web statistics
Τοῦ Νίκου Νικολαΐδη
Καθηγητῆ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν
Τό γεγονός τῆς εἰσόδου τῆς Κόρης τῆς Ναζαρέτ στό ναό δέν μνημονεύεται στήν Καινή Διαθήκη. Βέβαια, δέν εἶναι ἡ μοναδική περίπτωση, γιατί οὔτε καί τό γενέθλιον τῆς Θεοτόκου Μαρίας ἀναφέρεται ἀλλ’ οὔτε καί ἡ Κοίμησή της. Ἔτσι, δέν ἀποτελεῖ θεολογικό ἤ λειτουργικό ἀτόπημα τῆς Ἐκκλησίας ἡ καθιέρωση ἑορτῶν καί ἡ σύνταξη ἀκολουθιῶν σχετικῶν μέ τά πιό πάνω γεγονότα. Ἄλλωστε, στίς σελίδες τῆς Καινῆς Διαθήκης ἕνα μέρος τῆς Θείας Ἀποκάλυψης περιέχεται, τό ὁποῖο στίς πλεῖστες τῶν περιπτώσεων περιστασιακά καταγράφηκε. Τό μεγαλύτερο, ὅμως, μέρος τῶν θείων ἀληθειῶν παραδόθηκε «διά ζώσης» στήν Ἐκκλησία. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἀνάδοχος σύνολης τῆς θείας ἀποκάλυψης, γι’ αὐτό καί αὐτή ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τήν Κιβωτό, ἡ ὁποία «ἀνέκαθεν ἀχράντως πεφυλαγμένον» διακρατεῖ τό μυστήριο τῆς παρακαταθήκης τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους. Ἑπομένως, ὅσα ἡ Ἐκκλησία διδάσκει καί ἐντέλλεται, αὐτά ἀποτελοῦν θεοπρεπεῖς πράξεις.
Ἡ ἑορτή, λοιπόν, τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου ἀποτελεῖ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία, ὄχι μόνο δέν ἀντίκειται στό ἔργο τῆς Νέας Οἰκονομίας, ἀλλά ἀντίθετα συνάδει καί συλλειτουργεῖ μέ αὐτό.
Ἔτσι, τό βαθύτερο νόημα τῆς εἰσόδου τῆς τριετοῦς Παιδίσκης τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννας στό ναό, δέν ἀποτελοῦσε τήν ἐκπλήρωση ἑνός τάματος τῆς λύσης τοῦ ὀνειδισμοῦ τῆς ἀτεκνίας, ἀλλά ἐγκαινίαζε τό μεγάλο κεφάλαιο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἀτεκνία τῶν γεννητόρων τῆς Παναγίας ἦταν μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἡ Μαρία νά ἀποτελέσει τόν καρπό τῆς δωρεᾶς τῶν γονιῶν της πρός τό Θεό. Ἀλλά καί ἡ εἴσοδός της στό ναό, παρά τούς ἀμφίβολους λογισμούς πού μπορεῖ νά προκαλεῖ στούς πολλούς, οἱ ὁποῖοι σκέπτονται γήινα καί «ἀλλοτριόφρονα», ἀποτελεῖ τό «προοίμιο τῆς μελλούσης ἐπισκιάζειν αὐτῇ θείας χάριτος», ὅπως δηλώνει ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός. Καί προσθέτει: «Τίς ἔγνω τοιοῦτον πώποτε; Τίς εἶδεν ἤ τίς ἤκουσεν τῶν νῦν ἤ τῶν πάλαι, θῆλυ προσαγόμενον εἰς τά τῶν ἁγίων ἐνδότερα ἅγια;».
Ἀσφαλῶς, κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ τριετίζουσα Κόρη προσέρχεται, γιά νά ἀφιερωθεῖ στό ναό, γιά νά ἀποβεῖ «ὁ καινότατος καί καθαρώτατος καί ἀμόλυντος τόμος, οὐ χειρί γραφησόμενος, ἀλλά πνεύματι χρυσοθησόμενος». Καί τοῦτο ἔπρεπε, κατά τή θεία τάξη, νά προηγηθεῖ, γιατί ἕνα πράγμα εἶναι δυνατό νά σταθεῖ ὡς ἀκατόρθωτο γεγονός στόν παντοδύναμο Θεό, τό «συνελθεῖν αὐτῷ (τῷ Θεῷ) τῷ ἀκαθάρτῳ», λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς. Ἑπομένως, ἄν ὁ Θεός, ὄχι ἀπό ἀδυναμία, ἀλλά ἐξαιτίας τῆς φύσης του ἀδυνατεῖ νά ἐπικοινωνήσει μέ τό ἀκάθαρτο, πόσο μᾶλλον ἀμόλυντη καί καθαρότατη ἔπρεπε νά εἶναι ἡ Παρθένος Μαρία, προκειμένου ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ νά δανειστεῖ τά ἄσπιλα αἵματά της καί νά ἀναπλάσει «διά Πνεύματος Ἁγίου αὐτός δι’ ἑαυτόν» τήν ἀνθρώπινή του φύση;
Δίκαια, λοιπόν, ἡ γιορτή τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου ἀποκαλεῖται «θειοτάτη πανήγυρις» ἀλλά καί εὔλογα ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἀνυμνεῖται ὡς «θεοκαλλώπιστον ἡγιασμένον» δῶρο τοῦ Κυρίου.
Ὅσον ἀφορᾶ στό πότε καθιερώνεται ἀπό τήν Ἐκκλησία ἡ ἑορτή τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου δέν ὑπάρχει σαφής εἴδηση. Δέν ἀποκλείεται, ὅμως, ἡ ἑορτή αὐτή νά συνδέεται μέ τήν ἵδρυση ἀπό τόν Ἰουστινιανό ναοῦ στό λόφο Μορία, νότια τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, σέ ρυθμό βασιλικῆς, ἀφιερωμένου στήν «Ἁγία Μαρία». Ὁ ναός αὐτός ἐγκαινιάστηκε τό 543 μ.Χ. Ἔτσι, ἡ λειτουργία του φαίνεται ὅτι συνδέθηκε σύντομα μέ τό γεγονός τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, γι’ αὐτό καί στή συνέχεια καθιερώνεται ἡ ἐν λόγῳ ἑορτή. Δυστυχῶς, ὁ ναός αὐτός ἀπό τόν 7ο αἰῶνα μέ τήν κατάληψη τῆς Ἱερουσαλήμ ἀπό τούς Ἄραβες μετατράπηκε σέ μουσουλμανικό τέμενος.
Τό ὅτι ἡ πράξη τῆς εἰσόδου τῆς Παναγίας στό ναό διασώθηκε σέ κάποιο ἀπό τά ἀπόκρυφα κείμενα, τό ὁποῖο ὀνομάζεται «Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου» καί τό ὁποῖο, βέβαια, δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τόν Ἰάκωβο τόν Ἀδελφόθεο, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐνστερνίστηκε καί τίς ἰδέες ἑνός ἀποκρύφου κειμένου. Ἁπλά, τό ἀπόκρυφο αὐτό κείμενο διέσωσε τήν πληροφορία τῆς εἰσόδου τῆς Παναγίας στό ναό, χωρίς ὅμως αὐτό νά σημαίνει ὅτι τό ἐν λόγῳ κείμενο εἰσηγεῖται καί τήν ἑορτή της. Αὐτό πού ἔχει πάντως σημασία εἶναι ὅτι ἡ ἑορτή τῶν Εἰσοδίων στηρίζεται σέ ἕνα πραγματικό γεγονός, καί αὐτή ἡ ἑορτή ἀρχίζει νά καθιερώνεται μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπό τόν 6ο αἰῶνα μ.Χ. Ἀναφορές βρίσκουμε στόν ἅγιο Σωφρόνιο Ἱεροσολύμων, στόν ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης, καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐκφωνοῦν τόν 8ο αἰῶνα πανηγυρικούς λόγους κατά τήν ἑορτή τῶν Εἰσοδίων.
Γι’ αὐτό καί σ’ ἕνα θαυμάσιο ἐγκωμιαστικό λόγο, ἐξαιτίας τῆς εἰσόδου τῆς Παναγίας στό ναό, ὁ Πατριάρχης Γερμανός ἱκετεύει: «Ἀλλ’, ὦ μοι Δέσποινα, μόνη τὸ ἐμὸν ἐκ Θεοῦ ψυχαγώγημα, τοῦ ἐν ἐμοὶ καύσωνος ἡ θεία δρόσος, τῆς ξηρανθείσης μου καρδίας ἡ θεόῤῥυτος ῥανίς, τῆς ζοφερᾶς μου ψυχῆς ἡ τηλαυγεστάτη λαμπάς, τῆς ἐμῆς πορείας ἡ ποδηγία, τῆς ἀσθενείας μου ἡ δύναμις, τῆς γυμνώσεως ἡ ἀμφίεσις, τῆς πτωχείας ὁ πλοῦτος, τὸ τῶν ἀνιάτων τραυμάτων τὸ ἴαμα, ἡ τῶν δακρύων ἀναίρεσις, τῶν στεναγμῶν ἡ κατάπαυσις, τῶν συμφορῶν ἡ μεταποίησις, τῶν ὀδυνῶν ὁ κουφισμός, τῶν δεσμῶν ἡ λύσις, τῆς σωτηρίας μου ἡ ἐλπίς, εἰσάκουσόν μου τῶν προσευχῶν».
Πηγή: Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Νίκου Νικολαΐδη, Ὡς φωνή ὑδάτων πολλῶν, ἐκδόσεις Ὀρθοδ. Χριστ. Ἀδελφότητος «ΛΥΔΙΑ».