web statistics
Πάνε ίσως διακόσια και πλέον χρόνια από εκείνο το παράξενο βράδυ ως τα σήμερα και γι᾿ αυτὸ η μνήμη αδυνατεί να συγκρατήση κάτι, απ’ ότι έγινε σ’ εκείνη την εποχή, που τόσο μας ενδιαφέρει.
Πριν από τα 200 ίσως και παραπάνω χρόνια, εδώ στο Αίγιο και συγκεκριμένα κάτω στα Γαλαξιδιώτικα (συνοικία Αγ. Ανδρέα) κατοικούσε, κάποιος σπουδαίος ναυτικός, ο οποίος καταγόταν από την Ζάκυνθο, είχε δικό του πλοίο, ένα μικρό ιστιοφόρο, με καμπόσους ναύτες για πλήρωμα.
Το όνομα του ήταν Διονύσιος Μπαφάκης, ενώ οι φίλοι και οι ναύτες του τον φώναζαν χαϊδευτικά Νιόνιο.
Ήταν ένα καλοδεμένο παλικάρι, με την πατροπαράδοτη νησιωτική βράκα με την όψη μπρούντζινη, χαλκεμένη από τον ήλιο και από την αρμύρα της θάλασσας και γενικά μ’ όλη εκείνη την αντριωσύνη που χαρακτηρίζει τους ναυτικούς.
Ταξίδευε ολοχρονίς, πότε προς την Κεφαλονιά και πότε προς την Ζάκυνθο μεταφέροντας προϊόντα από το να νησί στο άλλο ζώα, πράγματα και ότι άλλο χρειαζόταν, ακόμα και ανθρώπους.
Σ’ ένα τέτοιο ταξίδι που είχε κάνει πριν από πολλά πολλά χρόνια έτυχε να του συμβεί κάτι το εξαιρετικά πρωτοφανές.
Ερχόταν από την Κεφαλονιά προς το Αίγιο με φορτωμένο το μικρό ιστιοφόρο πραμάτειες, μόλις είχε μπει ο χειμώνας, ο καιρός είχε πάρει μία απότομη μεταβολή και οι πρώτες κακοκαιρίες αναστάτωναν τα πάντα.
Ήταν ακόμη αρχές Δεκεμβρίου, δεν μπορούμε να καθορίσουμε την ημερομηνία, πάντως έπειτα από λίγες ημέρες έφτανε η εορτή του Αγίου Διονυσίου.
Στο Αίγιο και συγκεκριμένα στην Εκκλησία του Αγίου Ανδρέα, υπήρχε η Ιερή Εικόνα του Αγίου Διονυσίου, ο Μπαφάκης λοιπόν έκανε αυτό το ταξίδι υπηρετώντας το μεγάλο σκοπό του.
Ήθελε πρώτων να φτάσει στο Αίγιο και να πάει να προσκηνύση την εικόνα του Αγίου Διονυσίου που σε λίγες μέρες θα ήταν η μνήμη Του και δεύτερον διότι ήταν και πρόεδρος των εν Αιγίω εγκατεστημένων Ζακυνθινών.
Όμως όπως προ είπαμε ήταν χειμώνας, το ταξίδι από την Κεφαλονιά προς το Αίγιο ήταν μεγάλο, κουραστικό, και συνάμα επικίνδυνο μέσα στην τόση κακοκαιρία και την τρομερή θαλασσοταραχή που επικρατούσε. Ταξίδευαν όλη την ημέρα με άσχημο καιρό, και το κακό τη νύχτα παράγινε.
Υψώνονταν θεόρατα κύματα που αναμόχλευαν τ’ ανεξιχνίαστα βάθη της θάλασσας και το ιστιοφόρο του Μπαφάκη ήταν ένα στίγμα ένα καρυδότσουφλο μέσα στο χάος που επικρατούσε.
Ψύχραιμος ο Μπαφάκης, καθόταν στο τιμόνι και προσπαθούσε να τιθασέψει την μανιασμένη θάλασσα όπου άξαφνα διέκρινε στο βάθος πάνω στα κύματα ένα φωτεινό σημείο που του αιχμαλώτισε την προσοχή.
Το πλησίασε παρ’ όλη την θαλασσοταραχή, ενώ οι ναύτες του αναστατωμένοι για το μυστηριώδες και αδικαιολόγητο φως περίμεναν με αγωνία να δουν τι είναι αυτό, αστραπιαία όμως ένα κύμα ορθώθηκε μπροστά τους πιο ψηλό από το κατάστρωμα και το πλοίο βυθιζόταν όπου άξαφνα ο καπετάνιος Μπαφάκης άπλωσε το χέρι του και έπιασε το φωτεινό εκείνο αντικείμενο, αμέσως τότε, σαν να χτύπησε την μανιασμένη θάλασσα η ράβδος του Μωυσή, η θάλασσα ημέρεψε, εξαφανίσθηκε το κύμα και το μικρό ιστιοφόρο όρμισε με καινούργιο κέφι προς τα εμπρός για το μακρινό ταξίδι.
Το νυχτερινό εύρημα ήταν ένα τετράγωνο κουτί καλοφτιαγμένο που εξέπεμπε φως.
Οι ναύτες απαιτούσαν να μοιραστούν όλοι το περιεχόμενο του κουτιού, όπως όριζε το έθιμο και οι συνήθειες των ναυτικών εκείνης της εποχής. Ποιος ξέρει τι φανταζόντουσαν με το κουρσάρικο πνεύμα τους, θα μπορούσε να είχε χρυσαφικά ή πολύτιμα πετράδια οπότε το κέρδος θα ήταν πολύ μεγάλο.
Ο Μπαφάκης όμως φαίνεται πως ήταν άνθρωπος νομοταγής και χρηστός. Για να είναι πιο ασφαλής, δέχτηκε την πρόταση των ναυτικών με τη διαφορά ότι θα άνοιγαν το κουτί μπροστά στον Τελωνάρχη (λιμενάρχη) όταν θα έφταναν στο Αίγιο. Έτσι και έγινε.
Όταν μπροστά στον Τελώνη ανοίχτηκε το περίεργο εκείνο κουτί, όλοι βρέθηκαν με το στόμα ανοικτό. Αντί χρυσαφικά και πετράδια, βρήκαν μία εικόνα της Παναγίας, που κρατούσε στην αγκαλιά της το μικρό Χριστό.
Ήταν φανερό πως ένα τέτοιο εύρημα και με τόσα σημεία είχε κάποια ανώτερη αξία, ήταν ουράνια η θέληση.
Την εικόνα της Παναγίας την πήρε ο καπετάνιος Μπαφάκης και την τοποθέτησε στο δωμάτιο τού σπιτιού του που έμενε πλησίον στον Ιερό Ναό του Αγίου Ανδρέα, αυτό ήταν το πρώτο θαύμα της Ιερής εικόνας.
Το γεγονός διεδόθη σ’ όλη την πόλη του Αιγίου αστραπιαία.
Πολλοί ευλαβείς προσκυνητές αλλά και πολύ περίεργοι, επισκέπτοντο την οικία του Μπαφάκη για να δουν την εικόνα, για την οποία φημολογούντο τόσα πολλά για την εύρεση της.
Ο Μπαφάκης πέθανε και κληρονόμησε τα υπάρχοντα του μαζί και την εικόνα η θετή του κόρη η Κωνσταντίνα, η οποία υπέδειξε την ίδια πίστη, και αφοσίωση για την εικόνα όπως είχε επιδείξει ο θετός πατέρας της.
Η κ. Κωνσταντίνα έχει κοιμηθεί εδώ και 90-100 χρόνια και κατ’ εντολή της παρεδόθη η Ιερή εικόνα στο Ιερό Ναό του Αγίου Ανδρέα όπου σώζεται έως και σήμερα.
Ένας θρύλος που έχει απομείνει λέγει ότι, όταν επρόκειτο να παρουσιάσουν την εικόνα σε έναν ασθενή ο οποίος δεν επρόκειτο να γίνει καλά, η εικόνα δεν μετακομίζετο από την θέση της, αντιθέτως αν εγένετο καλά με την βοήθεια Της ήταν πολύ ελαφριά.
Η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη Της στις 23 Αυγούστου.
Πριν από τα 200 ίσως και παραπάνω χρόνια, εδώ στο Αίγιο και συγκεκριμένα κάτω στα Γαλαξιδιώτικα (συνοικία Αγ. Ανδρέα) κατοικούσε, κάποιος σπουδαίος ναυτικός, ο οποίος καταγόταν από την Ζάκυνθο, είχε δικό του πλοίο, ένα μικρό ιστιοφόρο, με καμπόσους ναύτες για πλήρωμα.
Το όνομα του ήταν Διονύσιος Μπαφάκης, ενώ οι φίλοι και οι ναύτες του τον φώναζαν χαϊδευτικά Νιόνιο.
Ήταν ένα καλοδεμένο παλικάρι, με την πατροπαράδοτη νησιωτική βράκα με την όψη μπρούντζινη, χαλκεμένη από τον ήλιο και από την αρμύρα της θάλασσας και γενικά μ’ όλη εκείνη την αντριωσύνη που χαρακτηρίζει τους ναυτικούς.
Ταξίδευε ολοχρονίς, πότε προς την Κεφαλονιά και πότε προς την Ζάκυνθο μεταφέροντας προϊόντα από το να νησί στο άλλο ζώα, πράγματα και ότι άλλο χρειαζόταν, ακόμα και ανθρώπους.
Σ’ ένα τέτοιο ταξίδι που είχε κάνει πριν από πολλά πολλά χρόνια έτυχε να του συμβεί κάτι το εξαιρετικά πρωτοφανές.
Ερχόταν από την Κεφαλονιά προς το Αίγιο με φορτωμένο το μικρό ιστιοφόρο πραμάτειες, μόλις είχε μπει ο χειμώνας, ο καιρός είχε πάρει μία απότομη μεταβολή και οι πρώτες κακοκαιρίες αναστάτωναν τα πάντα.
Ήταν ακόμη αρχές Δεκεμβρίου, δεν μπορούμε να καθορίσουμε την ημερομηνία, πάντως έπειτα από λίγες ημέρες έφτανε η εορτή του Αγίου Διονυσίου.
Στο Αίγιο και συγκεκριμένα στην Εκκλησία του Αγίου Ανδρέα, υπήρχε η Ιερή Εικόνα του Αγίου Διονυσίου, ο Μπαφάκης λοιπόν έκανε αυτό το ταξίδι υπηρετώντας το μεγάλο σκοπό του.
Ήθελε πρώτων να φτάσει στο Αίγιο και να πάει να προσκηνύση την εικόνα του Αγίου Διονυσίου που σε λίγες μέρες θα ήταν η μνήμη Του και δεύτερον διότι ήταν και πρόεδρος των εν Αιγίω εγκατεστημένων Ζακυνθινών.
Όμως όπως προ είπαμε ήταν χειμώνας, το ταξίδι από την Κεφαλονιά προς το Αίγιο ήταν μεγάλο, κουραστικό, και συνάμα επικίνδυνο μέσα στην τόση κακοκαιρία και την τρομερή θαλασσοταραχή που επικρατούσε. Ταξίδευαν όλη την ημέρα με άσχημο καιρό, και το κακό τη νύχτα παράγινε.
Υψώνονταν θεόρατα κύματα που αναμόχλευαν τ’ ανεξιχνίαστα βάθη της θάλασσας και το ιστιοφόρο του Μπαφάκη ήταν ένα στίγμα ένα καρυδότσουφλο μέσα στο χάος που επικρατούσε.
Ψύχραιμος ο Μπαφάκης, καθόταν στο τιμόνι και προσπαθούσε να τιθασέψει την μανιασμένη θάλασσα όπου άξαφνα διέκρινε στο βάθος πάνω στα κύματα ένα φωτεινό σημείο που του αιχμαλώτισε την προσοχή.
Το πλησίασε παρ’ όλη την θαλασσοταραχή, ενώ οι ναύτες του αναστατωμένοι για το μυστηριώδες και αδικαιολόγητο φως περίμεναν με αγωνία να δουν τι είναι αυτό, αστραπιαία όμως ένα κύμα ορθώθηκε μπροστά τους πιο ψηλό από το κατάστρωμα και το πλοίο βυθιζόταν όπου άξαφνα ο καπετάνιος Μπαφάκης άπλωσε το χέρι του και έπιασε το φωτεινό εκείνο αντικείμενο, αμέσως τότε, σαν να χτύπησε την μανιασμένη θάλασσα η ράβδος του Μωυσή, η θάλασσα ημέρεψε, εξαφανίσθηκε το κύμα και το μικρό ιστιοφόρο όρμισε με καινούργιο κέφι προς τα εμπρός για το μακρινό ταξίδι.
Το νυχτερινό εύρημα ήταν ένα τετράγωνο κουτί καλοφτιαγμένο που εξέπεμπε φως.
Οι ναύτες απαιτούσαν να μοιραστούν όλοι το περιεχόμενο του κουτιού, όπως όριζε το έθιμο και οι συνήθειες των ναυτικών εκείνης της εποχής. Ποιος ξέρει τι φανταζόντουσαν με το κουρσάρικο πνεύμα τους, θα μπορούσε να είχε χρυσαφικά ή πολύτιμα πετράδια οπότε το κέρδος θα ήταν πολύ μεγάλο.
Ο Μπαφάκης όμως φαίνεται πως ήταν άνθρωπος νομοταγής και χρηστός. Για να είναι πιο ασφαλής, δέχτηκε την πρόταση των ναυτικών με τη διαφορά ότι θα άνοιγαν το κουτί μπροστά στον Τελωνάρχη (λιμενάρχη) όταν θα έφταναν στο Αίγιο. Έτσι και έγινε.
Όταν μπροστά στον Τελώνη ανοίχτηκε το περίεργο εκείνο κουτί, όλοι βρέθηκαν με το στόμα ανοικτό. Αντί χρυσαφικά και πετράδια, βρήκαν μία εικόνα της Παναγίας, που κρατούσε στην αγκαλιά της το μικρό Χριστό.
Ήταν φανερό πως ένα τέτοιο εύρημα και με τόσα σημεία είχε κάποια ανώτερη αξία, ήταν ουράνια η θέληση.
Την εικόνα της Παναγίας την πήρε ο καπετάνιος Μπαφάκης και την τοποθέτησε στο δωμάτιο τού σπιτιού του που έμενε πλησίον στον Ιερό Ναό του Αγίου Ανδρέα, αυτό ήταν το πρώτο θαύμα της Ιερής εικόνας.
Το γεγονός διεδόθη σ’ όλη την πόλη του Αιγίου αστραπιαία.
Πολλοί ευλαβείς προσκυνητές αλλά και πολύ περίεργοι, επισκέπτοντο την οικία του Μπαφάκη για να δουν την εικόνα, για την οποία φημολογούντο τόσα πολλά για την εύρεση της.
Ο Μπαφάκης πέθανε και κληρονόμησε τα υπάρχοντα του μαζί και την εικόνα η θετή του κόρη η Κωνσταντίνα, η οποία υπέδειξε την ίδια πίστη, και αφοσίωση για την εικόνα όπως είχε επιδείξει ο θετός πατέρας της.
Η κ. Κωνσταντίνα έχει κοιμηθεί εδώ και 90-100 χρόνια και κατ’ εντολή της παρεδόθη η Ιερή εικόνα στο Ιερό Ναό του Αγίου Ανδρέα όπου σώζεται έως και σήμερα.
Ένας θρύλος που έχει απομείνει λέγει ότι, όταν επρόκειτο να παρουσιάσουν την εικόνα σε έναν ασθενή ο οποίος δεν επρόκειτο να γίνει καλά, η εικόνα δεν μετακομίζετο από την θέση της, αντιθέτως αν εγένετο καλά με την βοήθεια Της ήταν πολύ ελαφριά.
Η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη Της στις 23 Αυγούστου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου