Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

Ιερά Εικόνα Παναγία η Εικονίστρια (Σκιάθος)


web statistics


Στη Σκιάθο, στην εκκλησία των Τριών Ιεραρχών (βασιλική τρίκλιτη, χτισμένη το 1846), βρίσκεται η Ιερά Εικόνα της Παναγιάς της Εικονίστριας, που βρέθηκε το 1650. Σύμφωνα με την λαϊκή παράδοση η εικόνα της Παναγίας βρέθηκε να λάμπει πλημμυρισμένη από θείο φώς, στα κλαδιά ενός πεύκου, κρεμασμένη και κουνιόταν. Από εκεί βγήκε και η ονομασία «Κουνίστρα» και μετέπειτα «Εικονίστρια».

Η τοπική Εκκλησία της Σκιάθου θα αφιερώσει το θαυματουργό εικόνισμα της πολιούχου του στα Εισόδια, ως προσήκοντα στην σπάνια απεικόνιση, που εδώ και τρεισήμισυ αιώνες εορτάζεται με ιδιαίτερη λαμπρότητα.
Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης στο έργο του Με του Βορηά τα Κύματα θα περιγράψει διεξοδικά την ημέρα αυτή, μιας και πρόκειται για τη μεγαλύτερη πανήγυρη του νησιού. Παράλληλα θα επαναδημοσιεύσει το συναξάριό της, που είχε γράψει ο διδάσκαλος του Γένους, ο σκιαθίτης Επιφάνιος Δημητριάδης ο Λογιώτατος και δημοσίευσε πρώτη φορά  ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης το 1903.
 Περιγράφοντας την ιλαρή μορφή της Θεοτόκου αναφέρει ότι είναι ζωγραφισμένη ‘‘προτομὴ, κεφαλὴ καὶ λαιμὸς μόνον, χωρὶς νὰ βαστάζῃ τὸν Υἱὸν καὶ χωρὶς νὰ φαίνωνται χεῖρες’’, την οποία οι σκιαθίτες παρομοίασαν ‘‘ὡς τριετίζουσα παιδίσκη, ὅτε εἰσήχθη παρὰ τῶν γονέων της εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων’’, για αυτό και πανηγυρίζει ‘‘κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Εἰσοδίων’’. Εικόνα ‘‘ἐλέους καὶ συμπαθείας, τὴν ὁποίαν ἡ πίστις τοῦ χωρίου ἡ ἁγία ἐκόσμησε μὲ μαργαριταρένιαν μανδήλαν καὶ μὲ σαπφείρινον περιδέραιον ἀντὶ τῶν τόσων θαυμάτων της, τὰ ὁποῖα ἀντήχησαν εἰς ὅλον τὸ Πήλιον, καὶ πέραν μέχρι τῆς Λιβαδειᾶς καὶ τῶν Σαλώνων’’.
Μετά την επανάσταση του 1821 και την ερήμωση της μονής, όταν οι σκιαθίτες επέστρεψαν στην παλιά βυζαντινή πολίχνη και έχτισαν τους δύο ενοριακούς ναούς, ζήτησαν την εικόνα της Παναγίας και την τοποθέτησαν στο μητροπολιτικό ναό των Τριών Ιεραρχών, ώστε να είναι διαρκώς προστάτις τους και βοηθός, ‘‘ἀπολαύουσα ἰδιαιτέρου ὅλως σεβασμοῦ καὶ ὡς Πολιοῦχος τιμωμένη’’.
‘‘Ἔκτοτε ἐπεκράτησεν ὡραιοτάτη συνήθεια’’ μια φορά το χρόνο, την παραμονή των Εισοδίων ‘‘ἡ σεπτὴ Εἰκὼν νὰ κομίζεται ἐκ τῆς πόλεως εἰς τὴν ἱερὰν Μονήν της διὰ κατανυκτικωτάτης Λιτανείας’’, όπου τελείται ‘‘λαμπρὰ καὶ δημοτελὴς ἀγρυπνία’’ μέχρι το πρωί, από όπου ‘‘ἐπανακομίζεται εἰς τὴν πόλιν διὰ τῆς αὐτῆς δημοτελεστάτης Λιτανείας’’.

Η διαδρομή της λιτανείας από την πόλη της Σκιάθου στον τόπο της Ευρέσεως και την Ι. Μονή των Εισοδίων.
Οι πιστοί συγκεντρώνονται στον ενοριακό ναό της Παναγίας της Λιμνιάς, όπου έχει μεταφερθεί η ιερή Εικόνα. Εκεί ψάλλεται ιδιαίτερος παρακλητικός Κανόνας, τον οποίο συνέθεσε ο Μωραϊτίδης ‘‘τῇ αἰτήσει τῶν Νησιωτῶν, ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ ἱστορικοῦ τῆς εὑρέσεως τῆς ἁγίας Εἰκόνος καὶ τῶν τελεσθέντων μεγάλων θαυμάτων’’.
Από εκεί θα ξεκινήσει η Λιτανεία στην οποία συμμετέχει ‘‘μετ᾿  εὐλαβείας ἅπασα ἡ πόλις, σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις’’.
Η Λιτανεία ακολουθεί μια γραφική διαδρομή μέσα από τα πευκόφυτα βουνά του νησιού, ‘‘ἐκεῖ ὅπου τὰ πεῦκα εὐωδιάζουν περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλο μέρος, ἐκτεινόμενα ἕως εἰς τὴν ἄμμον ἀκόμη τῆς παραλίας, ἐκεῖ ὅπου οἱ κηρομύταις κελαειδοῦν, σὰν ἀηδόνια εἰς τὸν καλὸν καιρὸν τους. Τὰ κούμαρα, φωτίτσαις κατακόκκιναις, λάμπουν μέσα εἰς τὸ δάσος ἀναρίθμητα, θαρρεῖς πῶς περιμένουν νὰ χαιρετίσουν τὴν λιτανείαν, ὁποῦ θὰ περάσῃ ἀπὸ ἐκεῖ. Καὶ μία ἐλαία ὄψιμος, σἄν μὲ πολλὰ– πολλὰ μαῦρα μάτια, μάτια λαμπρὰ, μάτια γυαλιστερὰ, σἄν τοῦ ἀστρείτου τὰ μάτια, καμαρόνει ἀπὸ μακρὰν τὴν ἐρχομένην πομπήν’’.
            Κόσμος πολύς συμμετέχει στη Λιτανεία, και αναλόγως των δυνάμεών του, ακολουθεί μέχρι ενός σημείου ή όλη την όμορφη διαδρομή. Και ένας εφημέριος συνοδεύει πάντοτε την Εικόνα, η οποία μεταφέρεται δια μέσου των πιστών, από χέρι σε χέρι, στο αγαπημένο της μοναστήρι. ‘‘Ὁ παπᾶ Νικόλας, ἕνας ὑψηλὸς καὶ εὐμορφοκαμωμένος παπᾶς, ὁποῦ τόσον εὔμορφα τοῦ πηγαίνουν τὰ ράσσα, ὅσον τὸν εὐμορφαίνει ἡ λευκὴ καὶ μακρὰ γενειάδα του, βαστάζων τὴν Παναγίαν τὴν Κονίστραν, μὲ τὸ πετραχῆλί του ἀναποδογυρισμένον εἰς τὸν δεξιόν του ὦμον, σπεύδει, ὅπως ὥρᾳ ἑσπερινοῦ εἰσέλθῃ εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κονίστριαν, ἕνα ὡραῖον Βυζαντινὸν μοναστηράκι, τὸ ὁποῖον ὡς ζωγραφισμένον φαίνεται μέσα εἰς τὸν τεφρὸν βράχον πευκοφυτεύτου βουνοῦ. Βαδίζει ψάλλων ἀδιακόπως τὰ Μεγαλυνάρια τῆς Παναγίας’’.
            Κατά τη διάρκεια της Λιτανείας, η μορφή της Θεοτόκου αποκτά απερίγραπτη γλυκύτητα: ‘‘μικρὰ, ἀσημένια, μαλαμοκαπνισμένη, ἀσήκωτη ἀπὸ τὰ ταξίματα, μειδιᾷ, θαρρεῖς, εἰς τὰς ἀγκάλας τοῦ παπᾶ – Νικόλα, μειδίαμα χαρὰς καὶ εὐλογίας. Καὶ λάμπουν τὰ εὔμορφα τὰ μάτια της ὡς περιστεραὶ λελουμέναι γάλακτι, γεμᾶτα οἰκτιρμοὺς˙ καὶ καίουν αἱ τριανταφυλλένιαις της παρειαὶ ὡς λέπυρον ῥοιᾶς, ροδοκόκκιναι˙ καὶ ἱδρόνει ὁ λαιμὸς της ὁ πάλλευκος ὡς ὁρμίσκος ἐξ ἀδαμάντων’.
Το Εικόνισμα μεταφέρεται ‘‘μὲ τόσην δόξαν καὶ τόσην λαμπρότητα εἰς τὸ ἀρχαῖόν της τέμενος, τὸ ὁποῖον μιὰ φορὰ τὸν χρόνον λάμπει ἀπὸ ἀναριθμήτους λαμπάδας τῶν νησιωτῶν, οἱ ὁποῖοι χαράν τους τὸ ἔχουν νὰ ἀγρυπνήσουν, μιὰν φορὰν τὸν χρόνον, εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κονίστριαν, καὶ νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ θαυμάσουν τοὺς χαλκάδες, ὅπου ἄλλοτε ἔδεναν ἐκεῖ τοὺς δαιμονισμένους, τοὺς ὁποίους ἀπὸ διάφορα μέρη ἔφερναν ἐκεῖ πρὸς θεραπείαν’’.
            Τελευταίος σταθμός πριν η Λιτανεία φτάσει στο Μοναστήρι της, είναι ‘‘ὁ πεύκος ὅπου εὑρέθη τὸν παλαιὸν καιρὸν ἡ Παναγία ἡ Κονίστρια, ἐπάνω εἰς τοὺς κλάδους του αἰωρουμένη ὁλόφωτος, νύκτας ὁλοκλήρους, ὅτε ὁ ἀσκητεύων ἁγιώτατος ἐκεῖ Συμεὼν, παραλαβὼν αὐτήν, ἐκόμισε παρακάτω, εἰς τὸ ἀσκητήριόν του, ὅπου ἐκτίσθη τὸ διαλελυμένον σήμερον Μοναστηράκι εἰς τιμὴν τῆς Παναγίας τῆς Κονιστρίας’’. Εκεί θα τελεστεί η τελευταία δέηση πριν εισοδεύσουν την Εικόνα στο Καθολικό της Μονής. ‘‘Καί τώρα λάμπει  πλέον ὁλόλαμπρος ἡ Ἁγία τῆς Θεοτόκου προτομή. Καὶ ἀπὸ τὰς λάμψεις τὰς ἐκπάγλους, ἡ εὐάριθμος συνοδία θαμβουμένη, ἀνασχηματίζει τὴν θείαν τῆς Παναγίας μορφὴν ὅλην, εὐλογοῦσαν τὸν κόσμον, καὶ μὲ τὴν ἁγίαν μανδήλαν της τὴν μαργαριτόπλεκτον σκέπουσαν τὰ ὀρφανὰ καὶ τὰς χήρας’’.
Λαμπρή η Είσοδος της Εικόνας, όπως και η Είσοδος της Θεοτόκου στα Άγια των Αγίων. ‘‘Ὀλίγον ἀκόμη καὶ τὸ ἔρημον ἀσκητήριον σείεται ἀπὸ τὰ βροντοφωνήματα τοὺ παπᾶ-Νικόλα, εἰσάγοντος τὴν Παναγίαν τὴν Κονίστριαν εἰς τὸν ναὸν’’της, ‘‘ἀπαράλλακτα ὡς ὁ ἀρχιερεὺς Ζαχαρίας εἰσήγαγε τὴν Θεοτόκον εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων’’, καθώς ψάλλει το κοντάκιο της εορτής. Εκεί τον συνοδεύει λαμπαδηφορούσα και η θειά-Αχτίτσα, ‘‘ἀπαράλλακτα, ὡς αἱ λαμπαδηφόροι παρθένοι τότε συνώδευσαν εἰς τὸν ναὸν τὴν Ἀειπάρθενον’’.
Σύμφωνα με την λαϊκή ευσέβεια, όταν οι πιστοί μεταφέρουν την αγία Εικόνα με τα χέρια τους στο αγαπημένο της μοναστηράκι είναι ανάλαφρη, ενώ όταν επιστρέφουν η εικόνα αποκτά παράδοξο βάρος, σαν να μη θέλει να εγκαταλείψη τον τόπο της προσευχής και της ησυχίας. ‘‘Λάμπει ἀπὸ τὴν χαράν της’’, παρατηρεί η θειά-Αχτίτσα ‘‘ποῦ τὴν φέρνουν εἰς τὸ μοναστηράκι της˙ καὶ εἶνε κ᾿ ἐλαφρὰ τώρα ἡ ἀσημένια εἰκόνα, ὁποῦ αὔριον θὰ εἶνε λυπημένη καὶ βαρειά, μολύβι, ὅταν θὰ τὴν γυρίζουν πίσω ς᾿ τὸ χωριό!...’’.
Μετά την αγρυπνία η ιερή Εικόνα θα επιστρέψει με Λιτανεία ξανά πίσω στην πόλη, στην πλατεία της Αγίας Τριάδος. Λίγο αργότερα, αφού ‘‘λήξῃ ἐγκαίρως ἡ θεία Λειτουργία’’ ‘‘εἰς τοὺς δύο Ναοὺς τῆς πόλεως’’, ‘‘ὁ ἱερὸς Κλῆρος καὶ τῶν δύο ἐνοριῶν μετὰ τῶν Ἐξαπτερύγων, λαμπάδων καὶ θυμιαμάτων θὰ ἐξέλθῃ εἰς τὴν παρὰ τὸ Νεκροταφεῖον ὡραῖαν πλατεῖαν τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀκολουθοῦντος ὅλου τοῦ λαοῦ μετὰ πολλῆς εὐπρεπείας καὶ ὅλων τῶν ὑπαλλήλων’’.

http://skiathosiconography.blogspot.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου