web statistics
Η Παναγία στη συνείδηση του Ελληνικού Γένους...
Του ΜΙΧΑΗΛ Γ. ΤΡΙΤΟΥ, Κοσμήτορα Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
* Μέσα σ’ ένα κλίμα πνευματικής χαράς και ευφροσύνης και μέσα στις διαχρονικά καταξιωμένες ελληνορθόδοξες παραδόσεις ο απανταχού ελληνισμός γιορτάζει την Κοίμηση της Θεοτόκου, το Πάσχα του καλοκαιριού, όπως εύστοχα το ονόμασε ο Φώτης Κόντογλου.
Και δικαιολογημένα, γιατί η Παναγία υπήρξε για τους Έλληνες «η προστασία η ακαταίσχυντος», «η Υπέρμαχος Στρατηγός», « ο πύρινος στύλος», που οδήγησε το Γένος μας στο δρόμο του θριάμβου και της δόξας, η Μάνα της Ρωμιοσύνης, που συνοδοιπόρησε μαζί του στη διαδρομή των αιώνων.
Ολόκληρος ο ιστός της Ρωμιοσύνης έχει υφανθεί γύρω από τη σκέπη της Θεοτόκου. Γι’ αυτό ο ευσεβής λαός μας έχει ιδιαίτερη ευλάβεια στην Κυρά των Αγγέλων, που εκφράζεται με την αυθόρμητη επίκλησή της στην ώρα του κινδύνου, αλλά και με την καλλιεπή υμνολογία και την πλούσια εικονογραφία.
Ο ελληνικός λαός είδε πάντοτε με σεβασμό τη γαλήνια και πονεμένη μορφή της Παναγίας και το υπερύμνητο πρόσωπό της βρίσκεται βαθύτατα ριζωμένο στην εθνική και πνευματική του παράδοση. Η τιμή των Ελλήνων προς τη Θεοτόκο είναι πάντα συνυφασμένη με την εθνική του ύπαρξη. Σ’ αυτήν εκφράζουν στη διαδρομή του χρόνου τις δοκιμασίες και τις πικρίες, την καρτερία και την ελπίδα.
Η Υπεαγία Θεοτόκος είναι η Παναγία του Γένους που έγινε ύμνος, δύναμη της φυλής και ελπίδα. Ιστορία και αγώνας στις κρίσιμες ώρες του Ελληνισμού. Όταν ως έθνος περνούσαμε από την τροχιά των δακρύων και του πόνου σ’ αυτήν καταφεύγαμε. Αυτή φώτιζε τη νύχτα της αγρυπνιάς του, όπως θα έλεγε ο Κάλβος.
Δεν υπάρχει πολιτεία και χωριό στην Ελλάδα χωρίς ναό στο όνομά της. Στις εκατό εκκλησίες οι ογδόντα είναι αφιερωμένες στη χάρη Της. Από την πονεμένη Κύπρο μέχρι την μαρτυρική Βόρειο Ήπειρο και από τη Θράκη μέχρι την Κρήτη χιλιάδες ναοί και μοναστήρια στο όνομά της διαδηλώνουν τη βαθεία πίστη του Έλληνα σ’ Αυτήν, που στάθηκε γι’ αυτόν τον τόπο «η Μεγαλόχαρη», «η Παντάνασα», «η Παρηγορήτρια», «η Λαοδηγήτρια», «η Σώτειρα», «η θεία Σκέπη»
Εκατοντάδες τα νεοελληνικά ονόματα της Παναγίας, που οφείλονται άλλα στον εικονογραφικό τύπο των μορφών της και άλλα σε τοπικές παραδόσεις ή τοποθεσίες. Δύο φορές ο αείμνηστος ακαδημαϊκός Φαίδων Κουκουλές ασχολήθηκε με τη συγκέντρωση και ερμηνεία τους. Πλήθος βουνών αλλά και χωριών και ακρωτηρίων ακόμη φέρνουν το όνομά της. Αντιπροσωπευτικά αναφέρουμε μερικές ονομασίες: άνθος το αμάραντο, Γλυκοφιλούσα, Ελεούσα, Γοργοεπήκοος, Δακρυροούσα, Ζωοδότρα, Κοσμοσώτειρα, Χρυσοπηγή, Γιάτρισσα, Ψυχοσώτρα, Κεχαριτωμένη κ.α.
Από τους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες η Υπεραγία Θεοτόκος κέρδισε το σεβασμό και την αγάπη του ελληνικού λαού. Μετά την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο (431), στην οποία καθιερώθηκε ο δογματικός όρος Θεοτόκος, εμφανίστηκαν στον ελληνικό χώρο οι πρώτοι ναοί στο όνομά της. Τριάντα τρείς ναοί των Αθηνών με πρώτη την «Παναγία την Παντάνασσα» (από τον 8-9ο αι.) αφιερώθηκαν στην Παναγία. Η τιμή της ενισχύεται με τη διάδοση εικόνων, που αποδίδονται στον Ευαγγελιστή Λουκά (Μεγάλου Σπηλαίου, Σουμελά, Κύκκου στην Κύπρο). Πολύ νωρίς η Αθήνα και η Κωνσταντινούπολη έκαναν τη Θεοτόκο πολιούχο, προστάτη και βοηθό. Ο περίφημος λόγιος Μητροπολίτης Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτης (+ 1200) σημειώνει: «Ώ Δέσποινα Παρθένε και Μήτερ Θεού, πολιούχε και σώτειρα των Αθηνών»!
Σε όλο το διάστημα της μεταχριστιανικής πορείας του Ελληνισμού ο σύνδεσμός του με την Παναγία σφυρηλατήθηκε μέσα στον πόνο, στις φυλετικές του δοκιμασίες, στις περιόδους των αναρίθμητων κινδύνων, που διέτρεξε και αντιμετώπισε η πατρίδα μας.
Η λατρεία της Θεοτόκου κατέχει ξεχωριστή θέση στο βυζαντινό κόσμο αφού για χίλια ολόκληρα χρόνια το Βυζάντιο έχει ως άξονα τη Θεοτόκο. Με τη δική της παρουσία πολέμησαν οι βυζαντινοί στις επάλξεις των τειχών της Κωνσταντινουπόλεως. Οι αυτοκράτορες επικαλούνται διαρκώς τη βοήθειά της για να πετύχουν νίκες στα πεδία των μαχών. Οι εικόνες της Θεοτόκου χρησιμοποιούνται για την τόνωση του φρονήματος του πληθυσμού και των υπερασπιστών της βυζαντινής πρωτεύουσας και την αποθάρρυνση των επιτιθέμενων. Στην Παναγία των Βλαχερνών ψάλθηκε για πρώτη φορά το ποιητικό αριστούργημα του Ακάθιστου Ύμνου.
Όταν έπεσε η Πόλη και σκλαβώθηκε το Γένος, ο ελληνικός λαός βαθύτατα πονεμένος, στην Παρθένο στήριξε την ελπίδα του. Σ’ αυτήν έστρεψαν τα βλέμματά τους οι αγωνιστές του ‘21, προσδοκώντας να τους δώσει κουράγιο και έμπνευση στον κρίσιμο αγώνα τους. Με το ιερό της λάβαρο κηρύχθηκε στην Αγία Λαύρα η επανάσταση του 1821.
Στην σεπτή και πανακήρατη μορφή της απευθύνεται ο Μεγάλος Δάσκαλος του Γένους Ηλίας Μηνιάτης και την παρακαλεί με δάκρυα για την απελευθέρωση της Ελλάδος. Σ’ αυτήν προσεύχεται γονατιστός ο Κολοκοτρώνης στο εκκλησάκι της στο Χρυσοβίτσι, παρακαλώντας την με κραυγή γεμάτη πίστη : « ψύχωσε, Παναγία μου, αυτό το λαό να βρει τη λευτεριά του». Στην Παναγία την Προυσσιώτισα στο Καρπενήσι ο Καραϊσκάκης δώρισε την αργυρόχρυση επένδυση της εικόνας της Παναγίας καθώς και τα τρία παράσημά του, ασημένια αστέρια, όλα μέρος του τάματος που είχε κάνει στην Παναγία.
Είναι συγκλονιστική η προσευχή του Στρατηγού Μακρυγιάννη προς τη Θεοτόκο για την ελευθερία της σκλαβωμένης πατρίδας: «Θεοτόκο, μητέρα του παντός, το καύχημα της παρθενίας, το καύχημα της αρετής και τα πάντα της αγαθότης, προστρέχομεν οι αμαρτωλοί, οι αδύνατοι εις την ευσπλαχνίαν της αγαθότης σου να λυπηθείς… εκείνους όπου ‘χυσαν το αίμα τους, κατά τον όρκο τους, ν’ αναστηθεί δια της δυνάμεως του παντοκράτορα η σκλαβωμένη τους πατρίδα και να λαμπρυνθεί ο σταυρός της Ορθοδοξίας… να πρεσβέψεις εις την παντοδυναμίαν του… να μας ενώσει, να μας φωτίσει και να μας δώσει εις το εξής πατριωτικά και αγαθά αισθήματα για την πατρίδα μας και θρησκεία μας, και πίστη καθαρά να ‘χομεν εις τον παντουργόν μας και εις την βασιλείαν του, να μας σώσει εδώ και στην παντοτινή ζωή».
Αυτήν ικετεύει ο Μέγας Φώτιος ‘’θραύσαι το θράσος των βαρβάρων’’. Σ’ αυτήν καταφεύγει ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης ‘’ίνα βραβεύη τω αυτοκράτορι αριστεύματα πάντοτε βαρβαρικής εκτρέπουσα φάλαγγας’’.
Ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης αποτυπώνει την ευλάβεια και ευγνωμοσύνη του πυρπολητή της τουρκικής ναυαρχίδας στη Χίο, του Κωνσταντίνου Κανάρη, στην Παναγία στο ακόλουθο ποίημα:
‘’Μεσάνυχτα ο πυρπολητής εγύρισε / και πήδησε απ’ γρήγορο καΐκι, / πιστός να φέρη με τα πόδια ολόγυμνα / στην εκκλησιά το τάμα για τη νίκη. / Το χέρι που άτρεμο έσπειρε το θάνατο / με το δαυλό - το φοβερό το χέρι – / τώρα ταπεινωμένο και τρεμάμενο / στην Παναγία ανάβει εν’ αγιοκέρι’’.
Στις δύσκολες ώρες του ξεριζωμού, της σφαγής και των ταπεινώσεων, οι Μικρασιάτες και Πόντιοι Έλληνες έστρεψαν το βλέμμα τους στην Παναγία, ψάχνοντας λίγο κουράγιο και αποκούμπι. Δεν είναι λίγες οι εικόνες ματωμένων, αρρώστων, καταπονημένων και απελπισμένων προσφύγων, που έφθασαν στην Ελλάδα κρατώντας σφιχτά στον κόρφο τους την εικόνα της Παναγίας, τυλιγμένη με μια βρώμικη κουβέρτα, το μοναδικό ίσως περιουσιακό στοιχείο τους από την αλλοτινή και πολυαγαπημένη τους πατρίδα.
Το χρυσοποίκιλτο εικόνισμα της Παναγίας της Φανερωμένης, γνωστής και ως Μεγαλόχαρης της Μηχανιώνας, άλλα και της Παναγίας της Σουμελά, του πνευματικού και ηθικού στυλοβάτη του Ποντικού Ελληνισμού.
Δεκαοκτώ χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή μια νέα δοκιμασία περίμενε τον Ελληνισμό. Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος του1940 και η συνακόλουθη τριπλή κατοχή και ο εμφύλιος πόλεμος. Με το όραμά της νίκησαν οι στρατιώτες μας στα ένδοξα βορειοηπειρωτικά βουνά. Όπως γράφει ο Άγγελος Τερζάκης ‘’ο ελληνικός στρατός έβλεπε τις νύχτες μια γυναικεία μορφή να προβαδίζει… Την αναγνώριζε, την ήξερε από πάντα… Ήταν η Μάνα, η Μεγαλόχαρη στον πόνο και στη δόξα, η λαβωμένη της Τήνου, η Υπέρμαχος Στρατηγός’’. Την ένιωσαν οι στρατιώτες να φροντίζει τις πληγές τους από τα κρυοπαγήματα από τις σφαίρες ως άλλη μάννα και να ατσαλώνει τις καρδιές τους μπροστά στον κίνδυνο της μάχης.
Όπως γράφουν οι πολεμικοί ανταποκριτές όλο το μέτωπο ήταν μια απέραντη Αγία Τράπεζα, όπου σε μια γωνιά του κάθε αντίσκηνου ήταν τοποθετημένη η εικόνα της Παναγίας. Μπροστά της για κανδήλι ένα κονσερβοκούτι με λίγο λάδι και φυτίλι, που άναβε νύχτα-μέρα. Εκεί μπροστά οι στρατιώτες γονατιστοί προσεύχονταν ολόψυχα για τη νίκη της πατρίδος.
Ανάμεσα στα πολλά ταχυδρομικά δελτάρια που κυκλοφορούσαν την περίοδο του 1940, ξεχωριστή θέση είχαν αυτά, τα οποία αντί άλλης εικονογραφήσεως στο μπροστινό μέρος είχαν τυπωμένη σε διάφορες μορφές την εικόνα της Παναγίας.
Από τις κάρτες αυτές του πολέμου, οι οποίες σήμερα έχουν διασωθεί τόσο από διάφορους φιλοτελιστές όσο και από τους συλλέκτες σπανίων αντικειμένων, διαφαίνεται ότι τόσο οι Έλληνες στρατιώτες όσο και οι συγγενείς τους επιδίωκαν να στέλνουν τα μηνύματά τους σε καρτ-ποστάλ που έφεραν την εικόνα της Θεοτόκου. Αυτό δείχνει ότι στην Κυρά των Αγγέλων, τη ‘’σκεπή του κόσμου πλατυτέρας νεφέλης’’ οι στρατιώτες του ’40 είχαν στηρίξει τις ελπίδες τους ότι σύντομα η μεγάλη ημέρα της εθνικής απελευθερώσεως ήταν πολύ κοντά.
Η εικόνα της Παναγίας αποτέλεσε πηγή ελπίδας και αισιοδοξίας για τους στρατιώτες. Ενδεικτική είναι η ιστορία κατά την οποία ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης ζωγράφισε πάνω στο καπάκι ενός κιβωτίου ρέγγας την Παναγία της Νίκης. Γρήγορα η εικόνα απέκτησε τη φήμη ότι είναι θαυματουργή. Σε πολλές περιπτώσεις οι ταυτότητες των στρατιωτών έφεραν, δίπλα στα στοιχεία τους, μια εικόνα της Παναγίας. Και λίγο πριν εφορμήσουν εναντίον των Ιταλών, σταυροκοπιόντουσαν και αναφωνούσαν τρείς φορές ‘’Παναγία μου’’!
Γενικά στην εθνική μας ιστορία η Παναγία απέβη δύναμη συνοχής του Γένους και πηγή εμπνεύσεώς του σε όλους τους εθνικούς αγώνες. Είναι η δύναμη ‘’διής εχθροί καταπίπτουσι’’. ‘’ Η λατρεία μας’’ γράφει ο πεζογράφος Σπύρος Μελάς, ‘’είναι υφασμένη μ’ αυτή την εθνική μας ύπαρξη. Μας παραστέκει, μας σκέπει, μας κραταιώνει γιατί πιστεύουμε σωστά’’.
Ο ελληνικός λαός, γεμάτος ευγνωμοσύνη για τις δωρεές της Χάρης της, την τίμησε με ότι πολυτιμότερο είχε. Την υμνολόγησε με εξαίσιες συλλήψεις ποιητικού λόγου. Την δοξολόγησε με τις καλύτερες μουσικές συνθέσεις. Την ιστόρησε με τις εκπληκτικότερες συνθέσεις χρωμάτων, με εντυπωσιακές ψηφίδες, σκαλισμένο ξύλο, ασήμι, μάλαμα, κηρομαστίχη. Απειράριθμες νεάνιδες φέρουν το όνομά της. Οι ναοί της κοσμούν τις κεντρικότερες πλατείες των μεγαλουπόλεων και τις καλλίτερες τοποθεσίες των εξοχών. Διάσημοι καλλιτέχνες συνθέτουν τα καλύτερα δημιουργήματά τους. Οι εικόνες της κοσμούν σπίτια, γραφεία, σχολεία, νοσοκομεία και δημόσιες υπηρεσίες. Και τούτο, γιατί η Υπεραγία Θεοτόκος είναι το δημοφιλέστερο πρόσωπο του ελληνικού λαού, προς το ποίο προστρέχει ο λαός μας για να βρει παρηγοριά και ελπίδα.
Εκεί όμως όπου η Παναγία τιμάται όλες τις ημέρες του χρόνου είναι το ‘’περιβόλι’’ της, το Άγιο Όρος, όπου οι μοναχοί από τη στιγμή που παίρνουν το σχήμα μέχρι την εκδημία τους προσκυνούν τη χάρη της και ζητούν τη βοήθειά της για τη σωτηρία της ψυχής τους και τη σωτηρία όλου του κόσμου. Απαγγέλουν καθημερινά τους χαιρετισμούς της στην ακολουθία του αποδείπνου και δε χάνουν την ευκαιρία, ακόμη και στις τρέχουσες καθημερινές τους ενασχολήσεις να τους σιγοψέλνουν.
Στα χρόνια μας παρόλη την ασφυκτική πίεση της τεχνολογίας, την σαρωτική εκκοσμίκευση, την ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση και τις ποικίλες πνευματικές αλλοιώσεις που δημιουργεί ο ευδαιμονισμός, ο ελληνισμός καταφεύγει στη μεσιτεία της σκέπης του κόσμου, της μητέρας του Θεού και όλου του κόσμου για να αντλήσει δύναμη, παρηγοριά και ελπίδα. Στην Παναγία που είναι το φώς και η παράδοση της απρόσωπης ρωμιοσύνης.
Και δικαιολογημένα, γιατί η Παναγία υπήρξε για τους Έλληνες «η προστασία η ακαταίσχυντος», «η Υπέρμαχος Στρατηγός», « ο πύρινος στύλος», που οδήγησε το Γένος μας στο δρόμο του θριάμβου και της δόξας, η Μάνα της Ρωμιοσύνης, που συνοδοιπόρησε μαζί του στη διαδρομή των αιώνων.
Ολόκληρος ο ιστός της Ρωμιοσύνης έχει υφανθεί γύρω από τη σκέπη της Θεοτόκου. Γι’ αυτό ο ευσεβής λαός μας έχει ιδιαίτερη ευλάβεια στην Κυρά των Αγγέλων, που εκφράζεται με την αυθόρμητη επίκλησή της στην ώρα του κινδύνου, αλλά και με την καλλιεπή υμνολογία και την πλούσια εικονογραφία.
Ο ελληνικός λαός είδε πάντοτε με σεβασμό τη γαλήνια και πονεμένη μορφή της Παναγίας και το υπερύμνητο πρόσωπό της βρίσκεται βαθύτατα ριζωμένο στην εθνική και πνευματική του παράδοση. Η τιμή των Ελλήνων προς τη Θεοτόκο είναι πάντα συνυφασμένη με την εθνική του ύπαρξη. Σ’ αυτήν εκφράζουν στη διαδρομή του χρόνου τις δοκιμασίες και τις πικρίες, την καρτερία και την ελπίδα.
Η Υπεαγία Θεοτόκος είναι η Παναγία του Γένους που έγινε ύμνος, δύναμη της φυλής και ελπίδα. Ιστορία και αγώνας στις κρίσιμες ώρες του Ελληνισμού. Όταν ως έθνος περνούσαμε από την τροχιά των δακρύων και του πόνου σ’ αυτήν καταφεύγαμε. Αυτή φώτιζε τη νύχτα της αγρυπνιάς του, όπως θα έλεγε ο Κάλβος.
Δεν υπάρχει πολιτεία και χωριό στην Ελλάδα χωρίς ναό στο όνομά της. Στις εκατό εκκλησίες οι ογδόντα είναι αφιερωμένες στη χάρη Της. Από την πονεμένη Κύπρο μέχρι την μαρτυρική Βόρειο Ήπειρο και από τη Θράκη μέχρι την Κρήτη χιλιάδες ναοί και μοναστήρια στο όνομά της διαδηλώνουν τη βαθεία πίστη του Έλληνα σ’ Αυτήν, που στάθηκε γι’ αυτόν τον τόπο «η Μεγαλόχαρη», «η Παντάνασα», «η Παρηγορήτρια», «η Λαοδηγήτρια», «η Σώτειρα», «η θεία Σκέπη»
Εκατοντάδες τα νεοελληνικά ονόματα της Παναγίας, που οφείλονται άλλα στον εικονογραφικό τύπο των μορφών της και άλλα σε τοπικές παραδόσεις ή τοποθεσίες. Δύο φορές ο αείμνηστος ακαδημαϊκός Φαίδων Κουκουλές ασχολήθηκε με τη συγκέντρωση και ερμηνεία τους. Πλήθος βουνών αλλά και χωριών και ακρωτηρίων ακόμη φέρνουν το όνομά της. Αντιπροσωπευτικά αναφέρουμε μερικές ονομασίες: άνθος το αμάραντο, Γλυκοφιλούσα, Ελεούσα, Γοργοεπήκοος, Δακρυροούσα, Ζωοδότρα, Κοσμοσώτειρα, Χρυσοπηγή, Γιάτρισσα, Ψυχοσώτρα, Κεχαριτωμένη κ.α.
Από τους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες η Υπεραγία Θεοτόκος κέρδισε το σεβασμό και την αγάπη του ελληνικού λαού. Μετά την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο (431), στην οποία καθιερώθηκε ο δογματικός όρος Θεοτόκος, εμφανίστηκαν στον ελληνικό χώρο οι πρώτοι ναοί στο όνομά της. Τριάντα τρείς ναοί των Αθηνών με πρώτη την «Παναγία την Παντάνασσα» (από τον 8-9ο αι.) αφιερώθηκαν στην Παναγία. Η τιμή της ενισχύεται με τη διάδοση εικόνων, που αποδίδονται στον Ευαγγελιστή Λουκά (Μεγάλου Σπηλαίου, Σουμελά, Κύκκου στην Κύπρο). Πολύ νωρίς η Αθήνα και η Κωνσταντινούπολη έκαναν τη Θεοτόκο πολιούχο, προστάτη και βοηθό. Ο περίφημος λόγιος Μητροπολίτης Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτης (+ 1200) σημειώνει: «Ώ Δέσποινα Παρθένε και Μήτερ Θεού, πολιούχε και σώτειρα των Αθηνών»!
Σε όλο το διάστημα της μεταχριστιανικής πορείας του Ελληνισμού ο σύνδεσμός του με την Παναγία σφυρηλατήθηκε μέσα στον πόνο, στις φυλετικές του δοκιμασίες, στις περιόδους των αναρίθμητων κινδύνων, που διέτρεξε και αντιμετώπισε η πατρίδα μας.
Η λατρεία της Θεοτόκου κατέχει ξεχωριστή θέση στο βυζαντινό κόσμο αφού για χίλια ολόκληρα χρόνια το Βυζάντιο έχει ως άξονα τη Θεοτόκο. Με τη δική της παρουσία πολέμησαν οι βυζαντινοί στις επάλξεις των τειχών της Κωνσταντινουπόλεως. Οι αυτοκράτορες επικαλούνται διαρκώς τη βοήθειά της για να πετύχουν νίκες στα πεδία των μαχών. Οι εικόνες της Θεοτόκου χρησιμοποιούνται για την τόνωση του φρονήματος του πληθυσμού και των υπερασπιστών της βυζαντινής πρωτεύουσας και την αποθάρρυνση των επιτιθέμενων. Στην Παναγία των Βλαχερνών ψάλθηκε για πρώτη φορά το ποιητικό αριστούργημα του Ακάθιστου Ύμνου.
Όταν έπεσε η Πόλη και σκλαβώθηκε το Γένος, ο ελληνικός λαός βαθύτατα πονεμένος, στην Παρθένο στήριξε την ελπίδα του. Σ’ αυτήν έστρεψαν τα βλέμματά τους οι αγωνιστές του ‘21, προσδοκώντας να τους δώσει κουράγιο και έμπνευση στον κρίσιμο αγώνα τους. Με το ιερό της λάβαρο κηρύχθηκε στην Αγία Λαύρα η επανάσταση του 1821.
Στην σεπτή και πανακήρατη μορφή της απευθύνεται ο Μεγάλος Δάσκαλος του Γένους Ηλίας Μηνιάτης και την παρακαλεί με δάκρυα για την απελευθέρωση της Ελλάδος. Σ’ αυτήν προσεύχεται γονατιστός ο Κολοκοτρώνης στο εκκλησάκι της στο Χρυσοβίτσι, παρακαλώντας την με κραυγή γεμάτη πίστη : « ψύχωσε, Παναγία μου, αυτό το λαό να βρει τη λευτεριά του». Στην Παναγία την Προυσσιώτισα στο Καρπενήσι ο Καραϊσκάκης δώρισε την αργυρόχρυση επένδυση της εικόνας της Παναγίας καθώς και τα τρία παράσημά του, ασημένια αστέρια, όλα μέρος του τάματος που είχε κάνει στην Παναγία.
Είναι συγκλονιστική η προσευχή του Στρατηγού Μακρυγιάννη προς τη Θεοτόκο για την ελευθερία της σκλαβωμένης πατρίδας: «Θεοτόκο, μητέρα του παντός, το καύχημα της παρθενίας, το καύχημα της αρετής και τα πάντα της αγαθότης, προστρέχομεν οι αμαρτωλοί, οι αδύνατοι εις την ευσπλαχνίαν της αγαθότης σου να λυπηθείς… εκείνους όπου ‘χυσαν το αίμα τους, κατά τον όρκο τους, ν’ αναστηθεί δια της δυνάμεως του παντοκράτορα η σκλαβωμένη τους πατρίδα και να λαμπρυνθεί ο σταυρός της Ορθοδοξίας… να πρεσβέψεις εις την παντοδυναμίαν του… να μας ενώσει, να μας φωτίσει και να μας δώσει εις το εξής πατριωτικά και αγαθά αισθήματα για την πατρίδα μας και θρησκεία μας, και πίστη καθαρά να ‘χομεν εις τον παντουργόν μας και εις την βασιλείαν του, να μας σώσει εδώ και στην παντοτινή ζωή».
Αυτήν ικετεύει ο Μέγας Φώτιος ‘’θραύσαι το θράσος των βαρβάρων’’. Σ’ αυτήν καταφεύγει ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης ‘’ίνα βραβεύη τω αυτοκράτορι αριστεύματα πάντοτε βαρβαρικής εκτρέπουσα φάλαγγας’’.
Ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης αποτυπώνει την ευλάβεια και ευγνωμοσύνη του πυρπολητή της τουρκικής ναυαρχίδας στη Χίο, του Κωνσταντίνου Κανάρη, στην Παναγία στο ακόλουθο ποίημα:
‘’Μεσάνυχτα ο πυρπολητής εγύρισε / και πήδησε απ’ γρήγορο καΐκι, / πιστός να φέρη με τα πόδια ολόγυμνα / στην εκκλησιά το τάμα για τη νίκη. / Το χέρι που άτρεμο έσπειρε το θάνατο / με το δαυλό - το φοβερό το χέρι – / τώρα ταπεινωμένο και τρεμάμενο / στην Παναγία ανάβει εν’ αγιοκέρι’’.
Στις δύσκολες ώρες του ξεριζωμού, της σφαγής και των ταπεινώσεων, οι Μικρασιάτες και Πόντιοι Έλληνες έστρεψαν το βλέμμα τους στην Παναγία, ψάχνοντας λίγο κουράγιο και αποκούμπι. Δεν είναι λίγες οι εικόνες ματωμένων, αρρώστων, καταπονημένων και απελπισμένων προσφύγων, που έφθασαν στην Ελλάδα κρατώντας σφιχτά στον κόρφο τους την εικόνα της Παναγίας, τυλιγμένη με μια βρώμικη κουβέρτα, το μοναδικό ίσως περιουσιακό στοιχείο τους από την αλλοτινή και πολυαγαπημένη τους πατρίδα.
Το χρυσοποίκιλτο εικόνισμα της Παναγίας της Φανερωμένης, γνωστής και ως Μεγαλόχαρης της Μηχανιώνας, άλλα και της Παναγίας της Σουμελά, του πνευματικού και ηθικού στυλοβάτη του Ποντικού Ελληνισμού.
Δεκαοκτώ χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή μια νέα δοκιμασία περίμενε τον Ελληνισμό. Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος του1940 και η συνακόλουθη τριπλή κατοχή και ο εμφύλιος πόλεμος. Με το όραμά της νίκησαν οι στρατιώτες μας στα ένδοξα βορειοηπειρωτικά βουνά. Όπως γράφει ο Άγγελος Τερζάκης ‘’ο ελληνικός στρατός έβλεπε τις νύχτες μια γυναικεία μορφή να προβαδίζει… Την αναγνώριζε, την ήξερε από πάντα… Ήταν η Μάνα, η Μεγαλόχαρη στον πόνο και στη δόξα, η λαβωμένη της Τήνου, η Υπέρμαχος Στρατηγός’’. Την ένιωσαν οι στρατιώτες να φροντίζει τις πληγές τους από τα κρυοπαγήματα από τις σφαίρες ως άλλη μάννα και να ατσαλώνει τις καρδιές τους μπροστά στον κίνδυνο της μάχης.
Όπως γράφουν οι πολεμικοί ανταποκριτές όλο το μέτωπο ήταν μια απέραντη Αγία Τράπεζα, όπου σε μια γωνιά του κάθε αντίσκηνου ήταν τοποθετημένη η εικόνα της Παναγίας. Μπροστά της για κανδήλι ένα κονσερβοκούτι με λίγο λάδι και φυτίλι, που άναβε νύχτα-μέρα. Εκεί μπροστά οι στρατιώτες γονατιστοί προσεύχονταν ολόψυχα για τη νίκη της πατρίδος.
Ανάμεσα στα πολλά ταχυδρομικά δελτάρια που κυκλοφορούσαν την περίοδο του 1940, ξεχωριστή θέση είχαν αυτά, τα οποία αντί άλλης εικονογραφήσεως στο μπροστινό μέρος είχαν τυπωμένη σε διάφορες μορφές την εικόνα της Παναγίας.
Από τις κάρτες αυτές του πολέμου, οι οποίες σήμερα έχουν διασωθεί τόσο από διάφορους φιλοτελιστές όσο και από τους συλλέκτες σπανίων αντικειμένων, διαφαίνεται ότι τόσο οι Έλληνες στρατιώτες όσο και οι συγγενείς τους επιδίωκαν να στέλνουν τα μηνύματά τους σε καρτ-ποστάλ που έφεραν την εικόνα της Θεοτόκου. Αυτό δείχνει ότι στην Κυρά των Αγγέλων, τη ‘’σκεπή του κόσμου πλατυτέρας νεφέλης’’ οι στρατιώτες του ’40 είχαν στηρίξει τις ελπίδες τους ότι σύντομα η μεγάλη ημέρα της εθνικής απελευθερώσεως ήταν πολύ κοντά.
Η εικόνα της Παναγίας αποτέλεσε πηγή ελπίδας και αισιοδοξίας για τους στρατιώτες. Ενδεικτική είναι η ιστορία κατά την οποία ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης ζωγράφισε πάνω στο καπάκι ενός κιβωτίου ρέγγας την Παναγία της Νίκης. Γρήγορα η εικόνα απέκτησε τη φήμη ότι είναι θαυματουργή. Σε πολλές περιπτώσεις οι ταυτότητες των στρατιωτών έφεραν, δίπλα στα στοιχεία τους, μια εικόνα της Παναγίας. Και λίγο πριν εφορμήσουν εναντίον των Ιταλών, σταυροκοπιόντουσαν και αναφωνούσαν τρείς φορές ‘’Παναγία μου’’!
Γενικά στην εθνική μας ιστορία η Παναγία απέβη δύναμη συνοχής του Γένους και πηγή εμπνεύσεώς του σε όλους τους εθνικούς αγώνες. Είναι η δύναμη ‘’διής εχθροί καταπίπτουσι’’. ‘’ Η λατρεία μας’’ γράφει ο πεζογράφος Σπύρος Μελάς, ‘’είναι υφασμένη μ’ αυτή την εθνική μας ύπαρξη. Μας παραστέκει, μας σκέπει, μας κραταιώνει γιατί πιστεύουμε σωστά’’.
Ο ελληνικός λαός, γεμάτος ευγνωμοσύνη για τις δωρεές της Χάρης της, την τίμησε με ότι πολυτιμότερο είχε. Την υμνολόγησε με εξαίσιες συλλήψεις ποιητικού λόγου. Την δοξολόγησε με τις καλύτερες μουσικές συνθέσεις. Την ιστόρησε με τις εκπληκτικότερες συνθέσεις χρωμάτων, με εντυπωσιακές ψηφίδες, σκαλισμένο ξύλο, ασήμι, μάλαμα, κηρομαστίχη. Απειράριθμες νεάνιδες φέρουν το όνομά της. Οι ναοί της κοσμούν τις κεντρικότερες πλατείες των μεγαλουπόλεων και τις καλλίτερες τοποθεσίες των εξοχών. Διάσημοι καλλιτέχνες συνθέτουν τα καλύτερα δημιουργήματά τους. Οι εικόνες της κοσμούν σπίτια, γραφεία, σχολεία, νοσοκομεία και δημόσιες υπηρεσίες. Και τούτο, γιατί η Υπεραγία Θεοτόκος είναι το δημοφιλέστερο πρόσωπο του ελληνικού λαού, προς το ποίο προστρέχει ο λαός μας για να βρει παρηγοριά και ελπίδα.
Εκεί όμως όπου η Παναγία τιμάται όλες τις ημέρες του χρόνου είναι το ‘’περιβόλι’’ της, το Άγιο Όρος, όπου οι μοναχοί από τη στιγμή που παίρνουν το σχήμα μέχρι την εκδημία τους προσκυνούν τη χάρη της και ζητούν τη βοήθειά της για τη σωτηρία της ψυχής τους και τη σωτηρία όλου του κόσμου. Απαγγέλουν καθημερινά τους χαιρετισμούς της στην ακολουθία του αποδείπνου και δε χάνουν την ευκαιρία, ακόμη και στις τρέχουσες καθημερινές τους ενασχολήσεις να τους σιγοψέλνουν.
Στα χρόνια μας παρόλη την ασφυκτική πίεση της τεχνολογίας, την σαρωτική εκκοσμίκευση, την ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση και τις ποικίλες πνευματικές αλλοιώσεις που δημιουργεί ο ευδαιμονισμός, ο ελληνισμός καταφεύγει στη μεσιτεία της σκέπης του κόσμου, της μητέρας του Θεού και όλου του κόσμου για να αντλήσει δύναμη, παρηγοριά και ελπίδα. Στην Παναγία που είναι το φώς και η παράδοση της απρόσωπης ρωμιοσύνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου