web statistics
Η σεπτή μορφή της Θεομήτορος με την πολυεδρική της ακτινοβολία απαντά κατά ιδιαίτερο τρόπο στην πολλαπλή δημιουργία του Σκιαθίτη ιεροφάντη των ελληνικών γραμμάτων. Όχι μόνο στη διηγηματογραφία του, αλλά και στην άγνωστη σχεδόν ποίησή του, την κοσμική και την εκκλησιαστική. Με τον ανάδελφο χτρωστήρα της γραφίδας του την ιστορεί « εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη » όταν αναφέρεται σ’ αυτήν, είτε περιγράφει κάποιον εξοχικό ναό της, είτε μια θεομητορική πανήγυρη, είτε μια εικόνα της, είτε συνθέτει τον Παρακλητικό του κανόνα « ως Νήφων Αλέξανδρός τε τη μεσιτεία ».
Η αναφορά του Παπαδιαμάντη στην Παναγία και η προσφυγή του σ’ αυτήν
« πολλοίς συνεχόμενος πειρασμοίς » είναι γνήσια, αυθεντική, ορθόδοξη και εκφράζει με σταθερή πίστη αλλά και τρυφερότητα, υιϊκά αισθήματα αγάπης και αφοσίωσης. Είναι ακόμη αντιπροσωπευτική των «ανύμφευτων » δια βίου παρθένων ανδρών, όπως και των δια βίου ανύμφευτων παρθένων προς τον «Νυμφίον της Εκκλησίας», όπου έχει την εξαϋλωμένη μορφή της anima και του animus της Tiefenpschologie, που αγαπάται και βιώνεται με έναν άλλον εξωκόσμιο τρόπο. Εξάλλου μη λησμονούμε ότι ο Παπαδιαμάντης επηρεάστηκε και από το Παναγιοκρατικό κλίμα του Αγίου Όρους που το έζησε και στάθηκε δια βίου κοσμοκαλόγηρος. Αλλά ας προχωρήσουμε πιο συγκεκριμένα στις θεομητορικές του αναφορές, μέσω του έργου του.
Το πρόσωπο της Παρθένου, από αγκαλοφορουμένου βρέφους και μικράς κορασίδος έως της σαββατιζούσης ωρίμου επί της νεκρικής κλίνης, προβάλλεται άμεσα ή έμμεσα με δέος και σεβασμό. Και η κάθε αναφορά του δεν είναι απλή περιγραφική ή λογοτεχνική, αλλά βιωματική, ορθόδοξη, θεολογική και ανακλά τον εσωτερικό πνευματικό πλούτο του ανδρός. Ολόκληρα διηγήματα με τίτλους θεομητορικούς, όπως «Η Γλυκοφιλούσα», «Η Πεποικιλμένη», «Στο Χριστό στο κάστρο», στο «Άνθος του Γιαλού», στο «Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου» κ.α. άρθρα, όπως «Η Κοίμησις της Θεοτόκου», «Περί της Παναγίας της Κουνίστρας», «Ύμνος ακάθιστος» κ.α., και ιδιαίτερα τα ποιήματά του, μας προσφέρουν την υπερκόσμια μορφή της Παρθένου σε μιαν άλλη «κένωση» και θεώρηση, ώστε η προσέγγισή της να γίνεται πλέον βατή.
Στην πεζή παναγιακή δημιουργία του προστίθεται και η ποιητική. Πέντε είναι τα γνωστά ποιήματα που αφιερώνει στη Θεοτόκο, σε ελεύθερο στίχο. Τα τέσσερα σε ισάριθμες, ομώνυμες με τις εξοχές όπου βρίσκονται οι ναοί τους, Παναγίες : «Στην Παναγία την Κουνίστρα», «Στην Παναγία την Κεχριά», «Στην Παναγία του Ντομάν» και «Στην Παναγίτσα στο Πυργί». Σ’ αυτά προστέθηκε αργότερα το πέμπτο «Στην Παναγία τη Σαλονικιά». Γράφτηκαν κατά τον Στέργιο Δημούλη στην περίοδο της συγγραφικής του ωριμότητας (1909-1910) και αποτελούν το ένα τρίτο της ποιητικής του δημιουργίας.
Η Παναγία του Παπαδιαμάντη είναι αρχικά η Παναγία της χριστιανοσύνης, της Εκκλησίας, αλλά και η Παναγία με την τοπική ιδιαιτερότητα «η μια η ξεχωριστή», η δική του, η Παναγία η Σκιαθίτισσα, που γεννήθηκε και κατοικεί εκεί.
« Εις όλην την χριστιανοσύνη
Μια είναι μόνη Παναγία αγνή,
Κόρη παιδίσκη, ‘’Άσμα Ασμάτων’’
Χωρίς Χριστόν, Θείο παιδί στα χέρια
Και τρεφομένη με αγγέλων άρτον.
Εσύ είσαι μόνη, Παναγία Κουνίστρα,
Που εφανερώθης στης Σκιάθου το νησί
εις δένδρον πεύκου επάνω καθημένη
κι αιωρουμένη εις τερπνήν αιώραν,
όπως αι κορασίδες συνηθίζουν.»
(Στην Παναγία την Κουνίστρα)
Και στο άλλο ποίημά του, που ο Ηρακλής Αποστολίδης χαρακτήρισε ως το καλύτερο νεοελληνικό ποίημα, διαβάζουμε :
«Χαίρετ’ ο Ιωακείμ κι η Άννα
Που γέννησαν χαριτωμένη κόρη
Στην Παναγίτσα στο Πυργί.
Χαίρετ’ όλ’ η έρημη ακρογιαλιά
Κι ο βράχος κι ο γκρεμός αντίκρυ του πελάγους…»
Εδώ θάλεγε κανείς πως βλέπει αυτήν την πανανθρώπινη ανάγκη, ο καθένας να οικειωθεί το θείο γεγονός, να κάνει πιο δικό του το θείο πρόσωπο. Τον Χριστό, τον Χριστό του. Την Παναγία, Παναγία του. Και μας φέρνει στο νου τη συνήθεια των έγχρωμων, που εικονίζουν στο δικό τους φυλετικό είδος τα θεία πρόσωπα…. Και εδώ ο ποιητής θέλει την Παναγία συμπατριώτισσά του! Από τη μια η ανάγκη της οικειοποίησης, από την άλλη η αγάπη στη γενέτειρα οδηγούν στη θεώρηση αυτή. «Στη λογοτεχνία σπάνια τόπος και συγγραφέας ταυτίζονται τόσο απόλυτα όπως η Σκιάθος με τον Παπαδιαμάντη», σημειώνει ο Ηρ. Αποστολίδης που αναφέραμε πιο πάνω. Έτσι η γενέτειρα εδώ διεκδικεί την ιερή αποκλειστικότητα! Σ’ ένα άλλο του ποίημα η Παναγία γίνεται το κέντρο των νοσταλγικών του αναζητήσεων, που συμπλέκονται με τον νόστο της Σκιάθου. Και την παρακαλεί ν’ αξιωθεί και πάλι νάρθει στον ναό Της, στην εορτή της Αποδόσεως της Κοιμήσεως, να την θεάται όλος θαυμασμό και να της ψάλλει :
«Γλυκιά Παρθένε, αξίωσέ με
Νάρθω και πάλι στον ναό σου,
Στα πλατάνια τα θεόρατα
Όπου φυσά γλυκά η αύρα,
Κάτω στο ρέμα, που η πηγή κελαρύζει
Κι επάνω θροϊζει η αύρα μαλακά.
………………..
Στα ‘νεάμερα τ’ αγαπημένα
Της δοξασμένης μεταστάσεώς σου
Ήθελα νάμαι να ψάλω το ‘Πεποικιλμένη’
Στο πανηγύρι το σεμνό.
Να βλέπω να θαυμάζω τη μορφή σου…»
Είναι, ακόμη, γι΄αυτόν που δοκιμάζεται ιδιαίτερα έντονα σε κάποιες περιόδους της πολυκύμαντης ζωής του, των «θλιβομένων η χαρά», «των αδικουμένων προστάτις», των «ξένων η παράκλησις», ώστε να προσφεύγει σ΄αυτήν «εν κινδύνοις και θλίψεσι». Και ελπίζει προσκυνώντας τη θαυματουργή εικόνα Της να φθάσει και έως αυτόν η λυτρωτική χάρη Της που καλύπτει όλο το νησί :
«….ω Παναγία μου, κόρη πάναγνη, καλή.
Κι ίσως φθάση κι ως εμένα και ν’ απλώση
Γαλήνη στην ψυχή μου την αμαρτωλή».
(Στην Παναγία την Κουνίστρα)
Τέλος, επισφραγίζοντας το ποίημά του «Στην Παναγίτσα στο Πυργί» εκφράζει την ακόλουθη ψαλμική αλλά τραγική για κάθε πολυπαθή άνθρωπο ικεσία :
«Δος μου και μένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν να απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω ».
(πρβλ. ψαλμ.ΛΗ,14)
Εκεί όμως που εκφράζεται όλο το ιερό δέος, ο σεβασμός, η αγάπη και η λατρευτική, με τη σχετική έννοια, διάθεση του «όψιμου υμνογράφου της Ορθοδοξίας» – όπως τον αποκαλεί ο καθηγητής Ν.Τωμαδάκης – Παπαδιαμάντη, είναι ο Παρακλητικός κανόνας του, «ΚΑΝΩΝ ΙΚΕΤΗΡΙΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ ΤΗΝ ΓΟΡΓΟΕΠΗΚΟΟΝ». Και ενώ σ’ αυτόν εκφράζει προσωπικά του βιώματα και ομιλεί εξ’ ιδίων παθών και περιστάσεων, εκφράζει συγχρόνως και τα βιώματα της λατρευούσης Εκκλησίας, χαρακτηριστικό των ορθοδόξων υμνογράφων. Ο Παρακλητικός του κανόνας έχει ιδιαίτερα εξομολογητικό χαρακτήρα, που θυμίζει την ποίηση του Βασιλέως Θεοδώρου Δούκα του Λασκάρεως στον «Μέγα Παρακλητικόν Κανόνα». Η Θεοτόκος, στην οποία προσφεύγει με τη βεβαιότητα της άμεσης ανταπόκρισής της ως «Γοργοϋπηκόου», είναι η αρωγός, η προστάτης, η σώτειρα. «Προσπίπτει εν μετανοία κράζων εκ βάθους ψυχής». Ομολογεί ως έχων «νεκρωθέν το πνευματικόν», ως «αμόναχος μοναχός». Και δεν διστάζει να εκθέσει τις πληγές του «ως μεθύων απαύστως, ως υβριστής…ως ραθυμών….», «ως κασίγνητος» (=αδελφός, ομοιότατος) των μυθικών ασεβών Φινέως και Οφιονέως, ως «Λυμαντήρ» και «βεβηλωτής» της εντός του εικόνος «του ποιήσαντος», ως «πάλαι Νείλος». Και ζητεί συγγνώμη και βοήθεια.
Εκτενέστερη αναφορά δεν επιτρέπει ο χώρος, μ’ όλο που θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και ευχάριστη. Συμπερασματικά, η παρουσία της Παναγίας στο έργο του Παπαδιαμάντη θυμίζει την ιστορημένη εικόνα Της στους ορθόδοξους ναούς. Αλλού αυτοτελής και περίβλεπτος, όπως στο τέμπλο και την κώχη του Ιερού Βήματος, αλλού ως ένα των προσώπων μιας ιεράς παράστασης. Έτσι και μέσα στο έργο του, η Παναγία κατέχει μια περίοπτη θέση, όπως και στην ευσεβή ψυχή του. Και απεικάζοντάς την «καλάμω γραμματέως οξυγράφου», «ευκαίρως ακαίρως», ανοίγει το στόμα των μεμνημένων αναγνωστών του στο να «άσουν» μαζί του νοερά το «Πεποικιλμένη». Και «ευλάλοις χείλεσι» να προσκυνήσουν τιμητικά την χαριτόβρυτη εικόνα Της.
(Πρωτοπρεσβυτέρου ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΠΑΠΑΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου