web statistics
Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου (εκπαιδευτικού-χημικού)
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ (Δεκέμβριος 2007) και αποτελεί μέρος της εργασίας μας με τίτλο-
Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΣΤΗΝ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ ΤΟΥ ΜΕΛΩΔΟΥ.
ΜΕΡΟΣ-Α
Το υμνογραφικό έργο του Ρωμανού του Μελωδού
Ο Ρωμανός ο Μελωδός είναι μέχρι σήμερα το αντικείμενο της μελέτης και έρευνας πολλών σοφών της Εσπερίας, Ιταλών, Γάλλων, Άγγλων και κυρίως Γερμανών. Ένας από αυτούς τον αποκαλεί «νέο Πίνδαρο του Βυζαντίου», και άλλος ένας «τον μέγιστο εκκλησιαστικό ποιητή του κόσμου» και «πρίγκιπα των μελωδών».
Ο διάσημος βυζαντινολόγος καθηγητής Κ. Κρουμβάχερ εξέδωσε στο Μόναχο πολλά ανέκδοτα άσματα του Ρωμανού και άλλων, από χειρόγραφα της βιβλιοθήκης της Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου της Πάτμου. Με το όνομα «Κοντακάριον» βρέθηκε στην βιβλιοθήκη της Μόσχας ελληνική χειρόγραφη περγαμηνή, που περιέχει Κοντάκια και Οίκους για όλο τον ενιαυτό, αλλά όχι και όλα τα έργα του Ρωμανού.
Δεν γνωρίζουμε τα περισσότερα Κοντάκια του Ρωμανού, γιατί αυτά αντικαταστάθηκαν από τους Κανόνες. Σε χρήση, όμως, παρέμεινε ο περιώνυμος του Ρωμανού ύμνος στην Γέννηση του Χριστού, του οποίου η πρώτη στροφή είναι το γνωστό Κοντάκιο των Χριστουγέννων και το οποίο μέχρι τον ΙΒ’ αιώνα ψαλλόταν κάθε χρόνο σε επίσημα γεύματα από τους ενωμένους χορούς των λεγομένων Αγιοσοφιτών και Αποστολιτών. Σύμφωνα με την συναξαριακή παράδοση, συνέθεσε πάνω από χίλιους ύμνους. Σήμερα γνωρίζουμε 85 πλήρεις ύμνους (κοντάκια) και μερικά μικρά ποιήματα (σπαράγματα).
«Ο Ρωμανός ήταν μέσα στην Χάρη και ο, τι έγραφε ήταν τέλειο», είπε κάποτε ο Γέροντας Πορφύριος.
Η ποίηση του Ρωμανού του Μελωδού εκφράζει την ίδια την εποχή του, τους πόθους και τις ελπίδες εκείνων των ανθρώπων. Γι’ αυτό και το έργο του δεν εξετάζεται μόνο από θρησκευτική η λογοτεχνική άποψη αλλά και ιστορική και λαογραφική. Η γλώσσα του απλή, χωρίς στόμφο και όπου παρουσιάζεται ρητορική μακρολογία, επειδή έτσι επιβαλλόταν από την ανάγκη των τότε λειτουργικών πλαισίων, αυτό γίνεται χωρίς να κουράζει. Γενικά οι φράσεις του περιέχουν πλαστικότητα, μεστή νοημάτων κατά μια άψογη τεχνική, όπως παραδέχονται ειδικοί.
Οι μελετητές του έργου του εξαίρουν την ποιητική του δύναμη, την πρωτότυπη και ανεξάντλητη στιχουργική του ικανότητα, στοιχεία που γίνονται ιδιαίτερα αισθητά στους ύμνους της Γεννήσεως του Χριστού. Ο Ρωμανός συνέθεσε τρία Κοντάκια για το γεγονός της Θείας Ενανθρωπήσεως. (το τρίτο αναφέρεται στα Άγια Νήπια).
Το πρώτο Κοντάκιο των Χριστουγέννων
Ο πρώτος ύμνος, αληθινά αριστουργηματικός, έχει ως θέμα του την Ενανθρώπιση του Θεού. Έχει την χαρακτηριστική ακροστιχίδα «Του ταπεινού Ρωμανού ύμνος» και ψάλλεται την ημέρα της Γεννήσεως του Χριστού. Αποτελείται από το προοίμιο «Η Παρθένος σήμερον», εικοσιτέσσερις οίκους, με δέκα στίχους ο καθένας, με εφύμνιο κάθε οίκου το «..παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός». Στη σημερινή λειτουργική πράξη από τον ύμνο αυτό ψάλλεται μόνο το προοίμιο «Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει» και αναγιγνώσκεται μετά την στ’ ωδή του κανόνος ο Α’ οίκος: «Την Εδέμ Βηθλεέμ ήνοιξε, δεύτε ίδωμεν».
Η Θεοτόκος στην θεματολογία του Α’ Κοντακίου.
Ξεκινώντας ο Ρωμανός από την Ευαγγελική διήγηση με μία απαράμιλλη λυρικότητα και μαεστρία υπερβαίνει την θεολογία και «εξανθρωπίζει» το μυστήριο της Θείας Σαρκώσεως, διεκδικώντας, όπως έχει παρατηρηθεί, για την τέχνη του ευρύτατα περιθώρια μεταπλασμού και ελεύθερης επεξεργασίας της συγκεκριμένης ευαγγελικής παράδοσης. Το πρόσωπο, που παρουσιάζει ως κυρίαρχο στο όλο γεγονός δεν είναι ο ενανθρωπήσας Θεός-Λόγος αλλά η Πάναγνη Μητέρα Του, «η φαεινή και Αμώμητος» (αψεγάδιαστη), που είναι «φύσει άνθρωπος» και ως άνθρωπος αδυνατεί να κατανοήσει το βάθος του Μυστηρίου, που εκούσια υπηρετεί.
Το βρέφος που μόλις γεννήθηκε είναι βέβαια Γιος της αλλά ταυτόχρονα είναι και Πατέρας Της και Θεός και Θεός των πάντων. Η παρθενική σύλληψη και Γέννηση σε αντίξοες συνθήκες είναι βέβαια γεγονότα, όμως η ίδια ως άνθρωπος βασανίζεται από ένα μεγάλο πλήθος ερωτηματικών για όλα εκείνα τα ανεξήγητα που συμβαίνουν και η ίδια συμμετέχει. Και απορημένη ερωτά.
Οίκος Β’ (απόσπασμα: στίχ. 4-10)
Ειπέ μοί, τέκνον, πώς ενεσπάρης μοι ή πως ενεφύης μοί.
Ορώ σε, σπλάγχνον και καταπλήττομαι,
ότι γαλουχώ και ου νενύμφευμαι.
Και σε βλέπω μετά σπαργάνων,
την παρθενίαν δε ακμήν εσφραγισμένην θεωρώ.
Συ γαρ ταύτην φυλάξας εγεννήθης ευδοκήσας
παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.
Οίκος Γ’
Υψηλέ Βασιλεύ, τι σοί και τοίς πτωχεύσασαι;
Ποιητά ουρανού, τι προς γήινους ήλυθας;
Σπηλαίου ηράσθης ή φάντης ετέρφθης;
Ιδού ούκ έστι τόπος τη δούλη σου εν τω καταλύματι.
ου λέγω τόπον, αλλά ουδέ σπήλαιον,
ότι και αυτό τούτο αλλότριον. και τη μέν Σάρρα τεκούση βρέφος
εδόθη κλήρος γης πολύς, εμοί δε ούτε φωλεάν
εχρησάμην το άνδρον, ο κατώκησας βουλήσει
παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.
Αυτό που η ίδια δεν κατανοεί, έρχονται να το επιβεβαιώσουν οι Μάγοι, που φτάνουν στο σπήλαιο για να προσκυνήσουν «παιδίον νέον» τον προαιώνιο Θεό. Η Μητέρα ακούει την διαβεβαίωση των ξένων σοφών, ότι το γεγονός αυτό της θείας ενανθρωπήσεως προφητεύτηκε και αυτή έγινε «απάτορος υιού μήτηρ και τροφός», του Οποίου καθώς είδαμε το άστρο καταλάβαινε πως ήρθε στον κόσμο «παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός».
Οίκος Ε’
Ακριβώς γαρ ημίν ο Βαλαάμ παρέθετο
των ρημάτων τον νουν ωνπερ προεμαντεύσατο,
ειπών ότι μέλλει αστήρ ανατέλλειν,
αστήρ σβεννύων πάντα μαντεύματα και τα οιωνίσματα.
Αστήρ εκλύων παραβολάς σοφών,
ρήσεις τε αυτών και τα αινήγματα.
Αστήρ αστέρος του φαινομένου
υπερφαιδρότερος πολύ ως πάντων άστρων ποιητής,
περί ου προεγράφη. εκ του Ιακώβ ανατέλλει
παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.
Τα παράξενα αυτά λόγια όταν άκουσε η Μαριάμ έσκυψε και προσκύνησε το Σπλάχνο Της και το ευχαρίστησε για τα μεγαλεία που της επεφύλαξε. «Παραδόξων ρητών η Μαριάμ ως ήκουσε τω εκ σπλάχνων αυτής κύψασα προσεκύνησε και κλαίουσα είπε: Μεγάλα μοί, τέκνον, μεγάλα πάντα, όσα εποίησες μετά της πτωχείας μου». Ολόκληρο το υπόλοιπο του ύμνου είναι ένας διάλογος ανάμεσα στην Θεοτόκο και τους Μάγους. Στον διάλογο αυτό αξιοσημείωτο γεγονός αποτελεί η συνάντηση των Μάγων με τον Ιωσήφ και ο προβληματισμός τους για την παρουσία του. Έτσι ο Ρωμανός παίρνει αφορμή να διακηρύξει με ποιητικό τρόπο την Άσπιλη Σύλληψη του Χριστού και το Αειπάρθενο της Θεοτόκου, την οποία ονομάζει «απαράνοικτο πύλη, ην ο Χριστός μόνος διώδευσεν», «Θύρα ανοιχθείσα και μηδαμώς κλαπείσα τον της αγνείας θησαυρόν».
Οίκος Θ’ (στίχ. 4-10) και Ι’
Η δε ανοίγει θύραν και δέχεται μάγων το σύστημα
ανοίγει θύρα η απαράνοικτος
πύλη, ην Χριστός μόνος διώδευσεν
ανοίγειν θύραν η ανοιχθείσα
και μη κλαπείσα μηδανώς τον της αγνείας θησαυρόν
αυτή ήνοιξε θύραν, αφ’ ης εγεννήθη θύρα,
παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.
Ι’
Οι δε Μάγοι ευθύς ώρμησαν εις τον θάλαμον
και ιδόντες Χριστόν έφριξαν, ότι είδοσαν
την τούτου μητέρα, τον ταύτης μνηστήρα
και φόβω είπον «Ούτος υιός εστίν αγενεαλόγητος.
και πως Παρθένε, τον μνηστευσάμενον
βλέπομεν ακμήν ένδον του οίκου Σου;
ουκ έσχε μώμον η κυησίς σου;
μη η κατοίκησις ψεχθεί συνόντος σοι του Ιωσήφ;
πλήθος έχεις φθονούντων, ερευνώντων που ετέχθη,
παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.
Η Παναμώμητος, όμως, Θεοτόκος αποκαλύπτει τον ρόλο του Μνήστορος, ο οποίος θα γίνει «έλεγχος πάντων των καταλαλούντων», και θα είναι αυτός που θα «ρητορεύει σαφώς άπαντα άπερ ήκουσεν», θα «απαγγέλει τρανώς όσα αυτός εώρακε εν τοις ουρανίοις και τοις επιγείοις».
Οίκοι ΙΑ’ και ΙΒ’ (στίχ. 1-6)
«Υπομνήσω υμάς», μάγοις Μαρία έφησε,
«τίνος χάριν κρατώ τον Ιωσήφ εν οίκω μου
εις έλεγχον πάντων των καταλαλούντων
αυτός γαρ λέξει άπερ ακήκοε περί του παιδίου μου.
Υπνών γαρ είδεν άγγελον άγιον
λέγοντα αυτό πόθεν συνέλαβον
πυρίνη θέα τον ακανθώδη
εκπληροφόρησε νυκτός περί των λυπούντων αυτόν.
Δι’ αυτό συνεστί μοι Ιωσήφ δηλών ως έστι
παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.
ΙΒ’
Ρητορεύει σαφώς άπαντα άπερ ήκουσεν
απαγγέλει τρανώς όσα εώρακεν
εν τοις ουρανίοις και τοις επιγείοις τα των ποιμένων, πως συνανύμνησαν πηλίνοις οι πύρινοι.
Υμών των Μάγων, ότι προέδραμεν άστρον φωταυγούν και οδηγούν υμάς.
Στην συνέχεια του διαλόγου προβάλλονται τα ιστορικά γεγονότα τα σχετικά με το άστρο και την πορεία των Μάγων, τον Ηρώδη και την σφαγή των νηπίων. «Υπό των απλανών μάγων αυτά ελέγετο υπό δε της σεμνής πάντα επεσφραγίζετο κυρούντος του βρέφους τα των αμφοτέρων (=το βρέφος επικύρωνε τα λεγόμενα και από τις δύο πλευρές). Ακολουθεί η προσκύνηση των Μάγων στο Χριστό, αφού προηγουμένως αυτοί «προσεκύνησαν το δώρο των δώρων, το μύρο των μύρων» δηλ. την Θεοτόκο, την Πηγή όλων των δώρων και όλων των αρωμάτων, λέγοντας στον νεογέννητο Χριστό: «Δέξαι δώρημα τρίυλον, ως τον Σεραφίμ ύμνον τρισάγιον μη αποστρεψης ως τα του Κάιν, αλλά εναγκάλισαι αυτά ως την του Άβελ προσφοράν δια της σε τεκούσης, δι’ ης ημίν εγεννήθης παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.»
Η Μητέρα – Θεοτόκος, η Πηγή όλων των δώρων, που δέχθηκε τα δώρα και άκουσε από το στόμα των Μάγων την αλήθεια για τον Γιό της, πρέπει να παρακαλέσει για το γένος της και θα είναι πλέον η μόνη μεσίτρια ανάμεσα στους ανθρώπους και στον Γιο-Θεό της.
Οίκος ΚΒ’
Νέα νυν και φαιδρά βλέπουσα η αμώμητος
μάγους δώρα χερσί φέροντας και προσπίπτοντας,
αστέρα δηλούντα, ποιμένας υμνούντας,
τον πάντων τούτων κτίστην και Κύριον ικέτευε λέγουσα.
«Τριάδα δώρων, τέκνον δεξάμενος
τρείς αιτήσεις δος τη γεννησάση σε
Υπερ αέρων παρακαλώ σε και υπέρ των καρπών της γης και των οικούντων εν αυτή
Οίκος ΚΓ’
Ουχ απλώς γαρ ειμι μήτηρ σου, σώτερ εύσπλαχγνε
ουκ εική γαλουχώ τον χορηγόν του γάλακτος
αλλ’ υπέρ πάντων εγώ δυσωπώ σε
εποιησάς με όλου του γένους μου και στόμα και καύχημα
εμέ γαρ έχει η οικουμένη σου,
σκέπην κραταιά, τείχος και στήριγμα
εμέ ορώσιν οι εκβληθέντες
του Παραδείσου της τρυφής, ότι επιστρέψω αυτούς
λαβείν αίσθησιν πάντων δι’ εμού της σε τεκούσης
παιδίον νέον, τον προ αιώνων Θεόν.
Οίκος ΚΔ’ (απόσπασμα. στίχ: 1-3)
Σώσον κόσμον, Σωτήρ, τούτου γαρ χάριν ήλυθας
στήσον πάντα τα σα τούτου γαρ χάριν έλαμψας
εμοί και τοις μάγοις και πάση τη κτίσει.
Ιδού γαρ μάγοι, οις ενεφάνισας το φως του προσώπου σου,
προσπιπτοντές σοι δώρα προσφέρουσι
Χρήσιμα καλά λίαν ζητούμενα.
Αυτών γαρ χρήζω, επειδή μέλλω.
Επί την Αίγυπτον μολείν και φεύγειν συν σοι δια σε,
Οδηγέ μου, υιέ μου, ποιητά μου, λυτρωτά μου,
Παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.
H ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΣΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ ΤΟΥ ΜΕΛΩΔΟΥ.
ΜΕΡΟΣ –Β-.
Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΣΤΟ –Β –ΚΟΝΤΑΚΙΟ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Το δεύτερο κοντάκιο της Γεννήσεως είναι μικρότερο από το πρώτο ,αφού περιλαμβάνει προοίμιο και 18 οίκους,έχει εφύμνιο τον χαρακτηρισμό «η Κεχαριτωμένη» και ακροστιχίδα την πρόταση: « Του ταπεινού Ρωμανού».
Σύμφωνα με την αρχαία τυπική διάταξη προοριζόταν για την «επαύριον της Γεννήσεως»(26 Δεκ) κατά την οποία τιμάται κυρίως η Θεοτόκος. (Σύναξις της Θεοτόκου).
Σήμερα στην λειτουργική πράξη διαβάζεται μόνο το προοίμιο :
« Ο προ εωσφόρου εκ πατρός αμήτωρ γεννηθείς…».
Ενώ ο θεματικός άξονας του πρώτου Κοντακίου είναι ο Ουρανός και η Γή,
στο δεύτερο κοντάκιο είναι το ανθρώπινο γένος, που εκπροσωπείται από τους προπάτορας Αδάμ και Εύα, και ο Άδης σαν σύμβολο των δεσμών του «πεπτωκότος ανθρώπου». Με τον πρώτο ύμνο ο Ρωμανός κατεβάζει τον ουρανό στη γη, φέρνοντας τον Θεό κοντά στον άνθρωπο. Mε τον δεύτερο ύμνο το μήνυμα της ανεκλάλητης χαράς φτάνει μέχρι τον Άδη, σαν άγγελμα ελευθερίας «των απ΄αιώνος κεκοιμημένων ψυχών». Βασικό ρόλο στην μεταφορά αυτού του μηνύματος έχει η Θεοτόκος, σαν Μητέρα του Θεού –Λόγου. Αυτή φέρνει το χαρμόσυνο μήνυμα στην Εύα και στον Αδάμ.
Στην πορεία της ποιητικής διηγήσεως ο Ρωμανός με λυρικώτατο τρόπο τονίζει και εξαίρει το μεσιτευτικό έργο της Θεομήτορος .
Ο ύμνος αρχίζει και μια τρυφερή σκηνή. Η Παναγία, που παρομοιάζεται σαν Άμπελος βαστάζει στην αγκαλιά της τον “αγεώργητο βότρυν “τον Χριστό .
«Τον αγεώργητον βότρυν βλαστήσασα η άμπελος ως επι κλάδων
αγκάλαις εβάσταζε » .
Και ψιθυρίζοντας στο νεογέννητο βρέφος τα λόγια της αιώνιας Μητέρας, της αειπάρθενης Μητέρας του Θεού, της Κεχαριτωμένης, ομολογεί το ακατάληπτο της παρθενικής γέννησης (« την σφραγίδα της παρθενίας μου ορών ακατάληπτον») και διακηρύσσει την Σάρκωση του Θεού –Λόγου («κηρύττω σε άτρεπτον Λόγον σάρκα γενόμενον»).
ΟΙΚΟΣ Α
«Συ καρπός μου, συ ζωή μου ,
αφ΄ού έγνων ότι και ο ήμην ειμί. Σύ μου Θεός ¨
την σφραγίδα της παρθενίας μου ορών ακατάληπτον
κηρύτω σε άτρεπτον Λόγον σάρκα γενόμενον.
Ουκ οίδα σποράν, οίδα σε λύτην της φθοράς.
Αγνή γαρ ειμί σου προελθόντος εξ εμού¨
ως γαρ εύρες, έλιπες μήτραν, φυλάξας σώαν αυτήν.
Δια τούτο συγχορεύει πάσα κτίσις βοώσα μοι.
Η Κεχαριτωμένη.
|
Αναγνωρίζει την μεγάλη τιμή να γίνει Δοχείο της Χάριτος, Μητέρα Θεού και Βασίλισσα του κόσμου και συγχρόνως το πρόσωπο εκείνο που ανύψωσε το ανθρώπινο γένος.
ΟΙΚΟΣ –Β-στιχ.1-6
«Ουκ αθετώ σου την Χάριν, ης έσχον πείραν, Δέσποτα.
Ουκ αμαυρώτην αξίαν, ης έτυχον τεκούσα Σε.
Του γάρ κόσμου βασιλεύω ¨.
Επειδή κράτος το σον εβάστασα γαστρί, πάντων κρατώ.
Μετεποίησας την πτωχείαν μου τη συγκαταβάσει σου.
Σεαυτόν εταπείνωσας και το γένος μου ύψωσας».
|
Χαίρεται και στο ξεχείλισμα της χαράς της καλεί τα επίγεια και τα ουράνια να διώξουν την λύπη και να χαρούν μαζί της βλέποντας την Χαρά που κρατά στα χέρια της.
ΟΙΚΟΣ –Β-στιχ.7-11
«Ευφράνθητε μοι νυν άμα, γή και ουρανός.
Τον γαρ Ποιητήν υμών βαστάζει εν χερσί.
Γηγενείς, απόθεσθε τα λυπηρά θεώμενοι την Χαράν ,
ήν εβλάστησα εκ κόλπων αμιάντων και ήκουσα
η Κεχαριτωμένη.»
|
Τα τρυφερά λόγια της Θεοτόκου ακούστηκαν μέχρι τον Άδη. Τα άκουσε πρώτα η Εύα μέσα στον λήθαργό της, σαν ελπιδοφόρο κελαηδισμα εαρινής χελιδόνος. Εκείνη, που ήταν η πρόξενος της πτώσης, ακούει πρώτη το μήνυμα της σωτηρίας και γεμάτη χαρά και απορία λέει στον Αδάμ να αφήσει τον «ισοθάνατον ύπνο» και να προσπαθήσει να κατανοήσει τα θαυμαστά γεγονότα που συμβαίνουν. Ήδη άκουσε την φωνή της Παρθένου, που βλάστησε από την ρίζα του Ιεσσαί, για την οποία μίλησε και ο προφήτης Αμώς, «την τίκτουσαν της κατάρας την λύτρωσιν» .
ΟΙΚΟΣ –Γ-στιχ.5-11
«Τις εν τοις ωσί μου νυν ήχησεν εκείνο ο ήλπιζον,
παρθένον την τίκτουσαν της κατάρας την λύτρωσιν;
Ης μόνη φωνή έλυσέ με των δυσχερών ,
και ταύτης γονή έδησε τον τρώσαντά με.
Ταύτην, ήν προέγραψεν, ο Αμώς, η ράβδος του Ιεσσαί ,
η βλαστήσασα μοι κλάδον, ου φαγούσα, ου θνήξομαι
η Κεχαριτωμένη.
ΟΙΚΟΣ –Δ-.στιχ.1-4.
Της χελιδόνος ακούσας κατ΄’ορθρον κελαδούσης μοι
τον ισοθάνατον ύπνον, αφείς ανάστηθι.
Ακουσόν μου της συζύγου .
Εγώ η πάλαι πτώμα προξενήσας βροτοίς νυν ανιστώ..
|
Ο Αδάμ τινάζει από τα βλέφαρά του τον βαρύ ύπνο και τεντώνει το αυτί του για να ακούσει το τραγούδι της χαράς. Αλλά όταν αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για τραγούδι γυναίκας , θυμάται το πρώτο πάθημά του και φοβάται μήπως προετοιμάζεται με δόλιο τρόπο μια δεύτερη απάτη.
ΟΙΚΟΣ –Ε-στιχ.5-11
«Λιγυρού ακούω κελαδήματος, τερπνού μινυρίσματος¨
αλλά του μελίσματος νύν ο φθόγγος ου τέρπει με.
Γυνή γαρ εστι ης και φοβούμαι την φωνή¨
εν πείρα ειμί¨όθεν το θήλυ δειλιώ¨
ο μεν ήχος θέγλει με ως λιγυρός, το όργανον δε δονεί, μη ως πάλαι με πλανήση επιφέρουσα όνειδος τη Κεχαριτωμένη »
|
Έτσι αρχίζει ένας διάλογος ανάμεσα στον Αδάμ και στην Εύα. Ο πρώτος συνεχίζει να δυσπιστεί, η δεύτερη με την γυναικεία διαίσθηση, αντιλαμβάνεται ότι κοντά είναι η σωτηρία, που πνέει ως γλυκειά αύρα και δροσίζει τον αφόρητο καύσωνα της τιμωρίας.
(« το γάρ έαρ σε έφθασε¨ Ιησούς Χριστός πνέει ως αύρα γλυκερά»).
Και όταν ο Αδάμ πείθεται πηγαίνει και βρίσκει την Θεομήτορα. Πέφτει γεμάτος δάκρυα στα πόδια της και σαν εκπρόσωπος σύμπαντος του ανθρωπίνου γένους, ικετεύει:
ΟΙΚΟΣ –Η-στιχ.1-6
«Ιδού ειμί προ ποδών σου, Παρθένε Μήτερ άμωμε,
και δι΄εμού πάν το γένος τοις ίχνεσί σου πρόσκειται.
Μη παρίδης τους τεκόντας ,
επειδή τόκος ο σος ανεγέννησε νυν τους εν φθορά¨
τον εν Αδη παλαιωθέντα με Αδάμ τον πρωτόπλαστον
οικτείρησον, θύγατερ, τον πατέρα σου στένοντα….
|
Τα ίδια παρακαλεί και η Εύα που έχει και πρόσθετους λόγους καθώς ακούει συνεχώς τις κατηγορίες του Αδάμ γιατί αυτή είναι η αιτία της αρχαίας κατάρας του Θεού.
Η Θεοτόκος, βλέποντας τον Αδάμ και την Εύα, με δυσκολία συγκρατεί τα δάκρυά της. Ακούει τις παρακλήσεις των προγόνων της, τους παρηγορεί και τους διαβεβαιώνει ότι θα μεσιτεύσει στον οικτίρμονα Υιό και Θεό της ,ο οποίος φροντίζει τους ανθρώπους σαν στοργικός πατέρας.
ΟΙΚΟΣ –Ι-.στιχ.7-11
«Παύσασθε των θρήνων υμών,
και πρέσβυς υμίν γίνομαι προς τον εξ εμού,
υμείς δε απώσασθε την συμφοράν τεκούσης μου την χαράν.
Ως γαρ πάντα τα της λύπης εκπορθήσουσα ήκω νυν
η Κεχαριτωμένη.»
…ΟΙΚΟΣ –ΙΑ-στιχ.1,5-11
Υιόν οικτίρμονα έχω και λίαν ελεήμονα….
Ως πατήρ οικτείρει υιούς αυτού, οικτείρει ο γόνος μου
τους φοβουμένους αυτόν ως Δαυίδ προεφήτευσε.
Τα δάκρυα ούν στείλαντες εκδέξασθέ με
Μεσίτιν υμών γενέσθαι προς τον εξ΄εμού¨
Χαράς γαρ παραίτιος ο γεννηθείς ο προ αιώνων Θεός .
Ησυχάσατε αλύπως¨προς αυτόν γάρ εισέρχομαι
Η Κεχαριτωμένη.
|
Στην συνέχεια η Θεομήτωρ πλησιάζει την Φάτνη και παρακαλεί τον Υιό της να σκεπάσει με την Χάρη Του τον Αδάμ και την Εύα, που εξ αιτίας του διαβόλου-φιδιού την έχασαν και γυμνώθηκαν από κάθε τιμή.
Ο Χριστός εισακούει την μητρική παράκληση .
ΟΙΚΟΣ –ΙΓ-
«Ω Μήτερ, και δια σε και δια σου σώζω αυτούς.
Ει μη σώζειν τούτους ηθέλησα, ουκ αν εν σοί ώκησα¨
Ουκ αν εκ σου έλαμψα, ουκ αν μήτηρ μου ήκουσας.
Την φάτνην εγώ δια το γένος σου οικώ.
Mαζών δε των σων βουλόμενος νυν γαλουχώ¨
Εν αγκάλαις φέρεις με χάριν αυτών¨ όν ουχ ορά Χερουβείμ ,
Ιδού βλέπεις και βαστάζεις και ως υιόν κολακεύεις με,
Η Κεχαριτωμένη.
|
Ο εν φάτνη ανακείμενος Θεός αποκαλύπτει πλέον ο ίδιος το μυστήριο της Θείας Οικονομίας. Η ακατάληπτος Θεία Ενανθρώπιση έγινε «γι΄αυτούς που φόρεσαν παλιά δερμάτινους χιτώνες, μίσησαν παράδεισο και αγάπησαν την φθορά, αφού έγιναν παραβάτες της ζωηφόρου εντολής. Κατέβηκα στη γη για να λάβουν αυτοί ζωή αθάνατη. Κι αν μάθεις ακόμα Σεμνή Μητέρα πως για χάρη τους σταυρώνομαι «μετά πάντων των στοιχείων δονηθήση και θρηνήσεις η Κεχαριτωμένη». Μαζί με όλα τα στοιχεία της φύσεως θα ταραχθέις και θα κλάψεις.
ΟΙΚΟΣ –ΙΔ-
Μητέρα σε εκτησάμην ο πλαστουργός της κτίσεως,
και ώσπερ βρέφος αυξάνω ο εκ τελείου τέλειος¨
τοις σπαργάνοις ενειλούμαι(=στα σπάργανα τυλίγομαι)
δια τους πάλαι χιτώνας δερματίνους φορέσαντας,
το δε σπήλαιον μοι εράσμιον δια τους μισήσαντας
τρυφήν και παράδεισον και φθοράν αγαπήσαντας
και παραβάντας την ζωηφόρον εντολήν.
Κατέβην εις γήν ,ίνα σχώσιν άφθαρτον ζωήν.
Αν δε και σταυρούσθαι με μάθης, σεμνή,
νεκρούσθαι δε αυτούς ,
Μετά πάντων των στοιχείων δονηθήση και θρηνήσεις
η Κεχαριτωμένη.
|
Η συνέχεια της ομιλίας του Χριστού είναι δραματική, γιατί αποκαλύπτει το μεγάλο μυστικό της Σταυρικής Θυσίας, που σαν ρομφαία θα πληγώσει την καρδιά της μάννας. Ο ίδιος διστάζει να της αποκαλύψει τόσο νωρίς τον σκοπό της Ενανθρώπισής Του, αλλά στην επιμονή της Μητέρας ούτε ο Θεός μένει ασυγκίνητος.
(ΟΙΚΟΣ ΙΕ-στιχ.7-11).
ΘΕΟΤΟΚΟΣ
:«….Ο μέλλεις τελείν τι εστί τούτο θέλω νυν μαθείν.
Μη κρύψης εμοί την απ΄αιώνος σου βουλήν.
Όλον(=τέλειον) σε εγέννησα ¨φράσον τον νουν ο έχεις περί ημάς
(=φανέρωσε το σχέδιο που έχεις για μας),
ίνα μάθω και εκ τούτου οίας έτυχον χάριτος
η Κεχαριτωμένη»
ΟΙΚΟΣ –ΙΣΤ-
ΧΡΙΣΤΟΣ:
«Νικώμαι δια τον πόθον (=από την αγάπη λυγίζω), όν έχω προς τον άνθρωπον
….εγώ δούλη και μήτερ μου ου λυπώ σε(=δεν θέλω να σε λυπήσω) .
….Τον εν ταις χερσί σου φερόμενον, τας χείρας ηλούμενον
(=να μου τρυπούν τα χέρια)
μετά μικρόν όψει με, ότι στέργω(=αγαπώ) το γένος σου.
Ον συ γαλουχείς, άλλοι ποτίσουσι χολήν.
Ον καταφιλείς, μέλλει πληρούσθαι εμπτυσμών.
Όν ζωήν εκάλεσας, έχεις ιδείν κρεμάμενον εν Σταυρώ,
και δακρύσεις ως θανόντα, αλλ΄ασπάση με αναστάντα,
η Κεχαριτωμένη.
|
Η δε Μαριάμ όταν άκουσε αυτά βαριαστέναξε και είπε.
ΟΙΚΟΣ –ΙΖ-στιχ.6-11
Θεοτόκος
« Ω βότρυς μου, μη εκθλίψωσέ σε άνομοι¨
εβλάστησά σε ¨μη όψομαι του εμού τέκνου την σφαγήν».
Και εκείνος της απάντησε με τα λόγια
Χριστός
«Παύσαι, μήτερ, κλαίουσα ο αγνοείς. Εάν γάρ μη τελεσθή
απολούνται ούτοι πάντες, υπέρ ων ικετεύεις με,
η Κεχαριτωμένη.
ΟΙΚΟΣ –ΙΗ- στιχ.1-6
Ύπνον δε νόμισον είναι τον θάνατόν μου, μήτερ μου.
Τρεις γαρ ημέρας τελέσας εν μνήματι θελήματι,
μετά ταύτα σοί ορώμαι
αναβιώσας επ΄ανακαινίσει της γης και των εκ γης.
Ταύτα, μήτερ, πάλιν ανάγγειλον,εν τούτοις πλουτίσθητι¨
Εκ τούτων βασίλευσον,δια τούτο ευφράνθητι.»
|
Ο ύμνος τελειώνει με την επίσκεψη της Θεοτόκου στον Αδάμ και τη Εύα,για να τους αναγγείλει το μήνυμα της μεγάλης χαράς. Ετσι ο υμνογράφος απομακρύνεται από το θέμα της Γέννησης και τελειώνει με την αιτία της Θείας Ενανθρωπήσεως, που είναι η δια του Σταυρού και της Αναστάσεως σωτηρία. Γεγονότα που είναι άμεσα συνδεδεμένα με την Θεομήτερα και τον Υιό της.
ΟΙΚΟΣ- ΙΗ-.στιχ.7-11.
Εξήλθεν ευθύς η Μαριάμ προς τον Αδάμ¨
ευαγγελισμόν φέρουσα, τη Εύα φησί.
«Τέως ησυχάσατε, όσον μικρόν¨ηκούσατε γαρ αυτού ,
άπερ είπεν υπομείναι δι΄ημάς τους βοώντας μοι ,
η Κεχαριτωμένη».
|
Be the first to like this.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου