβολο βρισκόταν, με δική του περίφραξη και παρεκκλήσιο, το νεκροταφείο των μοναχών.
Βορειοδυτικά της Μονής και σε άμεση σχέση μ’ αυτήν ήταν το υδραγωγείο, έργο το οποίο έγινε «με πολύ ιδρώτα και δαπανώντας πολλά νομίσματα». Η κατασκευή του υδραγωγείου εξασφάλιζε νερό για τη στέρνα η οποία τροφοδοτούσε την κρήνη της Μονής αλλά και εκείνη του οικισμού. Σήμερα, κάθετα επάνω στον χείμαρρο με το βυζαντινό όνομα Σαμία, διατηρούνται δυο ακέραιες καμάρες και μία μισή, απομεινάρια του μεγάλου εκείνου έργου. Το πλάτος του υδραγωγείου είναι 1,30 μ., τα δε τόξα του είναι χτισμένα με ζωηρούς κόκκινους πλίνθους, έχουν άνοιγμα 7 μ. και ύψος 5 μ. και παρουσιάζουν στην κορυφή τους ελαφριά θλάση όπως τα αραβικά. Η μεταξύ των τόξων τοιχοποιία είναι με επιμέλεια κατασκευασμένη από κανονικούς πωρόλιθους με πλίνθους να παρεμβάλλονται στους οριζόντιους αρμούς.
ΑΡΤΑ
Βυζαντινή Μονή Βλαχερνών
Λέγεται και «Παναγία η Βλαχέρνα». Πρόκειται για παλιά μονή που βρίσκεται βορειοανατολικά της Άρτας, στο χωριό Βλαχέρνα, κοντά στη Γραμμενίτσα. Από το παλιό μοναστήρι σώζεται μόνο ο ναός. Έχει ρυθμό τρίκλιτης βασιλικής με κόγχες, τρούλους και παράθυρα μονόλοβα, δίλοβα, τρίλοβα, με άριστη κεραμική διακόσμηση.
Το εξωτερικό του ναού είναι εντυπωσιακό. Επίσης υπάρχουν ανάγλυφα και άλλη γλυπτή διακόσμηση. Στη νότια πλευρά του ναού υπάρχει μαρμάρινη πλάκα με την παράσταση του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, προστάτη των Κομνηνών.
Η Μονή ιδρύθηκε στις αρχές του 12ου αιώνα. Ο ναός έγινε τρουλαίος επί Δεσπότη Μιχαήλ Β' (1250-1260). Στο νέο κτίσμα ενσωματώθηκαν υλικά και ολόκληρα τμήματα τοίχων απ' τον αρχικό ναό,κυρίως στη νότια και ανατολική πλευρά του μνημείου. Είναι εμφανές ότι ο νάρθηκας προστέθηκε λίγο αργότερα, δηλαδή στο τέλος του 13ου αιώνα, ενώ το κωδωνοστάσιο που είναι ενσωματωμένο στη δυτική πλευρά, είναι πολύ νεότερη προσθήκη (19ος αιώνας).Στο εσωτερικό του ο ναός έχει αξιόλογες αγιογραφίες (τοιχογραφίες που αποκαλύφθηκαν), γλυπτά και επιγραφές. Μέσα στο ναό υπάρχουν και τάφοι Δεσποτών της Ηπείρου. Ο ναός πανηγυρίζει στις 2 Ιουλίου.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Παναγία η Αχειροποίητος
Ο ναός της Παναγίας της Αχειροποιήτου στη Θεσσαλονίκη είναι ο μόνος σωζόμενος σήμεραπαλαιοχριστιανικός στην μορφή που κατασκευάστηκε. Τρίκλιτη Βασιλική, ξύλινη στέγη, με υπερώα της πρωτοβυζαντινής περιόδου, χτίστηκε στα ερείπια ενός προγενέστερου ρωμαϊκού λουτρού (βαλανείο), ενώ παλαιότεροι συγγραφείς και περιηγητές πίστευαν ότι στη θέση του βρισκόταν στην αρχαιότητα ναός της Θερμαίας Αφροδίτης.
Ο αρχαίος ναός χτίστηκε μετά τη Σύνοδο της Εφέσου το 431 και ανακηρύχθηκε Μαρία, η Μητέρα των Θεών. Αυτό τον καθιστά ως ένα από τους παλαιότερους ναούς του Ανατολικού Χριστιανισμού με συνεχή λειτουργία και αποτελεί, μαζί με τους ναούς της Θεσσαλονίκης Άγιο Δημήτριο και Αγία Σοφία χαρακτηριστικό δείγμα της παλαιοχριστιανικής ναοδομίας και το 1988 εντάχθηκε στον κατάλογο μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Μέχρι το 14ο αιώνα το μνημείο αναφέρεται ως «ναός της Παναγίας Θεοτόκου» και μάλιστα ως ο «μεγάλος ναός της Θεοτόκου», ενώ η επωνυμία Αχειροποίητος εμφανίζεται για πρώτη φορά σε χρυσόβουλο έγγραφο του αυτοκράτορα Μιχαήλ Θ’, με το οποίο δωρίζονταν σπίτια της περιοχής στη Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους. Το 1345, σφαγιάστηκαν στο εσωτερικό του ναού Ζηλωτές της Θεσσαλονίκης.
Μέχρι τον 14ο και 15ο αιώνα η λιτανευτική πομπή την παραμονή της εορτής του Αγίου Δημητρίου περνούσε από το ναό της Αχειροποιήτου, καθώς η λατρεία του πολιούχου της πόλης ήταν συνδεδεμένη με τη λατρεία της Παναγίας.
Μετά την κατάκτηση της πόλης από τους Οθωμανούς το 1430, η Αχειροποίητος ήταν ο πρώτος ναός της πόλης που μετατράπηκε σε τζαμί, από τον ίδιο το σουλτάνο, Μουράτ Β’, o οποίος τέλεσε ευχαριστία στο εσωτερικό του ναού για τη νίκη του. Στον όγδοο από ανατολικά κίονα της βόρειας κιονοστοιχίας υπάρχει επιγραφή του σουλτάνου που γράφτηκε στα τούρκικα. Καθ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας αποτέλεσε το κυριότερο τζαμί της πόλης, υπό την ονομασία Εσκί Τζουμά τζαμί (δηλαδή τζαμί της παλιάς προσευχής της Παρασκευής), με συνέπεια οι Έλληνες να αποκαλούν για αιώνες το ναό με το όνομα της Αγίας Παρασκευής.
Κατά τη διάρκεια του Α’ παγκοσμίου Πολέμου η Αχειροποίητος στέγασε οικογένειες προσφύγων και μάλιστα το 1919 το εσωτερικό της φωτογραφήθηκε από τον Ελβετό φιλέλληνα Φρεντερίκ Μπουασονά ως καταυλισμός προσφύγων. Τελικά, ο ναός αποδόθηκε στη χριστιανική λατρεία το 1930, μετά από πολλές επισκευές και συντηρήσεις.
Αρχιτεκτονική της Αχειροποιήτου
Βρίσκεται επί της οδού Αγίας Σοφίας, στην πλατεία Μακεδονομάχων και η ονομασία του οφείλεται στην «αχειροποίητη» λατρευτική εικόνα της Παναγιάς Δεομένης που βρισκόταν στο ναό, που πιστεύεται ότι την ζωγράφισαν άγγελοι.
Έχει μήκος 52 μ. και πλάτος 31 μ. και είναι κτισμένος με την κλασσική παλαιοχριστιανική τοιχοποιία, δηλαδή ζώνες λιθοδομής οι οποίες εναλλάσσονται με ζώνες πλινθοδομής.
Τα τρία κλίτη τού κυρίως ναού χωρίζονται με δύο κιονοστοιχίες από 12 κίονες η καθεμία, με κιονόκρανα κορινθιακού ρυθμού. Εκτός από το ισόγειο, κιονοστοιχίες υπάρχουν και στα υπερώα, οι οποίες σε συνδυασμό με το άπλετο φως, που εισχωρεί από τα πλάγια παράθυρα, κάνουν όλο τον χώρο να δείχνει πιο ανάλαφρος. Οι μαρμάρινοι στύλοι είναι διακοσμημένοι με περίτεχνα φύλλα ακάνθου τα οποία κάνουν αντίθεση με το ψηφιδωτό μωσαϊκό, που απεικονίζει μικρούς χρυσούς σταυρούς, περίτεχνα μοτίβα με λουλούδια, την άμπελο και διάσπαρτα πουλιά.
Στα ανατολικά, η βασιλική καταλήγει σε ημικυκλική αψίδα, ενώ στα δυτικά σώζεται νάρθηκας και ίχνη του εξωνάρθηκα.
Το βόρειο κλίτος επικοινωνεί ανατολικά με κτίσμα που έγινε παρεκκλήσι στα μεσοβυζαντινά χρόνια και σήμερα τιμάται στο όνομα της Αγίας Ειρήνης. Μπροστά από το παρεκκλήσι σώζεται τμήμα ψηφιδωτού δαπέδου.
Στα δυτικά του ναού υπάρχει νάρθηκας και αρχικά ο ναός είχε, προς την ίδια πλευρά, εξωνάρθηκα από τον οποίο μόνο ίχνη σώζονται σήμερα. Ακόμα θεωρείται βέβαιο πως μπροστά από τον εξωνάρθηκα, στο χώρο του σημερινού πάρκου των Μακεδονομάχων, υπήρχε μία τετράγωνη αυλή με «περιστύλιο» (αίθριο), όπως στο ναό του Αγίου Δημητρίου.
Στον νότιο εξωτερικό τοίχο, η κεντρική θύρα εισόδου φέρει μνημειώδες πρόπυλο, που δείχνει την επικοινωνία του ναού με την πιο σημαντική οδική αρτηρία της αρχαίας πόλης, τη Λεωφόρο.
Προσκολλημένο στη νότια πλευρά του ναού σώζεται ένα πρόκτισμα που θεωρείται το βαπτιστήριο της βασιλικής κατά μία άποψη και κατά μία άλλη το αρχικό διακονικό του ναού. Σε όλο το πλάτος του ναού στα δυτικά υπάρχει νάρθηκας από όπου εισέρχεται κανείς στον κυρίως ναό μέσα από ένα πολυτελές τρίβηλο με κίονες από πράσινο θεσσαλικό μάρμαρο.
Διακοσμητικά ψηφιδωτά σώζονται στα εσωρράχια των τοξοστοιχιών του ισογείου και του νοτίου υπερώου, στα δύο μεγάλα εγκάρσια τόξα του νάρθηκα, στο τρίβηλο και στο παράθυρο του δυτικού τοίχου. Η θεματολογία τους είναι σχετική με τις συμβολικές αλληγορίες του χριστιανικού παραδείσου και της επικράτησης του χριστιανισμού. Τα ψηφιδωτά χρονολογούνται από τον 5ο αιώνα και πιστοποιούν την ύπαρξη σημαντικών καλλιτεχνικών εργαστηρίων στη Θεσσαλονίκη εκείνη την εποχή.
Η κόγχη του ιερού.Διακρίνοται τα "τρίλοβα" παράθυρα και το μικρό παρεκκλήσι σε επαφή με το ιερό. |
Ένα μέρος του παλαιού γραπτού διακόσμου του μνημείου σώζεται στην επιφάνεια του τοίχους στο νότιο κλίτος, πάνω από την κιονοστοιχία. Χρονολογείται στις αρχές του 13ου αιώνα και εικονίζει δεκαοκτώ από τους Σαράντα Μάρτυρες της Σεβάστειας, που μαρτύρησαν επί αυτοκράτορος Λικινίου. Ολόσωμες μορφές πάνω από τους κίονες εναλλάσσονται με προτομές μαρτύρων στην επιφάνεια του τοίχου πάνω από την κορυφή κάθε τόξου. Όλοι εικονίζονται με στρατιωτική ενδυμασία και κρατούν το σταυρό στο δεξί τους χέρι, σύμβολα του μαρτυρικού τους θανάτου. Οι τοιχογραφίες κτυπήθηκαν με σφυρί από τους Τούρκους για να καλυφθούν με σοβά όταν ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί και παρά την ζημία, που υπέστησαν, είναι καλά διατηρημένες .
ΚΥΘΗΡΑ
Μονή Παναγίας Μυρτιδιωτίσσας
Η Μυρτιδιώτισσα είναι η μεγαλύτερη Μονή των Κυθήρων και βρίσκεται στην περιοχή των Μυρτιδίων στα δυτικά του νησιού. Είναι χτισμένη σε ένα φυσικό βραχώδες άνοιγμα, ανάμεσα σε πάρα πολλές μυρτιές
Τό συγκρότημα της Μονής Μυρτιδίων αποτελείται α) από τό Καθολικό στό κέντρο πού ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής με υπερυψωμένο τό κεντρικό κλίτος, νάρθηκα καί υπερώο (γυναικωνίτης), στό κατώτερο επίπεδο του οποίου βρίσκεται ο αρχικός Ναός της Παναγίας, β) κελλιά που διατάσσονται βόρεια καί νότια του Καθολικού, στα οποία φιλοξενούνται κυρίως πιστοί για τη νηστεία των πρώτων 15 ημερών του Αυγούστου (δεκαπεντισμός), γ) Κωδωνοστάσιο στα ΒΑ του Καθολικού, από πωρόλιθο, συνολικού ύψους 26μ., με εντυπωσιακούς τοξοειδείς σχηματισμούς στα μέτωπα των τεσσάρων ορόφων, δ) Ναΐδιον της Αγίας Τριάδος, το οποίο είναι μονόχωρο καμαροσκεπές, μεταβυζαντινών χρόνων.
Ο αρχικός Ναός της Παναγίας έχει προσαρμοστεί στή φυσική διαμόρφωση βραχώδους ανοίγματος στό οποίο υπάρχει αβαθής κόγχη στα βόρεια για τη φιλοξενία της εικόνας τηςΠαναγίας Μυρτιδιώτισσας, χώρος που υπομνηματίζει στην εύρεσή της. Σήμερα στό παλαιό Καθολικό υπάρχει εικόνα της Παναγίας Μυρτιδιώτισσας, μέ αργυρή επένδυση καί επιγραφή: Διά σπουδής και δαπάνης CΚ CΚ + Χ Ιερομόναχου και ηγουμένου Καλούτζη, ποίημα Θεοφίλη Σπιθάκη.
Το νεώτερο Καθολικό στη μορφή που διατηρείται σήμερα κτίστηκε από τον ηγούμενο Αγαθάγγελο Καλλίγερο στά μέσα του 19ου αιώνα. Ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής, με μαρμάρινο τέμπλο και επιγραφή, η οποία μας πληροφορεί ότι το φιλοτέχνησαν καλλιτέχνες από την Τήνο, το έτος 1856. Ἐντυπωσιακό είναι τό κωδωνοστάσιο κτισμένο εξ ολοκλήρου από πωρόλιθο και το οποίο διακοσμήθηκε από τον Κυθήριο καλλιτέχνη Νικόλαο Φατσέα (Φουριάρη) το 1888. Κελλιά διατάσσονται βόρεια και νότια του Καθολικού δια τους ευλαβείς προσκυνητές.
Η παράδοση αφηγείται την εύρεση της εικόνας το 1160 ή τον 15ο αιώνα, στην περιοχή της σημερινής Μονής από ένα βοσκό, σκηνή η οποία ενσωματώθηκε στην κατώτερη ζώνη του ενδύματος της εικόνας, η οποία φιλοτεχνήθηκε από τον Νικόλαο Θεόφιλο Σπιθάκη το 1837 Μρ 12, όπως πληροφορούμεθα από την χαραγμένη στο ένδυμα επιγραφή.
Η εικόνα της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας είναι το πολυτιμότερο κειμήλιο του νησιού και είναι η απανταχού προστάτιδα των Κυθηρίων. Η παράδοση λέει ότι ένας βοσκός είδε στον ύπνο του έναν άγγελο να του υποδεικνύει ένα σημείο στην περιοχή που είχε τα πρόβατά του. Εκεί μέσα σε μια μυρτιά υπήρχε μία εικόνα με την Παναγία. Ο βοσκός ξύπνησε θορυβημένος. Το πρωί πήγε και βρήκε την εικόνα. Την πήρε στο σπίτι του στο γειτονικό χωριό Καλοκαιρινές.
Τη νύχτα η εικόνα εξαφανιζόταν, επέστρεφε στη μυρτιά. Ο βοσκός είδε ξανά τον άγγελο να του λέει πως η εικόνα έπρεπε να μείνει εκεί κοντά στη μυρτιά. Έτσι ο βοσκός έκτισε ένα μικρό εκκλησάκι δίπλα στη μυρτιά και τοποθέτησε την εικόνα εκεί, την οποία την ονόμασε Μυρτιδιώτισσα. Αυτό το εκκλησάκι παραμένει έως σήμερα και ονομάζετε παλαιό Καθολικό όπου εκεί στεγάζεται η εικόνα της Παναγίας μαζί με τα τάματα των επισκεπτών της, μερικά τεράστια κεριά φτιαγμένα από τους ιερείς της εποχής και μερικές άλλες μικρές εικόνες.
Η εικόνα όταν βρέθηκε δεν είχε τις σημερινές διαστάσεις. Αυτές τις απέκτησε αργότερα όταν τοποθετήθηκε σε ξύλινο πλαίσιο. Το 1837 φιλοτεχνήθηκε το χρυσό ένδυμα, έργο του καλλιτέχνη Νικόλαου Σπιθάκη. Από αυτή την αρχαία εικόνα φαίνονται μόνο τα πρόσωπα, στα οποία με την πάροδο των αιώνων δεν διακρίνονται πλέον τα χαρακτηριστικά. Στο κάτω μέρος της χρυσής επένδυσης απεικονίζονται τρία θαύματα της Μυρτιδιώτισσας. Το θαύμα της ευρέσεως, η ίασης του παραλύτου και το θαύμα της διασώσεως του φρουρίου της πόλεως των Κυθήρων από την πτώση κεραυνού το 1829.
Πάνω ακριβώς από το παλαιό Καθολικό, το 1857, χτίστηκε ο νεότερος μεγαλοπρεπής ναός σε ρυθμό τρίκλιτης βασιλικής. Βόρεια και νότια του νεότερου Καθολικού βρίσκονται τα κελιά των πιστών που επισκέπτονται την μονή την περίοδο της νηστείας των πρώτων δεκαπέντε ημερών του Αυγούστου. Αξιοθαύμαστο έργο στο εσωτερικό της μονής είναι το πώρινο κωδωνοστάσιο 26 μέτρων με τοξοειδείς σχηματισμούς στις προσόψεις των τεσσάρων ορόφων του καλλιτέχνη Νικολάου Φατσέα. Σε όλα αυτά τα έργα πρωτοστάτησε ο ιερομόναχος Αγαθάγγελος Καλλίγερος. Στα χρόνια των πειρατικών επιδρομών, η εικόνα για λόγους ασφαλείας φυλασσόταν στο φρούριο της πόλεως των Κυθήρων στον ομώνυμο ναό. Το κορυφαίο θρησκευτικό έθιμο των Κυθήριων είναι η λιτάνευση κατά την Κυριακή της Ορθοδοξίας από τα Μυρτίδια στη Χώρα. Η περιφορά της εικόνας διαρκεί 15 ημέρες περνώντας μέσα από τα περισσότερα χωριά του νησιού καταλήγοντας στην Χώρα Πολλοί πιστοί ακολουθούν την εικόνα κατά την περιφορά της και τις 15 μέρες! Η Μυρτιδιώτισσα γιορτάζει στις 24 Σεπτεμβρίου, ημερομηνία ευρέσεως της εικόνας.
ΒΟΙΩΤΙΑ
Μονή της «Παναγίας Σκριπούς» ή Ορχομενιώτισσας
Η Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή Μονή της «Παναγίας Σκριπούς» ή Ορχομενιώτισσας βρίσκεται στην ομώνυμη περιοχή – σημερινός Αθάμας – στον Ορχομενό της Βοιωτίας, απέναντι από τον αρχαιολογικό χώρο της πόλης και την αρχαία Ακρόπολη του Ορχομενού. Στην ευρύτερη περιοχή ο περιηγητής Παυσανίας (9, 38, 1) μνημονεύει δύο ιερά των Χαρίτων και του Διονύσου, τα οποία δεν έχουν μέχρι σήμερα βρεθεί, αλλά πρέπει κατά πάσαν πιθανότητα να βρίσκονταν στη θέση όπου το 874 μ.Χ. χτίστηκε η Μονή της Παναγίας Σκριπούς. Αυτό άλλωστε μαρτυρούν οι ανασκαφικές εργασίες που απεκάλυψαν εξωτερικά – στον περίβολο του ναού – ένα κτίσμα μυκηναϊκής περιόδου. Επίσης στο εσωτερικό του ναού απεκάλυψαν την ύπαρξη παλαιοχριστιανικού ψηφιδωτού.
Η Μονή της Παναγίας Σκριπούς είναι κτίσμα του 9ου αιώνα μ.Χ. και από το αρχικό συνολικό συγκρότημα σήμερα σώζεται μόνον το Καθολικό, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, αλλά και στους αποστόλους Πέτρο και Παύλο, όπως άλλωστε αποδεικνύει το τρισυπόστατο Ιερό Βήμα. Πράγματι, τα δύο ανατολικά πλάγια κλίτη δεν λειτουργούν ως πρόθεση και διακονικό, αλλά σύμφωνα με τις επιγραφές ως παρεκκλήσια των Αγίων Πέτρου και Παύλου «ων Ρώμης βώλαξ ιερήν κόνιν αμφικαλύπτει», κατά το χαραγμένο εκεί εξαιρετικό επίγραμμα.
Ο ναός της Παναγίας Σκριπού της Βοιωτίας, αποτελεί το πιο σημαντικό μνημείο από τη σειρά εκκλησιών του τύπου «σταυροειδούς μεταβατικού»στον ελλαδικό χώρο και είναι το μεγαλύτερο και πολυτελέστερο γνωστό μνημείο της εποχής, έξω από την Κωνσταντινούπολη. Η μοναστηριακή αυτή εκκλησία ξεχωρίζει για το μέγεθος (22,30 - 18,60 μέτρα), χωρίς τον νάρθηκα, για την πλούσια μαρμάρινη διακόσμηση και τέλος για τις ιστορικές πληροφορίες που παρέχουν 4 επιγραφές με μνημειακή έκφραση. Από αυτές μαθαίνουμε ότι ο ιδρυτής του ναού είναι ο Λέων «βασιλικός Πρωτοσπαθάριος, και επί των οικιακών», δηλαδή αρχηγός των σπαθαρίων — της ανακτορικής φρουράς — στο Ιερό Παλάτιον στην Κωνσταντινούπολη. Ο Λέων ήταν ο ιδιοκτήτης της περιοχής «χώρον επικρατέων τε παλαιοτάτου Ορχομένοιο» και πως έχτισε την εκκλησία το 873/874 μ.Χ. Πράγματι, όσον αφορά τη χρονολογία κτίσεως είμαστε απόλυτα βέβαιοι, επειδή μια γραπτή επιγραφή, που είναι ενσωματωμένη στο εξωτερικό της αψίδας του ιερού, αναγράφει τόσο τη χρονολογία κατασκευής του καθολικού, το 874 μ.Χ., όσο και τον χορηγό-κτήτορα της Μονής, τον Λέοντα.
Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα από που προέρχεται η περίεργη ονομασία Σκριπού για τη Μονή, που σημειωτέον είναι το αρχαιότερο Βυζαντινό μνημείο της Βοιωτίας και ένα από τα σπουδαιότερα της Ελλάδας. Η εκκλησία πάντως εξωτερικά είναι γεμάτη από επιγραφές και πιθανότατα σ’ αυτές τις εντοιχισμένες επιγραφές να οφείλεται το όνομα Σκριπού, από το λατινικόscriptus, που σημαίνει επιγραφή (inscription). Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είναι εγγεγραμμένος σταυροειδής με τρούλο, με προεξέχουσες τις κεραίες του σταυρού και στενό νάρθηκα δυτικά. Στην τοιχοδομία του έχει χρησιμοποιηθεί άφθονο έτοιμο αρχαίο υλικό (όπως συμβαίνει σε πολλούς χριστιανικούς ναούς της εποχής) το οποίο προέρχεται από τον κοντινό αρχαιολογικό χώρο της ιστορικής πόλης του Ορχομενού. Έτσι, έχουν χρησιμοποιηθεί σπόνδυλοι κιόνων, πελεκημένα αγκωνάρια, ακόμη και επιτύμβιες στήλες που δημιουργούν απροσδόκητα κοσμήματα και αποχρώσεις στους μεγάλους επίπεδους τοίχους.
Το μνημείο αυτό είναι προσπάθεια μετάβασης από την παλαιοχριστιανική Βασιλική Αρχιτεκτονική στον Βυζαντινό ρυθμό. Ο ναός διασώζει θαυμάσια παλαιοχριστιανικά γλυπτά, σπάνιες επιγραφές της χριστιανικής, αλλά και της προχριστιανικής περιόδου, που χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό. Πιθανότατα ο ναός να σχεδιάστηκε ως ταφικό μνημείο του χορηγού του (μολονότι αυτό δεν συνηθιζόταν στη Βυζαντινή Ελλάδα) και ίσως το κατακόρυφο ηλιακό ρολόι που κοσμεί τον ναό να είναι ένα είδος αναφοράς στην αιώνια ζωή. Ούτως ή άλλως ο κτήτορας του ναού θέλησε το κτίσμα αυτό να έχει: «τερπνόν αποστίλβον περικαλλέα πάντοθεν αίγλην». Ο γλυπτικός διάκοσμος του καθολικού της Μονής είναι πλούσιος στις εσωτερικές και εξωτερικές του επιφάνειες, πολλά γλυπτά μέλη όμως (από αρχαίους ναούς ή και από πρωτοχριστιανικό νεκροταφείο) είναι ενσωματωμένα και στα μεταγενέστερα κελιά, νότια του καθολικού και στο πρόπυλο δυτικά, ενώ άλλα βρίσκονται στις αποθήκες. Τα παλαιότερα κελιά της Μονής βρίσκονται δυτικά από τα νεότερα, σε ένα κτίριο που αποτελείται από πέντε διαδοχικούς κεραμοσκεπείς χώρους.
Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές έρευνες οι παλαιότερες από τις τοιχογραφίες που κοσμούν τον ναό είναι του 12ου αιώνα μ.Χ. Από το 1930 μ.Χ. εκτελούνται εργασίες αναστήλωσης, όπως και εργασίες για τη συντήρηση και καθαρισμό των τοιχογραφιών, ενώ το 1939 μ.Χ. κτίστηκε (σε σχέδια του Υπουργείου Πολιτισμού) και το κωδωνοστάσιο του ναού, που βρίσκεται βορειοδυτικά στον χώρο της μονής.
Η Παναγία Σκριπού για πολλά χρόνια λειτούργησε ως ανδρικό μοναστήρι, ενώ τα τελευταία χρόνια λειτουργεί ως ενοριακός ναός. Ως το 1821 μ.Χ. διατηρούσε 60 καλογέρους, που διαλύθηκαν το 1926 μ.Χ. μετά την απαλλοτρίωση των κτημάτων του μοναστηριού. Πανηγυρίζει στις 15 Αυγούστου, γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στις 23 Αυγούστου, απόδοση της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, αλλά και στις 10 Σεπτεμβρίου, ημέρα κατά την οποία, το έτος 1943 μ.Χ., ο Ορχομενός και οι κάτοικοί του σώθηκαν με θαύμα της Παναγίας από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής που ήθελαν να κάψουν την πόλη και να σκοτώσουν τους κατοίκους της.
Το ιστορικό αυτό μνημείο εντάχθηκε στο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης 1994-1999 μ.Χ., στο Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Στερεάς Ελλάδας. Και ενώ ολοκληρωνόταν η αποκάλυψη και η συντήρηση των τοιχογραφιών των ιερών, καθώς και η στερέωση και ο καθαρισμός των γλυπτών του νάρθηκα, ο ναός υπέστη εμπρησμό. Από τη φωτιά προκλήθηκαν σοβαρές ζημιές, ωστόσο σε μια πρώτη φάση συντελέστηκε με αμμοβολή ο καθαρισμός του εσωτερικού ναού από την καπνιά, ενώ τώρα αναμένεται η έναρξη των εργασιών της δεύτερης φάσεως για την αποκατάσταση των καμένων παραθυρόφυλλων και των τοιχογραφιών του νάρθηκα.
Το κατακόρυφο ηλιακό ρολόι του καθολικού
Ένα ωραιότατο κατακόρυφο ηλιακό ρολόι, ίσως το ωραιότερο από όλα τα Βυζαντινά ηλιακά ρολόγια της Ελλάδας, κοσμεί τον ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη Μονή της Παναγίας Σκριπούς. Φαίνεται ότι ηλιακό ρολόι τοποθετήθηκε στο ναό τη χρονολογία κατασκευής του καθολικού, το 874 μ.Χ., και έτσι είναι το αρχαιότερο από όλα τα μεσαιωνικά-βυζαντινά κατακόρυφα ηλιακά ρολόγια της Ελλάδας! Αυτό άλλωστε σημειώνει ο αείμνηστος διαπρεπής αρχαιολόγος, βυζαντινολόγος, αρχιτέκτονας και καθηγητής στο Πολυτεχνείο και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αναστάσιος Ορλάνδος (1935/36).
Το κατακόρυφο αυτό ηλιακό ρολόι είναι σκαλισμένο στην εξωτερική επιφάνεια ενός μαρμάρινου ορθογώνιου δομικού λίθου του όλου κτιρίου στον νότιο τοίχο του ναού. Οι διαστάσεις του ορθογώνιου αυτού παραλληλεπιπέδου είναι 125 cm μήκος, 35 cm πλάτος και 66 cm ύψος. Η ωρολογοπλάκα (125 cm - 66 cm) φέρει μόνο δέκα ωρικές γραμμές, αριθμημένες με την αρχαία ελληνική αρίθμηση: Α, Β, Γ, Δ, Ε, F, Ζ, Η, Θ και Ι, ενώ φέρει και τη γραμμή του ορίζοντα. Βρίσκεται εντοιχισμένη στο νότιο τοίχο του Καθολικού, σε ύψος περίπου 2 μέτρα από το έδαφος.Οι ωρικές γραμμές, μήκους 50 cm, τελειώνουν σε ένα χαραγμένο ημικύκλιο, ακτίνας 50 cm, ενώ τα καλλιγραφικά κεφαλαία γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου είναι σημειωμένα στο τέλος των ωρικών γραμμών εντός ενός κυκλικού δακτυλίου, που σχηματίζεται από το πρώτο ημικύκλιο των 50 cm και από ένα δεύτερο ημικύκλιο ακτίνας 58 cm. Η μαρμάρινη ωρολογοπλάκα έξω από το ημικύκλιο, αριστερά και δεξιά είναι διακοσμημένη με δύο γλυπτά παγώνια, εκ των οποίων το ένα κοιτά προς την Ανατολή και το άλλο προς τη Δύση. Το πρώτο είναι μεγαλύτερο σε μήκος από το δεύτερο γιατί έχει μεγαλύτερο μήκος ουράς. Το δεξιό παγώνι έχει συνολικό μήκος 46 cm, ενώ το αριστερό, όπως βλέπουμε την ωρολογοπλάκα, έχει μήκος 42 cm. Οι παραστάσεις των πτηνών αυτών πιθανότατα είναι ένα είδος αναφοράς στην αιώνια ζωή. Επιπλέον κάτω από τις ώρες Ε και F, υπάρχει και κάποια άλλη γλυπτή διακόσμηση. Ένα άνθος κάτω από το Ε και ένα άλλο όμοιό του κάτω από το F, ενώ ενδιάμεσα τα συνδέει σαν είδος μίσκου, ένα αγκιστροειδές σκάλισμα.
Σημειώνουμε ότι τα διακοσμητικά στοιχεία της παλαιοχριστιανικής τέχνης προέρχονται από τον ελληνικό «εθνικό» κόσμο. Στην παλαιοχριστιανική τέχνη εμφανίζεται σύνολο από γλυπτές απεικονίσεις και παραστάσεις που είναι κοινές στον ειδωλολατρικό κόσμο, όπως άνθη, πτηνά, δελφίνια κ.ά. Αργότερα εμφανίζονται συμβολικές παραστάσεις, όπως ο ιχθύς, ένας κλάδος φοίνικα, ο αμνός, η περιστερά και τα παγώνια. Ο ιχθύς συμβολίζει τον Ιησού Χριστό (η περίφημη ακροστιχίδα Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ). Η περιστερά συμβολίζει την αγνότητα και το Άγιο Πνεύμα. Τέλος, τα παγώνια συμβολίζουν την αιώνια ζωή στον παράδεισο. Π.χ. επιτύμβια επιγραφή ΒΜΧ 400 (5ος – 6ος μ.Χ. αιώνας) με παράσταση αντικριστών παγωνιών στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών Ακόμα και σήμερα τα παγώνια είναι πολύ συνηθισμένο μοτίβο στις ελληνικές εκκλησίες. Παγώνια βρίσκονται σκαλισμένα στο ξυλόγλυπτο, τέμπλο των ναών, στον ξυλόγλυπτο επιτάφιο και κοσμούν πολλές πρόσφατες εκκλησίες, όπως ο ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου στην ομώνυμη Μονή κοντά στον Ωρωπό Αττικής.
Δυστυχώς σε αυτό το ηλιακό αυτό ρολόι, ενώ φαίνεται η θέση του γνώμονα, αυτός έχει καταστραφεί ή έχει κλαπεί και γι’ αυτό τον λόγο δεν βρίσκεται στη θέση του. Το επίπεδο κατακόρυφο ηλιακό ρολόι της Παναγίας Σκριπούς, ασχέτως από τους αριθμούς που έχει γραμμένους στο τέλος των ωρικών γραμμών, διαιρεί την ημέρα όχι σε δέκα αλλά σε έντεκα ώρες, αφού στο ημικύκλιό του υπάρχουν έντεκα τομείς, όπως ακριβώς και στο ηλιακό ρολόι του Αγίου Λαυρεντίου στο Πήλιο.
Η οριζόντια γραμμή της άνω πλευράς του ηλιακού ρολογιού αντιπροσωπεύει τον ορίζοντα, και το μεσημέρι, στον αληθινό ηλιακό χρόνο, ο Ήλιος θα πέφτει στον μεσημβρινό, που αντιπροσωπεύεται από μια κατακόρυφη γραμμή κάθετη στη γραμμή του ορίζοντα. Αυτή η γραμμή δεν υπάρχει στο ηλιακό ρολόι αυτό. Συνήθως παρουσιάζεται στα ηλιακά ρολόγια που φέρουν μονές ωρικές γραμμές, για παράδειγμα έντεκα ωρικές γραμμές (δηλαδή δώδεκα ώρες) και σημειώνεται στο τέλος της έκτης ώρας, ούτως ώστε η έκτη ώρα να βρίσκεται στο μέσον, ενώ συμμετρικά αριστερά και δεξιά της να βρίσκονται από πέντε ωρικές γραμμές. Ούτως ή άλλως σε ένα τέτοιο επίπεδο κατακόρυφο ηλιακό ρολόι, τοποθετημένο σωστά στον τοίχο του καθολικού της Μονής με νότιο προσανατολισμό, το φως του Ήλιου δεν μπορεί να πέφτει ποτέ πάνω από τη γραμμή του ορίζοντα. Παράλληλα κάθε διάστημα κάτω από τον ορίζοντα θα αποτελεί περιοχή στην οποία οι ηλιακές ακτίνες θα πέφτουν οπωσδήποτε κάποια στιγμή του έτους.
ΘΑΣΟΣ
Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου
Ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου βρίσκεται στο ομώνυμο χωριό, θεμελιώθηκε το 1833 και είναι αφιερωμένη στην Παναγία. Η εκκλησία διακρίνεται για το εντυπωσιακό χειροποίητο τέμπλο της, το οποίο κατασκευάστηκε το 1880. Στο εσωτερικό της υπάρχουν παλιές εικόνες του 14ου-17ου αι., παλιά νομίσματα της Παναγίας, η εικόνα της Παναγίας της Παντοβλεπούσας και το λευκοπορφυρό λάβαρο της εποχής των Σταυροφόρων.
Παναγία των Χαλκέων
Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή του ιδρυτή που βρίσκεται άνωθεν της δυτικής εισόδου, η εκκλησία χτίστηκε το 1028 από τον πρωτοσπαθάριο Χριστόφορο, κατεπάνω της Λομβαρδίας, και τη σύζυγο του Μαρία, τον γιο του Νικηφόρο και τις δυο του κόρες, την Άννα και την Κατάκαλη. Ο τάφος του Χριστόφορου πιθανότατα βρισκόταν σε ένα αρκοσόλιο στο βόρειο τείχος της εκκλησίας
Η κάτοψη της είναι αυτή του κλασσικού βυζαντινού ρυθμού, τυπικού της αρχιτεκτονικής την μακεδονική περίοδο, με τέσσερις στήλες και τρεις τρούλους, έναν κεντρικό και δύο πέρα από τον νάρθηκα. Ολόκληρο το οικοδόμημα είναι χτισμένο από τούβλα, το όποιο της έδωσε το διάσημο υποκοριστικό "Κόκκινη Εκκλησία". Η εξωτερική όψη είναι διακοσμημένη με μία πληθώρα καμάρων και παραστάδα, στοιχεία παρμένα από την πολίτικη επιρροή. Εσωτερικά, το μεγαλύτερο μέρος της διακόσμησης με σκαλιστά μάρμαρα και νωπογραφίες έχει διατηρηθεί.
Παναγία η Προυσιώτισσα, η Αρχόντισα της Ρούμελης
Το περίφημο μοναστήρι της Παναγίας Προυσιώτισσας, είναι χτισμένο σε απότομο βράχο που κατεβαίνει σε βαθιά χαράδρα, σε μια ατμόσφαιρα που μόνο σαν αποθέωση της ομορφιάς μπορεί να χαρακτηριστεί. Σύμφωνα με την παράδοση, το ίδρυσαν οι μοναχοί Διονύσιος και Τιμόθεος το 829 οι οποίοι μάλιστα έφεραν μαζί τους εικόνα της Παναγίας από την Προύσα της Μικράς Ασίας
ΠΑΡΟΣ
Εκατονταπυλιανή
Από τις εντυπωσιακότερες εκκλησίες του Αιγαίου, ο παλαιοχριστιανικός ναός της Εκατονταπυλιανής, βρίσκεται στην Παροικιά, την πρωτεύουσα της Πάρου και είναι από τους αρχαιότερους και καλύτερα διατηρημένους χριστιανικούς ναούς.
Σύμφωνα με την παράδοση το αρχικό κτίσμα του ναού αυτού ήταν έργο του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μέγα Κωνσταντίνου προς εκπλήρωση επιθυμίας της μητέρας του, της Αγίας Ελένης. Στο σημείο αυτό αναφέρεται ότι κατά το ταξίδι της Βασιλομήτορος Ελένης προς τους Αγίους Τόπους λόγω μεγάλης θαλασσοταραχής το πλοίο που επέβαινε αναγκάσθηκε να καταφύγει στη Πάρο. Εκεί προσευχόμενη η Αγία Ελένη στην Παναγία, προστάτιδα της Κωνσταντινούπολης, έταξε με την ολοκλήρωση του ταξιδιού της να κτίσει μια μεγαλόπρεπη εκκλησία αφιερωμένη στη Κοίμηση της Θεοτόκου. Το τάμα αυτό ήταν που υλοποίησε ο γιος της Μέγας Κωνσταντίνος χτίζοντας μια τρίκλιτη βασιλική περί τον 4ο αιώνα.
Επί εποχής του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού, τον 6ο αιώνας, ο ναός αυτός ανακαινίσθηκε με τροποποιήσεις των παλαιοχριστιανικών τμημάτων και ανακατασκευές κατά τις οποίες αφαιρούμενη η παλαιά σκεπή προστέθηκε τρούλος με ημιθόλια. Κατά την παράδοση τις μετατροπές αυτές έκανε μαθητής του αρχιτέκτονα της Αγίας Σοφιάς που ξεπέρασε στη τέχνη και τον δάσκαλό του.
Τελικά με τις διάφορες μετατροπές και προσθήκες το κτιριακό πλέον συγκρότημα της Εκατονταπυλιανής, αναδείχθηκε σ΄ ένα σύμμεικτο αρχιτεκτόνημα με παλαιοχριστιανικά, βυζαντινά ακόμα και μεταβυζαντινά στοιχεία αρχιτεκτονικής, που προστέθηκαν κατά καιρούς και που αποτελούν μια ιδανική περίπτωση μελέτης τους. Λαμβάνοντας δε υπόψη ότι οι πρώτοι Χριστιανοί επέλεγαν τόπους αρχαίων ναών με τα δομικά υλικά των οποίων κατασκεύαζαν τους δικούς τους ναούς, το συγκρότημα της Εκατονταπυλιανής περιλαμβάνει επίσης και μαρμάρινα μέρη από την αρχαιότητα αναδεικνύοντας έτσι μια συνέχεια από εκείνη την εποχή μέχρι σήμερα. Σημειώνεται ότι στην αρχαιότητα αμέσως μετά τη Δήλο τα περισσότερα ιερά θεοτήτων σε νησιά βρίσκονταν στη Πάρο και την Νάξο.
Και οι δύο ονομασίες του ναού "Εκατονταπυλιανή" και "Καταπολιανή" φέρονται σε παράλληλη χρήση από τα μέσα του 16ου αιώνα, η επίσημη όμως ονομασία είναι Εκατονταπυλιανή, όπου σύμφωνα με την παράδοση 99 πύλες είναι φανερές ενώ η 100η θα φανερωθεί με το άνοιγμα αντίστοιχης μυστικής πόρτας που βρίσκεται στην Αγιά Σοφιά.
Ανεξάρτητα όμως της παραπάνω παράδοσης, ετυμολογικά το όνομα Εκατονταπυλιανή ή Εκατομπυλιανή, ή Καταπολιανή, κατά συγκοπή του πρώτου, σημαίνει χώρο γενικά (εν προκειμένω εκκλησία) που έχει εκατό πύλες. Θυμίζει δε τις «Εκατόμπυλες Θήβες» της αρχαιότητας που είχε ψάλλει και ο Αισχύλος. Μάλιστα και ο Όμηρος με αυτή την ονομασία χαρακτήρισε τις Θήβες της Αιγύπτου που λόγω μεγέθους, πολύ πιθανόν να είχε είτε πενήντα πύλες που αθροιζόμενες εισόδου – εξόδου θεωρούνταν εκατό, ή και πραγματικά εκατό που ως αριθμός ήταν στην Αίγυπτο ιερός, ή ακόμα και την Εκατόμπυλο που ήταν μια ελληνιστική πόλη στην Παρθία.
Παρότι άλλος παρόμοιος χαρακτηρισμός δεν αναφέρεται για άλλο οικοδόμημα ή πόλη στη νεότερη ελληνική γλώσσα εκτός του ιστορικού αυτού ναού, μάλλον θεωρείται τούτο ως διακοσμητικό επίθετο ίσως από τον μεγάλο αριθμό αψιδωτών αρχιτεκτονημάτων που δίνουν την εικόνα πλήθους πυλών που η ελληνική παράδοση να περιέπλεξε.
Το όλο κτιριακό συγκρότημα της Εκατονταπυλιανής Πάρου περιλαμβάνει τον κυρίως ναό της Παναγίας με τα εσωτερικά αυτού παρεκκλήσια των Αγίων Αναργύρων, του Αγίου Φιλίππου και της Οσίας Θεοκτίστης, (που έζησε και κοιμήθηκε στον ναό της Καταπολιανής τον 9ο αιώνα), και εκτός του ναού, τη Βασιλική του Αγίου Νικολάου, τον ναό της Αγίας Θεοδοσίας, το παρεκκλήσιο του Αγίου Δημητρίου, το Βαπτιστήριο που αποτελεί ιδιαίτερο χώρο, καθώς και τα γύρω κελιά τα οποία ως οχυρωματικό έργο προστάτευαν τον όλο συγκρότημα.
Στον αίθριο χώρο βρίσκονται λίγες κολώνες και διάφορα μάρμαρα της βάσης της άλλοτε υπάρχουσας εκεί "φιάλης των καθαρμών" όπου οι πιστοί έπλεναν συμβολικά τα χέρια τους πριν εισέλθουν στον ναό.
Ο Κύριος ναός της Παναγίας είναι ευρύχωρος στο κέντρο του με λίγους κίονες και μάρμαρα αλλά με πολλές παραστάδες. Ο τρούλος είναι σχετικά μικρός, ο οποίος επιστέφει χαμηλό οκτάγωνο πυργωτό αρχιτεκτόνημα που ουδεμία όμως σχέση έχει με εκείνο το κυκλοτερές της Αγίας Σοφίας. Παρά ταύτα τόσο το μέγεθος και η λιτότητα, όσο και η εσωτερική ενότητα και η αρχαιοπρέπειά του συναρπάζουν. Στα δύο από τα τέσσερα σφαιρικά τρίγωνα του θόλου φέρονται παραστάσεις των εξαπτέρυγων Σεραφείμ όπως έχουν αγιογραφηθεί και στην Αγία Σοφιά.
Στο ιερό εικονοστάσιο που χωρίζει τον κυρίως ναό από το Ιερό Βήμα φέρεται η ιερή εικόνα της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής που θεωρείται έργο μόλις του 17ου αιώνα. Αμέσως μετά ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί στον επισκέπτη το θαυμάσιο μαρμάρινο Κιβώριο που σκέπει την Αγία Τράπεζα ενώ οι τέσσερις κίονές του φέρουν κιονόκρανα κορινθιακού ρυθμού.
Πίσω δε από το Κιβώριο στη κόγχη του Ιερού Βήματος βρίσκεται το μαρμάρινο «σύνθρονο» επί οκταβάθμιτης κλιμακωτής αμφιθεατρικής μαρμάρινης κατασκευής που δεσπόζει του χώρου. Το δε φως του ηλίου από τα τρία μεγάλα υπερκείμενα αυτού παράθυρα συμπληρώνει την ιερή μεγαλοπρέπεια αυτού. Οι τρεις θρόνοι στη κορυφή είναι εξ ολοκλήρου μαρμάρινοι και φέρουν πλευρικό γλυπτό διάκοσμο.
Στον κυρίως ναό φέρονται ως προσθήκες ιδιαίτερα δωμάτια που αποτελούν ιερά παρεκκλήσια. Έτσι στο αριστερό τμήμα υφίσταται ένα ευρύ παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο και ένα έτερο των Αγίων Αναργύρων, ενώ στο δεξιό βρίσκονται του Αγίου Φιλίππου και της Οσίας Θεοκτίστης εντός του οποίου υφίσταται και το μνήμα της.
Στη νότια πλευρά, εκτός του μεγάλου ναού, βρίσκεται το αρχαίο Βαπτιστήριο που ανάγεται στον 4ο αιώνα και θεωρείται το καλλίτερα διατηρημένο βαπτιστήριο όλης της Ορθόδοξης Ανατολής. Πρόκειται για ιδιαίτερο ναό, τρίκλιτη βασιλική με τρούλο και νάρθηκα, χαμηλότερο του κύριου ναού. Στο χώρο του Ιερού Βήματος, που λεγόταν στους βυζαντινούς χρόνους "Εσωτερικός Οίκος", ή "Φωτιστήριον", υφίσταται μαρμάρινη σταυρόσχημη κολυμβήθρα όπου το μεγαλύτερο καθ΄ ύψος μέρος της βρίσκεται μέσα στο έδαφος. Στις δε πλευρικές μαρμάρινες επιφάνειες που προεξέχουν του εδάφους φέρονται ανάγλυφοι σταυροί και κυκλικά μονογράμματα.
Απ΄ όλα τα παραπάνω εκτός από τον κυρίως ναό ως οικοδομή ιδιαίτερα μνημεία βυζαντινής τέχνης θεωρούνται το Κιβώριο, το σύνθρονο και το βαπτιστήριο στα οποία και αποδίδεται ιδιαίτερη ιστορική και καλλιτεχνική αξία.
ΦΟΛΕΓΑΝΔΡΟΣ
Κοίμηση Θεοτόκου
Είναι η σπουδαιότερη εκκλησία της Φολέγανδρου, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Βρίσκεται σκαρφαλωμένη στο βράχο πάνω από τη Χώρα και είναι χτισμένη στη θέση αρχαίου Ιερού. Στον αυλόγυρο και στο εσωτερικό του Ναού υπάρχουν εντοιχισμένες αρχαίες επιγραφές και βάσεις αγαλμάτων. Πρόκειται γιαμονόκλιτη πολύτρουλη βασιλική με ψηλό καμπαναριό. Υπάρχει μαρμάρινη επιγραφή του 1687 που αναφέρεται στην ανακαίνιση του ναού ο οποίος πήρε τη σημερινή του μορφή με επισκευές που ξεκίνησαν το 1816 και τελείωσαν το 1821. Το μαρμάρινο τέμπλο, ο αρχιεπισκοπικός θρόνος και ο άμβωνας είναι έργα του Τηνιακού μαρμαρογλύπτη Καπαριά. Η θαυματουργή βυζαντινή εικόνα της Παναγίας που φυλάσσεται στην εκκλησία, συνδέεται με πειρατικές ιστορίες και θρύλους της Φολεγάνδρου.
Μονή Παναγίας Γκουβερνιώτισσας
Η μονή της Παναγίας Γκουβερνιώτισσας βρίσκεται κοντά στο χωριό Ποταμιές, 3km ανατολικά του Ηρακλείου. Σήμερα δεν λειτουργεί ως μοναστήρι, αλλά ο ναός της χρησιμοποιείται κανονικά. Είναι κτισμένο σε μικρό λόφο με ωραία θέα στη Λαγκάδα των Ποταμιών.
Ο ναός, σταυροειδής με τρούλο, είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου και είναι από τους παλαιότερους στην Κρήτη. Είναι διακοσμημένος με σπουδαίες τοιχογραφίες με διάφορα θέματα, όπως τον Χριστό τον Παντοκράτορα στον τρούλο, τους Προφήτες, τη Σταύρωση, τη Θεοτόκο, κλπ, που τον κατατάσσουν στους σημαντικότερους ναούς με τοιχογραφίες στην Κρήτη με καλλιτεχνικές επιρροές από την Κωνσταντινούπολη. Οι εικόνες του μοναστηριού, ξύλινο τέμπλο και η πόρτα του ιερού εκτίθενται σήμερα στο Ιστορικό Μουσείο του Ηρακλείου.
Σύμφωνα με την παράδοση, η μονή ιδρύθηκε από βυζαντινό άρχοντα μετά το 961, όταν ο Νικηφόρος Φωκάς απελευθέρωσε την Κρήτη από τους Άραβες.
Ωστόσο, πιστεύεται ότι κτίστηκε ανάμεσα στα έτη 1350-1400. Αργότερα, η μονή ανήκε στην οικογένεια Μαγκαφούρη, οι απόγονοι της οποίας είχαν την κυριότητα της για πολλές γενεές.
Ο τελευταίος της οικογένειας, μεταβίβασε την μονή στον Άγιο Τάφο, και σε μερικά χρόνια η μονή διαλύθηκε.
Ωστόσο, πιστεύεται ότι κτίστηκε ανάμεσα στα έτη 1350-1400. Αργότερα, η μονή ανήκε στην οικογένεια Μαγκαφούρη, οι απόγονοι της οποίας είχαν την κυριότητα της για πολλές γενεές.
Ο τελευταίος της οικογένειας, μεταβίβασε την μονή στον Άγιο Τάφο, και σε μερικά χρόνια η μονή διαλύθηκε.
Σήμερα στο μοναστήρι, εκτός από τον ναό, θα δείτε τα ερείπια των κελιών του 19ου αιώνα και τους παλαιούς φούρνους.
Βυζαντινός Ναός Παναγίας Κονταριώτισσας
.
Η εκκλησία της Παναγίας Κονταριώτισσας είναι το παλιότερο βυζαντινό μνημείο της Πιερίας. Ο σπάνιος αρχιτεκτονικός του τύπος και η περιορισμένη του διακόσμηση τον χρονολογούν στις αρχές του 11ου αιώνα.
Πρόκειται για ναό μεταβατικού τύπου με τρούλο και περίστωο. Σώζει ένα σπάνιο εικονογραφικό πρόγραμμα με τον Χριστό Παντοκράτορα στον τρούλο και την Κοίμηση της Θεοτόκου πάνω από το τρίβηλο (5ος ή 6ος αιώνας). Ενδιαφέρον προκαλεί το οικοδομικό του υλικό που μεταφέρθηκε από το γειτονικό Δίον. Στην ίδια περιοχή υπάρχει και νεκροταφείο της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου.
ΦΘΙΩΤΙΔΑ
Mονή Παναγίας Γαβριώτισσας Δαδίου
Κτίσμα του 18ου μ.Χ. αιώνα ανακαινισμένο το 1776 με βεβηλώσεις επί Τουρκοκρατίας και φθορές λόγω του υγρού κλίματος σήμερα λειτουργεί ως γυναικεία μονή.
Η εκκλησία μεταβυζαντινού ελλ. τύπου με νάρθηκα, τρίκλιτη με τετράγωνο τρούλο και φθαρμένη εικονογράφηση είναι μνημείο μεγάλης αξίας.Στη μεγάλη αυλή υψώνεται το Καθολικό. Γύρω από τον Ιερό Ναό βρίσκονται σε δύο επίπεδα οι κοινόχρηστοι χώροι, η τραπεζαρία των Μοναχών και των ξένων, το παρεκκλήσι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, που κάηκε το 1956 και ανακαινίστηκε ένα χρόνο αργότερα, ο ξενώνας και το Δεσποτικό. Το όλο αυτό συγκρότημα έχει την κλασική μορφή των Μοναστηριών με κέντρο το Καθολικό και γύρω τα διάφορα κτίσματα, όπως οι πύργοι των μεσαιωνικών χρόνων.
Στα κτίσματα παρατηρούνται εντοιχισμένα, ενσωματωμένα και αποδεκτά κάποια απομεινάρια της αρχαιότητας, όπως ένα μεγάλο μαρμάρινο ανθέμιο κάτω από το Δεσποτικό, ένα μικρότερο ανθέμιο πλάι στα τελευταία σκαλοπάτια της σκάλας που οδηγεί στην αυλή ή μια επιγραφή εντοιχισμένη στον τοίχο του Πρόναου εξωτερικά.
Ιερά λείψανα , σπάνια ιερά βιβλία και κειμήλια με σπουδαιότερο τη χρυσοποίκιλτη εικόνα της Παναγίας , ένθρονης με το μικρό Χριστό αγκαλιά φυλάσσονται στη μονή. Σημαντικό επίσης κειμήλιο είναι και το σιγγίλιο του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’ γραμμένο το 1798 που αναφέρεται στα προνόμια που απολάμβανε το μοναστήρι από τον Πατριάρχη σαν σταυροπηγιακό που ήταν ανεξάρτητο από τον τοπικό Επίσκοπο.Επί Τουρκοκρατίας έπαιξε και εθνικό ρόλο , αλλά και στα νεότερα χρόνια της κατοχής ήταν το κρησφύγετο και το στήριγμα υλικό και πνευματικό για τους δοκιμαζόμενους Δαδιώτες.
Το Μοναστήρι της Παναγίας της Γαυριώτισσας βρίσκεται έξω από την πόλη της Αμφίκλειας, σε υψόμετρο 800 μ. χωμένο σε πυκνό δάσος από πεύκα, κέδρα, βελανιδιές και γαύρους. Το Μοναστήρι ήταν ανδρικό στο παρελθόν, όμως από το 1954 μετατράπηκε σε γυναικείο και δόθηκε νέα πνοή πνευματική, φιλανθρωπική, δημιουργική. Πρώτη Ηγουμένη υπήρξε η Μοναχή Παρθενία Τσαγκρώνη. Ο Ιερός Ναός του Μοναστηριού είναι αφιερωμένος στην Παναγία Γαυριώτισσα και εορτάζει την 8 Σεπτεμβρίου, ημέρα εορτασμού του Γενεσίου της Θεοτόκου. Την ημέρα αυτή στο παρελθόν γινόταν μεγάλο πανηγύρι στο Μοναστήρι και στο Δαδί, που διαρκούσε 5-6 ημέρες. Με το Νέο Ημερολόγιο (1924) αυτό το πανηγύρι μεταφέρθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου και έκτοτε γίνεται στην Αμφίκλεια, ενώ το μεγάλο πανηγύρι στο Μοναστήρι γίνεται στις 6 Αυγούστου, ημέρα εορτασμού του παρεκκλησίου του.
ΚΑΣΤΟΡΙΑ
Παναγία η Καστριώτισσα
Ο μικρός ναός, που βρίσκεται στην πάλαι ποτέ Βυζαντινή ακρόπολη, είναι το κόσμημα της πόλης της Καστοριάς.Στους Βυζαντινούς χρόνους η επωνυμία του ναού ήταν '' Σκουταριώτισσα'' και είναι αναγεγραμμένη στη βάση του τυμπάνου του τρούλου. Έχει την επωνυμία Κουμπελίδικη, που ανάγεται στους χρόνους της Τουρκοκρατίας και έχει σχέση με τον χαρακτηριστικό ψηλό τρούλο του ναού ( από την τουρκική λέξη κουμπές, που σημαίνει τρούλος).Ο ναός έχει επίσης την επωνυμία "Ακαταμάχητος" ως προστάτης των τειχών της ακρόπολης.
Ο τύπος του μνημείου ανήκει στον τρίκογχο ναό μετά τρούλου. Ο κεντρικός τετράγωνος χώρος του ναού στεγάζεται με τρούλο, ο οποίος στηρίζεται πάνω σε τέσσερα τόξα, που υψώνονται στις τέσσερις πλευρές του τετραγώνου και μεσολαβούν ανάμεσα στον κεντρικό τετράγωνο χώρο και στις ημικυκλικές κόγχες. Τα υπερυψωμένα τόξα σχηματίζουν στην αναδομή σταυρό, πάνω στον οποίο κάθεται η κυκλική βάση του τρούλου. Στη δυτική πλευρά του κεντρικού χώρου συνεχίζεται στενός νάρθηκας, που καλύπτεται από ημικυκλική καμάρα. Δυτικότερα, συνεχίζεται ο δεύτερος νάρθηκας, ο εξωνάρθηκας, ο οποίος αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη του τέλους του 15ου αιώνα.
Μεγάλη εντύπωση προκαλεί ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος του τρούλου, ο οποίος δίνει και τη διαφορετική αίσθηση. Η αρμονία στη διάταξη των όγκων και η ξεχωριστή επιμέλεια στη διακόσμηση των όψεων πιστοποιούν την ευρηματικότητα και την έμπνευση του αρχιτέκτονα.
Το κτίσμα, σύμφωνα με παλαιότερους μελετητές ανήκει χρονικά στον 10ο-11ο αιώνα, συγκρινόμενος με ναούς της Μεσηβρίας και της Ηπείρου. Εσωτερικά, η ζωγραφική των τοιχογραφιών (κυρίως ναός, νάρθηκας, εξωνάρθηκας) καλύπτει μια χρονική περίοδο από τον 13ο έως και τον 17ο αιώνα. Στον κυρίως ναό, οι παλαιότερες τοιχογραφίες, που σώζονται σε κακή κατάσταση (λόγω των γνωστών προβλημάτων από τον βομβαρδισμό του μνημείου το 1940), ανήκουν χρονικά στα μέσα του 13ου αιώνα.
Από άποψης τεχνοτροπίας, στις συνθέσεις επικρατεί λιτό πνεύμα και το αρχιτεκτονικό βάθος και το τοπία χρησιμοποιούνται σωστά. Στα χρώματα, ο προπλασμός είναι πράσινος, ενώ το πλάσμα γίνεται με ώχρα.
Η ζωγραφική του 14ου και 15ου αιώνα, που τη συναντούμε εσωτερικά και εξωτερικά στο νάρθηκα, σώζεται σε καλή κατάσταση, όπως επίσης και αυτή του 17ου αιώνα.
Χαρακτηριστική σπάνια σκηνή στις εξωτερικές τοιχογραφίες, είναι ο χορός της Σαλώμης του 1496, ενώ κάτω απ' αυτήν διακρίνεται η Δέηση, που είναι παλαιότερο στρώμα του τέλους του 14ου αιώνα.
ΗΛΕΙΑ
Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Φιγαλείας
Ο υστεροβυζαντινός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου βρίσκεται στο κοιμητήριο του χωριού Άνω Φιγαλεία στον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Φιγαλείας.
Ο ναός ανήκει στην κατηγορία των σταυρεπιστέγων. Όλη η περιοχή μνημονεύεται στα χρονικά του Δεσποτάτου ότι είχε παραχωρηθεί στο Μοναστήρι του Βροντοχίου στο Μυστρά, με ένα χρυσόβουλο τουΑνδρόνικου Β’ Παλαιολόγου αμέσως μετά τη νίκη του κατά των Φράγκων το 1321. Χαρακτηριστικό στοιχείο που αποδεικνύει την παλαιότητα της μονής είναι η αβακωτή διακόσμηση. Πιθανά να ανήκε κάποτε σε κάποιο μοναστήρι αλλά αυτό δεν έχει αποδειχθεί. Ο ναός βρίσκεται σε μέτρια κατάσταση σύμφωνα με τους αρχαιολόγους-μελετητές και δεν έχει διατηρηθεί παρά το μισό ίσως από το αρχικό κτίσμα. Η αρχική τρίκλιτη με πεσσοστοιχίες βασιλική έχει σήμερα περιοριστεί στα δυο κλίτη με ένα νάρθηκα.
Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος της μεσαίας από τις τρεις αψίδες παρουσιάζει ενδιαφέρον. Οι τρεις κόγχες του ιερού έχουν μεγάλες διαστάσεις (εσωτ. διάμετρος 3,24μ. και 1,64μ. αντιστοίχως) και μια κανονική διάταξη. Ο χώρος του ιερού προσδιορίζεται από τη μικρή υπερύψωσή του και από το ξύλινο εικονοστάσι ενώ είναι φανερό ότι η πλακόστρωση του δαπέδου έχει ανανεωθεί πρόσφατα. Τοιχογραφίες δεν διακρίνονται πουθενά μέσα στο ναό. Πιθανά να έχουν σκεπαστεί με τα κακοδιατηρημένα λευκά επιχρίσματα που καλύπτουν τους τοίχους.
Η τοιχοποιία του αρχικού κτίσματος είναι επιμελημένη, έχει γίνει εξωτερικά με ακατέργαστους λίθους ή πολύ λίγους πελεκημένους και άφθονο κονίαμα που δεν επιτρέπει να φαίνονται καθαρά οι αρμοί. Πλίνθοι ανακατεύονται συχνά με τις πέτρες πάντοτε οριζοντίως. Αντίθετα, η τοιχοποιία των μεταγενέστερων τμημάτων δεν έχει πλίνθους κι οι πέτρες είναι πιο μικρές. Η κόγχη του ιερού διατηρείται σε καλή κατάσταση, είναι διευθετημένη με ιδιαίτερη φροντίδα και δεσπόζει σε αυτή το μεγάλο τρίβολο παράθυρο. Δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί η χρονολογία κτίσης του μοναστηριού. Από τυπολογικής και μορφολογικής άποψης, ο ναός διατηρεί πλήθος από στοιχεία της πρώιμης εποχής, κοινά σε μνημεία της πρώτης χιλιετίας και ειδικότερα του 10ου αιώνα. Έτσι κατά πάσα πιθανότητα η κατασκευή του τοποθετείται τα τελευταία 25 χρόνια πριν το 1000 μ.Χ. σύμφωνα με μελέτη του καθηγητή της Αρχαιολογίας Χ. Μπούρα που δημοσιεύτηκε το 1971 στα Cahiers Archeologigues.
Οι θόλοι έχουν καταρρεύσει και οι τοίχοι είναι σε μεγάλο βαθμό ανακατασκευασμένοι. Σήμερα καλύπτεται με δίρρυτη στέγη που ακολουθεί την κλίση που είχε η στέγη του εγκάρσιου θόλου. Κοσμείται με μεταβυζαντινές τοιχογραφίες, ενώ, σε πρόσφατες έρευνες που διενεργήσαμε εντοπίστηκαν υπολείμματα και δεύτερου, παλαιότερου, στρώματος.
Η έκταση που καταλαμβάνει η μεταβυζαντινή τοιχογράφηση υποδεικνύει ότι η μονή έχει υποστεί και άλλες μετατροπές πριν φθάσει στην σημερινή του μορφή. Ο ναός διαθέτει τοιχογραφημένο κτιστό τέμπλο. Ο ναός έχει οικοδομηθεί στην θέση αρχαίου κτίσματος, πιθανόν ναού, ενώ δεν θα πρέπει να αποκλειστεί και η πιθανότητα να έχει διαδεχθεί παλαιότερη εκκλησία. Το δάπεδο του μνημείου ανήκει σε πρωιμότερη φάση ενώ στους τοίχους είναι εντοιχισμένοι όρθιοι κορμοί κιόνων.
Το Χρυσόβουλο του Μυστρά, με το οποίο ο Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγος παρεχώρησε το 1321 στο Μοναστήρι του Βροντουχίου του Μυστρά:
"...το μετόχιον της Υπεραγίας Θεοτόκου της Βόγαλις μετά των προσόντων αυτή παροίκων και κτημάτων, όσα και οία ησίν, ήγουν αμπέλια, χωράφια, ελαίαι, σύκα, μυλώνος και ετέρων οπωροφόρων δένδρων. Ομοίως κεκτήσθαι και τα χωρία την Ζούρτζαν και την Μουνδράν μετά τοις ειρημένης περιοχής αυτών ..."
ΠΑΓΓΑΙΟ
Μονή Παναγίας Εικοσιφοινίσσης
Η Σταυροπηγιακή Μονή Εικοσιφοινίσσης, το αρχαιότερο μοναστήρι στην Ελλάδα βρίσκεται σε υψόμετρο 753 μέτρων, στη βόρεια πλευρά του όρους Παγγαίου, στο δρόμο Σερρών-Καβάλας, στα όρια των δύο Νομών.Αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα της Μακεδονίας και είναι το παλαιότερο εν ενεργεία μοναστήρι στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Για το όνομα της Μονής υπάρχουν τρεις εκδοχές:
Ο κτήτωρ της Μονής, άγιος Γερμανός, βρισκόταν σε ένα μέρος, μια μικρή όαση έξω από την ι. Μονή του Τιμίου Προδρόμου στους Αγίους Τόπους, όπου είχε είκοσι (20) φοίνικες, εκεί έλαβε εντολή από τον άγγελο της Θεοτόκου για την ανέγερση της Μονής και σε ανάμνηση της τοποθεσίας την ονόμασε «Παναγία η Εικοσιφοίνισσα».
Ο γνωστός στιχουργός του 18ου αιώνα Καισάριος Δαπόντες την ονομάζει «Κοσσσυφινίτσα», γιατί κατά την παράδοση, ένας κόσσυφος (κοτσύφι) οδήγησε τον άγιο Γερμανό στο σημείο όπου αναβλύζει το Αγίασμα μέχρι και σήμερα κάτω από το παρεκκλήσιο της Αγ. Βαρβάρας.
Ο ηγούμενος της Μονής Χρύσανθος το (1782) αναφέρει ότι ενώ ο άγιος Γερμανός, μετά την ανέγερση του μοναστηριού, αναζητούσε κατάλληλη σανίδα για να γίνει η εικόνα της Θεοτόκου. Εκείνη με θαυματουργικό τρόπο του πρόσφερε την μέχρι και σήμερα σωζόμενη εικόνα Της, που άστραφτε κι εξέπεμπε «φοινικούν», δηλαδή κοκκινωπό, φως. Απ’ αυτό επικράτησε ο όρος «Εικοσιφοίνισσα» (εικών φοίνισσα – Εικοσιφίνισσα).
Η ίδρυση της Μονής ανάγεται στα χρόνια του επισκόπου Φιλίππων Σώζοντος, ο οποίος έλαβε μέρος στη Δ’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451 μ.Χ.). Κατά την παράδοση, ο επίσκοπος Σώζων ίδρυσε, περί το 450 μ.Χ., ναό και μοναστικό οικισμό στη θέση Βίγλα, πλησίον της Μονής. Ο μοναστικός οικισμός αυτός εγκαταλείφθηκε με την πάροδο του χρόνου και η Μονή ιδρύθηκε ουσιαστικά από τον άγιο Γερμανό, στο δεύτερο μισό του 9ου ή στις αρχές του 10ου αιώνα. Ο άγιος Γερμανός ήταν ο πρώτος κτήτωρ της Μονής. Κατά την παράδοση, ο άγιος Γερμανός, αφού μόνασε στην ιερά Μονή Προδρόμου, στον Ιορδάνη ποταμό, εγκατέλειψε την Παλαιστίνη και με όραμα που είδε από τον άγγελο εκ της Παρθένου ήρθε στη θέση Βίγλα του Παγγαίου περί το 518 μ.Χ. Εκεί ανακάλυψε τα ερείπια των παλαιών κτισμάτων που είχε χτίσει ο Σώζων και ξεκίνησε την ανέγερση νέας Μονή αλλά δεν τα κατάφερε μόνος του, συνμοναστές του έγιναν οι Κωνσταντινουπολίτες αξιωματούχοι Νικόλαος και Νεόφυτος αφού πρώτα πούλησαν όλα τα υπάρχοντά τους και ξεχρέωσαν το όφελος του οσίου Γερμανού προς τους τεχνίτες για την ανέγερση της Μονής. Ο άγιος Γερμανός διοίκησε το Μοναστήρι με σοφία και σύνεση και εκοιμήθη αφού όρισε για διάδοχό του τον Νεόφυτο. Η μνήμη του εορτάζεται στις 22 Νοεμβρίου.
Η ιστορία της Μονής παραμένει άγνωστη μέχρι και τον 11ο αιώνα, οπότε ανακηρύχτηκε «σταυροπηγιακή» και κτίστηκε νέος καθολικός (κεντρικός) ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου. Από το 1472 η Μονή γνώρισε περίοδο ακμής μέχρι το 1507. Στη Μονή εγκαταβίωσε ο παραιτηθείς Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Α΄, ο οποίος με τη δράση και την περιουσία του της έδωσε πνοή ζωής. Για το λόγο αυτό ονομάστηκε δεύτερος κτήτορας της Μονής και η Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο. Τον άγιο Διονύσιο ιδιαίτερα τον τιμούσε ως πνευματικό της πατέρα η χριστιανή σουλτάνα Μάρω, μητριά του Σουλτάνου Μωάμεθ Β’ του Πορθητού (1451 – 1481), η οποία έκανε πολλές ευεργεσίες και δωρεές στην Ι. Μονή.
Η δράση των μοναχών στην ευρύτερη περιοχή προκάλεσε την οργή των Τούρκων, οι οποίοι τους θανάτωσαν, χωρίς όμως να καταστρέψουν το κτιριακό συγκρότημα της μονής. Μετά από παρέμβαση του Οικουμενικού πατριαρχείου στη σουλτανική αυλή, η μονή επανακατοικήθηκε από μοναχούς του Αγίου Όρους γύρω στο 1510 – 1520. Το 1610 επισκέφθηκε τη Μονή ο Μητροπολίτης Μυρέων Ματθαίος, ο οποίος συνέγραψε τον Παρακλητικό Κανόνα της Παναγίας Αχειροποιήτου. Το 1798, μετά την πρώτη του Πατριαρχία, έμεινε ως εξόριστος στη Μονή ο μετέπειτα Εθνομάρτυρας και άγιος Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄.
Κατά την Τουρκοκρατία, η συμβολή της Μονής στη διατήρηση της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού υπήρξε ανεκτίμητη, ενώ κατά την ιστορική της διαδρομή καταστράφηκε πολλές φορές από Τούρκους και Βούλγαρους επιδρομείς. Κατά την εποχή της Επανάστασης του 1821, η Μονή είχε γίνει πνευματικό και εθνικό κέντρο της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Η Μονή του Παγγαίου προετοίμασε την εθνική εξέγερση κατά των Τούρκων. Εδώ είχε το αρχηγείο του ο μεγάλος αγωνιστής Νίκος Τσάρας και εδώ ήρθε από τις Σέρρες ο Εμμανουήλ Παπάς, όρκισε τους οπλίτες του και κήρυξε την Επανάσταση.
Μέχρι το 1843 λειτουργούσε εκεί σχολή, ονομαζόμενη ‘Των Κοινών Γραμμάτων ή Ελληνική Σχολή’, για την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου της περιοχής, ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα και για λίγες δεκαετίες λειτούργησε και Γεωργική Σχολή με 3 γεωπόνους. Αξιόλογη υπήρξε και η βιβλιοθήκη της. Πρίν την διαρπαγή της από τούς Βουλγάρους (1917) περιλάμβανε 1300 τόμους βιβλίων από τους οποίους οι 430 χειρόγραφοι κώδικες, ήταν μεγάλης αξίας.
Τη Μεγάλη Δευτέρα, 27 Μαρτίου 1917, ο Βούλγαρος αρχικομιτατζής Πανίτσας, άρπαξε τα περισσότερα κειμήλια και τα μετέφερε στη Βουλγαρία, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Σόφιας. Τον Ιούνιο του ιδίου έτους Βούλγαροι στρατιώτες ανάγκασαν τους μοναχούς να εγκαταλείψουν το Μοναστήρι. Η Εικοσιφοίνισσα αφέθηκε έρημη. Η Μονή Παναγίας Εικοσιφοινίσσης άρχισε να επαναλειτουργεί το 1965 από γυναικείο τάγμα αυτή τη φορά και γιορτάζει στις 15 Αυγούστου στη μνήμη της Παναγίας της Θεοτόκου, στις 14 Σεπτεμβρίου στη μνήμη του τιμίου Σταυρού και στις 21 Νοεμβρίου στη μνήμη των Εισοδίων της Θεοτόκου. Η πραγματική ανοικοδόμηση της Μονής έγινε από τον κυρό Μητροπολίτη Διονύσιο Κυράτσο εκείνη τη περίοδο, γι’ αυτό και θεωρείται από πολλούς ο τρίτος κτήτωρ της Ι. Μονής.
Η Μονή και τα κτίσματά της
Ολόκληρη η Μονή περιβάλλεται από ψηλό τείχος και στο κέντρο της βρίσκεται ο ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου. Στο πρώτο και κύριο μέρος της Μονής βρίσκεται το καθολικό, το οποίο είναι το παλαιότερο κτίσμα της, το Ηγουμενείο, τα κελλιά των μοναζουσών, το αρχονταρίκι, το παρεκλήσσιο της Αγίας Βαρβάρας με το αγίασμα, το μουσείο, η τράπεζα και τα εργαστήρια κεντητικής και αγιογραφίας. Στο δεύτερο μέρος των κτηριακών εγκαταστάσεων της Μονής περιλαμβάνονται τα τρία κτήρια των ξενώνων, το πρεσβυτέριο για το λειτουργό Ιερέα της Μονής,το παρεκλήσσιο της Ζωοδόχου Πηγής και ανθόκηπο με παλαιό συντριβάνι. Προ της Ι. Μονής υπάρχει πλατεία την οποία σκιάζουν αιωνόβια πλατάνια. Κοντά σ’ αυτήν βρίσκεται το μνημείο των 172 μοναχών της Εικοσιφοινίσσης που σφαγιάσθηκαν το 1507 από τους Τούρκους. Ανεγέρθηκε το 1972. Στην είσοδο της Μονής υπάρχει ψηφιδωτό της Θεοτόκου δεομένης. Στην εσωτερική πύλη υπάρχει άλλο ψηφιδωτό των δυο κτητόρων της Μονής, αγίων Γερμανού και Διονυσίου. Το «καθολικόν», ο κεντρικός δηλαδή ναός, κτίσθηκε το 1842, πλην του Ι. Βήματος, το οποίο σώζεται από τον 11ο αιώνα. Θαυμάσιας τέχνης είναι το ξυλόγλυπτο επίχρυσο τέμπλο, στο οποίο βρίσκεται και η αχειροποίητη Εικόνα. Το τέμπλο κατασκευάσθηκε από το 1781 έως το 1802 από Χιώτες τεχνίτες. Έχει δυο μεγάλους και δυο μικρότερους τρούλους. Στη στέγη φύονται δυο μικρά κυπαρίσσια που προκαλούν θαυμασμό, σαν θαύμα. Στη νοτιοανατολική γωνία του Ναού υψώνεται μεγαλοπρεπές κωδονοστάσιο.
ΛΕΩΝΙΔΙΟ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ
Μονή Παναγίας Έλωνας
Είναι χτισμένη σε ρυθμό κεραμοσκεπαστής βασιλικής με πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομή. Διαθέτει τέσσερις θύρες εισόδου, ανοιγμένες όλες στη βόρεια πλευρά της. Η μεγαλύτερη από αυτές διαθέτει ακανόνιστο πέτρινο τόξο πάνω από το ανώφλι. Αριστερά της υψώνεται το μαρμάρινο κωδωνοστάσιο, χτισμένο στα 1831μ.Χ. επάνω στο οποίο διακρίνονται εμφανή υπολείμματα μπλε χρώματος.
Η μονή ιδρύθηκε το 1300. Λέγεται πως βοσκοί που διατηρούσαν τα ποίμνιά τους στα απέναντι βουνά, έβλεπαν κάθε βράδυ κάποιο φως στον απότομο βράχο. Μόλις έγινε γνωστό το γεγονός αυτό στον επίσκοπο Ρέοντος και Πραστού επισκέφθηκε μαζί με τον κλήρο της περιοχής, τους τοπικούς προεστούς και πλήθος χριστιανών την περιοχή για να... διαπιστώσουν ότι στη μέση του βράχου ήταν τοποθετημένη η εικόνα της Παναγίας και μπροστά της έχυνε το ιλαρό του φως ένα αναμμένο καντήλι. Μέχρι και σήμερα ο πιστός πάνω από το μοναστήρι μπορεί να δει το ξύλο από το οποίο ήταν κρεμασμένη η εικόνα. Με απόφαση του επισκόπου Ρέοντος και Πραστού, οι μοναχοί Καλλίνικος και Δοσίθεος που ήταν ασκούμενοι μοναχοί εγκαταστάθηκαν στο σημείο όπου βρέθηκε η εικόνα, έκτισαν ένα μικρό ναό, δύο κελιά και έγιναν οι πρώτοι κτήτορες της μονής της Ελώνης. Αυτοί οι μοναχοί μαρτύρησαν για την πίστη τους στο Θεό αφού τους έσφαξαν δύο Τούρκοι μέσα στην προσπάθειά τους να κατατροπώσουν όσους περισσότερους χριστιανούς μπορούσαν. Η Παναγία όμως τιμώρησε τους αλλόθρησκους για αυτή τους την πράξη τυφλώνοντας τους την στιγμή που έμπαιναν στο ναό της για να τον λεηλατήσουν. Αφού αντιλήφθηκαν τη χάρη της Παναγίας μετανόησαν και ξαναβρήκαν το φως τους αφιερώνοντας όλη την περιουσία τους στην Μονή, η οποία εκ τότε δέχθηκε πολλά προνόμια από μέρους των Οθωμανών, με αποτέλεσμα τα επόμενα χρόνια να αναπτυχθεί τόσο σε αριθμό μοναχών όσων και κτισμάτων, προσκυνητών και δωρεών.
Το 1770 η Μονή πέρασε από μεγάλη δοκιμασία. Οι Τούρκοι έσφαξαν τους μοναχούς της, την λεηλάτησαν και την πυρπόλησαν. Ωστόσο το 1785 ξαναέρχονταν μοναχοί οι οποίοι έφταναν τους σαράντα σε αριθμό και έτσι η μονή αρχίζει να ακμάζει πνευματικά και υλικά χάρη στην υποστήριξη των χριστιανών της περιοχής. Η ακμή της έρχεται στα έτη 1798-1811 και αυτό γιατί ο δρόμος προς την μονή γίνεται προσπελάσιμος, κτίζεται νέος ναός, κελιά, ξενώνες και αγοράζονται ή αφιερώνονται κτήματα στο Λεωνίδιο, στο Δήμο Λιμναίων, Σεληνούντος, Γερόνθρων και Έλους. Σημαντική ήταν και η βοήθεια από τους Υδραίους και τους Σπετσιώτες καπεταναίους. Εξαιτίας της φήμης που απέκτησε το οικουμενικό πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως την ανακήρυξε πατριαρχική και σταυροπηγιακή μονή μετά προνομίων πολλών και κεφαλαίων εις διηνεκή ασφάλειαν.
Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας , στης 12 Απριλίου 1822 έδωσε στην Πελοποννησιακή Γερουσία δεκαπέντε χιλιάδες γρόσια για τις ανάγκες του έθνους. Επίσης οι μοναχοί της πήραν μέρος σε πολυάριθμες μάχες. Όμως το ελεύθερο ελληνικό κράτος με το διάταγμα του 1833 έδιωξε τους μοναχούς της και πήρε την περιουσία της. Όμως η χάρη της Παναγίας βοήθησε και έτσι άρχισε να ευδοκιμεί και πάλι από το 1972.Η Παναγιά της Έλωνας εορτάζει στις 15 και 23 Αυγούστου (Κοίμηση και Εννιάμερα της Θεοτόκου αντίστοιχα), ενώ της 21 Νοεμβρίου, που εορτάζονται τα Εισόδια της Θεοτόκου γίνεται τοπική εορτή στο Λεωνίδιο και προς τιμή της τελώνται θρησκευτικές εκδηλώσεις.
ΝΑΥΠΑΚΤΙΑ
Παναγία Αμπελακιώτισσα
Η Αμπελακιώτισσα είναι γνωστή για την Ιερά Μονή της που διασώζει τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Αμπελακιώτισσας και το χέρι του Αγίου Πολυκάρπου. Πάνω από την Αμπελακιώτισσα, μέσα σε λόφους της Ν.Α. ελατόφυτης πλαγιάς της κορυφογραμμής Αϊ-Λιας, βρίσκεται η ιερά μονή Κοίμησης της Θεοτόκου.
Η μονή ιδρύθηκε το 1456 όπως δηλώνει η πλάκα που είναι πάνω από την πόρτα της μονής, επί ηγουμένου Θεοφίλου.
Σε αυτή βρίσκεται η αγία εικόνα της Θεοτόκου, έργο του Ευαγγελιστή Λουκά, η οποία πρώτα ανήκε στον ναό της Αμπελακιώτισσας, κατόπιν ρίχτηκε στον Πηνειό Ποταμό από τους Τούρκους και κάτω από υπερφυσικές συνθήκες βρέθηκε ανήμερα της Χάρης Της του 1455 μέσα στα κλαδιά μιας γέρικης βελανιδιάς, στον περίβολο του μοναστηριού, που ήταν τότε δασόφυτο. Το δέντρο που βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας σώζεται και σήμερα και τα κλαδιά του σκεπάζουν το Άγιο Βήμα του καθολικού του μοναστηριού.
Στα ιερά του κειμήλια, συγκαταλέγονται και οστά άλλων αγίων καθώς και το σπάνιο έργο τέχνης, ο Επιτάφιος, που κεντήθηκε το 1735 από τη φημισμένη κεντήστρα της Κωνσταντινούπολης, τη Μαριόρα.
ΣΙΑΤΙΣΤΑ
Μονή Παναγίας Μικροκάστρου
Πολύ κοντά από τη Σιάτιστα το χωριό Μικρόκαστρο βρίσκεται το μοναστήρι της Παναγίας Μικρικάστρου, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, γνωστό ως ''ιερά Μονή της Παναγίας εν Τσιαρουσίνω''.
Ο ναός χτίστηκε το 1797 και ήταν εξοχικός ναός της ενορίας Μικροκάστρου. Ως μοναστήρι αναφέρεται σε έγγραφο του 1842 όπου και τοποθετείται η ίδρυση του. Με τον νόμο συγχώνευσης των μοναστηριών το 1930-1932 το μοναστήρι της Παναγίας ήταν το μόνο που παρέμεινε, ενώ τα άλλα έγιναν μετόχια. Το 1993 η μονή μετατράπηκε σε Γυναικεία Κοινοβιακή Μονή και εγκαταστάθηκαν οι πρώτες μοναχές. Σήμερα η διαμόρφωση και ο ευπρεπισμός των αύλειων χώρων, οι ανακαινιστικές εργασίες η συγκρότηση της Αδελφότητας και η πνευματική του ακτινοβολία το καθιστούν ένα από τα σπουδαιότερα μοναστήρια στο νομό Κοζάνης.
Το καθολικό του μοναστηριού είναι τρίκλιτη βασιλική και αγιογραφήθηκε το 1797 από Ηπειρώτες Καπεσοβίτες ζωγράφους. Οι τοιχογραφίες είναι εξαιρετικής τέχνης. Θαυμασμό προκαλεί το ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο που σε ορισμένα σημεία του ακολουθείται η τεχνική του ''τρυπητού'' δηλαδή με διαμπερή κενά ανάμεσα στα θέματα. Από τις εικόνες, η θαυματουργούς της Θεοτόκου, που θεωρείται και η προστάτιδα της μονής, είναι η παλαιότερη, με πιθανή χρονολογία το 1603, ενώ από μια πρόσφατη έρευνα χρονολογείται στον 13ο αιώνα.
Ζαχάρω
Ιερός Ναός Παναγίας Σμερνιώτισας
Η Σμέρνα , το καραούλι της Ηλείας, είναι ένα πανέμορφο ορεινό χωριό του Δήμου Ζαχάρως, στην κορυφή του όρους Λαπιθα, σε υψόμετρο 650 μέτρων, με απέραντη θέα προς το Ιόνιο Πέλαγος για αυτό και αναφέρεται ως το «Μπαλκόνι του Δήμου Ζαχαρως». Πιθανές εκδοχές που πήρε την ονομασία της αναφέρονται:
1. από το ψάρι Σμέρνα που βρέθηκε πριν χιλιάδες χρόνια στον σημερινό κάμπο από αμπέλια που υπάρχει σήμερα που τότε ήταν λίμνη.2. Από έναν τσοπάνο που είχε έρθει από την Σμύρνη και λεγόταν Σμυρνης κι εγκαταστάθηκε εκεί στην εποχή της τουρκοκρατίας.
Με την πάροδο των ετών έγινε μετεξέλιξη του ονόματος. Η ιστορία αναφέρει ότι από εκεί ο Ιμπραήμ το 1825 είδε τους καπνούς από τον ηττημένο καιόμενο στόλο του στην ναυμαχία του Ναυαρίνου και τα όνειρα του για την ηγεμονία του Μοριά να εξανεμίζονται.
Ο Ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου που αποτελεί θαύμα της πίστης στα σπλάχνα της φύσης.Είναι ριζωμένος μέσα στα απότομα βράχια του όρους Λαπιθα με σπήλαιο δυτικά του χωρίου.
Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας βρέθηκε από κάποιον τοπικό βοσκό την περίοδο της Τουρκοκρατίας στο Σπήλαιο, που στην συνέχεια μετατράπηκε σε ναό.
ΚΑΣΟΣ
Κοίμηση της Θεοτόκου
Ένα ακόμη χωριό με το όνομα Παναγία είναι ο τόπος του μεγαλυτέρου πανηγυριού της Κάσου, κάθε Δεκαπενταύγουστο. Στην τοπική εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου τηρούνται, κάθε χρόνο, όλα τα πατροπαράδοτα έθιμα κατά τον εορτασμό του Δεκαπενταύγουστου.
Εκατοντάδες Κασιώτες απ' όλη την Ελλάδα, αλλά και μετανάστες όλες τις γωνιές του κόσμου, συρρέουν στο νησί, μαζί με τους ξένους επισκέπτες, για να προσκυνήσουν στην Παναγία, να γλεντήσουν με τα πατροπαράδοτα έθιμα και να δοκιμάσουν κασιώτικα ντολμαδάκια και πιλάφι
Η Πέρα Παναγία
Η Παναγία, το παλιό χωριό των καπεταναίων και των καραβομαραγκών, κατοικείται τον χειμώνα από ελάχιστο κόσμο. Τον Δεκαπενταύγουστο, όμως, φιλοξενεί τη μεγαλύτερη συγκέντρωση Κασιωτών και επισκεπτών. Εδώ γίνεται στη χάρη της Πέρα Παναγίας το μεγαλύτερο πανηγύρι. Η Πέρα Παναγία γιορτάζει, όπως πριν από 20, 50 ή 100 χρόνια, και «αρμενίζει» στολισμένη με τα γιορτινά «σινιάλα» καραβιού. Προτού ακόμη τελειώσει η Λειτουργία και η λιτάνευση της εικόνας της Παναγίας, οι ειδικοί για τους γάμους και τα πανηγύρια ερασιτέχνες μάγειροι- οι οποίοι ποτέ δεν έχουν πιάσει κουτάλα στο σπίτι τους- ετοιμάζουν τα φαγητά σε μεγάλα καζάνια στημένα στα «κούμιλα», όπου καίει η φωτιά από θυμάρια και ξύλα. Ειδικά το υπέροχο κασιώτικο πιλάφι απαιτεί ιδιαίτερη μαεστρία και πρέπει να σερβιριστεί στην ώρα του ζεστό και σπυρωτό. Λίγοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν τα μυστικά του. Το παραδοσιακό πιάτο του πανηγυριού περιλαμβάνει πιλάφι με κανέλα, καταπληκτικά ντολμαδάκια, πατάτες τηγανητές με κοκκινιστό αρνί και κατσίκι. Το τύλιγμα των περίφημων, μικροσκοπικών κασιώτικων ντολμάδων αποτελεί μια ξεχωριστή ιεροτελεστία. Αποβραδίς, δεκάδες γυναίκες η κάθε μία με την ποδιά της, τυλίγουν με τέχνη τόσα ντολμαδάκια όσα χρειάζονται για να σερβίρουν περίπου 2.000 πανηγυριώτες, αλλά και να περισσέψουν για μεζές σε όλη τη διάρκεια του πανηγυριού. Το πανηγύρι της Παναγίας είναι το μοναδικό στην Κάσο που ακόμη στρώνονται οι τεράστιες τάβλες για να φάνε με τη σειρά πρώτα οι γυναίκες και τα παιδιά και μετά οι άνδρες. Τα πιάτα, το κρασί και το ψωμί, φτάνουν στη «σάλα» χέρι με χέρι. Τα σερβίρουν οι άνδρες, οι οποίοι φορούν μια ειδική άσπρη ποδιά.
ΑΝΔΡΟΣ
Η μονή Παναχράντου
Είναι ένα από τα γοητευτικά «μπαλκόνια» της Ανδρου. Βρίσκεται ψηλά, στο όρος Καταφύγι, και από τους εξώστες της το ματιά του επισκέπτη απλώνεται ως τη Χώρα και τον θαλασσινό ορίζοντα. Σύμφωνα με την παράδοση, η μονή αυτή χτίστηκε από τον Νικηφόρο Φωκά κατά την επιστροφή του από τη νικηφόρο εκστρατεία κατά των Αράβων στην Κρήτη. Η μονή, όπως και πολλές άλλες στο νησί, έχει φρουριακό χαρακτήρα και ιδιαίτερη αίσθηση δημιουργούν οι πηγές με το γάργαρο νερό στο προαύλιο, κάτω από το μεγάλο δέντρο, αλλά και μέσα στην αυλή. Στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται αρχαίοι κώδικες και πατριαρχικά σιγίλια. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο του καθολικού είναι από τα ωραιότερα της Ανδρου και στην είσοδο της εκκλησίας υπάρχει μαρμάρινη ανάγλυφη παράσταση του Ευαγγελισμού, η οποία χρονολογείται από το 1602. Για τη μονή νοιάζεται ο ηγούμενος, πατέρας Ευδόκιμος, ο οποίος μπορεί να ετοιμάσει φαγητό για τους επισκέπτες αν ειδοποιηθεί. Στη μονή φτάνει χωματόδρομος, η ανάβαση όμως με τα πόδια (διαρκεί περίπου δύο ώρες) από το Αλαδινό και μετά τα Φάλλικα είναι ξεχωριστή εμπειρία, καθώς ο πεζοπόρος ανηφορίζει από το μονοπάτι, τα σοκάκια και τα σκαλοπάτια των χωριών, ανάμεσα σε ολάνθιστους κήπους, λευκά σπίτια, εκκλησιές και καμπαναριά με γαλάζιους τρούλους και παλιούς περιστερώνες, με τη συνοδεία, πάντοτε, της πανοραμικής θέας.
ΙΟΣ
Η Παναγία η Γκρεμιώτισσα
Στο πιο θεαματικό σημείο της Χώρας, η Παναγία η Γκρεμιώτισσα είναι το προσκύνημα των απανταχού Ιητών. Χτισμένη επάνω σε απρόσιτο γκρεμό, είναι ένας «σεμνός, γραφικός, χαριτωμένος νησιωτικός ναός», κατοικητήριο της θαυματουργής εικόνας της Κοιμήσεως που ταξίδεψε επάνω σε μικρή σχεδία, με την κανδήλα αναμμένη, από την τουρκοκρατούμενη Κρήτη και έφτασε στα φιλόξενα ακρογιάλια της Ιου. Δίπλα στην εκκλησία ένας ανεμοδαρμένος φοίνικας θυμίζει την παλαιά ονομασία του νησιού, «Φοινίκη».
ΚΥΠΡΟΣ
Καρπασία - Παναγία της Κανακαριάς
Στη Λυθράγκωμη, ένα χωριό της επαρχίας Αμμοχώστου στη περιφέρεια της τουρκοκρατούμενης Καρπασίας βρίσκεται ένα σπάνιο δείγμα της τέχνης του 6ου αιώνα μ.Χ. ο Ναός της Παναγίας της Κανακαριάς. Πρόκειται για ένα ναό μοναστηριού αφιερωμένου στην Παναγία που βρίσκεται στο δυτικό άκρο του χωριού.
Υπάρχουν τρεις ερμηνείες της ονομασίας Κανακαριά. Η λαϊκή παράδοση αναφέρει ότι ένας Σαρακινός κτύπησε με ένα βέλος το γόνατο της εικόνας της Παναγίας που βρισκόταν έξω από την Εκκλησία στο τοίχο ή την κτύπησε με μαχαίρι. Αμέσως έτρεξε αίμα. Το μαχαίρι όμως γύρισε πίσω και καρφώθηκε στο χέρι του. Προσπάθησε να θεραπεύσει την πληγή του πηγαίνοντας στο διπλανό χωριό. Τρέχοντας φώναζε «καν, καν» δηλ. «αίματα, αίματα». Ο Σαρακινός πέθανε στο δρόμο. Από τότε η Παναγία ονομάστηκε Κανακαναριά.Η δεύτερη ερμηνεία λέει ότι η Παναγία ονομάστηκε έτσι γιατί κτίστηκε από ένα κανακάρη, δηλ ένα μοναχοπαίδι.Η τρίτη προέρχεται από το ψηφιδωτό της βρεφοκρατούσας Παναγίας, η οποία «κανακεύει» τον γιό της κρατώντας τον στα γόνατα της.
Ο Ναός της Παναγίας κτίστηκε στα ερείπια μιας παλαιοχριστιανικής βασιλικής και χρονολογείται στην εποχή της εικονομαχίας. Είναι τρίκλιτη βασιλική με τρούλο που το μεσαίο κλίτος καταλήγει σε αψίδα ημικυκλική και κτίστηκε τον 7ο αι. ως καθολικό της μονής. Ο ναός τον 12ο και 13ο αι. δέχτηκε πολλές αλλαγές ( τοίχοι και αψίδες στα πλάγια κλίτη, τρούλος στο μεσαίο κλίτος, νάρθηκας).
Τρία μωσαϊκά που σώζονται στις αψίδες τριών πρωτοχριστιανικών βασιλικών (Παναγίας Αγγελόκτιστης στο Κίτι, της Κυράς στα Λιβάδια και της Παναγίας της Κανακαριας) δίνουν μιαν εικόνα της μεγαλοπρέπειας και της ανυπέρβλητης ομορφιάς των μωσαϊκών που κοσμούσαν τις βασιλικές που καταστράφηκαν στις αραβικές επιδρομές.Το αρχαιότερο από τα τρία ψηφιδωτά βρισκόταν στην αψίδα της Εκκλησίας της Κανακαριάς.
Την κεντρική σύνθεση αποτελούσε η ένθρονη Παναγία σε μετωπική στάση κρατώντας τον Χριστό στα γόνατά της με τους Αρχαγγέλους Γαβριήλ και Μιχαήλ ως δορυφόρους σ’ ένα χρυσό πλαίσιο.Τό ψηφιδωτό βρισκόταν στη θέση του μέχρι το 1979.
Το κεφάλι της Παναγίας δεν έχει διασωθεί. Την όλη παράσταση περιέβαλλε πλατειά ζώνη με πλούσιο διάκοσμο από γεωμετρικά και φυτικά σχέδια και από δεκατρία μετάλλια με εικόνες του Χριστού και των αποστόλων. Συνολικά 9 μετάλλια με εικόνες των αποστόλων έχουν διασωθεί.
Το 1979 η Εκκλησία της Παναγίας υπέστη την καταστροφική μανία των Τούρκων εισβολέων. Αφαιρέθηκαν τα σπουδαία ψηφιδωτά του ναού, όπως διαπίστωσε η Αρχαιολογική Υπηρεσία της Κύπρου, τα οποία πουλήθηκαν σε εμπόρους αρχαιολογικών θησαυρών. Η διεκδίκηση επανάκτησης των θησαυρών έγινε από το κράτος και την Εκκλησία της Κύπρου μετά από μακρόχρονο αγώνα και προκάλεσε το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Το 1989 το δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών χαρακτήρισε τα ψηφιδωτά κλεμμένη ιδιοκτησία και διέταξε την επιστροφή τους στο νόμιμο ιδιοκτήτη τους, δηλ. την Εκκλησία της Κύπρου.
Κίτιον
Παναγία Αγγελόκτιστη
Για την ονομασία της εκκλησίας δίδονται δύο εκδοχές. Η πρώτη αναφέρει ότι όταν αποφάσισαν να κτίσουν την εκκλησία δεν ήταν στο χώρο που βρίσκεται σήμερα αλλά κάπου αλλού. Αρχίζοντας όμως να κάνουν τα θεμέλια στο χώρο εκείνο, είδαν μετέπειτα ως εκ θαύματος ότι τα θεμέλια είχαν μεταφερθεί στο χώρο που βρίσκεται σήμερα. Έτσι συνέχισαν το κτίσιμο στην νέα τοποθεσία αφού ήταν πλέον ορατό ότι ήταν θέλημα του Θεού. Αλλά συνέβηκε και άλλο παράξενο. Ενώ το κτίσιμο συνεχιζόταν οι κτίστες διαπίστωναν κάθε πρωί ότι το κτίσιμο προχωρούσε από μόνο του. Τότε παραφύλαξαν την νύκτα και είδαν ότι κατά τα μεσάνυκτα άγγελοι κατέβαιναν από τους ουρανούς και με ύμνους προς την Παναγία έκτιζαν κατά την διάρκεια της νύκτας την εκκλησία.
Η άλλη εκδοχή είναι λόγω του ψηφιδωτού της Παναγίας που υπάρχει στην εκκλησία. Όποιος το προσέξει και δει πόσο όμορφο είναι λέει ότι ανθρώπινα χέρια δεν θα μπορούσαν να φτιάξουν ένα τέτοιο ψηφιδωτό. Έτσι πιστεύεται ότι και αυτό έγινε με την βοήθεια των αγγέλων.
Η εκκλησία της Αγγελόκτιστης είναι σταυρικού ρυθμού με τρούλο και κτίστηκε γύρω στον 11ον αιώνα. Η αψίδα της εκκλησίας που φέρεται να είναι αρχαιότερη είναι κατάλοιπο μιας βασιλικής του 5ου αιώνα, ενώ το δυτικό τμήμα είναι νεώτερη προέκταση.
Στην κύρια είσοδο του κεντρικού ναού υπάρχει η χρονολογία 1714, που προφανώς δεν αναφέρεται στην ημερομηνία της οικοδομής του αλλά στον χρόνο κάποιας επιδιόρθωσης που έγινε σε αυτό. Μια επιγραφή επίσης στην κύρια είσοδο του ναού αναφέρει και τον Επίσκοπο Κιτίου Σύλβεστρο, από τον οποίο έγινε η ανακαίνιση του ναού. Άλλη χρονολογία στο εικονοστάσιο (1855) επιδεικνύει την ημερομηνία κατασκευής του τέμπλου. Στο εικονοστάσι αυτό υπάρχουν εικόνες του 19ου αιώνα καθώς και μερικές άλλες παλαιότερες.
Στην βόρεια πλευρά της εκκλησία προστέθηκε κατά τον 12ον αιώνα ένα μικρό καμαροσκέπαστο παρεκκλήσι, που είναι αφιερωμένο στους Αγίους Αναργύρους, Κοσμά και Δαμιανό. Στο παρεκκλήσι σώζονται δύο στρώματα τοιχογραφιών. Το νεώτερο στρώμα παρουσιάζει τον Άγιο Γεώργιο έφιππο και τους άλλους αγίους όρθιους, χρονολογείται από τον 15ον αιώνα, ενώ το παλαιότερο δεν μπορεί να χρονολογηθεί προτού αποχωριστεί από το νεώτερο στρώμα.
ΛΕΥΚΩΣΙΑ
Μονή Παναγίας Χρυσοκουρδαλιώτισσας
Η Ιερά Μονή Παναγίας Χρυσοκουρδαλιώτισσας, ένα μεσαιωνικό κτίσμα στο χωριό Κούρδαλι, κοντά στο χωριό Σπήλια, στην περιοχή της Σολιάς. Το Κούρδαλι είναι ένα μικρό χωριό, αλλά ευλογημένο, καθώς και ιστορικό, διότι λαμπρύνεται με τον παλαιό και τόσο κατανυκτικό ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου, που μέσα στα σπλάγχνα του αποθησαυρίζει οστά οσίων ανδρών και αγωνιστών της ελευθερίας του νησιού μας.
Το Μοναστήρι βρίσκεται μέσα σ' ένα καταπληκτικό φυσικό περιβάλλον. Το ποταμάκι, που ρέει κατά μήκος της εκκλησίας, οι καρυδιές, η πυκνή συστάδα των πεύκων, οι αιωνόβιες και επιβλητικές ελιές, που το περιβάλλουν, καθώς και οι απόκοσμες φωνές των γλυκύλαλων πουλιών του δάσους, που ανυμνούν κι αυτά τον Θεό με τον τρόπο τους, σε κάνουν να νοιώθεις ότι βρίσκεσαι σε κάποια απόκοσμη σκήτη, σαν αυτές του Αγίου Όρους, που έχουνε την εκκλησία στο κέντρο και λιγοστά προσκτίσματα να την κυκλώνουν.
Τη Μονή έκτισε η οικογένεια Κούρδαλη, με πρωτοστατούντες τον ιεροδιάκονο Λέοντα Κούρδαλη και τον συγγενή του, πρωθιερέα Ιωάννη Κούρδαλη και χρονολογείται στα τέλη του15ου/αρχές του 16ου αιώνα. Πρόκειται γιά μία από τις πολλές περιπτώσεις ιδιωτικών μονυδρίων και ναών, που ανεγείρονται στην Κύπρο από κληρικούς ή λαϊκούς κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας. Παλαιότερα ήταν ανδρικό μοναστήρι, εγκαταλείφθηκε όμως αργότερα, ίσως επί Τουρκοκρατίας, κι έτσι το καθολικό της Μονής χρησιμοποιήθηκε ως εκκλησία του μεταγενέστερου της Μονής οικισμού Κουρδάλων. Η προσκυνηματική εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας, 16ος αιώνας
Ο ναός είναι διαιρεμένος σε τρία κλίτη με ξύλινες κολώνες και δοκούς, οι οποίες ήταν διακοσμημένες. Σήμερα σώζονται μόνο τρείς από τις αρχικές αυτές δοκούς. Οι τοιχογραφίες του ναού, που συντηρήθηκαν μαζί με τον ναό από το Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κύπρου, χρονολογούνται στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα, αλλά πλείστες όσες έχουν δυστυχώς καταστραφεί. Σε πολύ κατάσταση διατηρούνται σήμερα αυτές στο ιερό Βήμα και σε κάποια άλλα σημεία του ναού. Στον νότιο τοίχο, στη γωνία, υπάρχει η γνωστή τοιχογραφία του Αποστόλου Βαρνάβα, ίσως η καλύτερη στην Κύπρο. Στον βόρειο τοίχο, υπάρχει η μεγαλοπρεπής τοιχογραφία του Αγίου Γεωργίου με σκηνές από το μαρτύριό του και τον κτήτορα της Μονής να δέεται στον Άγιο. Στο ιερό Βήμα σώζονται οι παραστάσεις του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, η Πλατυτέρα, οι Τρείς Ιεράρχες, μαζί με τους Κυπρίους Αγίους Σπυρίδωνα και Επιφάνιο. Ακόμα, η θυσία του Αβραάμ, ο Άγιος Στέφανος ο πρωτομάρτυρας, η φιλοξενία του Αβραάμ, και οι Κύπροι Άγιοι Ιωάννης ο Λαμπαδιστής και Αθανάσιος ο Πεντασχοινίτης. Στον δυτικό τοίχο υπάρχει μεγάλη τοιχογραφία της Σταύρωσης και ακολούθως τοιχογραφίες από τις Κυριακές του Πεντηκοσταρίου. Δεξιά των τοιχογραφιών του Πεντηκοσταρίου υπάρχει ἡ παράσταση της Ρίζας του Ιεσσαί και, αριστερά, η Παναγία ένθρονη, με τους Προφήτες που προφήτεψαν γι’ Αυτήν. Αξιόλογης τέχνης είναι και το επιχρυσωμένο σκαλιστό τέμπλο με σπουδαίες και σπάνιες εικόνες. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η προσκυνηματική και θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας του 16ου αιώνα (Δεξιοκρατούσα). Ένα ακόμη ξεχωριστό στοιχείο αυτού του ναού είναι τα στασίδια του, με τους σκαλιστούς δράκους στο πλάι, που χρονολογούνται κι αυτά στην περίοδο της Βενετοκρατίας.
ΛΑΡΝΑΚΑ
Παναγία Ασταδιώτισσα στον Άγιο θεόδωρο
Πρόκειται για βυζαντινή εκκλησία που βρίσκεται στο χωριό Άγιος Θεόδωρος Λάρνακας στη νοτιοανατολική πλευρά της Κύπρου. Ήταν ξωκλήσι οικισμού το οποίο εγκαταλείφθηκε τον 19° αιώνα από τους κατοίκους του λόγω σεισμού ή κάποιας επιδημικής νόσου.
Η ονομασία οφείλεται πολύ πιθανόν στη λέξη "στάχυ". Επειδή, φαίνεται οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη σιτηροκαλλιέργεια θέλησαν να αφιερώσουν το ναό στην Παναγία για να την έχουν προστάτιδα των δημητριακών από τις ακρίδες, τις φυτικές ασθένειες, κ.λπ.
Δυστυχώς και αυτή η βυζαντινή εκκλησούλα, δέχτηκε βεβηλώσεις από τους Τούρκους κάτοικους του Αγίου Θεοδώρου, όπως δέχονται και τόσες άλλες σήμερα στον Τουρκοκρατούμενο βορρά τόσο από τους εποίκους όσο και από τον Τουρκικό στρατό κατοχής.
Συγκεκριμένα ο ναός την περίοδο 1963-1974 είχε μετατραπεί σε μάντρα ζώων από Τούρκους βοσκούς. Αυτοί άναβαν φωτιές για να ζεσταθούν με αποτέλεσμα οι τοίχοι του ναού κοσμημένοι με αξιόλογες τοιχογραφίες να καλυφθούν από καπνιά (αιθάλη). Επίσης πάνω στα πρόσωπα των Αγίων μορφών φαίνονται τα ίχνη από αιχμηρά αντικείμενα με τα οποία οι Τούρκοι βοσκοί τα χάραζαν.
ΤΡΟΟΔΟΣ - Nικητάρι
Μονή Παναγίας Φορβίων
Ο ναός της Παναγίας της Φορβιώτισσας, περισσότερο γνωστής ως η Παναγία της Ασίνου, βρίσκεται στις βόρειες υπώρειες της οροσειράς του Τροόδους. Είναι κτισμένη στην ανατολική όχθη ενός μικρού χείμαρρου, τρία χιλιόμετρα νοτίως του χωριού Νικητάρι.Από το 1985 περιλαμβάνεται, μαζί με εννέα άλλες τοιχογραφημένες βυζαντινές εκκλησίες του Τροόδους, στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Πρόκειται για το καθολικό της Μονής των Φορβίων, από όπου προέρχεται και η προσωνυμία της.
Σε επιγραφή που χρονολογείται στα 1105 με 1106, και βρίσκεται πάνω από τη νότια είσοδο του ναού, αναφέρεται ότι κτήτορας της Μονής ήταν ο Μάγιστρος Νικηφόρος Ισχύριος, μετέπειτα μοναχός Νικόλαος.Η ίδρυση της Μονής χρονολογείται στα 1099, ενώ συνεχίζει να λειτουργεί και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα οπότε εγκαταλείπεται.
Ο ναός αποτελείται από δύο μέρη: Τον μονόκλιτο καμαροσκεπή κυρίως ναό και το νάρθηκα, ο οποίος προστέθηκε κατά το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα.Οι πλαϊνοί τοίχοι του νάρθηκα απολήγουν σε αψίδα, γεγονός που θεωρείται επίδραση της Κωνσταντινουπόλεως.
Ήδη από το 12ο αιώνα ο ναός ήταν καλυμμένος με μια δεύτερη ξύλινη στέγη, στρωμένη με επίπεδα αγκιστρωτά κεραμίδια.
Σήμερα δεν σώζονται ίχνη από τα υπόλοιπα μοναστηριακά κτίσματα.Το εσωτερικό του ναού της Παναγίας της Ασίνου είναι κατάγραφο.
Οι τοιχογραφίες που σώζονται σήμερα ανήκουν σε διαφορετικές χρονολογικές περιόδους. Το παλαιότερο σύνολο χρονολογείται στα 1105 με 1106 και εκφράζει τις νέες τάσεις της ζωγραφικής της περιόδου των Κομνηνών.
Οι τοιχογραφίες αυτές απηχούν την τέχνη της Κωνσταντινούπολης, από όπου θα πρέπει να προερχόταν και ο ζωγράφος που τις δημιούργησε, και αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα σύνολα βυζαντινής τέχνης της περιόδου.Η ισχυρή επίδραση της πρωτεύουσας εξηγείται από το γεγονός ότι ο τότε αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1081-1118) κατέστησε την Κύπρο τη σημαντικότερη στρατιωτική βάση της νοτιοανατολικής Μεσογείου, λόγω των γεωπολιτικών συνθηκών της εποχής.
Πολλές παραστάσεις από το αρχικό σύνολο του 1105/6 σώζονται κυρίως στην αψίδα του Ιερού και στο δυτικό τοίχο του ναού, ο οποίος υπέστη διάφορες καταστροφές κατά καιρούς, συμπεριλαμβανομένων των σεισμών.Κατά το 14ο αιώνα, για παράδειγμα, θα πρέπει να κατέρρευσε το τεταρτοσφαίριο της αψίδας του Ιερού, οπότε ξανακτίστηκε και διακοσμήθηκε με τοιχογραφίες. Παράλληλα προστέθηκαν οι εξωτερικές αντηρίδες, και λίγο αργότερα η τοξωτή αντηρίδα στο ανατολικό άκρο του βόρειου τοίχου.
Ο νάρθηκας διακοσμήθηκε με τοιχογραφίες λίγο μετά την οικοδόμησή του κατά το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα, και επαναδιακοσμήθηκε στα 1332-1333 με έντονες φράγκικες επιδράσεις.Στο εικονογραφικό πρόγραμμα του νάρθηκα ξεχωρίζει ιδιαίτερα η απεικόνιση μεγάλου αριθμού δωρητών.
Στην Παναγία της Ασίνου σώζονται και μερικές μεταγενέστερες τοιχογραφίες που χρονολογούνται στο 17ο αιώνα.
Στων Ελλήνων όλες τις κοινότητες στην εορτή της Παναγίας γίνονται μεγάλα πανηγύρια και μαζεύονται σ’ αυτά όλοι, από όπου κι αν ζουν, από κάθε μέρος του πλανήτη. Η πίστη, η αγάπη, η γόνιμη σκέψη και η εφευρετικότητα όχι μόνο των καλλιτεχνών και των λογίων, αλλά και του απλού πιστού λαού προς την Παναγία φαίνεται και από τις επωνυμίες που της έχουν δώσει, που ξεπερνούν τις τριακόσιες και που μπορούν να χωριστούν σε οκτώ κατηγορίες.
1. Από την παράσταση της Παναγίας στην εικόνα.
Τέτοια ονόματα είναι της Βρεφοκρατούσας, της Γλυκοφιλούσας, της Γαλακτοτροφούσας, της Πλατυτέρας των Ουρανών, της Οδηγήτριας, της Εσφιγμένης και άλλα. Είναι ακόμη το επίθετο "Δεξιοκρατούσα", ή "Δεξιά", όταν κρατάει τον Χριστό στο δεξί της χέρι και όχι προς το μέρος της καρδιάς της. Ακόμη "Μεγαλομμάτα", όταν ο εικονογράφος έχει ιστορήσει την Παναγία με μεγάλα μάτια. Υπάρχουν και ονόματα που συνδυάζονται με μιαν ιερή ιστορία. Λ.χ. Το όνομα της Εικόνας "Αξιον Εστί", που είναι θησαυρισμένη στο Ναό του Πρωτάτου, στις Καρυές του Αγίου Όρους και πήρε το όνομα από το θαύμα που επιτελέσθηκε από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ. Κατά την Παράδοση ο Αρχάγγελος έψαλε τον γνωστό ύμνο "Αξιον εστίν.." σε πλάκα και έγινε άφαντος. Επίσης το επίθετο "Τριχερούσα" το πήρε η εικόνα από το ότι υπάρχει σ' αυτήν ένα τρίτο χέρι, που συμβολίζει το θαύμα που συνέβη στον υμνητή και δογματίσαντα για την Παναγία Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Το δεξί χέρι του το έκοψαν Μουσουλμάνοι και θαυματουργικά αποκαταστάθηκε. Η Παναγία η "Εσφαγμένη" ονομάστηκε έτσι γιατί κατά την Παράδοση μοναχός θύμωσε μαζί της και με μαχαίρι κτύπησε την εικόνα της Παναγίας στο πρόσωπο. Τότε από την εικόνα άρχισε να τρέχει αίμα, ενώ ο μοναχός τυφλώθηκε και έκανε ως τρελός. Ο μοναχός ζήτησε συγγνώμη και συγχωρήθηκε, αλλά το χέρι που κτύπησε την Παναγία τιμωρήθηκε, αφού έμεινε άλυωτο μετά τον θάνατο του μοναχού. Υπάρχει ακόμη η Παναγία η " Πυροβοληθείσα", στη Μονή Βατοπεδίου, αφού την εικόνα της την κτύπησαν με όπλο Τούρκοι. "Σφαγμένη" είναι και η εικόνα της Παναγίας της Πορταϊτισσας, της Μονής Ιβήρων, που ονομάστηκε έτσι με το θαύμα που έκανε η Παναγία, να φανερώσει τη θέληση της να παραμείνει στην είσοδο της Μονής ως θυρωρός, για να την προστατεύει…
2. Από τον τόπο της. Ετσι υπάρχει η Παναγία η Αθηνιώτισσα, η Βουρλιώτισσα, η Κυκκώτισσα, η Καστριώτισσα, η Κάμπου, η Πυργιανή, η Εγκλειστριανή ( από τη Μονή του Οσίου Νεοφύτου του Εγκλείστου στην Κύπρο), η Σπηλιανή, η Μεγαλοσπηλαιώτισσα ( του Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων), η Τουρλιανή, η Θαλασσινή, η Καλαμού, η Καμινιώτισσα, η Βλαχερνίτισσα, η Ολυμπιώτισσα, η Σουμελιώτισσα, η Πλατανιώτισσα, η Καταπολιανή, η Χοζοβιώτισσα ( στην Αμοργό από τη Μονή Χοζεβά των Αγίων Τόπων), η Νεαμονήτισσα της Χίου, η Παμμακάριστος ( από τη Μονή της Κωνσταντινούπολης), η Αγία Σιών, η Μακεδονίτισσα στη Λευκωσία, η Έλωνη, η Τροοδίτισσα, η Κυκκώτισσα, η Μαλεβή ( από το όρος Πάρνων, που λέγεται και Μαλεβός), των Χαλκέων (χαλκουργών) στη Θεσσαλονίκη, η Αμπελακιώτισσα στη Θεσσαλία.
3. Από την τεχνοτροπία του Ναού της. Τέτοια επίθετα είναι η Θολοσκέπαστη, η Μολυβδοσκέπαστη, η Πελεκητή, η Κρεμαστή, η Μαρμαριώτισσα.
4. Από το όνομα του κτίτορα του Ναού ή της Μονής της. Τέτοια επίθετα είναι Παναγία η Παχειά, η Γλυκειά ( από το επίθετο Γλυκύς), η Περλιγκού, η Λυκοδήμου, η Κοροβιλιά, η Καπνικαρέα.
5. Από τον μήνα που εορτάζεται η Παναγία: Σοτομπριανή, Βρεχούσα, Αυγουστιανή και Δεκαπεντούσα, Τριτιανή, Μεσοσπορίτισσα, Βροντού, Ακαθή ( από τον Ακάθιστο Ύμνο).
6. Από τα θαύματα της Παναγίας: Γοργοϋπήκοος, Ελεούσα, Ελεήστρα, Γιάτρισσα, Θεραπεία, Αιματούσα ή Γαιματούσα ( σταματά την αιμορραγία), Υγεία, Υπακοή, Ψυχοσώστρα, Παραμυθία, Παρηγορήτρα, Παυσολύπη, Φανερωμένη, Μυροβλύτισσα.
7. Εγκωμιαστικά από την έξαρση της αγάπης των πιστών. Συνήθως χρησιμοποιείται επίθετο με πρώτο συνθετικό τον χρυσό: Χρυσοκελλαριά, Χρυσοσπηλιώτισσα, Χρυσοπηγή, Χρυσογαλούσα, Χρυσοποδαρίτισσα, Χρυσοχεριά… Υπάρχουν όμως και άλλα, όπως Αγγελόκτιστη, Αερινή, Αναφωνήτρα, Επίσκεψις, Παντάνασσα, Τρανή, Χιλιαρμενίτισσα, Ανθοφορούσα, Ασπροφορούσα.
8. Αυτά που τις έδωσαν οι Υμνογράφοι της Εκκλησίας. Κυρίως προέρχονται από τον Ακάθιστο Ύμνο: Αμόλυντος, Υψηλοτέρα, Καθέδρα, Κλίμαξ, Σκέπη, Πόλη, Παράκλησις, Επίσκεψις, Καταφυγή, Κεχαριτωμένη, Χώρα του Αχώρητου, Όρος Αλατόμητον, Ρόδο το Αμάραντον, Αρουρα Βλαστάνουσα και άλλα.
Τα προσκυνήματα στον Ελληνισμό
Τα προσκυνήματα διακρίνονται στα Πανελλήνια και στα τοπικά προσκυνήματα της Παναγίας, που οι προσκυνητές προστρέχουν σε όλη τη χώρα τις ημέρες αυτές του "Πάσχα του καλοκαιριού", όπως χαρακτηρίζεται η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Το πρώτο σε προσέλευση πιστών είναι της Μεγαλόχαρης της Τήνου, με περίπου 1.000.000 προσκυνητές ετησίως, της Σουμελά, στο Βέρμιο, με 500.000 προσκυνητές ετησίως και της Εκαντοταπυλιανής Πάρου, με 300.000 περίπου πιστούς.
Σημαντικά τοπικά προσκυνήματα της Παναγίας είναι:
Στη Θράκη:
• Στις Φέρρες η Παναγία η Κοσμοσώτειρα και στη Σαμοθράκη η Παναγία η Κρημνιώτισσα και η Καμαριώτισσα.
• Στην Κομοτηνή η Μονή της Παναγίας της Φανερωμένης.
• Στην Ξάνθη η Παναγία η Αρχαγγελιώτισσα και η Παναγία η Καλαμού.
Στη Μακεδονία:
• Στη Δράμα η Εικοσιφοίνισσα.
• Στο Κιλκίς η Παναγία η Φιλαδελφειώτισσα.
• Στη Μηχανιώνα η Παναγία η Φανερωμένη
• Στην Καστοριά η Παναγία η Μαυριώτισσα
• Στη Θεσσαλονίκη η Παναγία η Δεξιά, η Παναγία η Ελεούσα, η Παναγία η Φανερωμένη, η Παναγία η Γοργοϋπήκοος, η Παναγία η Βρεφοκρατούσα, η Παναγία των Χαλκέων.
• Στις Πρέσπες η Παναγία η Πορφυρά
• Στη Σιάτιστα η Παναγία του Μικρόκαστρου
Στην Ηπειρο
• Στην Άρτα εικόνες περίπυστες είναι της Παναγίας Ροβελίστης, Κυρίας Πεφανερωμένης, Παναγίας Γεροντίσσης, Βρεφοκρατούσης, και Σκουληκαριάς.
• Στην Παραμυθιά η Κοίμηση Θεοτόκου των Παγανιών και του Γηρομερίου.
• Στην Κόνιτσα η Μολυβδοσκέπαστη
• Στην περιοχή Τζουμέρκων (Ιωαννίνων) η Παναγία Τσούκας.
Στα Ιόνια Νησιά
• Στην Κέρκυρα της Μυρτιδιωτίσσης, της Παλαιοκαστριτίσσης, της Πλατυτέρας, της Κυράς των Αγγέλων.
• Στους Παξούς στο Νησάκι της Παναγίας.
• Στην Κεφαλληνία Υπεραγίας Θεοτόκου Άτρου, Αγριλίων, Θεμάτων, Κηπουραίων, και Παλαιοχέρσου. Επίσης η Παναγία η Φιδούσα.
• Στη Λευκάδα η Φανερωμένη.
• Στη Ζάκυνθο εικόνες περίπυστες της Αναφωνήτριας, της Σκοπιωτίσσης, της Χρυσοπηγής, της Λαουρένταινας, της Γαλανούσας, της Μυρτιδιωτίσσης, της Παναγούλας, της Σπηλούλας, της Βιγλατσούρας, της Σγουροπουλιάς, της Θαλασσομαχούσας.
• Στα Κύθηρα η Μυρτιδιώτισσα.
Στη Θεσσαλία
• Στη Μαγνησία η Παναγία η Ξενιά.
• Στην Καλαμπάκα η Κοίμηση Θεοτόκου Σταγιάδων και η Κοίμηση Θεοτόκου Βυτουμά.
• Στα Τρίκαλα η Κοίμηση Λαγκαδιάς
• Στα Φάρσαλα Παναγία η Δεμερλιώτισσα.
• Στη Σκιάθο η Παναγία η Εικονίστρα
• Στην Ελασσώνα η Παναγία η Ολυμπιώτισσα
Στη Στερεά Ελλάδα
• Στο Καρπενήσι η Παναγία η Προυσού και η Παναγία Τατάρνης.
• Στο Μεσολόγγι η Αγία Ελεούσα.
• Στη Ναύπακτο η Παναγία η Αμπελακιώτισσα.
• Στη Θήβα η Μεγάλη Παναγιά και η Παναγία η Σκριπού Ορχομενού.
• Στην Αθήνα η Κοίμηση Θεοτόκου Πεντέλης, Ρόμβης, και Παντανάσσης (Μοναστηράκι). Επίσης η Παναγία η Ελευθερώτρια, στην Κηφισιά.
• Στη Σαλαμίνα Παναγία η Φανερωμένη.
• Στη Φθιώτιδα οι Μονές Αγάθωνος και Δαμάστας
• Στη Φωκίδα η Παναγία της Βαρνακόβης.
• Στη Χαλκίδα εικόνες περίπυστες Παναγίας της Φανερωμένης Αρτάκης, της Χιλιαδούς, της Ντινιούς στην Ιστιαία, της Κοιμήσεως Θεοτόκου Μάτζαρη Οξυλίθου.
Στην Πελοπόννησο
• Στην Κόρινθο η Παναγία η Φανερωμένη Χιλιομοδίου.
• Στα Καλάβρυτα της Μονής Μεγάλου Σπηλαίου. Επίσης περίπυστες εικόνες Παναγίας της Τρυπητής, της Μακελλαριάς και το Προσκύνημα της Παναγίας της Πλατανιώτισσας.
• Στην Πάτρα η Κοίμηση του Γηροκομείου.
• Στην Ηλεία η Κοίμηση Θεοτόκου Κρυονερίου Αγίας Ελεούσης Βαρθολομιού και Χρυσοπηγής Δίβρης.
• Στη Μεσσηνία η Κοίμηση της Θεοτόκου Μονής Βουλκάνου.
• Στη Λακωνία η Παναγία η Χρυσαφίτισσα στη Μονεμβασία και η Παναγία η Παντάνασσα στον Μυστρά.
• Στην Αρκαδία η Παναγία η Έλωνη, της Αρτοκωστάς, της Παλαιοπαναγιάς, της Μαλεβής. Επίσης η Κοίμηση Θεοτόκου Κερνίτσης και Μπούρα.
Στα Νησιά του Αιγαίου
• Στην Τήνο η Παναγία η Ευαγγελίστρια.
• Στην Πάρο η Εκατονταπυλιανή.
• Στη Σαντορίνη η Παναγία Επισκοπής
• Στην Αμοργό η Χοζοβιώτισσα
• Στην Ανάφη η Παναγία η Καλαμιώτισσα
• Στην Ίο η Παναγία η Γκρεμιώτισσα
• Στην Άνδρο η Θεοσκέπαστη και Παναγία η Φανερωμένη
• Στην Σάμο η Παναγία Καρλοβάσου.
• Στη Λέσβο η Παναγία Αγιάσου, ή Αγιασώτισσα.
• Στη Χίο εικόνα περίπυστη της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας.
• Στην Ίμβρο η Παναγιά η Μπαλωμένη
• Στη Σχοινούσα η Παναγία η Ακαθή
• Στην Κέα η Καστριανή.
• Στην Αλόννησο του Βουνού.
• Στην Κύθνο η Παναγία η Κανάλα.
• Στη Μύκονο η Παραπορτιανή.
• Στη Νάξο η Αργοκοιλιώτισσα.
Στη Δωδεκάνησο
• Στη Νίσυρο Παναγία η Σπηλιανή
• Στη Ρόδο η Παναγία της Φιλερήμου, η Παραμυθία, της Τσαμπίκας και η Φανερωμένη Ιξιάς
• Στη Λέρο Παναγία του Κάστρου και η Παναγία η Γουρλομάτα.
• Στην Αστυπάλαια Παναγία η Πορταΐτισσα.
• Στην Κάρπαθο η Παναγία η Λαρνιώτισσα και η Παναγία η Ολυμπίτισσα.
• Στους Λειψούς η Παναγία του Χάρου.
• Στη Σύμη η Παναγία η Αληθινή.
• Στην Κάλυμνο η Βλυχάδια και η Γαλατιανή
Στην Κρήτη
• Στο Ηράκλειο η Κοίμηση Θεοτόκου Αγκαράθου, Καλυβιανής και Παληανής.
• Στην Ιεράπετρα η Παναγία η Φανερωμένη.
• Στη Νεάπολη η "Μεγάλη Παναγιά".
• Στον Κίσσαμο Παναγία η Κυρά των Αγγέλων και η Παναγία η Χρυσοσκαλίτισσα.
• Στα Σφακιά η Παναγία στ’ Ασφένδου.
Στην Κωνσταντινούπολη
• Η Παναγία των Βλαχερνών, η Παμμακάριστος, η Μπαλουκλιώτισσα, η Κυριώτισσα, η Καμαριώτισσα, η Κουφατιανή Γαλατά, η Περίβλεπτος στα Ψωμαθειά, η Μουχλιώτισσα, των Ουρανών Σαλματομβρουκίου, η Χαντσεργιώτισσα, της Σούδας, Βεφά – Σωφρακίου, η Παραμυθιώτισσα ( Παραμυθία, Παρηγορίτισσα, Θεραπεία), η Κουμαριώτισσα Νεοχωρίου και η Κοίμηση Διπλοκιονίου.
Στη Μεγαλόνησο Κύπρο
Στην Κύπρο η Παναγία η Κυρά, στα Λειβάδια Καρπασίας, έχει καταστραφεί από τους Τούρκους εισβολείς, όπως και πολλά ακόμη προσκυνήματα στα κατεχόμενα εδάφη της. Σημαντικό προσκύνημα είναι η Παναγία η Ασπροφορούσα, όπως και η Γλυκιώτισσα, και τα δύο κοντά στην Κερύνεια. Ονόματα πολλά της Παναγίας και στη Μεγαλόνησο. Παγκύπριο προσκύνημα η Παναγία η Κυκκώτισσα. Επίσης σημαντικά προσκυνήματα η Τροοδίτισσα, η Σκουριώτισσα, η Kουσουλιώτισσα, η Αιματούσα ( ή του Αμπελιού) της Αραδίππου, η Παγκριώτισσα στη Λευκωσία, του Μεγάλου Αγρού, της Αμιρούς, της Αμασγού, της Ασίνου, του Γλωσσά, η Σφαλαγγιώτισσα, η Ιαματική του Αρακαπά, η Χρυσαλινιώτισσα, η Χρυσοσπηλιώτισσα στην Κάτω Δευτερά, η Στάζουσα, η Χρυσοκουρδαλιώτισσα, της Αυγασίδας - στο κατεχόμενο χωριό Μηλιά Αμμοχώστου, η Βορινή, η Βοναριώτισσα, η Παναγία η Διπλή στη Λευκωσία, και στην Πάφο η Χρυσορρογιάτισσα, η Λιμενιώτισσα ( ερείπια), η Χρυσοπολίτισσα, η Χρυσελεούσα και η Θεοσκέπαστη.Πηγές - Βιβλιογραφία
- Σύλλογος Ιμβρίων, imvrosland, Όψεις πολιτισμού στην Ίμβρο
- Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος
- Πατρειαρχείον Κωνσταντινουπόλεως
- Ιστορικά θέματα blog, Το παλάτι των Βλαχερνών
- Νoctoc Blog, Η Αχειροποίητος Λαπήθου
- Η βυζαντινή αρχιτεκτονική και οι ρυθμοί των ναών ,Κατερίνα Ρουμπέκα artmagazine
- Διακόνημα, Παναγία η Κανακαριά στην τουρκοκρατούμενη Κύπρο
- Κυπριακή Δημοκρατία, Καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς
- Κυπριακή Δημοκρατία, Τμήμα Αρχαιοτήτων
- Κοινοτικό συμβούλιο Κιτίου, Παναγία Αγγελόκτιστη
- Αρχαιολογία gr, Η Αχειροποίητος
- Νόστιμον Ήμαρ, Ιμβρος, Δεκαπενταύγουστος, Δημήτρης Καραβασίλης
- Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, μνημεία
- Σύνδεσμος Δαδιωτών, Ιερά Μονή Δαδίου "Παναγία η Γαυριώτισσα"
- Ιερά Μητρόπολις Θηβών και Λεβαδείας, Παναγία η Σκριπού
- Ιερά Μητρόπολις Κυθήρων και Αντικυθήρων
- Ιερά Μητρόπολις Ίμβρου και Τενέδου
- Ιερά Μητρόπολις Μόρφου
- Wikipedia, Βυζαντινή Τέχνη
- Wikipedia, Παναγία των Βλαχερνών
- Πανελλήνιο σχολικό δίκτυο, Αχειροποίητος Λαπήθου
- Αγιορείτικο Βήμα, Παναγία Μυρτιδιώτισσα
- Σκόπελος web
- Τα 300 ονόματα της Παναγίας , Λήμνος report
- Φως Κυρίου
- Στώμεν καλώς
- Δήμος Ζαχάρως
- Νομαρχία Ηλείας
- Δημωφέλεια Καβάλας
- ΕΠΑ.Σ Καβάλας
- Panoramio
Ενδεικτική βιβλιογραφία
- Η ελλαδική ναοδομία κατά τον 12ο αιώνα, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος Σειρά: Βυζαντινά Μνημεία, σελ.641 2002
- Ναοδομία, Νικολάου Μουτσόπουλου, καθηγητή του Αρχιτεκτονικού Τμήματος Α.Π.Θ.
- Βυζαντινή Ναοδομία 600-1204, Νικολάου Γκιολέ, εκδ Καρδαμίτσα 2002
- Παλαιοχριστιανική μνημιακή ζωγραφική Π 300-726, Νικολάου Γκιολέ
- Υπόδειγμα ορθόδοξης ναοδομίας κατά τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης, Αρχείο Παραλειπομένων Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Ιστορίας, 2003 Βασίλης Αναστ. Χαρίσης
- Παλαιοχριστιανική και βυζαντινή αρχιτεκτονική,Richard Krautheimer 679 σελ., 406 εικόνες 1991 Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ)
-Το χρονικό της τέχνης, E. H. Gombrich, μετάφραση: Λίνα Κάσδαγλη Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης ,σελ. 687 1998
- Η ξυλόστεγος παλαιοχριστιανική βασιλική της μεσογειακής λεκάνης, Αναστάσιος Κ. Ορλάνδος εκδ. Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία Σειρά: Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 1994, σελ. 771
- Οδοιπορικό στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή Βέροια Ναοί, τέχνη, ιστορία,Θανάσης Παπαζώτος Εκδ.Υπουργείο Πολιτισμού. Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων
- Μνημειακή τοπογραφία της χριστιανικής Θεσσαλονίκης-Οι ναοί: 4ος - 8ος αιώνας, Μαρία Ι. Καζαμία - Τσέρνου, Εκδ.Γράφημα, Σταμούλη Α.Ε. σελ.598 έτος 2009
- Οι εκκλησίες και τα ξωκλήσια της Ίμβρου -Η θρησκευτικότητα και η λαϊκή παράδοση του νησιού με χάρτη, κατόψεις και εικόνες
Χρυσόστομος Καλαϊτζής, Εκδ.Εταιρεία Μελέτης της Καθ' Ημάς Ανατολής σελ.698 έτος 2007
- Μεσοβυζαντινή ναοδομία στη Θεσσαλονίκη, Μνήμη Μανόλη Χατζηδάκη,Γεώργιος Μ. Βελένης, Εκδ.καδημία Αθηνών σελ.117 έτος 2003
- Εκκλησίες στην Ελλάδα μετά την Άλωση, Κλήμης Ασλανίδης, Χριστίνα Πινάτση, Σωτήρης Βογιατζής, κ.ά.Εκδότης: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ σελ. 293 έτος 2002
- Εκκλησίες στην Κωνσταντινούπολη-Ζώντα μνημεία της Ορθοδοξίας Νίκος Γκίνης, Κωνσταντίνος Στράτος, Ισμήνη Β. Καπάνταη, σελ 206 έτος 1999 Εκδόσεις Καστανιώτη
- Η Κρήτη στην Ύστερη Μεσαιωνική Εποχή-Η μαρτυρία της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, Όλγα Γκράτζιου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης σελ.336 έτος 2010
- Μητρόπολη Γάνου και Χώρας της Ανατολικής Θράκης, Σμαρώ Α. Κζούνια Εκδ. Κυρομάνος σελ.440 έτος 2005
πηγη.www.athensmagazine.g
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου